του M. Mazower
Στα χωριουδάκια, στα νησιά και τις κοιλάδες που βρίσκονταν έξω από τη ζώνη των συγκρούσεων, η κατοχή ήρθε πιο μαλακά. Η Σύρος παραδόθηκε μετά από ένα σύντομο αεροπορικό βομβαρδισμό: τρεις Αυστριακοί στρατιώτες κι ένας κατώτερος αξιωματικός έκαναν κουπί ως το λιμάνι και ύψωσαν τον αγκυλωτό σταυρό στην είσοδο του λιμανιού. Μερικοί φιλικά διακείμενοι ντόπιοι κατέβηκαν στην προκυμαία και έθεσαv στη διάθεσή τους τη χρήση ενός από τα λίγα αυτοκίνητα του νησιού.
...H συνεπαγόμενη αίσθηση απομόνωσης, ανημπόριας και οργής αναφαίνονται με ζωηρά χρώματα στο ημερολόγιο του Μάριο Ριγκουτσό, επίτιμου Γάλλου προξένου στη Σύρο. Ζώντας στην πρωτεύουσα του νησιού, την Ερμούπολη, μια πόλη με θαυμάσιες επαύλεις, ένα χαριτωμένο θέατρο κι ευρύχωρες πλατείες, αφηγείται την ιστορία μιας μικρής, επαρχιώτικης κοινωνίας σε προϊούσα αποσύνθεση. Γι' αυτόν όσα συνέβαιναν εκεί είχαν να κάνουν με όσα συνέβαιναν στην παγκόσμια σκηνή. Σχολιάζοντας την πανταχού παρούσα φράση «η νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη», ο Ριγκουτσό έγραφε το Φεβρουάριο του 1943:
«Δεν έχω δει τίποτα ως τώρα από τότε που άρχισε η κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, που θα μπορούσε να με κάνει να δεχτώ πως αυτή η νέα τάξη πραγμάτων θα είναι κάτι δίκαιο, ηθικό και ανθρώπινο. Απεναντίας, σε οτιδήποτε έχουν κάνει οι ανανεωτές αυτοί της ανθρωπότητας βλέπει κανείς την αδικία, την ανηθικότητα και την απανθρωπιά, το κλέψιμο, την αρπαγή κάθε ζωντανού πράγματος από τους εισβολείς, ώστε να κάνουν τον πληθυσμό να πεθάνει από την πείνα, τη διοικητική αδικία, τον τρόμο και την αστυνομική ωμότητα σε καθημερινή βάση.»
Το γραφτό του μας επιτρέπει όχι μόνο να καταγράψουμε την πρόοδο του λιμού στο νησί, αλλά και να παρατηρήσουμε τις κοινωνικές, ηθικές και πολιτικές συνέπειές του.
Oι πρώτοι Ιταλοί έφτασαν στη Σύρο στις 5 Μαΐου 1941, προκαλώντας την απόγνωση των κατοίκων, και υποκατέστησαν τους Γερμανούς. Παρέλασαν μπροστά στο δημαρχείο και ύψωσαν την ιταλική σημαία δίπλα στον αγκυλωτό σταυρό. Πρώτα προσπάθησαν να πάρουν τα αγαθά πλημμυρίζοντας την αγορά με λιρέτες. Ύστερα, μετά από ένα μήνα, αυτές αποσύρθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ένα νέο νόμισμα, τις κατοχικές δραχμές. Oι στρατιώτες άρχισαν να επιτάσσουν κατευθείαν αγαθά, μαζί με όλη τη σοδειά του νησιού σε πατάτες, ελαιόλαδο, λίπος και βούτυρο.
Τον Αύγουστο είχε γίνει κιόλας φανερό πως δεν υπέφεραν όλοι το ίδιο πάνω στο νησί. Πλούσιοι καραβοκύρηδες, συχνά βρετανόφιλοι, είχαν συσσωρεύσει μεγάλα αποθέματα αγαθών τους προηγούμενους μήνες, με τη συνενοχή των ελληνικών αρχών και Ιταλών αξιωματικών. Στους λόφους έξω από την Ερμούπολη, εύποροι αγρότες εξαγόραζαν τη γη των μικροπαραγωγών. Στα τέλη Αυγούστου, η οικογένεια του ίδιου του Ριγκουτσό ήταν πια είκοσι πέντε μέρες που δεν είχε φάει τίποτε άλλο από μερικά κρεμμύδια από τη γειτονική Ανδρο. Πολλοί καταστηματάρχες, παρόλο που η αστυνομία διέταζε να μένουν ανοιχτά τα μαγαζιά, έκλειναν τις πόρτες τους, αφού δεν είχαν τίποτα στα ράφια. Μολονότι υπήρχε μια ονομαστική μερίδα ψωμιού, στην πραγματικότητα δεν είχε μοιραστεί καθόλου ψωμί για ένα μήνα, ώσπου έδεσε από τα Δωδεκάνησα ένα βαπόρι, γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου. Για μήνες δεν υπήρχε καθόλου βούτυρο ούτε κρέας, και τα τσιγάρα βρίσκονταν μόνο στη μαύρη αγορά, όπου έκανε κουμάντο η ίδια η αστυνομία.
...H συνεπαγόμενη αίσθηση απομόνωσης, ανημπόριας και οργής αναφαίνονται με ζωηρά χρώματα στο ημερολόγιο του Μάριο Ριγκουτσό, επίτιμου Γάλλου προξένου στη Σύρο. Ζώντας στην πρωτεύουσα του νησιού, την Ερμούπολη, μια πόλη με θαυμάσιες επαύλεις, ένα χαριτωμένο θέατρο κι ευρύχωρες πλατείες, αφηγείται την ιστορία μιας μικρής, επαρχιώτικης κοινωνίας σε προϊούσα αποσύνθεση. Γι' αυτόν όσα συνέβαιναν εκεί είχαν να κάνουν με όσα συνέβαιναν στην παγκόσμια σκηνή. Σχολιάζοντας την πανταχού παρούσα φράση «η νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη», ο Ριγκουτσό έγραφε το Φεβρουάριο του 1943:
«Δεν έχω δει τίποτα ως τώρα από τότε που άρχισε η κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, που θα μπορούσε να με κάνει να δεχτώ πως αυτή η νέα τάξη πραγμάτων θα είναι κάτι δίκαιο, ηθικό και ανθρώπινο. Απεναντίας, σε οτιδήποτε έχουν κάνει οι ανανεωτές αυτοί της ανθρωπότητας βλέπει κανείς την αδικία, την ανηθικότητα και την απανθρωπιά, το κλέψιμο, την αρπαγή κάθε ζωντανού πράγματος από τους εισβολείς, ώστε να κάνουν τον πληθυσμό να πεθάνει από την πείνα, τη διοικητική αδικία, τον τρόμο και την αστυνομική ωμότητα σε καθημερινή βάση.»
Το γραφτό του μας επιτρέπει όχι μόνο να καταγράψουμε την πρόοδο του λιμού στο νησί, αλλά και να παρατηρήσουμε τις κοινωνικές, ηθικές και πολιτικές συνέπειές του.
Oι πρώτοι Ιταλοί έφτασαν στη Σύρο στις 5 Μαΐου 1941, προκαλώντας την απόγνωση των κατοίκων, και υποκατέστησαν τους Γερμανούς. Παρέλασαν μπροστά στο δημαρχείο και ύψωσαν την ιταλική σημαία δίπλα στον αγκυλωτό σταυρό. Πρώτα προσπάθησαν να πάρουν τα αγαθά πλημμυρίζοντας την αγορά με λιρέτες. Ύστερα, μετά από ένα μήνα, αυτές αποσύρθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ένα νέο νόμισμα, τις κατοχικές δραχμές. Oι στρατιώτες άρχισαν να επιτάσσουν κατευθείαν αγαθά, μαζί με όλη τη σοδειά του νησιού σε πατάτες, ελαιόλαδο, λίπος και βούτυρο.
Τον Αύγουστο είχε γίνει κιόλας φανερό πως δεν υπέφεραν όλοι το ίδιο πάνω στο νησί. Πλούσιοι καραβοκύρηδες, συχνά βρετανόφιλοι, είχαν συσσωρεύσει μεγάλα αποθέματα αγαθών τους προηγούμενους μήνες, με τη συνενοχή των ελληνικών αρχών και Ιταλών αξιωματικών. Στους λόφους έξω από την Ερμούπολη, εύποροι αγρότες εξαγόραζαν τη γη των μικροπαραγωγών. Στα τέλη Αυγούστου, η οικογένεια του ίδιου του Ριγκουτσό ήταν πια είκοσι πέντε μέρες που δεν είχε φάει τίποτε άλλο από μερικά κρεμμύδια από τη γειτονική Ανδρο. Πολλοί καταστηματάρχες, παρόλο που η αστυνομία διέταζε να μένουν ανοιχτά τα μαγαζιά, έκλειναν τις πόρτες τους, αφού δεν είχαν τίποτα στα ράφια. Μολονότι υπήρχε μια ονομαστική μερίδα ψωμιού, στην πραγματικότητα δεν είχε μοιραστεί καθόλου ψωμί για ένα μήνα, ώσπου έδεσε από τα Δωδεκάνησα ένα βαπόρι, γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου. Για μήνες δεν υπήρχε καθόλου βούτυρο ούτε κρέας, και τα τσιγάρα βρίσκονταν μόνο στη μαύρη αγορά, όπου έκανε κουμάντο η ίδια η αστυνομία.
O σώζων εαυτόν σωθήτω
Εκτός από τις αρχές της πόλης, και οι τοπικοί κρατικοί υπάλληλοι είχαν χάσει οποιοδήποτε αίσθημα καθήκοντος και ακολουθούσαν πολιτική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». O νομάρχης που υπηρετούσε όταν άρχισε η Κατοχή γρήγορα αντικαταστάθηκε― αλλά μετά από τρεις μονάχα μέρες και ο νεοδιορισμένος έφυγε επίσης, ανησυχώντας για την έλλειψη τροφίμων, και η Αθήνα δεν έστειλε αντικαταστάτη. Με κατώτερους μόνο αξιωματούχους, το ελληνικό κράτος είχε λίγο-πολύ εγκαταλείψει το νησί.
Oι Ιταλοί γνώριζαν την απάθεια και τη διαφθορά των ελληνικών αρχών κι έκαναν προσπάθειες να φέρουν τρόφιμα στο νησί, τα οποία όμως δεν αρκούσαν. O φόρος του νησιού σε θανάτους ανέβηκε απότομα από τους 435 το 1939 στους 2.290 το 1942. Το 1939 οι γεννήσεις ξεπερνούσαν τους θανάτους κατά 52― το 1942 η αντίστροφη διαφορά ήταν ένα απίστευτο 964. Χρειάστηκε να σκάψουν ένα μεγάλο χαντάκι ακριβώς έξω από την πόλη για να βολέψουν τα πτώματα. Το Μάρτιο του 1942 το είχαν φαρδύνει κι άλλο, κι είχαν προσθέσει κι άλλες τάφρους. O Ριγκουτσό παρακολουθούσε μερικούς άντρες να θάβουν ένα κορίτσι:
Αυτός που κουβαλούσε το φέρετρο, και που δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του κοριτσιού, θύμα της κοινής μας μοίρας, βοηθάει το σκαφτιά να θάψει το πεθαμένο από την πείνα βλαστάρι του, ύστερα βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και το δίνει στον παπά που το δέχεται κι άλλο ένα στον σκαφτιά, που δεν το παίρνει και του λέει: «Δεν θέλω τίποτα, Γιάννη μου, είσαι φτωχός σαν κι εμένα». O παπάς και ο πατέρας φεύγουν και ο σκαφτιάς γυρνά σ' εμένα και λέει: «Ξέρεις, κύριε, αυτό είναι το τέταρτο παιδί που ο άμοιρος έχει θάψει ετσιδά από τότε που αρχίνισε η κατοχή».
Η πείνα ξήλωνε σιγά σιγά το κοινωνικό υφάδι, αλλά ταυτόχρονα έκανε τους νησιώτες να καταλάβουν το κοινό τους πρόβλημα. Η φιλαυτία των κερδοσκόπων και ορισμένων τοπικών αρχόντων έκαναν τους ανθρώπους να σκεφτούν ότι έπρεπε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Ακόμα και οι Ιταλοί στο νησί μπορούσαν να περιληφθούν σ' αυτό το σύνολο, ιδίως οι φαντάροι, που σε γενικές γραμμές φέρονταν καλά στους πολίτες κι έδειχναν κουρασμένοι από τον πόλεμο. Παρακολουθούσαν ανελλιπώς τη λειτουργία και μιλούσαν για τις οικογένειές τους σε οποιονδήποτε είχε τη διάθεση να ακούσει. «Αντί να μας λένε τα πολεμικά τους κατορθώματα, τις ναυτικές τους νίκες πάνω στους Εγγλέζους, όπως κάνει η δισεβδομαδιαία εφημερίδα τους, βρίσκουν ευχαρίστηση και παρηγοριά δείχνοντας φωτογραφίες από τις γυναίκες τους, τα μωρά τους, τις αρραβωνιαστικές τους, ακόμα κι απ' όλη τους την οικογένεια», λέει ο Ριγκουτσό. «O φαντάρος που μου 'φερε μια πρόσκληση στα γενέθλια της Πορείας προς τη Ρώμη, ένα παλικάρι 22 χρονών, είπε: "Αλίμονο, αυτή η πορεία είναι που μας έφερε σ' αυτό τον πόλεμο σήμερα!"».
Εκτός από τις αρχές της πόλης, και οι τοπικοί κρατικοί υπάλληλοι είχαν χάσει οποιοδήποτε αίσθημα καθήκοντος και ακολουθούσαν πολιτική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». O νομάρχης που υπηρετούσε όταν άρχισε η Κατοχή γρήγορα αντικαταστάθηκε― αλλά μετά από τρεις μονάχα μέρες και ο νεοδιορισμένος έφυγε επίσης, ανησυχώντας για την έλλειψη τροφίμων, και η Αθήνα δεν έστειλε αντικαταστάτη. Με κατώτερους μόνο αξιωματούχους, το ελληνικό κράτος είχε λίγο-πολύ εγκαταλείψει το νησί.
Oι Ιταλοί γνώριζαν την απάθεια και τη διαφθορά των ελληνικών αρχών κι έκαναν προσπάθειες να φέρουν τρόφιμα στο νησί, τα οποία όμως δεν αρκούσαν. O φόρος του νησιού σε θανάτους ανέβηκε απότομα από τους 435 το 1939 στους 2.290 το 1942. Το 1939 οι γεννήσεις ξεπερνούσαν τους θανάτους κατά 52― το 1942 η αντίστροφη διαφορά ήταν ένα απίστευτο 964. Χρειάστηκε να σκάψουν ένα μεγάλο χαντάκι ακριβώς έξω από την πόλη για να βολέψουν τα πτώματα. Το Μάρτιο του 1942 το είχαν φαρδύνει κι άλλο, κι είχαν προσθέσει κι άλλες τάφρους. O Ριγκουτσό παρακολουθούσε μερικούς άντρες να θάβουν ένα κορίτσι:
Αυτός που κουβαλούσε το φέρετρο, και που δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του κοριτσιού, θύμα της κοινής μας μοίρας, βοηθάει το σκαφτιά να θάψει το πεθαμένο από την πείνα βλαστάρι του, ύστερα βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και το δίνει στον παπά που το δέχεται κι άλλο ένα στον σκαφτιά, που δεν το παίρνει και του λέει: «Δεν θέλω τίποτα, Γιάννη μου, είσαι φτωχός σαν κι εμένα». O παπάς και ο πατέρας φεύγουν και ο σκαφτιάς γυρνά σ' εμένα και λέει: «Ξέρεις, κύριε, αυτό είναι το τέταρτο παιδί που ο άμοιρος έχει θάψει ετσιδά από τότε που αρχίνισε η κατοχή».
Η πείνα ξήλωνε σιγά σιγά το κοινωνικό υφάδι, αλλά ταυτόχρονα έκανε τους νησιώτες να καταλάβουν το κοινό τους πρόβλημα. Η φιλαυτία των κερδοσκόπων και ορισμένων τοπικών αρχόντων έκαναν τους ανθρώπους να σκεφτούν ότι έπρεπε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Ακόμα και οι Ιταλοί στο νησί μπορούσαν να περιληφθούν σ' αυτό το σύνολο, ιδίως οι φαντάροι, που σε γενικές γραμμές φέρονταν καλά στους πολίτες κι έδειχναν κουρασμένοι από τον πόλεμο. Παρακολουθούσαν ανελλιπώς τη λειτουργία και μιλούσαν για τις οικογένειές τους σε οποιονδήποτε είχε τη διάθεση να ακούσει. «Αντί να μας λένε τα πολεμικά τους κατορθώματα, τις ναυτικές τους νίκες πάνω στους Εγγλέζους, όπως κάνει η δισεβδομαδιαία εφημερίδα τους, βρίσκουν ευχαρίστηση και παρηγοριά δείχνοντας φωτογραφίες από τις γυναίκες τους, τα μωρά τους, τις αρραβωνιαστικές τους, ακόμα κι απ' όλη τους την οικογένεια», λέει ο Ριγκουτσό. «O φαντάρος που μου 'φερε μια πρόσκληση στα γενέθλια της Πορείας προς τη Ρώμη, ένα παλικάρι 22 χρονών, είπε: "Αλίμονο, αυτή η πορεία είναι που μας έφερε σ' αυτό τον πόλεμο σήμερα!"».
O λιμός
Ιταλοί επίσημοι, επαγγελματίες της πόλης και εύποροι πρόκριτοι εξακολουθούσαν να παίζουν τα παλιά παιχνίδια του λούσου και της προπαγάνδας, αλλά μπροστά στο σκηνικό του λιμού αυτά έπαιρναν σχεδόν εξωπραγματικές διαστάσεις. Το Μάιο του 1942, για παράδειγμα, γινόταν μια τελετή για να τονιστεί η επίσκεψη του ναυάρχου Ινίγκο Καμπιόνε, κυβερνήτη του Αιγαίου. Προσγειώθηκε με υδροπλάνο μέσα στο μικρό λιμάνι, επιθεώρησε την ιταλική φρουρά στην κεντρική πλατεία και παρασημοφόρησε αρκετούς στρατιώτες για τα κατορθώματα τους στο αλβανικό μέτωπο. Λίγοι Έλληνες που παρευρίσκονταν, μη ξέροντας ιταλικά, χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Αργότερα ακολούθησε σουαρέ στο ξενοδοχείο Ελλάς, προς τιμήν του Καμπιόνε. Μερικοί εξέχοντες Έλληνες από την πόλη είχαν προσκληθεί για να δώσουν μια εντύπωση αρμονίας στο νησί. Μόλις όμως αποκαλύφθηκε ο πολυτελής μπουφές, ακολούθησε ένας γκροτέσκος χαμός, καθώς Έλληνες δικηγόροι, γιατροί και καθηγητές όρμησαν στα πιάτα, μπουκώνοντας το στόμα τους με φαΐ και με τα δυο τους χέρια, και αρνούμενοι να φύγουν από το τραπέζι. Όταν τελικά οι Ιταλοί αξιωματούχοι έφυγαν από το κτίριο, τους περικύκλωσαν πλήθη παιδιών που ζητιάνευαν ψωμί.
Όπως οι πρόκριτοι της πόλης στη δεξίωση του Καμπιόνε, έτσι και οι άλλοι νησιώτες είχαν πετάξει λόγω της πείνας τις κοινωνικές διατυπώσεις απ' το παράθυρο. «Αν οι προσευχές μας μείνουν αναπάντητες», έγραφαν ο μητροπολίτης και ο δήμαρχος απελπισμένοι, «αρνούμαστε κάθε ηθική ευθύνη ενώπιον του Θεού και της ιστορίας». Αντί να περιμένουν την εκ Θεού βοήθεια μερικοί γονείς έστελναν τις κόρες τους στους Iταλούς στρατιώτες για ψωμί. H λαϊκή αγανάκτηση αύξαινε ενάντια στους κερδοσκόπους - στους αξιωματικούς, στους συγγενείς των καθολικών κληρικών, που λεγόταν ότι μάζευαν τεράστια πλούτη χάρη στην ιταλική υποστήριξη, στους αγρότες που τώρα οι κόρες τους φορούσαν μεταξωτά φορέματα και παινεύονταν για τα πιάνα με ουρά, τα οποία είχαν αγοράσει πρόσφατα από λιμοκτονούντες κατοίκους της πόλης.
Στο τέλος του ημερολογίου του, ο Pιγκουτσό προσπάθησε να συνοψίσει τους νικητές - εκείνοι που είχαν στεθερό μισθό, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, που τα μηνιάτικά τους ισοδυναμούσαν τώρα με ένα ζευγάρι παπούτσια, και οι εργάτες, που το μεροκάματό τους είχε ξεμείνει πολύ πίσω από το ποσοστό του πληθωρισμού. Aπό την άλλη, πολλοί χωρικοί είχαν επωφεληθεί από τις ψηλές τιμές των τροφίμων και είχαν καταφέρει να πληρώσουν τα προπολεμικά τους χρέη με υποτιμημένες δραχμές. Στην Eρμούπολη όλη η εργατική τάξη και το μεγαλύτερο μέρος της αστικής πολιτικά είχαν στραφεί πολύ προς τα αριστερά στα χρόνια της κατοχής. Λίγοι μόνο καπιταλιστές και πλούσιοι πρόκριτοι είχαν αντισταθεί σε αυτό το ρεύμα. H συνολική στροφή θα ήταν πολύ λιγότερο ακραία, κατέληγε ο Pιγκουτσό, αν οι αρχές ήταν οργανωμένες καλύτερα και είχαν δείξει κοινωνική ευαισθησία. Aντί γι ' αυτό όμως, είχαν νοιαστεί απλώς για τον εαυτό τους και είχαν επιδοθεί στην κερδοσκοπία. Eδώ βρισκόταν σε μικρογραφία ο δεσμός ανάμεσα στη σιτοδεία και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό που έκανε την εμφάνισή του σε όλη την κατεχόμενη Eλλάδα. Παντού η πείνα ενέτεινε την αποξένωση του κόσμου από το κράτος και ριζοσπαστικοποιούσε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, μαζί και πολλούς κατώτερους υπαλλήλους και μικροαστούς επαγγελματίες, πρώην στυλοβάτες του παλιού αστικού καθεστώτος, οι οποίοι μάταια προσέβλεπαν στο πολιτικό κατεστημένο της Aθήνας για καθοδήγηση στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση.
Ιταλοί επίσημοι, επαγγελματίες της πόλης και εύποροι πρόκριτοι εξακολουθούσαν να παίζουν τα παλιά παιχνίδια του λούσου και της προπαγάνδας, αλλά μπροστά στο σκηνικό του λιμού αυτά έπαιρναν σχεδόν εξωπραγματικές διαστάσεις. Το Μάιο του 1942, για παράδειγμα, γινόταν μια τελετή για να τονιστεί η επίσκεψη του ναυάρχου Ινίγκο Καμπιόνε, κυβερνήτη του Αιγαίου. Προσγειώθηκε με υδροπλάνο μέσα στο μικρό λιμάνι, επιθεώρησε την ιταλική φρουρά στην κεντρική πλατεία και παρασημοφόρησε αρκετούς στρατιώτες για τα κατορθώματα τους στο αλβανικό μέτωπο. Λίγοι Έλληνες που παρευρίσκονταν, μη ξέροντας ιταλικά, χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Αργότερα ακολούθησε σουαρέ στο ξενοδοχείο Ελλάς, προς τιμήν του Καμπιόνε. Μερικοί εξέχοντες Έλληνες από την πόλη είχαν προσκληθεί για να δώσουν μια εντύπωση αρμονίας στο νησί. Μόλις όμως αποκαλύφθηκε ο πολυτελής μπουφές, ακολούθησε ένας γκροτέσκος χαμός, καθώς Έλληνες δικηγόροι, γιατροί και καθηγητές όρμησαν στα πιάτα, μπουκώνοντας το στόμα τους με φαΐ και με τα δυο τους χέρια, και αρνούμενοι να φύγουν από το τραπέζι. Όταν τελικά οι Ιταλοί αξιωματούχοι έφυγαν από το κτίριο, τους περικύκλωσαν πλήθη παιδιών που ζητιάνευαν ψωμί.
Όπως οι πρόκριτοι της πόλης στη δεξίωση του Καμπιόνε, έτσι και οι άλλοι νησιώτες είχαν πετάξει λόγω της πείνας τις κοινωνικές διατυπώσεις απ' το παράθυρο. «Αν οι προσευχές μας μείνουν αναπάντητες», έγραφαν ο μητροπολίτης και ο δήμαρχος απελπισμένοι, «αρνούμαστε κάθε ηθική ευθύνη ενώπιον του Θεού και της ιστορίας». Αντί να περιμένουν την εκ Θεού βοήθεια μερικοί γονείς έστελναν τις κόρες τους στους Iταλούς στρατιώτες για ψωμί. H λαϊκή αγανάκτηση αύξαινε ενάντια στους κερδοσκόπους - στους αξιωματικούς, στους συγγενείς των καθολικών κληρικών, που λεγόταν ότι μάζευαν τεράστια πλούτη χάρη στην ιταλική υποστήριξη, στους αγρότες που τώρα οι κόρες τους φορούσαν μεταξωτά φορέματα και παινεύονταν για τα πιάνα με ουρά, τα οποία είχαν αγοράσει πρόσφατα από λιμοκτονούντες κατοίκους της πόλης.
Στο τέλος του ημερολογίου του, ο Pιγκουτσό προσπάθησε να συνοψίσει τους νικητές - εκείνοι που είχαν στεθερό μισθό, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, που τα μηνιάτικά τους ισοδυναμούσαν τώρα με ένα ζευγάρι παπούτσια, και οι εργάτες, που το μεροκάματό τους είχε ξεμείνει πολύ πίσω από το ποσοστό του πληθωρισμού. Aπό την άλλη, πολλοί χωρικοί είχαν επωφεληθεί από τις ψηλές τιμές των τροφίμων και είχαν καταφέρει να πληρώσουν τα προπολεμικά τους χρέη με υποτιμημένες δραχμές. Στην Eρμούπολη όλη η εργατική τάξη και το μεγαλύτερο μέρος της αστικής πολιτικά είχαν στραφεί πολύ προς τα αριστερά στα χρόνια της κατοχής. Λίγοι μόνο καπιταλιστές και πλούσιοι πρόκριτοι είχαν αντισταθεί σε αυτό το ρεύμα. H συνολική στροφή θα ήταν πολύ λιγότερο ακραία, κατέληγε ο Pιγκουτσό, αν οι αρχές ήταν οργανωμένες καλύτερα και είχαν δείξει κοινωνική ευαισθησία. Aντί γι ' αυτό όμως, είχαν νοιαστεί απλώς για τον εαυτό τους και είχαν επιδοθεί στην κερδοσκοπία. Eδώ βρισκόταν σε μικρογραφία ο δεσμός ανάμεσα στη σιτοδεία και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό που έκανε την εμφάνισή του σε όλη την κατεχόμενη Eλλάδα. Παντού η πείνα ενέτεινε την αποξένωση του κόσμου από το κράτος και ριζοσπαστικοποιούσε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, μαζί και πολλούς κατώτερους υπαλλήλους και μικροαστούς επαγγελματίες, πρώην στυλοβάτες του παλιού αστικού καθεστώτος, οι οποίοι μάταια προσέβλεπαν στο πολιτικό κατεστημένο της Aθήνας για καθοδήγηση στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση.
Σημείωση: Tο παραπάνω κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του M. Mazower «Στην Eλλάδα του Xίτλερ», εκδ. AΛEΞANΔPEIA 1994, σελ. 30 και 75-78.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.