ΤΗΛ.:22810 97030).Θα προβληθεί η ταινία Ουρανός (1962) του Τάκη Κανελλόπουλου. Την ταινία προτείνει και προλογίζει η Ελένη Αλεξανδροπούλου.
Ουρανός (1962) του Τάκη Κανελλόπουλου
Του Δημήτρη Καλαντίδη
O OYPANOΣ, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου, προβάλλεται το 1962 (ασπρόμαυρη, 80'). Μια παραγωγή της Βασιλείας Ζερβού - Δρακάκη, σε σενάριο του λογοτέχνη Γιώργου Κιτσόπουλου και του σκηνοθέτη, με φωτογραφία των Giovanni Varriano και Γρηγόρη Δανάλη, μουσική του Αργύρη Κουνάδη και ερμηνευτές τους Φαίδωνα Γεωργίτση, Τάκη Εμμανουήλ, Ελένη Ζαφειρίου, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Νίκο Τσαχιρίδη, Αιμιλία Πίττα, Σταύρο Τορνέ και Χρήστο Μάλαμα. O ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 και η γερμανική εισβολή την άνοιξη του 1941 προσεγγίζονται στον OYPANO μέσα από τραγικά επεισόδια ανθρώπων που χάθηκαν, σε αντίστιξη με την προηγούμενη ειρηνική ζωή τους. Πόλεμος ίσον θάνατος, φρίκη, απελπισία. Πολέμησαν, όμως, τότε οι Έλληνες, όπως καταγράφεται μέσα από επεισόδια και διαλόγους της ταινίας, για να προασπίσουν την εθνική τους ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας τους, την προσωπική τους αξιοπρέπεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ταινία αρχίζει με τη φράση «Πόσο τον αγαπώ Θε μου», που λέει μια κοπέλα (ήχος οff) και τελειώνει με την φράση «Καημένη πατρίδα», που λέει ένας από τους στρατιώτες (επίσης ήχος off). O Tάκης Κανελλόπουλος, μέσα από μια σειρά επεισοδίων με χαλαρή σύνδεση, καταγράφει την οδύσσεια και τα ερωτηματικά των ανθρώπων σε περίοδο πολέμου με ελεγειακό, αποδραματοποιημένο, αποσπασματικό και αφαιρετικό τρόπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εχθρός είναι εντελώς αθέατος. Σημειώνει ο σκηνοθέτης: «Στηρίξαμε την ταινία πάνω στην "περίπτωση" άνθρωπος. Προσπαθήσαμε να δείξουμε κάτι ελάχιστο από την αποφασιστικότητα, την παλικαριά και τη θυσία των Ελλήνων. Πέρα όμως απ' το συγκεκριμένο αυτό γεγονός, προχωρήσαμε στην άλλη όψη: στη μοναξιά, στην ερημιά των ανθρώπων, στην τέλεια εξαφάνιση της ύπαρξής τους, στο θάνατο. Προσπαθήσαμε να δείξουμε όχι τον πόλεμο, αλλά τον άνθρωπο μέσα στον πόλεμο».
Μια διαφορετική προσέγγιση του πολέμου από τον Τάκη Κανελλόπουλο, αφού ο πόλεμος αποτελεί για τον κινηματογράφο, από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του, πεδίο όπου η έβδομη τέχνη μπορεί να αναπτύξει το μεγάλο θέαμα. Ήδη, από το 1914, Το σενάριο του OYPANOY είναι «βασισμένο σε αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τον πόλεμο», όπως αναγράφεται στο “ζενερίκ” της ταινίας. Αποτελείται από τρία μέρη: περίοδος ειρήνης, πόλεμος, οπισθοχώρηση. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται πτυχές από τη ζωή πέντε φαντάρων και ενός λοχία που υπηρετούν σε ένα παραμεθόριο φυλάκιο πριν από τον πόλεμο του '40 (ο έρωτας του Στράτου για μια κοπέλα της περιοχής, η θλίψη του λοχία για το θάνατο του πατέρα του, η στενοχώρια του Θανάση για την εγκατάλειψη της αδελφής του από τον αρραβωνιαστικό της, η αναπόληση από όλους του σπιτιού τους και των αγαπημένων τους προσώπων). Στο δεύτερο μέρος καταγράφονται τα περιστατικά του θανάτου των τριών από τους έξι στρατιώτες του φυλακίου κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων (του δασκάλου που τραυματίζεται σοβαρά στο πεδίο της μάχης και πεθαίνει κατά τη μεταφορά του στο ορεινό χειρουργείο, του λοχία που σκοτώνεται κατά την έφοδο για κατάληψη ενός υψώματος και του Γιάγκου που βρίσκει το θάνατο δίπλα στην πηγή όπου είχε πάει για να πιεί νερό κατά τη διάρκεια μιας μάχης). Επίσης σε αυτό το μέρος υπάρχει και ένα επεισόδιο με τον ταχυδρόμο, τον τέταρτο από τους έξι στρατιώτες και αφηγητή της ταινίας. Στο τρίτο μέρος καταγράφονται η οπισθοχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών μετά από τη συνθηκολόγηση στο μέτωπο, ο θάνατος ενός ακόμη από τους στρατιώτες του φυλακίου (αυτοκτονία του Στράτου) και η πικρή επιστροφή του αφηγητή της ταινίας στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Παράλληλα ο Κανελλόπουλος παρουσιάζει τα βασικά ιστορικά γεγονότα αυτής της περιόδου (ελληνοϊταλικός πόλεμος, επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας, ελληνική άμυνα, κατάληψη της Ελλάδας από τη Γερμανία) μέσα από επίσημες ανακοινώσεις, επιστολές στρατιωτών από το μέτωπο και επίκαιρα της εποχής (τα οποία είχαν προστεθεί στην ταινία από τον παραγωγό για εμπορικούς λόγους, σε αντίθεση με τη θέληση του Τάκη Κανελλόπουλου και γι'αυτό σήμερα, μετά από σαράντα χρόνια και κατόπιν εκκλήσεως του Κώστα Κανελλόπουλου, αδελφού του Τάκη, και του Τάκη Χατζόπουλου, βοηθού του, ο μοντέρ Γιώργος Τσιτσόπουλος ανέλαβε την αποκατάσταση αφαιρώντας τις εμβόλιμες σκηνές των επικαίρων) που παρεμβάλλονται σε ορισμένα σημεία του δεύτερου και τρίτου μέρους του φιλμ. Η ταινία όπως αναγράφεται στο τέλος της, αφιερώνεται από το σκηνοθέτη «στους γνωστούς και άγνωστους Έλληνες που με το αίμα τους έγραψαν το έπος του 1940-41».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.