Πριν απ' το ηλιοβασίλεμα
εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 408
Οι περισσότεροι από τους προσκεκλημένους γνώριζαν τα θέατρα της Σύρου και η επιστροφή τους στον τόπο, όπου κάποτε ιερουργούσαν, ήταν, αν μη τι άλλο, ευφραντική. Δεσπόζουσα θέση σε αυτή την υπερβατική σύναξη κατέχει η Ελένη Φροσάρ, καθότι μητέρα της εμβληματικής Μαρίκας Κοτοπούλη. Ο συγγραφέας τής αποδίδει αυτό το παράξενο ονοματεπώνυμο, υποδηλώνοντας την ταύτιση της ηθοποιού με τον ρόλο της Φροσάρ στο έργο Οι δύο ορφανές. Αυτή η ταύτιση επισημαίνεται συχνά στο μυθιστόρημα, καθώς δεικνύει την αναγκαία αλληλεπίδραση μεταξύ ρόλου και πραγματικού προσώπου. Για τις περισσότερες μορφές του θεάτρου που μνημονεύονται στο βιβλίο, «θεατρικός λόγος και σώμα και ύπαρξη ενός ηθοποιού είχαν γίνει μία μοναδική, αξεχώριστη και ομοούσια οντότητα». Οι ρόλοι εκείνοι που έτυχαν υποδειγματικής υπόδυσης, μεταμορφώνονταν την ώρα της παράστασης σε ένα εκτόπλασμα, το οποίο, ακόμη και όταν η αυλαία είχε πέσει, περιέβαλλε το σώμα του ηθοποιού σαν άλως. Ο Ελευθερίου αναφέρει αρκετές περιπτώσεις χαρισματικών ηθοποιών, οι οποίοι υποδύθηκαν με τόση μαεστρία κάποιους σημαντικούς ρόλους, που έκτοτε όχι μόνο το παίξιμό τους, αλλά και η εκτός θεάτρου υπόστασή τους σημαδεύτηκαν από αυτούς. Οι ρόλοι που συνήργησαν στην αποθέωσή τους, τους παρέσυραν ανεπαισθήτως προς μια μυστική ζωή, στο μεταίχμιο πραγματικότητας και σκηνικής πράξης. Βέβαια, υπήρχαν και άλλοι, των οποίων οι υποκριτικές απαντοχές ποτέ δεν ευοδώθηκαν και έτσι παρέμειναν στο ημίφως, στη σκιά των μεγάλων, με την αποκαρδιωτική επίγνωση της ανεπάρκειάς τους. Ο συγγραφέας τούς επιφυλάσσει τη θερμότερη συμπάθειά του και συμμερίζεται ολόψυχα την αμηχανία τους γι' αυτή την αιφνίδια συναναστροφή με αστέρια του θεάτρου, τα οποία συμπτωματικά κάποιες φορές φώτισαν και τους ίδιους. Τους βλέπει τώρα να κρύβονται σε σπηλιές μες στην ντροπή, παρείσακτοι σε αυτή τη γιορτή των δαφνοστεφών, ή να αποτελούν την τιμητική φρουρά διαπρεπών κυρίων και κυριών. Είναι οι ίδιοι που άλλοτε αναλάμβαναν επί σκηνής τους βοηθητικούς ρόλους, εμφανιζόμενοι, βουβοί πάντα, σαν υπηρέτες, ακόλουθοι ή φρουροί βασιλιάδων και αξιωματούχων. Είναι εκείνοι, πάλι, των οποίων τα ονόματα δεν αναγράφονται σε κανένα πρόγραμμα και η σκηνική τους υπόσταση συνοψίζεται σε δύο μόνο λέξεις, «και άλλοι». Ολη τους η ζωή ήταν μια άσκηση υποταγής και εγκαρτέρησης. Κάποιοι άλλοι, εξίσου ατυχείς και υπολειπόμενοι σε τέχνη, μολονότι συχνά ωφελήθηκαν από τη διανομή, δεν κατάφεραν ποτέ να αποκρυπτογραφήσουν «τα κρυφά μηνύματα του κάθε ρόλου. Και ώς το τέλος της ζωής τους δεν μπόρεσαν ν' ανακαλύψουν τα μυστικά και τις ανατάσεις ανάμεσα σε μονοσύλλαβες λέξεις και πονηρές, ύπουλες σιωπές». Αντιθέτως, υπήρξαν συγγραφείς, οι οποίοι είδαν έξοχους ηθοποιούς να εμφυσούν στα έργα τους διαστάσεις που ούτε οι ίδιοι διανοούνταν. Εκείνοι οι ηθοποιοί ήξεραν να δίνουν πνοή στα προσωπεία τους, πλαταίνοντας με την προσωπική τους ματιά και την ψυχή τους το κείμενο που είχαν στη διάθεσή τους.
Κυρίαρχη παρουσία σε αυτό το ονειρικό αντάμωμα αναδεικνύεται μια μαυροφορεμένη κυρία, η οποία δεν είναι άλλη από την Ελένη Παπαδάκη, παλιά γνώριμη του Ελευθερίου, από το μυθιστόρημά του Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές (2006). Κυκλοφορεί τώρα στις σελίδες μέσα σε μια αύρα μυστηρίου, αιματοβαμμένη από τα Δεκεμβριανά, δυσεξιχνίαστη και πένθιμη πίσω από το μοβ βέλο της, σκορπώντας στο πέρασμά της σταγόνες αίματος, που κυλούν από τον πυροβολημένο αυχένα της. Γύρω της φτερουγίζουν, πέρα από τη συνονόματή της κυρία Φροσάρ, την ηγερία της σύναξης, διάφορες πριμαντόνες, άλλες του μουσικού θεάτρου και άλλες του μελοδράματος, όπως, για παράδειγμα, η Αικατερίνη Βερώνη και η παντοτινή της αντίζηλος Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Ο συγγραφέας παραχωρεί στην τελευταία έναν μονόλογο, που συνιστά το απαύγασμα καλλιτεχνικής φιλαυτίας. Σε μια χαριτωμένη έξαρση αλαζονείας ακούμε την ηθοποιό να υπενθυμίζει την προσφορά της στο ελληνικό θέατρο και να δηλώνει με αυτοπεποίθηση πως αν της δινόταν η ευκαιρία να παίξει έστω σε μία μόνο παράσταση μετά θάνατον, και πάλι θα διέπρεπε και οι θεατές θα την αποθέωναν. «Και αν νομίσουν ότι είπα την τελευταία μου λέξη, ας φύγουν σιωπηλοί από το θέατρο και η σιωπή τους ας είναι για εμένα ο τελευταίος ασπασμός προς το ταλέντο μου, το οποίο θα κηδεύεται εκείνη την ημέρα».
Αλλες κυρίες του θεάτρου, εξίσου φημισμένες, πιο ταπεινές ωστόσο, στρέφουν την προσοχή των συναδέλφων τους προς τις επόμενες γενιές ηθοποιών και παροτρύνουν τους παλαιούς να αφήσουν τους νέους να «σεργιανούν αμέριμνοι και ανύποπτοι στα ένδοξα τοπία της αμαρτίας». Διότι η ματαιότητα είναι για απαξάπαντες τους θνητούς, ακόμη και τους θεοποιημένους, το οικουμενικό τους πεπρωμένο. «Μην περιμένετε τόκους από ανύπαρκτες καταθέσεις. [...] Ποια πράξη από το παρελθόν σας θα εγγυηθεί ότι προλάβατε και αγγίξατε κι εσείς κάποια στιγμή το φόρεμα ενός αγγέλου που πέρασε σαν αστραπή από δίπλα σας;»
Από τις ανδρικές παρουσίες, με κορυφαίο ανάμεσά τους τον Αμλετ, ξεχωρίζουν ο θιασάρχης Ταβουλάρης, καθώς και οι ρόλοι του Ματίας Κλάουζεν και του Λυσιέν Γκιτρύ, πρόσωπα του γερμανικού δραματολογίου και του γαλλικού μπουλβάρ, αντιστοίχως. Στον Ματίας Κλάουζεν χρωστάει το μυθιστόρημα τον τίτλο του, καθότι είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο ομότιτλο έργο τού Γκέρχαρτ Χάουπτμαν. Ολοι παρελαύνουν στο βιβλίο σαν πρόσωπα μυθικά, φορώντας ποικιλμένα ενδύματα, κάλπικα κοσμήματα και ψεύτικα διαδήματα, διαπιστευτήρια της επίγειας δόξας τους. Ακόμη και οι πιο αδιόρατες χειρονομίες τους αποπνέουν μια θεατρικότητα, σύμφυτη πια με την άχρονη ανάσα τους. Συχνά οι ανάερες κινήσεις τους μέσα στους χώρους του μεγάρου κυκλώνονται από έναν αντίλαλο παράφορων χειροκροτημάτων ενός αόρατου κοινού, εδώ και πολλά χρόνια εκστατικού. Ωστόσο, το δώρο της αιωνιότητας δεν ήταν αρκετό για να τους απαλλάξει εντελώς από τις θνητές τους αδυναμίες. Πολλοί ανάμεσά τους υποφέρουν ακόμη από τις νευρώσεις της ματαιοδοξίας και επιζητούν με απληστία την αναγνώριση, ενώ άλλοι συνεχίζουν να πικραίνονται για παλιές προδοσίες και ταπεινώσεις, επιθυμώντας την αποκατάσταση του δικαίου. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ως ένοικοι των ασφοδελών λειμώνων είναι πλέον όλοι τους ισάξιοι. Οι συκοφαντίες, η καταλαλιά, οι εξοντωτικοί ανταγωνισμοί έπρεπε επιτέλους να ξεχαστούν, γιατί «τώρα όλα αυτά δεν είχαν πλέον ούτε ουσία ούτε μέγεθος». Οπως λένε κάποιοι ομότεχνοί τους, περισσότερο νηφάλιοι και διαλλακτικοί, όλα πια «περασμένα κι αγιασμένα».
Ο Μάνος Ελευθερίου με φόντο μια υποβλητική, πεπαλαιωμένη σκηνογραφία, αποσπασμένη από τα ομορφότερα τοπία του χαμένου χρόνου, ενορχηστρώνει μια χαρίεσσα παντομίμα, με θαυμαστούς εκτελεστές. Χάρη στο μαγεμένο του βλέμμα τα αληθινά πρόσωπα μετουσιώνονται στους αγίους και τους οσίους του ελληνικού θεάτρου του 20ού αιώνα και το μυθιστόρημα τους αποδίδει τις τιμές που δικαιούνται. Λίγο πριν από τη δύση του ήλιου, κάποιο δραματουργικό απόγευμα σε μια Ερμούπολη ονειρική, ο συγγραφέας ανοίγει με κατάνυξη την αυλαία και τότε ηθοποιοί και ρόλοι στέκονται σε ένα ανέλπιστο ταμπλό βιβάν μπροστά στα φώτα της ράμπας. Για να διατρανώσουν την αθανασία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.