Το μακρινό 1984, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος εμπνεύστηκε και προχώρησε στην οργάνωση μιας σειράς καλοκαιρινών επιστημονικών συναντήσεων στην Ερμούπολη. Στόχος ήταν να βρεθούν μαζί άνθρωποι από τον ευρύτερο χώρο των ανθρωπιστικών κυρίως επιστημών, προκειμένου να ζυμωθούν απόψεις και ιδέες που ανήκαν σε γειτονικά γνωστικά πεδία και εκκινούσαν από διαμορφωμένους ή υπό διαμόρφωση προβληματισμούς. Ο χρόνος διεξαγωγής των συναντήσεων (Ιούλιος) και ο τόπος (Ερμούπολη) «υπέδειξαν», με τον τρόπο τους, τον τίτλο «Σεμινάρια της Ερμούπολης». Αυτή η επιλογή είχε τις θετικές συνέπειές της μέχρι και σήμερα. Τα Σεμινάρια διεξήχθησαν πάντοτε σε ένα κλίμα επιστημονικής, αλλά παράλληλα χαλαρής ατμόσφαιρας, που χωρούσε προβληματισμούς, ενίοτε διαφωνίες αλλά κυρίως πολλή συζήτηση — που συνεχιζόταν ακόμα και στον απογευματινό καφέ ή στη βραδινή μπύρα.
Εκτός από τον εμπνευστή τους, μια ολιγάριθμη ομάδα καταπιάστηκε τα χρόνια αυτά με τα οργανωτικά ζητήματα. Σημειώνουμε εδώ την Χριστίνα Αγριαντώνη που στρατεύθηκε με πάθος από τον πρώτο καιρό και την Εύη Ολυμπίτου που προστέθηκε αργότερα, της οποίας η συμβολή ήταν εμφανής σε όσους είχαν συμμετάσχει στο παρελθόν, όσο εμφανής ήταν και η απουσία της φέτος. Μια άλλη όμως πολυπληθής ομάδα ανθρώπων –που ξεπερνά τους 2.500– έδωσε το στίγμα στην οργάνωση συναντήσεων, τη συμμετοχή στις εργασίες των Σεμιναρίων, τις συζητήσεις που ακολουθούσαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων. Η θεματολογία των κύκλων συζήτησης, το προφίλ όσων μετείχαν, οι ποικίλες επιστημονικές ή άλλες συσσωματώσεις και ομάδες εργασίας που έκαναν τα πρώτα βήματά τους στα Σεμινάρια για να συνεχίσουν κατόπιν αλλού τον δρόμο τους, ο πλούτος και το εύρος των θεωρήσεων αποτελούν αντικείμενο ενός συνολικού απολογισμού που εκκρεμεί, δεν μπορεί να αποτελέσει όμως αντικείμενο του σύντομου αυτού σημειώματος.
Φέτος τον Ιούλιο, τα «Σεμινάρια» ανανέωσαν για μία ακόμη φορά το ραντεβού τους, κλείνοντας είκοσι εφτά χρόνια συνεχούς λειτουργίας, επιδεικνύοντας μια εξαιρετική αντοχή στο χρόνο. Κάποιοι από τους πρώτους συμμετέχοντες, φρέσκοι πτυχιούχοι ή φοιτητές στη δεκαετία του 1980, σήμερα βαδίζουν στην ολοκλήρωση του κύκλου της πανεπιστημιακής τους καριέρας. 27 χρόνια, όπως και να το κάνουμε, είναι πολύς καιρός. Αν αναζητήσουμε τους παράγοντες που ευνόησαν αυτή τη διάρκεια, πέραν των άλλων, θα σταθούμε κυρίως σε μια διττή ελευθερία. Καταρχήν, οι επιμελητές των επιμέρους συναντήσεων είχαν πάντοτε τη δυνατότητα να διαμορφώσουν μόνοι τους το πρόγραμμα των εργασιών, χωρίς παρεμβάσεις στη θεματολογία και στους συμμετέχοντες. Υπήρχε μόνο ένα χαλαρό, ίσως και ασαφές, πλαίσιο που επέτρεπε σε όσους συμμετείχαν να αυτενεργήσουν, υπονοώντας περισσότερο την ύπαρξη κάποιων κανόνων επιστημονικής ευπρέπειας και σεβασμού της διαφορετικής γνώμης. Κατά δεύτερον, το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών που αποτέλεσε τον φορέα διοργάνωσης των Σεμιναρίων, ο Δήμος Ερμούπολης, ο οποίος μέσω του Επιστημονικού και Μορφωτικού Ιδρύματος Κυκλάδων μετείχε στην οργάνωση, καθώς και τα ΓΑΚ Κυκλάδων που παραχώρησαν με θέρμη τον φιλόξενο χώρο τους, δεν διεκδίκησαν και δεν «σφιχταγκάλιασαν» τα Σεμινάρια, γεγονός που θα τους προκαλούσε, μοιραία, ασφυξία· τα άφησαν να πορεύονται επί χρόνια με τις δυνάμεις όσων τα αγάπησαν και θέλησαν να πάρουν μέρος σε αυτά.
Η φιλοξενία του σεμιναρίου που οργάνωσαν φέτος τα «Ενθέματα» για το διαδίκτυο ως φορέα μετάδοσης της πληροφορίας, ως μέσου προσωπικής έκφρασης και ως αγωγού κοινωνικής δικτύωσης, ικανοποιεί μια από τις σταθερές προτεραιότητες των «Σεμιναρίων της Ερμούπολης»: τη φιλοξενία και ενίσχυση ομάδων νέων ανθρώπων να βρεθούν σε έναν κοινό χώρο και να συζητήσουν ένα θέμα αιχμής, παντρεύοντας στη συγκεκριμένη περίπτωση τη βούληση και το βίωμα με την επιστημονική προσέγγιση. Η ανησυχία, η διερεύνηση του καινούργιου με τα εργαλεία της επιστήμης και του ορθού λόγου και η δημιουργία άτυπων ή πιο θεσμικών συλλογικοτήτων αποτέλεσαν πάντα στόχο των Σεμιναρίων. Η λειτουργία αυτή ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στο πρώτο επίθετο που φέρει στον τίτλο του το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, με την έννοια ότι οι επιστημονικοί φορείς οφείλουν να δίνουν στέγη στους νέους της χώρας τους για να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους και τις απόψεις τους στην κονίστρα του επιστημονικού διαλόγου. Το «εθνικό» άλλωστε ως πλαίσιο και έννοια έχει πολύ περισσότερα να μας διδάξει απ’ όσα φαντασιώνονται οι αυτόκλητοι φωνακλάδες υπερασπιστές του.
Η Κατερίνα Δέδε και ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ιστορικοί, στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών-Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.