Αντώνης Λ. Σμυρναιος
Δρ. Φιλοσοφίας - Σχ. Συμβούλου Π. Ε.
Η σημασία της Ερμούπολης για την οικοδόμηση
της μετεπαναστατικής πραγματικότητας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα
αποτελεί πλέον κοινό τόπο στην νεοελληνική ιστοριογραφία. Αυτή η παράδοξη πόλη,
«εκ του μη όντος εις το είναι προαχθείσα» (εφ. Αίολος,
10.2.1845), προϊόν της ανάγκης και αποθέωση της συγκυρίας, εξακολουθεί και
σήμερα να εκπλήσσει για την συναρπαστική ιδιοπροσωπία της. Κρατώντας
ζηλότυπα τον τίτλο της «οικονομικής πρωτεύουσας» (Καρδάσης, 1987, 23)
του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου κατά τις πρώτες δεκαετίες, αποτέλεσε το
σημαντικότερο σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου, μια τεράστια αποθήκη για τα
εμπορεύματα που διακινούνταν ανάμεσα στην Δυτική Ευρώπη και στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία και τη Ρωσία.
Είναι γνωστά τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την εγκατάσταση των προσφύγων
του ελληνοτουρκικού πολέμου στην Ερμούπολη και η σχετική ιστορική βιβλιογραφία,
που όσο πάει και πληθαίνει, έχει αναπαραστήσει αλλά και ερμηνεύσει με
πειστικότητα την ανέλιξη και την εδραίωση της πόλης, πάνω «στα πανέρημα κι
θαλασσοδαρμένα παράλια» (Καρασούτσας, 1840, 68) της συριανής ακτής. Είναι
αναγκαίο όμως από την αρχή να επισημάνουμε τους βασικούς άξονες του πολύπλοκου
και άτυπου φαινόμενου αυτής της πόλης.
1.
Οι οικονομικές δραστηριότητες στην
Ερμούπολη διαφοροποιούσαν σε μεγάλο βαθμό την πόλη από το υπόλοιπο κράτος. Δεν
είναι μόνο η εισροή κεφαλαίων και η συσσώρευση του πλούτου, την οποία οι
δραστηριότητες αυτές ευνοούσαν, αλλά κυρίως η απόσπασή της από τη νεοελληνική
νοοτροπία της εποχής, από τον επαρχιωτισμό, τον προστατευτισμό και την
εσωστρέφεια που την χαρακτήριζαν. Αφού ξεπέρασε τους σκοπέλους της
προσωρινότητας των πρώτων ετών, η Ερμούπολη έγινε γρήγορα μια «πόλη –
σταθμός στην εξάπλωση του δυτικού καπιταλισμού»(Αγριαντώνη 1985, 603),
φιλοξενώντας την πρώτη «αστική τάξη» της χώρας. Όσο και αν αυτή η έννοια πρέπει
να χρησιμοποιείται με επιφύλαξη, αυτό που κυρίως υποδηλώνεται ήταν μια
επείγουσα προσπάθεια, αλλά και αγωνία, εκδυτικισμού στη νοοτροπία και στα ήθη,
στην αρχιτεκτονική και στην ενδυμασία, στην αναψυχή και στην εκπαίδευση. Η
αναπαραγωγή ενός αστικού τρόπου ζωής που προσιδίαζε στη Δυτική Ευρώπη έγινε από
νωρίς μια αυθόρμητη προτεραιότητα, η οποία αποκτούσε την ιδιαίτερη σημασία της
από το μεγάλο χάσμα που γοργά αναπτυσσόταν ανάμεσα στην Ερμούπολη και στο
ανατολίτικο περιβάλλον της.
2.
Η αίσθηση αυτής της διαφοράς ενισχυόταν
από την αντίδραση του αθηναϊκού κράτους στην οικονομική πρωτοκαθεδρία της
Ερμούπολης, από την εύλαλη σιωπή του απέναντι στις συνεχείς νομοθετικές,
κυρίως, διεκδικήσεις της, εφόσον η άρχουσα τάξη της πόλης φαινόταν να αμφισβητεί
έμπρακτα το δικαίωμά του να ελέγχει πολιτικά όλη τη χώρα. Η διελκυνστίδα
Ερμούπολης και Αθήνας έφερνε προσκόμματα στην κυρίαρχη τάση ομογενοποίησης που
επιδείκνυαν οι αθηναϊκές κυβερνήσεις κατά το 19ο αιώνα, στην
επιθυμία τους να αποσπαστεί τελεσίδικα το νεοσύστατο βασίλειο από τον παλιό,
οθωμανικό του περίγυρο, ο οποίος όμως τροφοδοτούσε την Ερμούπολη. Η γεωγραφική
απομόνωση της Σύρου και η ιδιοποίηση ενός αγροτικού πλεονάσματος «που
διαμορφωνόταν κυρίως έξω από τα σύνορα της ελληνικής επικράτειας»
(Καρδάσης, 1987, 34), η εξάρτησή της δηλαδή από εξελίξεις που σημειώνονταν
αποκλειστικά στο εξωτερικό, της προσέδωσε έναν χαρακτήρα ανεξαρτησίας ή και
αλαζονείας απέναντι στην κεντρική κυβέρνηση.
3.
Η εμπορική τάξη της πόλης υιοθέτησε από
την αρχή στρατηγικές για την ενίσχυση του δημοτικού θεσμού, στον οποίο
αποδόθηκαν αυξημένες εξουσίες και λειτουργούσε ως τοπική κυβέρνηση. Η απόσβεση
ή τετριμμενοποίηση των αθηναϊκών εντολών αποτελούσε χαρακτηριστική πρακτική των
τοπικών αρχόντων. Με δεδομένη μάλιστα την εφήμερη, δυσχερή και ατελή εφαρμογή
των νόμων σε ολόκληρη την νεοελληνική επικράτεια εκείνη την εποχή, καθώς και
την αμφιθυμία του νομοθέτη και των εκτελεστικών του οργάνων, η απροθυμία
συμμόρφωσης των Ερμουπολιτών προς την αθηναϊκή εξουσία φαινόταν να αντλεί μια
ιδιαίτερη εθιμική κατοχύρωση.
4.
Τέλος, η Ερμούπολη έχει προσδιοριστεί
ως «πόλη – μετέωρο» (Kolodny,
1969 – 1970, 256) μέσα στην μετεπαναστατική ιστορία και ο εφήμερος χαρακτήρας
της πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε κάθε αποτίμηση των επιτευγμάτων της:
ήδη από τη δεκαετία του 1860 – 1870, με την κάμψη των εμπορικών δραστηριοτήτων
της, οι μελετητές μιλούν για μια «πόλη σε παρακμή».
Αλλά, αν αυτή η πόλη ήταν εξ αρχής αφιερωμένη στον Κερδώο Ερμή και στους
ποικίλους ανασασμούς του παλινωδούσε, φαινόταν πρόθυμη όμως να εκπληρώσει και
τις προσδοκίες του Λογίου Ερμή. Τα πρώτα σχολεία της πόλης ιδρύθηκαν λίγο μετά
την αθρόα εγκατάσταση των προσφύγων στην παραλία της Σύρου. Η πρώιμη και
οργισμένη διαπίστωση του πρώτου Εφόρου της Παιδείας Γρ. Κωνσταντά (Δρακάκης,
1975, 112), ότι η αφοσίωση αυτών των «παροίκων», στην «κερδομανία»
αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα στη διάχυση και εδραίωση της εκπαίδευσης στο
νησί, πολύ σύντομα διαψεύστηκε. Από το 1828, δημοσυντήρητα εκπαιδευτικά
ιδρύματα άρχισαν να ανεγείρονται μέσα στον οικιστικό ιστό της πόλης, όπως ήταν
τα Αλληλοδιδακτικά και Ελληνικά σχολεία αγοριών και κοριτσιών, τα Νηπιαγωγεία,
το Γυμνάσιο, η «Ανωτέρα Δημοτική Σχολή Κορασίων» από την οποία αποφοιτούσαν και
δασκάλες, η Ιερατική Σχολή, «Σχολεία εργατών», η «Σχολή Απόρων Παίδων» κ.ά.
Παράλληλα, λειτουργούσαν διάσημα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, όπως το «Ελληνικόν
Λύκειον» του Χρ. Ευαγγελίδη, το «Ελληνικόν Παιδαγωγείον» του Ι. Βαλέττα και το
«Εμπορικόν Εκπαιδευτήριον» του Π. Αντωνιάδη, αλλά και άσημα μικρά ιδιωτικά
σχολεία και γραμματοδιδασκαλεία, τα οποία επιβίωναν με αξιοσημείωτη αντοχή,
συχνά χωρίς άδεια, στις παρυφές του εκπαιδευτικού χάρτη της πόλης. Ιδιαίτερη
μνεία, επίσης, πρέπει να γίνει για τα σχολεία των προτεσταντών ιεραποστόλων,
που έφτασαν στο νησί το 1828 με σαφή στόχο τον προσηλυτισμό της ελληνικής
νεολαίας, αλλά η συμβολή τους στην εγγραμματοσύνη των κατοίκων ήταν
αναμφισβήτητη. Το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον», ένα ίδρυμα που λειτούργησε στην
πόλη για μισό αιώνα περίπου, αποτελούσε τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση
(Σμυρναίος, 2002).
Επιπλέον, σε καμιά άλλη ελληνική πόλη της εποχής δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί
δάσκαλοι για ιδιαίτερα μαθήματα, προγυμναστές των μαθητών του Γυμνασίου αλλά
και ξένοι, Ιταλοί, Γάλλοι και Ελβετοί, που δίδασκαν ξένες γλώσσες, μουσική,
χορό και ζωγραφική. Στην εκπαιδευτική πραγματικότητα της πόλης, τέλος,
συνεισέφερε και η πληθώρα των τοπικών εφημερίδων, τα βιβλιοπωλεία, τα
τυπογραφεία, το θέατρο και κάποιες εφήμερες φιλολογικές λέσχες, όπως το
«Ελληνικόν Μουσείον» (1834 – 1840).Έτσι, η πόλη, εκτός από «κοινόν εμπορείον»
ήταν και «παιδευτήριον και οφθαλμός του Αιγαίου» (Εφ. Αίολος,
19.8.1854) και οι Συριανοί καυχιόνταν ότι ο τόπος τους ήταν το «…αληθές
κέντρον της εθνικής ζωής και κοινόν παιδευτήριον του έξω Ελληνισμού»
(Αμπελάς, 1874, 668), «ο πρώτος, ο αναπόφευκτος σταθμός δια τους
επιθυμούντας μάθησιν», εφόσον υπήρχε η συνήθεια των Ελλήνων της Διασποράς
να στέλνουν εκεί τα παιδιά τους για να λάβουν την εγκύκλιο κατάρτιση, όπως λ.χ.
συνέβη στις περιπτώσεις του Εμμ. Ροΐδη, του Δημ. Βικέλα και του Ανδρ. Συγγρού.
Δικαιολογείται έτσι η διαπίστωση των περιηγητών, την οποία μας μεταφέρει ο
διευθυντής του «Φιλελληνικού Παιδαγωγείου» Γερμανός ιεραπόστολος Fr. Hildner,
ότι «τα αξιοθέατα της Σύρου είναι τα σχολεία της».
Αυτή η συμπύκνωση των ποικίλων εκπαιδευτικών λειτουργιών
συγχρονιζόταν ιδιαίτερα με την εξαιρετική χωροχρονική συμπύκνωση της ίδιας της
ιστορίας της πόλης. Πόσο όμως η συνεργασία του Κερδώου με το Λόγιο Ερμή ήταν
αρμονική; Πόσο το πνεύμα της επιχειρηματικότητας, της ευελιξίας και της
διακινδύνευσης, το πνεύμα της χρησιμοθηρίας που κυριαρχούσε στην πόλη,
αντιστοιχούσε στην εκπαιδευτική της νοοτροπία και πόσο η εκπαίδευση το ενίσχυε;
Θεωρούμε, κατ’ αρχήν, ότι ο πολλαπλασιασμός των κατώτερων
σχολείων στην πόλη, η διδασκαλία των εμπορικών μαθημάτων και των ξένων γλωσσών
και η συνήθης διακοπή της φοίτησης μετά το Γυμνάσιο, σε συνδυασμό με την
απαξίωση του Πανεπιστημίου, αποτελούν βασικές ενδείξεις για μια χρησιμοθηρική
διάσταση στην εκπαίδευση της πόλης.
Όσον αφορά την πρώτη ένδειξη, πρέπει να σημειώσουμε τη
μεγάλη έγνοια της τοπικής κοινωνίας να αυξηθεί ο αριθμός των δημοσυντήρητων
σχολείων, έτσι ώστε να λαμβάνουν την εγκύκλιο κατάρτιση όσο γίνεται περισσότερα
παιδιά. Οι λόγοι ήταν η καλύτερη προετοιμασία για τον επαγγελματικό τους βίο
αλλά και η κοινωνική ευταξία που άμεσα και έμμεσα εξασφαλιζόταν από τη
μακρόχρονη φοίτηση. Είναι γνωστό ότι ο νομός των Κυκλάδων είχε το υψηλότερο
ποσοστό μαθητικού πληθυσμού στην ελληνική επικράτεια σε ολόκληρο το 19ο
αιώνα, κι αυτό οφείλετο κυρίως στην Ερμούπολη (Λάππας, 1997, 297).
Όσον αφορά τη δεύτερη ένδειξη, έγκυροι μελετητές της
ιστορίας της πόλης συμφωνούν ότι «η εκπαίδευση ήταν σε αρμονία με τη
φύση των συντελουμένων οικονομικών δραστηριοτήτων» (Καρδάσης, 1985, 589),
επειδή δινόταν ιδιαίτερο βάρος σε μαθήματα όπως το Εμπορικό και το Ναυτικό
Δίκαιο, η Διπλογραφία, η Εμπορική Γεωγραφία και οι ξένες γλώσσες, τα οποία
διδάσκονταν στο Γυμνάσιο και σε άλλες ιδιωτικές σχολές. Αποφαίνονται μάλιστα
ότι «το υψηλό επίπεδο της εκπαίδευσης που μαρτυρούν τα μαθήματα αυτά και οι
διδάσκοντες καθηγητές αποτελούσε τη συνθήκη των ιδεολογικών αντιλήψεων που
διακατείχαν τους εμπόρους και τις άλλες ανώτερες κοινωνικές τάξεις».
Τέλος, η απαξίωση του Πανεπιστημίου καθρεπτίζεται στις
στατιστικές που επισημαίνουν ότι ο δείκτης συμμετοχής της Σύρου στην
πανεπιστημιακή εκπαίδευση, την περίοδο ακριβώς της ακμής της (1837 – 1851) ήταν
μόλις 0,1 (ανά 100.000 κατοίκους). Ο δείκτης αυτός ήταν ο μικρότερος των
Κυκλάδων, αντίθετα λ.χ. με ό,τι συνέβαινε στα κοντινά νησιά της Κέας και της
Μήλου, όπου ο δείκτης ανερχόταν στο 29,4 και 15,6 αντίστοιχα (Λάππας, 1997,
298).
Αυτές λοιπόν της ενδείξεις μιας χρησιμοθηρικής διάστασης της
εκπαίδευσης στην Ερμούπολη θα διερευνήσουμε στη συνέχεια μέσα από τις
επισημάνσεις ενός από τους ιχνηλάτες της, του γνωστού λόγιου και πολιτικού της
εποχής Ν. Δραγούμη. Θα μελετήσουμε συγκεκριμένα τις ανταποκρίσεις του από την
πόλη αυτή, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Πανδώρα το 1857 (Νέα
Πανδώρα, 1857) και το 1865 (Πανδώρα, 1865 – 1866). Ο Δραγούμης,
εγκωμιαστής του συριανού θαύματος, δηλώνει ανεπιφύλακτα ότι «η Σύρα από
πολλού κατατάσσεται μετά των φιλτάτων υποκειμένων της καρδίας μου» (Νέα
Πανδώρα, 1857, 305) και η οικειότητα αυτή τον κάνει να αισθάνεται όχι απλός
επισκέπτης της αλλά «οικοδεσπότης». Αφού επαινέσει λοιπόν τους κατοίκους
της πόλης για την ευπείθεια στους νόμους, για την τάξη και για την προθυμία
τους να ασχοληθούν με τα ζητήματα της κοινότητας, θα επισημάνει ιδιαίτερα «…την
προς τον πρακτικόν βίον ροπήν, ροπήν αξιάγαστον, πορίζουσαν μεν ύπαρξιν
ανεξάρτητον, καθιστάσαν δε μετριοπαθείς τας περί των κοινών κρίσεις και
αποστρεφομένην τας βιαίας μεταβολάς» (Πανδώρα, 1865 – 1866, 53).
Θεωρούσε μάλιστα ότι ήταν μια ροπή που άντεχε στο χρόνο, καθώς την αναγνώρισε
στη διάρκεια και των τριών επισκέψεών του στο νησί, το 1837, το 1857 και το
1865.
Το αντίπαλο δέος, βέβαια, δεν μπορούσε να ήταν άλλο από την ίδια την
πρωτεύουσα. Ο Δραγούμης, συνεισφέροντας στην πάγια αντιπαλότητα μεταξύ Σύρου
και Αθήνας, μας προκαταλαμβάνει επισημαίνοντας ότι ένιωθε ιδιαίτερα
καταπονημένος στην πρωτεύουσα από των «αδιακόπως μεμψιμοιρούντων, κακιζόντων
και πολιτείαν και κοινωνίαν, αποδιδώντων εις ταύτας τα αποτελέσματα της ιδίας
ανοίας, και αγωνιζομένων να ανατρέψωσιν αυτάς ίνα τας ανοικοδομήσωσιν μετά
ταύτα προς το ίδιον συμφέρον» (Πανδώρα, 1865 – 1866, 53). Ήταν
απογοητευμένος από την πολιτική φλυαρία των Αθηνών, την αφασία και την
παλιμβουλία των οργάνων της, δηλώνοντας μάλιστα πρόθυμος να προσκυνήσει ακόμη
και τον Βελζεβούλ, αν επιτύγχανε στο τέλος να κυβερνήσει την Ελλάδα, μια
δήλωση, την οποία όταν πολλά χρόνια πριν την είχε κάνει στο συνήθως αγέλαστο
Ιωάννη Κωλέττη είχε κατορθώσει να του προκαλέσει ένα αυτάρεσκο μειδίαμα (Πανδώρα,
1865 – 1866, 79). Δηλώνει λοιπόν ότι «τέρπεται» ανεπιφύλακτα να ζει
μες στην πολύβουη, εργατική και δραστήρια κυψέλη της Ερμούπολης, απαλλάσσοντας
την ακοή του «από του βόμβου της καλουμένης ελληνικής πολιτικής», αφού ο
βόμβος αυτός είχε ευτυχώς βυθιστεί «κατά το μεταξύ Αθηνών και Σύρας πέλαγος».
Επιχειρώντας, μάλιστα, να αιτιολογήσει αυτήν την ευχάριστη ιδιαιτερότητα της
πόλης, ο Δραγούμης θα σπεύσει να αποδώσει εύφημο μνεία στους πατέρες, οι οποίοι
«εκπαιδεύοντες τα ίδια τέκνα, φροντίζουσι ταυτοχρόνως να διευθύνωνται και αι
καρδίαι αυτών προς ελλόγους επιθυμίας, και να μην υπερπηδώσιν ωρισμένον τινα
κύκλον, ον χαράττουσι πέριξ αυτών. Διό, σπανίως μαθητής του εν Σύρα Γυμνασίου
προσέρχεται εις το Πανεπιστήμιον. Πάντες, αποφοιτώντες, αποδύονται εις το
στάδιον του πρακτικού βίου, γινόμενοι ούτω χρησιμώτεροι προς τε εαυτούς και την
πατρίδα» (Πανδώρα, 1865 – 1866, 54).
Σύμφωνα με το Δραγούμη, τα δυο «γραώδη αξιώματα, δι ών
αφελέστατα παραμυθούμεθα» ως Έλληνες ήταν το «Έχει ο Θεός» και «Ο
Θεός ποτέ δεν κατέλιπεν την Ελλάδα», τα οποία θεωρεί βέβαια, επικλήσεις όχι
κραταιής πίστης αλλά έσχατης ακηδίας, η οποία ενσκήπτει στη χώρα «οσάκις
εμπεσόντες εις βόθρον τον οποίον εσκάψαμεν ιδίαις χερσίν, απορούμεν πως να
εξέλθωμεν» (Πανδώρα, 1865 – 1866, 80). Η ακηδία αυτή, «η νόσος
των Ελλήνων», όπως την προσαγορεύουν άλλες πηγές του 19ου αιώνα
(Σκοπετέα, 1988, 237), ο Δραγούμης ήταν βέβαιος ότι είχε θεραπευτεί στην
Ερμούπολη, όπου «η παιδεία διευθύνεται μετά συνέσεως και δεν αναπτύσσει τας
αποτροπαίους ταύτας τάσεις, δεν εξάπτει φλόγας αίτινες αντί φωτός πυρκαϊάν
μεταδίδουσιν, αλλά καταστέλλει αυτάς προς το συμφέρον και των πολιτών και της
κοινωνίας και της εξουσίας» (Πανδώρα, 1865 – 1866, 53). Η χορήγηση
παιδείας έπρεπε απαρέγκλιτα να συμβαδίζει με τη «συνετωτέραν και
βιωφελεστέραν χρήσιν αυτής, άλλως επιβλαβές μάλλον αποβαίνει το θείον τούτο
δώρον».
Η απόρριψη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, το κλείσιμο του
μορφωτικού κύκλου στο Γυμνάσιο, αποτελούσε λοιπόν απόδειξη της στροφής από τις
ματαιόσπουδες και ματαιόδοξες ενασχολήσεις στο νουνεχή, χρησιμοθηρικό βηματισμό
του βίου. Η σύνδεση του Πανεπιστημίου με την άλογη επιθυμία κοινωνικής
ανέλιξης, την οκνηρία και την ημιμάθεια, ήταν κοινός τόπος στην
εφημεριδογραφία της εποχής. Είναι γνωστό ότι ο Στ. Κουμανούδης είχε καταγράψει
μια σειρά από παραστατικές λέξεις που κυκλοφορούσαν για τον χαρακτηρισμό της
τότε τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως «κηφηνοτροφείον», «πανεπιζήμιον»,
«πανλυμαντήριον» και «πανσκοτιστήριον» (Σκοπετέα, 1988, 149). Το
σημαντικότερο όμως ήταν ότι, με το πρόσχημα της δοκησισοφίας, την οποία
επιδείκνυαν οι επιμένοντες στην πανεπιστημιακή μόρφωση Νεοέλληνες, ο Δραγούμης
στηλίτευε την κοινωνική κινητικότητα και ασπαζόταν την ταξική διαφοροποίηση.
Υπέρβαση του κύκλου που οι πρόγονοι χαράσσουν για τους απογόνους αποτελούσε
ακριβώς η αποστροφή προς τον πρακτικό, χρησιμοθηρικό βίο και στο σημείο αυτό ο
Δραγούμης μοιάζει να συντάσσεται με έναν άλλο, ανώνυμο, αρθρογράφο της Πανδώρας,
ο οποίος ζητούσε από τους δασκάλους να μορφώνουν «καλούς χωρικούς, εις
ους ουδεμία να εμπνέεται φιλοδοξία του να εξέλθωσιν της σφαίρας αυτών»
(Σκοπετέα, 1988, 147).
Μετριοπάθεια, εργατικότητα, έλλογη επιθυμία, ωφελιμισμός,
φιλοπατρία και ένας συνδυασμός ιδιωφελούς και κοινωφελούς εργατικότητας, μέσα
σε προδιαγεγραμμένους κοινωνικούς κύκλους, συγκροτούσαν λοιπόν το ιδεώδες του
Δραγούμη, ιδεώδες που έβλεπε να υλοποιείται στην Ερμούπολη. Πόσο όμως η ίδια η
εκπαίδευση σχετιζόταν με αυτό το ιδανικό;
Θα δείξουμε στη συνέχεια τους περιορισμούς της σκέψης του
Αθηναίου λόγιου, εξαιτίας της πολεμικής της διάστασης. Από τη μελέτη των Επιστολών
του γίνεται φανερό ότι ως τους κατ’ εξοχήν μοχλούς στη χρησιμοθηρική ροπή
της εκπαίδευσης στην πόλη θεωρούσε τους γονείς και όχι τους δασκάλους ή το
εκπαιδευτικό σύστημα. Ήταν αυτοί που περιχαράκωναν τις επιθυμίες των παιδιών
τους, που ποδηγετούσαν τη ζωή τους και την έστρεφαν προς ένα «βιωφελέστερον»
προσανατολισμό, την ενασχόληση δηλαδή με το εμπόριο, τη ναυτιλία, βιομηχανία
και τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Αντίθετα, το εκπαιδευτικό σύστημα
ολόκληρου του νεοελληνικού κράτους, άρα και της Ερμούπολης, είναι γνωστό ότι
ακολουθούσε μια αρχαιολατρική και σχολαστική νοοτροπία, μια νοοτροπία που
βρισκόταν στους αντίποδες της νεωτερικής χρησιμοθηρίας, παρά τη διδασκαλία των
πρακτικών μαθημάτων που αναφέραμε, στο βαθμό και στην έκταση που αυτή γινόταν.
Έτσι, η αποφασιστική εμπλοκή των γονέων στην εκπαιδευτική διαδικασία, με την
απαξίωση του Πανεπιστημίου, προσπαθούσε να περισώσει τον πρακτικό
προσανατολισμό της τοπικής κοινωνίας και να αναπαράγει την ταξική
διαφοροποίηση. Οι γονείς περιέστελλαν δραστικά την πυρκαγιά των αλόγιστων
ρομαντισμών, την πολυτέλεια μιας γνώσης για χάρη μόνο της γνώσης και ήταν αυτοί
που προσγείωναν τις υψιπετείς, αλαφροΐσκιωτες επιθυμίες σε έναν ακαταμάχητο
πραγματισμό.
Η πανελλαδική ομοιομορφία της παρεχόμενης εκπαίδευσης δεν
επέτρεπε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις: η ίδια η συριανή κοινωνία, παρά την
υιοθέτηση ποικίλων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, παρείχε η ίδια ένα πλαίσιο
ακρωτηριασμού των λογίων ορμών, ταυτίζοντάς τις αυθόρμητα με έναν προ-νεωτερικό
λογιοτατισμό. Ο θεωρητικός βίος αποτελούσε μια πολλαπλώς συκοφαντημένη και
γελοιοποιημένη εκδοχή της παιδείας μέσα σε εκείνη τη ρευστή μετεπαναστατική
πραγματικότητα. Αλλά η εκπαίδευση του νησιού εξακολουθούσε όμως να επιμένει σ’
αυτόν. Έτσι, λ.χ. ο Δ. Μαυροφρύδης, κρίνοντας έναν πανηγυρικό λόγο του
Γυμνασιάρχη Σύρου Γ. Σουρία, στα 1861, θα τον κατηγορήσει ότι ρέπει προς έναν
γενικόλογο και αυτονόητο εγκωμιασμό της παιδείας, αντί να στραφεί προς
πρακτικότερους λόγους περί παιδαγωγίας και διδασκαλίας (Σκοπετέα, 1988, 138).
Αλλά και ο διευθυντής του ίδιου του «Εμπορικού Εκπαιδευτηρίου» της
Ερμούπολης Π. Αντωνιάδης, θα εκθειάσει την ενδελεχή διδασκαλία στο σχολείο του
«απάντων τούτων βαρυτιμοτάτων βαρυτιμοτάτης προγονικής κληρονομίας
λειψάνων…δια μόνων των οποίων δυνάμεθα σωθέντες να ευημερήσωμεν» (Νέα
Πανδώρα, 1857, 256).
Την εκπαιδευτική αυτή πραγματικότητα δε φαίνεται να έλαβε
υπόψη του ο Δραγούμης. Εξάλλου, η επισκόπηση της συριανής εκπαίδευσης στην
οποία προέβη ήταν πρόχειρη και βασιζόταν κυρίως σε πληροφορίες άλλων. Παρά το
γεγονός ότι οι κριτικές των ίδιων των συριανών εφημερίδων για την κατάσταση της
εκπαίδευσης στην πόλη κυμαίνονταν, διόλου περίεργα για την ατμόσφαιρα του 19ου
αιώνα, από τους διθυράμβους μέχρι την καταιγιστική απαξίωση, σταθμεύοντας συχνά
και μονότονα στην εθιμοτυπία των Δημοσίων Εξετάσεων, ο Αθηναίος λόγιος δείχνει
να τις αντιπαρέρχεται. Μεταφέρει συνοπτικά στους αναγνώστες της Πανδώρας την
άποψη ότι είναι «γνωστόν πόσον καλώς διευθύνονται και καρποφορούσιν»
τα σχολεία της πόλης και πόσο «η διδασκαλία γίνεται και μετά πολλού ζήλου,
και μετά πολλής επιδόσεως»(Νέα Πανδώρα, 1857, 255), υποβάλλοντας την
ιδέα της απρόσκοπτης εκπαιδευτικής λειτουργίας ως θεμελίου μιας τέτοιας
προοδευτικής πόλης.
Επιπλέον, δείχνει να αποσιωπά τη διαφοροποίηση της συριανής
κοινωνίας, η οποία ήταν ήδη εμφανής στα 1865: η κάμψη του εμπορίου και της
ναυτιλίας, η πρόσκαιρη στροφή στις βιομηχανικές δραστηριότητες, οι πτωχεύσεις
εμπορικών οίκων, η ανεργία και η δημογραφική υστέρηση, καθιστούσαν ήδη την
Ερμούπολη «μια πόλη σε παρακμή» (Λούκος, 1985). Στη δεκαετία του 1861 –
1870, που γράφει ο Δραγούμης, ο δείκτης συμμετοχής της Σύρου στην
πανεπιστημιακή εκπαίδευση θα ανέλθει από 0,1 σε 7,8, ενώ τις δυο επόμενες
δεκαετίες θα εκτιναχθεί στο 24,8 και 53,6 αντίστοιχα, αποκτώντας μάλιστα την
πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων (Λάππας, 1997, 297).
Είναι φανερό ότι η κατάρρευση των οικονομικών δεικτών, εξαιτίας της αλλαγής των
διεθνών συνθηκών από τις οποίες εξαρτιόταν αποκλειστικά η Ερμούπολη,
συμπαρέσυρε και τη νοοτροπία των κατοίκων, τις ίδιες τις χρησιμοθηρικές αξίες
που τόσο εγκωμίαζε ο Δραγούμης, επιτρέποντας την ευρεία μόλυνση της συριανή
κοινωνίας από τον ιό της σταδιοδρομίας. Η αντιστροφή των όρων είχε αρχίσει να
γίνεται γεγονός: ο επαρχιωτισμός άλλαξε τόπο και χέρια και την εσωστρέφεια της Αθήνας
αντικαθιστούσε πλέον η εσωστρέφεια της Ερμούπολης.
Ο Δραγούμης δεν επιθυμεί να ομολογήσει ευθέως τις δραματικές
αλλαγές, ασκώντας την πολεμική διάσταση της σκέψης και σκοπεύοντας κυρίως να
κατακεραυνώσει την αθηναϊκή ατμόσφαιρα. Δυο όμως καινοφανή, παθολογικά
συμπτώματα της συριανής κοινωνίας κάνουν ήδη φανερή την παρουσία τους μέσα στις
τελευταίες ανταποκρίσεις του. Πρώτον, ήταν η (αθηναϊκή) μάστιγα της ακόρεστης
ενασχόλησης με τις εφημερίδες και δεύτερο, η σταδιακή κατάρρευση του οικιακού
βίου των ανδρών και η απειθαρχία των νέων. Και τα δυο απέρρεαν από τις
δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και την ανεργία: οι πατέρες σύχναζαν όλο και
περισσότερο στις λέσχες και τα καφενεία, ασχολούμενοι με τις εφημερίδες και την
πολιτικολογία, ενώ η ανατροφή των νέων είχε αποκλειστικά ανατεθεί στις μητέρες.
Την παθογένεια αυτή δεν επιθυμεί να την ερμηνεύσει, αλλά σπεύδει αμέσως να
συζητήσει τη θεραπεία της. Την ευθύνη φαίνεται να φέρει το έλλειμμα παιδείας
που ανεπαίσθητα είχε εμφανίσει μια χρησιμοθηρική κοινωνία και ο Δραγούμης
σπεύδει να βεβαιώσει ότι η εκπαίδευση πλέον «δεν αρκεί προς μόρφωσιν ανδρός
πεπολιτισμένου», επειδή παρέχει μόνο τις «κλείδες δι’ ων ανοίγονται τα
ταμεία των γνώσεων», δηλαδή τα βιβλία (Πανδώρα, 1865 – 1866, 101).
Προτείνει λοιπόν τη σύσταση βιβλιοθηκών ακόμη και στα καράβια της Εταιρείας
της Ελληνικής Ατμοπλοΐας, προσδοκώντας να αναγκάσει τους Συριανούς «να
προτιμώσι της αργολογίας την ανάγνωσιν».
Το υπόδειγμα μιας τέτοιας στάσης ήταν βέβαια πρόσφορο. Γιατί
πίσω από τη ιδιότυπη αυτή πόλη του Αρχιπελάγους αχνόφεγγε ο μέντοράς της, ο
πνευματικός καθοδηγητής της, η κοσμοκράτειρα χώρα του 19ου αιώνα, η
Αγγλία. Η «φίλη των αγγλικών θεσμών Ερμούπολις», κατά την έκφραση του
επίσης αγγλόφιλου αυτού διανοητή, όφειλε να αφομοιώσει στην εντέλεια τον αγγλικό
τρόπο σκέψης, να ενστερνισθεί πλήρως «τους νόμους, την ελευθερίαν και τον
πολιτισμόν των Άγγλων» (Πανδώρα, 1865 – 1866, 101) στον οποίο,
βέβαια, ακατάπαυτα αναφερόταν «δια στόματος». Έτσι, προσφέροντας ένα
ηθικολογικό ισοδύναμο στον πρακτικισμό, ο Δραγούμης πρότεινε, κατά το αγγλικό
παράδειγμα των εθελοντικών εταιρειών αλλά και του Φιλολογικού Συλλόγου
της Κωνσταντινούπολης, να λειτουργήσει ο θεσμός των δημοτικών βιβλιοθηκών, των
μουσείων, των αναγνωστηρίων και των φιλολογικών συλλόγων. Αλλά επειδή δεν
είχε πολλή εμπιστοσύνη στη φιλαναγνωσία των Συριανών, συγκαταβαίνει ακόμη
περισσότερο και υποβάλλει, ως έσχατο μέτρο, την πρόταση της διεξαγωγής
κυριακάτικων διαλέξεων. Με τον τρόπο αυτό, τις ώρες της «λεσχηνείας» θα
προσφερόταν στους εμπόρους, τους βιομήχανους και τους τεχνίτες, οι οποίοι δεν
είχαν ούτε χρόνο αλλά ούτε και ιδιαίτερη μορφωτική κατάρτιση, κάποιο
καταστάλαγμα γνώσης, αποδεικνύοντας, έτσι, στους ξένους επισκέπτες «το
φιλόμουσον και μεγαλοπρεπές των κατοίκων». Η γνώση αυτή θα ήταν όμως «η
λελογισμένη διάκρισις του καλού και του κακού, το παρ’ αυτού του Θεού φυτευθέν
εν τω Παραδείσω ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν», μια ηθική δηλαδή
φιλοσοφία που θα ενίσχυε ουσιαστικά στο νου των ακροατών την ωφελιμιστική
προπαγάνδα της στροφής προς τον πρακτικό βίο, τον οποίον οι Συριανοί είχαν ήδη
«ευτυχώς», αλλά όχι πλέον και επιτυχώς, επιλέξει.
Η σύζευξη πρακτικής απασχόλησης και ακροαματικής, ηθικής
διδασκαλίας συγκροτούσε, για το Δραγούμη, μια ολοκληρωμένη παιδευτική πρόταση,
απέναντι στην, πολιτικά επικίνδυνη, εισβολή της αργόσχολης πολιτικολογίας.
Δυο μόλις χρόνια μετά την αιματηρή Οκτωβριανή εξέγερση του 1863 και την
εκδίωξη του Όθωνα, ο Δραγούμης θα αναγνωρίσει ως το πλέον χρήσιμο αποτέλεσμα
αυτής της σύζευξης την κατασίγαση των πολιτικών παθών και τη συμμόρφωση προς
την εξουσία. Φαίνεται ότι ο φόβος της κοινωνικής διασάλευσης αποτελούσε το
ισχυρότερο κίνητρο των προτάσεών του, εφόσον και οι Συριανοί συμμετείχαν ενεργά
σε εκείνη την εξέγερση.
Οι επισημάνσεις του Ν. Δραγούμη και τα υπόρρητα των λόγων
του έχουν τη βέβαια την σημασία τους όχι τόσο ως αναμφισβήτητα ιστορικά
τεκμήρια μιας εκπαιδευτικής χρησιμοθηρίας, όσο ως ίχνη της απολαυστικά
αμφίθυμης νεοελληνικής νοοτροπίας της εποχής. Αλλά, είναι, νομίζω, ενδιαφέρον
να επισημανθεί ότι αυτή η επίζηλη, χρησιμοθηρική εκδοχή της εκπαίδευσης
φαίνεται ότι εκπορευόταν, παράδοξα, από ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα
της πόλης με μεγάλη ακτινοβολία όχι μόνο στη Σύρο, αλλά και σε ολόκληρο το
Αρχιπέλαγος. Πρόκειται για το προτεσταντικό σχολείο που ίδρυσε το 1830 στο νησί
η αγγλική ιεραποστολική εταιρεία Church
Missionary Society και διηύθυνε για 47 χρόνια ο Γερμανός ιεραπόστολος Fr. Hildner,
το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον» (Φ.Π). Μελετώντας τα αρχεία της εταιρείας,
καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η ιεραποστολική δραστηριότητα του ιδρύματος
ακτινοβολούσε μια ιδιαίτερα χρησιμοθηρική εκδοχή της εκπαίδευσης. Σαφής στόχος
του ήταν ο εκπροτεσταντισμός των Ελλήνων και η εκπαιδευτική του μεταμφίεση
λειτουργούσε ως πρόσχημα επηρεασμού της κοινής γνώμης για την ευχερέστερη
διολίσθηση του Προτεσταντισμού στις ψυχές των μαθητών του. Είναι χαρακτηριστικό
όμως ότι η πυραμιδική δομή του συριανού εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία
κορυφωνόταν, όπως είπαμε, στο Γυμνάσιο, έβρισκε μια αξιοπρόσεκτη αντιστοιχία
στη εσωτερική πυραμιδική δομή του ιδρύματος. Η εκπαίδευση στο Φ.Π.
ολοκληρωνόταν στο Ελληνικό σχολείο, από το οποίο αποφοιτούσαν και όσοι ήθελαν
να εργαστούν ως δάσκαλοι ή δασκάλες, έχοντας πάρει μια βασική κατάρτιση πάνω
στην Αλληλοδιδακτική μέθοδο. Η πρόθεση του διευθυντή του ήταν να διακοπούν στο
σημείο αυτό οι εγκύκλιες σπουδές και οι απόφοιτοι να στραφούν κατόπιν είτε προς
το διδασκαλικό επάγγελμα, συνεχίζοντας έτσι την ιεραποστολική δραστηριότητα,
είτε προς τα πρακτικά και τα κατώτερης υπαλληλίας επαγγέλματα. Θεωρούσε ότι οι
εγκύκλιες σπουδές και το απόθεμα αγιογραφικής γνώσης που είχε προλάβει να
εντυπώσει στο νου και τις καρδιές των μαθητών του ήταν υπεραρκετό για την
πορεία του βίου. Ο φόβος του Hildner
ήταν μήπως η είσοδός τους στο Γυμνάσιο, και ακόμη περισσότερο στο Πανεπιστήμιο,
τους οδηγούσε στον καταποντισμό μέσα στην αλμυρή θάλασσα της θρησκευτικής
αδιαφορίας ή του αθεϊσμού που, κατά την προτεσταντική άποψη, κατείχαν δέσμια
την ανώτερη εκπαίδευση αλλά και, γενικότερα, τη νεοελληνική κοινωνία. Τα βιβλία
του Βολταίρου, που έκαναν εμφανή την παρουσία τους στα συριανά βιβλιοπωλεία,
αποτελούσαν «κόκκινο πανί» για το Γερμανό ιεραπόστολο. Ο Hildner είχε συνειδητοποιήσει ότι η θρησκευτική δεισιδαιμονία, την
οποία από την αρχή είχε επιφορτιστεί να πολεμήσει, ήταν ίσως ευκολότερος
αντίπαλος από την απειλητικά και γοργά αναδυόμενη εκκοσμίκευση της συριανής
κοινωνίας.
Έτσι, ανάμεσα στις επισημάνσεις του Δραγούμη και στους
φόβους του Hildner φαίνεται να συντηρείται μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία: από
τη μια μεριά η αχρεία συμπαράταξη ακηδίας και θρησκευτικής αδιαφορίας και από
την άλλη η ευτυχής συμπόρευση ηθικο-θρησκευτικών εφοδίων με πρακτικές,
χρησιμοθηρικές ενασχολήσεις. Η στροφή στον πραγματισμό και μια έντονη
γνωσιομαχία, η οποία θεωρούσε τη γνώση απλώς ως ένα ορθολογικό καταστάλαγμα
ηθικών εμπειριών, αποτελούσαν εκφράσεις του αγγλοσαξονικού πουριτανικού
πνεύματος και βρίσκονταν στο υπόβαθρο και των δύο αυτών θεωρήσεων. Η αγγλοφιλία
του Δραγούμη ανέπνεε μέσα στην ατμόσφαιρα των Άγγλων ωφελιμιστών φιλοσόφων της
εποχής του, του J. Bentham και του J.S.Mill, και η φίλη των αγγλικών θεσμών
Ερμούπολη, μέσα από τις συνεχείς εμπορικές συναλλαγές της με τη Γηραιά Αλβιόνα,
είχε απορροφήσει ισχυρές δόσεις του ωφελιμιστικού αυτού πνεύματος: λογάριαζε τη
θεωρία ως ταπεινή θεραπαινίδα της πράξης και τον εμπειρισμό μια ολοκληρωμένη,
αυτάρκη φιλοσοφία.
Μέσα από τις πρόσκαιρες αυτές επισημάνσεις για τη
χρησιμοθηρική διάσταση της εκπαίδευσης στην Ερμούπολη καταβλήθηκε προσπάθεια να
αρθρωθούν, για άλλη μια φορά, όψεις της ιδιοπροσωπίας αυτής της πόλης, στη
σαγήνη της οποίας θα επιστρέφουμε ολοένα, γιατί με αξιοθαύμαστο, αν και τραγικό
τρόπο συμπύκνωνε άτυπα και πρωτότυπα ενεργήματα ανθρώπων και θεσμών και στην
διαφορά του δυναμικού τους οικοδομούσε την εφήμερη ύπαρξή της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αμπελάς, Τ. Δ.(1874), Ιστορία της νήσου Σύρου, από των
αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς (Εν Ερμουπόλει Σύρου).
2. Αγριαντώνη, Χ. (1985), Οι μετασχηματισμοί της βιομηχανικής
δομής της Ερμούπολης τον 19ο αιώνα, στο: Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας:
Νεοελληνική Πόλη, οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος, Εταιρεία Μελέτης
Νέου Ελληνισμού, τόμ. Β΄, σ. 603 – 608 (Αθήνα).
3. Δ(ραγούμης), Ν(ικόλαος) (1857), Τετραήμερος αποδημία εις Σύραν, περ. Νέα
Πανδώρα, τόμ. Ζ΄ σσ. 253 – 256 και 305 – 308.
4. Δ(ραγούμης), Ν(ικόλαος) (1865 - 1866), Επιστολή Α΄, Β΄ και
Γ΄, περ. Πανδώρα, τόμ. 16, σσ. 52 – 55, 79 – 83 και 100 – 103.
5. Δρακάκης, Α.(1975), Ιστορία της Ερμουπόλεως, (Αθήνα).
6. Εφ. Αίολος, 10.2.1845 και 19.8.1854.
7. Καρασούτσας, Ι.Δ.(1840), Μούσα θηλάζουσα, ήτοι λυρικά ποιήματα,
(Εν Ερμουπόλει).
8. Καρδάσης, Β.Α (1987),
Σύρος. Σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου (1832–1857)(Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ).
9. Καρδάσης, Β. Α
(1985), Ερμούπολη - αστικές λειτουργίες και συμπεριφορές,στο: Διεθνές Συμπόσιο
Ιστορίας: Νεοελληνική Πόλη, οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος, Εταιρεία Μελέτης Νέου
Ελληνισμού, τόμ, Β΄, σσ. 585–589
(Αθήνα).
10. Kolodny, Ε.(1969 – 1970), Ερμούπολις – Σύρος. Γέννησις και εξέλιξις
μιας ελληνικής νησιωτικής πόλεως, μετ. Ν.Μ. Τσάγκα, στο: Επετηρίς Εταιρείας
Κυκλαδικών Μελετών, τόμ. Η΄,σ. 249 – 286.
11. Λάππας, Κ. (1977),
Πανεπιστήμιο και φοιτητές στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα, διδ.
Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών (Αθήνα).
12. Λούκος, Χ. (1985),
Μια ελληνική πόλη σε παρακμή. Η Ερμούπολη το δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα, στο Διεθνές Συμπόσιο Ιστορίας: Νεοελληνική Πόλη, οθωμανικές κληρονομιές
και ελληνικό κράτος, Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, τόμ, Β΄, σ. 591 – 601
(Αθήνα).
13. Σκοπετέα, Ε (1988), Το «Πρότυπον Βασίλειον και η Μεγάλη
Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830 – 1880), εκδ. Πολύτυπο,
(Αθήνα).
14. Σμυρναίος, Α. Λ (2002), Προτεσταντικά σχολεία στη
μετεπαναστατική Ελλάδα: η περίπτωση του
«Φιλελληνικού Παιδαγωγείου» Σύρου, διδ. Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Φιλοσοφική Σχολή (Αθήνα).