Τότε, ξεκινούσε και το αρματαγωγό «Σάμος» του Πολεμικού Ναυτικού για να μεταφέρει παιδιά από τους Μεταξάδες και τη Ζώνη του Έβρου στη Σύρο. Εξήντα χρόνια μετά, ένα από τα παιδιά αυτά, ο Αναστάσιος Τερζούδης, μεγάλος πια, επέστρεφε ξανά στη Σύρο, για προσκύνημα.
"Ξετυλίγοντας" τις μνήμες του, έλεγε: «Όταν μας έφερε το πλοίο στο νησί πήγαμε με τα πόδια στο σημερινό Βαρδάκειο και Πρώιο νοσοκομείο. Ήταν συνεργείο, που μας γδύσανε. Κάναμε ντους και μας έδωσαν ρούχα καθαρά, καινούρια και φορέσαμε. Μετά, μας έβαλαν σε αυτοκίνητα και μας πήγανε στην Ποσειδωνία. Το κτίριο ήταν στολισμένο με κλαδιά από φοίνικες. Nομίζαμε πως γιόρταζε η εκκλησία. Μας έβαλαν σε θαλάμους, όταν φτάσαμε εδώ και όσοι δεν χωρούσαμε μας τοποθέτησαν στη λέσχη των πλουσίων. Από το χωριό Μεταξάδες είμαστε 33 παιδιά, όλα αγόρια. Σύνολο που ήρθαμε είναι 142 παιδιά. Και άρχισε η ζωή μας, όπως στο στρατό: πρωί προσευχή, έπαρση σημαίας, ρόφημα και όλα τα σχετικά για τη συντήρησή μας. Ζούσαμε καλά γιατί έφυγε ο φόβος και μας περιποιόντουσαν. Κάναμε μπάνιο στις Αγκαθωτές. Πήγαμε και σε σχολεία. Εγώ έβγαλα δύο τάξεις, την πρώτη και τη δευτέρα δημοτικού».
Αυτή την ιστορία διηγήθηκε ο κ. Τερζούδης στο Δημήτρη Χάλαρη, αδελφό του ξενοδόχου, που πριν από τρία χρόνια τον φιλοξένησε στο νησί. Η τυχαία αυτή συνάντηση στάθηκε αφορμή για τον κ. Χάλαρη, ιστορικό και συγγραφέα, ώστε να ξεκινήσει μια μεγάλη προσπάθεια συγκέντρωσης σχετικού υλικού, πληροφοριακού και φωτογραφικού.
Κάποια στιγμή, προσκλήθηκε σε ραδιοφωνική εκπομπή από την πρόεδρο του Συλλόγου Βορειοελλαδιτών Σύρου, Ουρανία Πανταζή, η οποία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα. Έτσι αποφασίστηκε η έκδοση του πολύτιμου υλικού σ' ένα ενιαίο σύγγραμμα, με τον τίτλο «Τα βάσανα μικρών ανθρώπων. Από τον Έβρο στη Σύρο. Παιδουπόλεις».
Κατά την αναζήτηση χορηγών, η νομαρχία Έβρου ανταποκρίθηκε θετικά, καθώς άλλη μια σύμπτωση έκανε την εμφάνισή της. Ο πατέρας του νομάρχη Νίκου Ζαμπουνίδη, ήταν ένα ακόμη από εκείνα τα παιδιά. Ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου: «Τα 'βάσανα μικρών ανθρώπων' για τους περισσότερους αναγνώστες του παρόντος βιβλίου θα είναι η ιστορία μιας προηγούμενης γενιάς και θα αναφέρονται στη ζωή άγνωστων παιδιών. Για μένα, όμως, είναι μέρος της προσωπικής μου ιστορίας. Αφορά τον τόπο μου και το σπίτι μου. Αφορά τον τόπο μου, αφού η περιοχή μου αποτέλεσε μια από τις 'βόρειες επαρχίες', από τις οποίες πλήθος μικρών παιδιών αποσπάσθηκαν και μεταφέρθηκαν σε παιδουπόλεις. Αφορά το σπίτι μου, επειδή ένα απ' αυτά τα παιδιά που έζησαν στην παιδούπολη της Σύρου ήταν ο πατέρας μου. Μόνο από το χωριό μου, τη Ζώνη, συγκεντρώσαμε είκοσι επτά ονόματα παιδιών που πέρασαν την παιδική τους ηλικία, τα χρόνια μιας πρόωρα χαμένης αθωότητας, στην παιδούπολη της Σύρου».
Για τις παιδουπόλεις της Σύρου, στην Ερμούπολη και την Ποσειδωνία, η κ. Πανταζή επισημαίνει ότι «σύμφωνα με τις υπάρχουσες μαρτυρίες, τα παιδιά βρήκαν μια ανθρώπινη αγκαλιά, φαγητό και καλές συνθήκες, κάτι που δεν συνέβαινε και σε άλλες παιδουπόλεις». Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι έχουν εκδοθεί βιβλία και έχουν γυριστεί ταινίες που κάνουν λόγο για άσχημες εμπειρίες παιδιών σε άλλες παιδουπόλεις της Ελλάδας. Αποδίδει εξάλλου τις καλές συνθήκες διαβίωσης στη Σύρο, στην αίγλη του νησιού την εποχή εκείνη. «Η Σύρος και ειδικότερα η Ερμούπολη ήταν κέντρο πολιτισμού και η επιρροή της ήταν έντονη στην υπόλοιπη Ελλάδα. Από τις συνομιλίες μου με δεκάδες τέτοια παιδιά, τα οποία εγώ συνάντησα ως ενήλικες πλέον, προκύπτει ότι ο τοπικός πληθυσμός τα αγκάλιασε και τους πρόσφερε οικογενειακή θαλπωρή. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά παιδιά περνούσαν τα Σαββατοκύριακα σε οικογένειες Συριανών», τονίζει από την πλευρά του ο κ. Χάλαρης.
Δεν παραλείπει, όμως, να αναφερθεί και στις συναντήσεις του με κατοίκους των Μεταξάδων του Έβρου, που τού μετέφεραν τα αισθήματα που βίωναν εκείνη την εποχή. «Η ταλαιπωρία, η δυστυχία και ο φόβος των ανθρώπων ήταν περισσότερο από εμφανή, σε μια εποχή δύσκολη για την Ελλάδα, όπου η ίδια η επιβίωση απαιτούσε μεγάλο αγώνα», προσθέτει. Το ταξίδι της επιστροφής για τα παιδιά των παιδουπόλεων ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα, το 1951, που τα πράγματα ηρέμησαν.
Ο Αναστάσιος Τερζούδης θυμάται: «Η κοινότητα έστειλε τα χαρτιά από τον Έβρο και υπέγραψε κάποιος συγγενής και παραλάμβανε κάθε παιδί. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν: Θήρα, Πειραιάς, Διδυμότειχο, Μεταξάδες οδικώς. Και έφτασα στο χωριό μου και βρήκα ερείπια, βομβαρδισμένο τοπίο, λάκκους και συντρίμμια. Και σήμερα που πλησιάζω τα 70, αξιώθηκα και ήρθα στη Σύρο, μετά από τόσα χρόνια, για προσκύνημα. Βλέποντας τα κτίρια θυμήθηκα τους ανθρώπους. Με εκείνες τις φιγούρες και τα ευγενικά βλέμματα που μας περιποιήθηκαν, μας τάισαν, μας έντυσαν, μας μάθανε γράμματα, και μας έδωσαν θάρρος και βγάλαμε από μέσα μας το φόβο. Τέτοιες μέρες να μην ξανάρθουν. Ζημιωθήκαμε όλοι. Ζημιώθηκε η πατρίδα μας».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η κ. Πανταζή μιλά για την αξία της προσπάθειας συγκέντρωσης και δημοσιοποίησης αυτού του κομματιού της ιστορίας: «Ο Θανάσης, ο Χρήστος, ο Αποστόλης, ο Γιάννης, πρωταγωνιστές οι ίδιοι, έπρεπε να βρουν φωνή και να πουν τη δική τους ιστορία σε εμάς τους νεότερους, για να μαθαίνουμε, να γνωρίζουμε και να μην ξεχνάμε. Γιατί ο θάνατος μπορεί να είναι το τέλος της ζωής, η λήθη όμως είναι το τέλος της ύπαρξης. Αν σε ξεχάσουν όλοι είναι σαν μην υπήρξες».
ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.