Στον απόηχο των τραγικών γεγονότων στο νησί Οτόγια της Νορβηγίας ο συγγραφέας Jo Nesbo γράφει ένα βαθιά ανθρώπινο κείμενο, ένα σχόλιο γα το τέλος της αθωότητας μιας χώρας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 26 Ιουλίου στους New York Times σε μια πιο συντομευμένη μορφή. Δείτε το στο link:http://www.nytimes.com/. Παρακάτω και στο συνημμένο αρχείο παραθέτουμε το πλήρες κείμενό του.Από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί το βιβλίο του Jo Nesbo Νέμεσις, ενώ τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει Το αστέρι του διαβόλου, το επόμενο της σειράς με πρωταγωνιστή τον καλτ ντετέκτιβ Χάρι Χόλε.
Έχουμε τη θέληση
του Jo Nesbo
Πριν από μερικές μέρες πριν από τα τραγικά γεγονότα στο νησί Οτόγια, μιλούσα με ένα φίλο για το πώς η χαρά της ζωής και η θλίψη για το ότι τα πάντα αλλάζουν πάνε πάντα μαζί. Για το πώς ακόμα και το πιο λαμπρό μέλλον δεν μπορεί να αναπληρώσει το γεγονός ότι κανένας δρόμος δεν επιστρέφει ποτέ πίσω: Στην αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Στην πρώτη φορά που ερωτευτήκαμε. Στις ευωδιές του Ιουλίου, στο χορτάρι που γαργαλά την ιδρωμένη πλάτη σου, λίγο πριν πηδήξεις από τους βράχους και βρεθείς την άλλη στιγμή μέσα στα παγωμένα νερά του νορβηγικού φιόρδ έχοντας στο στόμα και τη μύτη σου τη γεύση του αλατιού και των παγετώνων. Κανένας δρόμος που να οδηγεί στα δεκαεφτά σου, όταν είχες μόνο δέκα φράγκα στην τσέπη και παρατηρούσες στο λιμάνι των Καννών δύο άντρες ντυμένους με την ίδια ηλίθια στολή να τραβάνε κουπί οδηγώντας στη στεριά μια γυναίκα με το κανίς και τις πιστωτικές της κάρτες, και συνειδητοποιούσες πως η κοινωνία ισότητας από την οποία προερχόσουν ήταν μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ή όταν έκπληκτος κοιτούσες εθνικές συγκεντρώσεις άλλων χωρών να βρίσκονται περικυκλωμένες από φρουρούς με αυτόματα όπλα – ένα θέαμα που σε έκανε να κουνάς αποδοκιμαστικά το κεφάλι με ένα μείγμα παραίτησης και ικανοποίησης σκεπτόμενος: στην πατρίδα μου δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια μέτρα. Γιατί στην πατρίδα μου ο φόβος του άλλου δεν έχει ρίζες. Μια χώρα από την οποία μπορούσες να λείψεις για τρεις μήνες για να ταξιδέψεις αλλού και να ζήσεις δύο πραξικοπήματα, έναν καταστροφικό λιμό, ένα μακελειό σε σχολείο, δύο δολοφονίες, ένα τσουνάμι, για να γυρίσεις πάλι πίσω και διαβάζοντας την εφημερίδα να διαπιστώσεις πως το μόνο πράγμα που άλλαξε ήταν το σταυρόλεξο της τελευταίας σελίδας. Μια χώρα που κατάφερε να καλύψει τις υλικές ανάγκες των κατοίκων της, όταν βρήκε πετρέλαιο το 1970, και που απέκτησε πολιτικό όραμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομοψυχία ήταν διάχυτη, οι πολιτικές συζητήσεις επικεντρώνονταν στην εύρεση των καλύτερων τρόπων για να επιτευχθούν εκείνοι οι στόχοι που όλοι (δεξιοί και αριστεροί) είχαν χαράξει. Μια χώρα που πίστευε πως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με το να ασχολείται μόνο με ό,τι την αφορούσε και επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αντίστοιχα μικρές χώρες θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν δεκτές.
Οι ιδεολογικές διαμάχες ανέκυψαν μόνο όταν η παγκόσμια πραγματικότητα άρχισε να χτυπά την πόρτα μας. Όταν ένα έθνος που μέχρι τη δεκαετία του 1970 αποτελούνταν από μια ίδιας εθνικότητας και κουλτούρας πλειοψηφία έπρεπε να αποφασίσει αν οι νέοι της κάτοικοι δικαιούνται να φοράνε μπούρκα και να χτίζουν τζαμιά και όταν νορβηγοί στρατιώτες στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη. Αλλά πριν από τις 22 Ιουλίου η εικόνα της Νορβηγίας ήταν εκείνη μιας παρθένας φύσης ακόμα ανέγγιχτης. Ένα έθνος αμόλυντο από τα δεινά της κοινωνίας.
Υπερβολή βεβαίως. Μια ματιά στα αστυνομικά αρχεία ήταν αρκετή. Κι όμως. Τον Ιούνιο έκανα ποδήλατο στους δρόμους του Όσλο με τον πρωθυπουργό της χώρας Jens Stoltenberg και έναν κοινό μας φίλο, ξεκινώντας για μια πεζοπορία σε μια δασώδη πλαγιά εντός των συνόρων αυτής της μεγάλης αλλά μικρής πόλης. Δύο σωματοφύλακες μας ακολουθούσαν ποδηλατώντας. Καθώς σταματήσαμε σε ένα κόκκινο φανάρι ένα αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο προσέγγισε τον πρωθυπουργό. Ο οδηγός φώναξε το όνομά του. «Jens!». Το γεγονός ότι ο νορβηγικός λαός μιλά συνήθως για τον ηγέτη της χώρας και του απευθύνεται στον ενικό είναι σύμφυτο με το πνεύμα ισότητας της κοινωνίας μας και δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη πλέον.
«Υπάρχει εδώ ένας μικρός που θέλει πολύ να σου πει ένα γεια», είπε ο οδηγός.
Ο Jens Stoltenberg χαμογέλασε και έδωσε το χέρι στο αγοράκι. «Γεια σου, είμαι ο Jens.»
Ο πρωθυπουργός φορούσε το ποδηλατικό του κράνος. Το αγόρι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο σταμάτησαν στο κόκκινο φανάρι. Οι σωματοφύλακες είχαν σταματήσει διακριτικά λίγα μέτρα πιο πίσω. Χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η εικόνα της ειδυλλιακής νορβηγικής κοινωνίας που όλοι είχαμε ως δεδομένο, αυτού που θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικού. Πώς θα μπορούσε να πάει κάτι στραβά; Είχαμε κράνη και ζώνες και υπακούγαμε στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Και βέβαια κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
[…]
Έχουμε τη θέληση.
Κι όμως, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο αθώο παρελθόν.
Χθες άκουσα έναν άντρα να ουρλιάζει θυμωμένος μέσα στο τρένο. Πριν από τις 22 Ιουλίου η αυτόματη αντίδρασή μου θα ήταν να γυρίσω να κοιτάξω ίσως και να τον προσεγγίσω. Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που θα μου επέτρεπε να διαλέξω πλευρά έπειτα από μια αντικειμενική αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Τώρα όμως η αυτόματη αντίδρασή μου ήταν να γυρίσω να κοιτάξω αν η κόρη μου ήταν ασφαλής και να εντοπίσω ασφαλή έξοδο κινδύνου. Ελπίζω πως αυτή η αντίδραση με τον καιρό θα καταλαγιάσει. Αλλά ήδη γνωρίζω ότι ποτέ –μα ποτέ- δεν πρόκειται να εκλείψει τελείως. Η ημερομηνία θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, 22 Ιουλίου, και για εμάς που ζούμε σήμερα θα είναι μια εφόρου ζωής υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά τα κράνη και τις ζώνες ασφαλείας.
Αφού εξερράγη η βόμβα –κάτι που έγινε αισθητό στο Όσλο όπου μένω- και άρχισαν να συρρέουν ειδήσεις για όσα συνέβησαν στο νησί της Οτόγια, ρώτησα την κόρη μου αν φοβόταν. Απάντησε με μια φράση που της είχα κάποτε πει: «Ναι, αλλά αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς και να είσαι γενναίος.»
Αν λοιπόν δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο παρελθόν, στην απόλυτη, ασύνειδη και αφελή έλλειψη φόβου και σε όλα όσα παρέμεναν ανέγγιχτα, υπάρχει ωστόσο ένας δρόμος που μας πάει μπροστά. Που μας κάνει γενναίους. Που μας κάνει να συνεχίζουμε όπως πριν. Που μας κάνει να γυρνάμε το άλλο μάγουλο ρωτώντας «Τι, αυτό ήταν μόνο;». Που μας κάνει να αρνούμαστε στον φόβο να ορίσει τον τρόπο που θα συνεχίσουμε να χτίζουμε τη δική μας κοινωνία.
Μετάφραση: Κυριάκος Χαρίτος
Οι ιδεολογικές διαμάχες ανέκυψαν μόνο όταν η παγκόσμια πραγματικότητα άρχισε να χτυπά την πόρτα μας. Όταν ένα έθνος που μέχρι τη δεκαετία του 1970 αποτελούνταν από μια ίδιας εθνικότητας και κουλτούρας πλειοψηφία έπρεπε να αποφασίσει αν οι νέοι της κάτοικοι δικαιούνται να φοράνε μπούρκα και να χτίζουν τζαμιά και όταν νορβηγοί στρατιώτες στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη. Αλλά πριν από τις 22 Ιουλίου η εικόνα της Νορβηγίας ήταν εκείνη μιας παρθένας φύσης ακόμα ανέγγιχτης. Ένα έθνος αμόλυντο από τα δεινά της κοινωνίας.
Υπερβολή βεβαίως. Μια ματιά στα αστυνομικά αρχεία ήταν αρκετή. Κι όμως. Τον Ιούνιο έκανα ποδήλατο στους δρόμους του Όσλο με τον πρωθυπουργό της χώρας Jens Stoltenberg και έναν κοινό μας φίλο, ξεκινώντας για μια πεζοπορία σε μια δασώδη πλαγιά εντός των συνόρων αυτής της μεγάλης αλλά μικρής πόλης. Δύο σωματοφύλακες μας ακολουθούσαν ποδηλατώντας. Καθώς σταματήσαμε σε ένα κόκκινο φανάρι ένα αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο προσέγγισε τον πρωθυπουργό. Ο οδηγός φώναξε το όνομά του. «Jens!». Το γεγονός ότι ο νορβηγικός λαός μιλά συνήθως για τον ηγέτη της χώρας και του απευθύνεται στον ενικό είναι σύμφυτο με το πνεύμα ισότητας της κοινωνίας μας και δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη πλέον.
«Υπάρχει εδώ ένας μικρός που θέλει πολύ να σου πει ένα γεια», είπε ο οδηγός.
Ο Jens Stoltenberg χαμογέλασε και έδωσε το χέρι στο αγοράκι. «Γεια σου, είμαι ο Jens.»
Ο πρωθυπουργός φορούσε το ποδηλατικό του κράνος. Το αγόρι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο σταμάτησαν στο κόκκινο φανάρι. Οι σωματοφύλακες είχαν σταματήσει διακριτικά λίγα μέτρα πιο πίσω. Χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η εικόνα της ειδυλλιακής νορβηγικής κοινωνίας που όλοι είχαμε ως δεδομένο, αυτού που θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικού. Πώς θα μπορούσε να πάει κάτι στραβά; Είχαμε κράνη και ζώνες και υπακούγαμε στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Και βέβαια κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
[…]
Έχουμε τη θέληση.
Κι όμως, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο αθώο παρελθόν.
Χθες άκουσα έναν άντρα να ουρλιάζει θυμωμένος μέσα στο τρένο. Πριν από τις 22 Ιουλίου η αυτόματη αντίδρασή μου θα ήταν να γυρίσω να κοιτάξω ίσως και να τον προσεγγίσω. Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που θα μου επέτρεπε να διαλέξω πλευρά έπειτα από μια αντικειμενική αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Τώρα όμως η αυτόματη αντίδρασή μου ήταν να γυρίσω να κοιτάξω αν η κόρη μου ήταν ασφαλής και να εντοπίσω ασφαλή έξοδο κινδύνου. Ελπίζω πως αυτή η αντίδραση με τον καιρό θα καταλαγιάσει. Αλλά ήδη γνωρίζω ότι ποτέ –μα ποτέ- δεν πρόκειται να εκλείψει τελείως. Η ημερομηνία θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, 22 Ιουλίου, και για εμάς που ζούμε σήμερα θα είναι μια εφόρου ζωής υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά τα κράνη και τις ζώνες ασφαλείας.
Αφού εξερράγη η βόμβα –κάτι που έγινε αισθητό στο Όσλο όπου μένω- και άρχισαν να συρρέουν ειδήσεις για όσα συνέβησαν στο νησί της Οτόγια, ρώτησα την κόρη μου αν φοβόταν. Απάντησε με μια φράση που της είχα κάποτε πει: «Ναι, αλλά αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς και να είσαι γενναίος.»
Αν λοιπόν δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο παρελθόν, στην απόλυτη, ασύνειδη και αφελή έλλειψη φόβου και σε όλα όσα παρέμεναν ανέγγιχτα, υπάρχει ωστόσο ένας δρόμος που μας πάει μπροστά. Που μας κάνει γενναίους. Που μας κάνει να συνεχίζουμε όπως πριν. Που μας κάνει να γυρνάμε το άλλο μάγουλο ρωτώντας «Τι, αυτό ήταν μόνο;». Που μας κάνει να αρνούμαστε στον φόβο να ορίσει τον τρόπο που θα συνεχίσουμε να χτίζουμε τη δική μας κοινωνία.
Μετάφραση: Κυριάκος Χαρίτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.