Αχιλλέας Μαμάκης (1906-1966)
Δημοσιογράφος
Μέσα εις την όλην συζήτησιν και κίνησιν διά τα νησιά μας λησμονείται, αγνοείται ή -και από όσους το ενθυμούνται- υποτιμάται αδικαιολογήτως ένα από τα διαμάντια του λευκού διαδήματος που στεφανώνει με την απαράμιλλη ποιητική ωμορφιά του το ελληνικό Αιγαίον. Το νησί που ξεχνιέται ή παραγνωρίζεται είνε η Σύρος. Μάλιστα: Η Σύρος. Α, μα είνε αδικία αυτό το πράγμα, αδικία που δεν μπορεί παρά να προκαλέση τις διαμαρτυρίες κάθε ανθρώπου που επισκέπτεται το λευκό, γαλήνιο, ποιητικό νησί και έχει απλώς τα μάτια του με τα οπτικά νεύρα εν τάξει. Είχα την ευκαιρίαν -και την ευτυχίαν- να επισκεφθώ αυτές τις ημέρες τη Σύρο. Σας βεβαιώ, λοιπόν, ότι εδοκίμασα μία από τις αισθητικές ικανοποιήσεις στη γνωριμία της γραφικότητος και της ποιητικής ωμορφιάς της. Δυστυχώς τα ατμοπλοϊκά δρομολόγια, δεν ξέρω γιατί, είνε κανονισμένα έτσι που φεύγοντας κανείς στις 9-10 από τον Πειραιά να φθάνη στη Σύρο στις 3-4 το πρωί. Ετσι ο ταξειδιώτης χάνει μια πραγματική απόλαυσι: Το να ιδή και να χορτάση τη πανοραματική άποψι της μικρής πολίχνης τής Ερμουπόλεως -της «πρωτευούσης» να πούμε, του νησιού. Είνε μια εικών γεμάτη γραφικότητα, χάρι, ωμορφιά. Ενα, δυο χιλιάδες σπιτάκια -με την πινελιά του λευκού που χαρακτηρίζει τη νησιώτικη φύσι μας- είνε διαχυμένα σε τρεις λόφους και υψώνονται, σκαρφαλώνουν, αναρριχώνται σ' αυτούς σε μια ποιητική αμφιθεατρική φαντασμαγορία που απολήγει στις κορυφές των δύο μικρών βουνών, σε δυο επιβλητικές εκκλησίες, την ορθόδοξο Ανάστασι και τον καθολικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Δεν φαντάζομαι ότι είνε κάτι το άγνωστο ότι η Σύρος περιλαμβάνει στις 32 χιλιάδες των κατοίκων της -22 έχει η πόλις Ερμούπολις και η άνω Σύρος. Ανω Σύρος είνε το υψηλότερον μέρος των αμφιθεατρικώς αναρριχωμένων εν συνολικώ σχήματι πυραμίδος οικίσκων της πόλεως- ότι μέσα στις 32 αυτές χιλιάδες 6-7 είνε καθολικού δόγματος. Και μια που ο λόγος περί των κατοίκων των ωραίου νησιού, είνε επιβεβλημένον να λεχθή ότι η Σύρος εκτός από την φυσικήν της γραφικότητα, έχει το μεγάλο πλειονέκτημα να έχη μια άνθησι κοινωνικήν αξιόλογον. Η μικρή της κοινωνία είνε από τις πιο συμπαθητικές που μπορεί κανείς να συναντήση, από πάσης μάλιστα απόψεως, ακόμη και από της πλευράς της πνευματικής. Οι Συριανοί άλλως τε ήσαν τέτοιοι πάντοτε. Αλλοτε το νησί τους δεν απετέλει την ψυχήν μόνον των Κυκλάδων που και σήμερα παραμένει πάντοτε αυτή. Το λιμάνι της, εκτός από την ποιητική του γραφικότητα, διενήργει άλλοτε και ένα κολοσσιαίον διαμετακομιστικόν εμπόριον και είχε μιαν βιομηχανικήν ζωηρότητα και κίνησιν αφάνταστον. Σιγά-σιγά όμως ο λιμήν της έχασε την κίνησίν του και οι βιομηχανίες της ήρχισαν να μη ευρίσκωνται εις τόσην άνθησιν. Η υφαντουργία, η βυρσοδεψία, η ναυπηγική, που απετέλουν τας βασικάς βιομηχανικάς δυνάμεις της σιγά-σιγά ήρχισαν ν' ατονούν. Η ατονία αυτή τα τελευταία χρόνια επετάθη εις βαθμόν που να δύναται να λεχθή ότι η βιομηχανία της χάρις και εις την γενικήν κρίσιν άρχισε να φθίνη. Ακόμη και η κατανάλωσις του περιφήμου Συριανού προϊόντος -των λουκουμιών- υπό το πλήγμα του συναγωνισμού της Μακεδονίας άρχισε και αυτή να αισθάνεται στενοχωρία. Δι' αυτά όμως θα μιλήσουμε πλατύτερα και ειδικώτερα σ' ιδιαίτερο αναλυτικό κομμάτι. Ανεξαρτήτως όμως της προχείρου αυτής διαπιστώσεως ας μη νομισθή ότι η σχετική βιομηχανική της παρακμή έχει κάμη την Σύρο έρημον από εργοστάσια.
Και σήμερα η πόλις έχει πάμπολλα κλωστοϋφαντήρια, βυρσοδεψεία και άλλα μεγάλα βιομηχανικά εργοστάσια που απασχολούν πολλές χιλιάδες εργατών. Αυτά όμως δεν είνε εις το κέντρον της πόλεως. Σ' αυτό ο επισκέπτης θα συναντήση μια περίεργον ειδικήν παράταξιν καταστημάτων. Ολη η προκυμαία καθώς και ο μικρός πλατύς κεντρικός δρόμος, ο οποίος οδηγεί από την προκυμαία στην τεραστία πλακοστρωμένη και πολύ ώμορφη πλατεία Μιαούλη -ό,τι έχει να παρουσιάση η κάτω πόλις· όλη η άλλη Σύρος είνε γραφικά στεναδάκια, καλντερίμια, δρομάκια με σκαλοπάτια που βοηθούν την αναρρίχησι προς τα ύψη τής «χώρα», όπως λέγεται η άνω Σύρος όλη αυτή η περιοχή βρίθει από μαγαζειά. Αλλά -αυτό είνε το περίεργον -τα μαγαζειά αυτά είνε δύο αποκλειστικώς κατηγοριών. 'Η θα είνε πρατήρια πωλήσεως λοκουμιών ή -τι νομίζετε;- θα είνε... κουρεία!
Αλλο πράγμα αυτή η ιστορία με τ' απειράριθμα αυτά κουρεία, που σε κάνουν να διερωτάσαι ευθύμως μήπως το νερό -ξέρω κι' εγώ τι να πω;- αυτού του νησιού εκτός από τα λουκούμια τα περίφημα, που συντελεί εις το να παράγωνται, εκτός από τα ξακουστά πρώιμα λαχανικά, που βοηθεί εις το να γίνωνται, μήπως είνε αιτία και καμμιάς ιδιαιτέρας πλέον πληθωρικής... τριχοφυΐας. Αλλοιώς δεν εξηγείται σοβαρώς ο πληθωρισμός αυτός των κουρείων εις το συμπαθητικό νησί.
Η Ντελαγκράτσια!
Να, ένα πράγμα, μια τοποθεσία, μία παραλία διά την οποία, όχι μόνον η Σύρος, αλλά όλο το δαντελλένιο του ελληνικού γεωγραφικού σχήματος ημπορεί να καμαρώνη. Είνε ακριβώς ένα από τα στοιχεία διά τα οποία ο ελληνικός τουρισμός δύναται να καυχάται -να εξηγούμεθα, από απόψεως μόνο φυσικής· διότι τίποτε δεν έγινεν εκεί διά να προσελκυσθούν ξένοι. Αλλά τι είνε, λοιπόν, ακριβώς αυτή η «Ντελαγκράτσια»: Μια τοποθεσία μαγευτική σ' απόστασι 12 1/2 χιλιομέτρων από την πόλι της Σύρου. Ενας παληός καθολικός ναΐσκος της «Κεχαριτωμένης», όπως γράφουν οι οδηγοί, τις έδωσε το όνομα της «Ντελαγκράτσιας». Ενας λιμενίσκος όλο γραφικότητα και ποίησι αρκετά εκτεταμένος την στεγάζει στον μυχό του μ' απέναντί της τον «Φοίνικα», ένα λαϊκό χωριουδάκι. Διότι πρέπει να σημειωθή ευθύς αμέσως ότι η «Ντελαγκράτσια» -εκεί στο βάθος της Σύρου- δεν είνε παρά ένας καθαρώς... κοσμικός συνοικισμός. Υπάρχουν, βέβαια, κοντά στην ακροθαλασσιά και χωρικά σπιτάκια, καλύβες ψαράδων, λαϊκοί οικίσκοι. Η βάσις όμως είνε οι... κοσμικές βίλλες! Δεν αστειεύομαι καθόλου. Στην ερημική εκείνη γωνιά κι' επάνω στα δυο-τρία μικρούλια βουναλάκια -τα εντελώς όμως γυμνά και χέρσα- που υψούνται τριγύρω στο θείο φυσικό λιμενίσκο, έχουν αναπηδήση κάτι μαγευτικές οάσεις πρασίνου, που πλαισιώνουν αρμονικά και αισθητικά κάτι τεράστια εξοχικά αρχοντικά, που έχουν κτίση εκεί μεγάλοι Συριανοί βιομήχανοι και άλλοι γνωστοί πλούσιοι, λάτρεις της φυσικής ωμορφιάς. Η όλη «Ντελαγκράτσια», να φαντασθείτε, ότι περιλαμβάνει και 30 ίσως και 35 τεράστιες βίλλες, που πολλές απ' αυτές είναι σωστά αρχιτεκτονικά θαύματα και η λαμπρότης του τοπίου και της επικτήτου γοητείας που έχει το μέρος από τον κοσμικόν συνοικισμό έχει ένα χρώμα ησυχίας και ατονίας, σχεδόν μελαγχολικής. Και είνε κρίμα. Ιδιαιτέρως διά την ακρογιαλιά της «Ντελαγκράτσιας». Υπάρχει εκεί κοντά στον μυχό του λιμενίσκου μια αμμουδιά. Οι «αγκαθωπές». Τι πράγμα είνε εκείνο. Αλλο να σας το λέω και άλλο να το βλέπετε. Μαγεία, μούρλια, ποίημα! Τέτοια αμμουδιά δεν ξανάειδαν τα μάτια μου. Τι Γλυφάδες και πράσινα άλογα.
Εφημερίδα «Εθνος», 23.8.1931
Δημοσιογράφος
Μέσα εις την όλην συζήτησιν και κίνησιν διά τα νησιά μας λησμονείται, αγνοείται ή -και από όσους το ενθυμούνται- υποτιμάται αδικαιολογήτως ένα από τα διαμάντια του λευκού διαδήματος που στεφανώνει με την απαράμιλλη ποιητική ωμορφιά του το ελληνικό Αιγαίον. Το νησί που ξεχνιέται ή παραγνωρίζεται είνε η Σύρος. Μάλιστα: Η Σύρος. Α, μα είνε αδικία αυτό το πράγμα, αδικία που δεν μπορεί παρά να προκαλέση τις διαμαρτυρίες κάθε ανθρώπου που επισκέπτεται το λευκό, γαλήνιο, ποιητικό νησί και έχει απλώς τα μάτια του με τα οπτικά νεύρα εν τάξει. Είχα την ευκαιρίαν -και την ευτυχίαν- να επισκεφθώ αυτές τις ημέρες τη Σύρο. Σας βεβαιώ, λοιπόν, ότι εδοκίμασα μία από τις αισθητικές ικανοποιήσεις στη γνωριμία της γραφικότητος και της ποιητικής ωμορφιάς της. Δυστυχώς τα ατμοπλοϊκά δρομολόγια, δεν ξέρω γιατί, είνε κανονισμένα έτσι που φεύγοντας κανείς στις 9-10 από τον Πειραιά να φθάνη στη Σύρο στις 3-4 το πρωί. Ετσι ο ταξειδιώτης χάνει μια πραγματική απόλαυσι: Το να ιδή και να χορτάση τη πανοραματική άποψι της μικρής πολίχνης τής Ερμουπόλεως -της «πρωτευούσης» να πούμε, του νησιού. Είνε μια εικών γεμάτη γραφικότητα, χάρι, ωμορφιά. Ενα, δυο χιλιάδες σπιτάκια -με την πινελιά του λευκού που χαρακτηρίζει τη νησιώτικη φύσι μας- είνε διαχυμένα σε τρεις λόφους και υψώνονται, σκαρφαλώνουν, αναρριχώνται σ' αυτούς σε μια ποιητική αμφιθεατρική φαντασμαγορία που απολήγει στις κορυφές των δύο μικρών βουνών, σε δυο επιβλητικές εκκλησίες, την ορθόδοξο Ανάστασι και τον καθολικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Δεν φαντάζομαι ότι είνε κάτι το άγνωστο ότι η Σύρος περιλαμβάνει στις 32 χιλιάδες των κατοίκων της -22 έχει η πόλις Ερμούπολις και η άνω Σύρος. Ανω Σύρος είνε το υψηλότερον μέρος των αμφιθεατρικώς αναρριχωμένων εν συνολικώ σχήματι πυραμίδος οικίσκων της πόλεως- ότι μέσα στις 32 αυτές χιλιάδες 6-7 είνε καθολικού δόγματος. Και μια που ο λόγος περί των κατοίκων των ωραίου νησιού, είνε επιβεβλημένον να λεχθή ότι η Σύρος εκτός από την φυσικήν της γραφικότητα, έχει το μεγάλο πλειονέκτημα να έχη μια άνθησι κοινωνικήν αξιόλογον. Η μικρή της κοινωνία είνε από τις πιο συμπαθητικές που μπορεί κανείς να συναντήση, από πάσης μάλιστα απόψεως, ακόμη και από της πλευράς της πνευματικής. Οι Συριανοί άλλως τε ήσαν τέτοιοι πάντοτε. Αλλοτε το νησί τους δεν απετέλει την ψυχήν μόνον των Κυκλάδων που και σήμερα παραμένει πάντοτε αυτή. Το λιμάνι της, εκτός από την ποιητική του γραφικότητα, διενήργει άλλοτε και ένα κολοσσιαίον διαμετακομιστικόν εμπόριον και είχε μιαν βιομηχανικήν ζωηρότητα και κίνησιν αφάνταστον. Σιγά-σιγά όμως ο λιμήν της έχασε την κίνησίν του και οι βιομηχανίες της ήρχισαν να μη ευρίσκωνται εις τόσην άνθησιν. Η υφαντουργία, η βυρσοδεψία, η ναυπηγική, που απετέλουν τας βασικάς βιομηχανικάς δυνάμεις της σιγά-σιγά ήρχισαν ν' ατονούν. Η ατονία αυτή τα τελευταία χρόνια επετάθη εις βαθμόν που να δύναται να λεχθή ότι η βιομηχανία της χάρις και εις την γενικήν κρίσιν άρχισε να φθίνη. Ακόμη και η κατανάλωσις του περιφήμου Συριανού προϊόντος -των λουκουμιών- υπό το πλήγμα του συναγωνισμού της Μακεδονίας άρχισε και αυτή να αισθάνεται στενοχωρία. Δι' αυτά όμως θα μιλήσουμε πλατύτερα και ειδικώτερα σ' ιδιαίτερο αναλυτικό κομμάτι. Ανεξαρτήτως όμως της προχείρου αυτής διαπιστώσεως ας μη νομισθή ότι η σχετική βιομηχανική της παρακμή έχει κάμη την Σύρο έρημον από εργοστάσια.
Και σήμερα η πόλις έχει πάμπολλα κλωστοϋφαντήρια, βυρσοδεψεία και άλλα μεγάλα βιομηχανικά εργοστάσια που απασχολούν πολλές χιλιάδες εργατών. Αυτά όμως δεν είνε εις το κέντρον της πόλεως. Σ' αυτό ο επισκέπτης θα συναντήση μια περίεργον ειδικήν παράταξιν καταστημάτων. Ολη η προκυμαία καθώς και ο μικρός πλατύς κεντρικός δρόμος, ο οποίος οδηγεί από την προκυμαία στην τεραστία πλακοστρωμένη και πολύ ώμορφη πλατεία Μιαούλη -ό,τι έχει να παρουσιάση η κάτω πόλις· όλη η άλλη Σύρος είνε γραφικά στεναδάκια, καλντερίμια, δρομάκια με σκαλοπάτια που βοηθούν την αναρρίχησι προς τα ύψη τής «χώρα», όπως λέγεται η άνω Σύρος όλη αυτή η περιοχή βρίθει από μαγαζειά. Αλλά -αυτό είνε το περίεργον -τα μαγαζειά αυτά είνε δύο αποκλειστικώς κατηγοριών. 'Η θα είνε πρατήρια πωλήσεως λοκουμιών ή -τι νομίζετε;- θα είνε... κουρεία!
Αλλο πράγμα αυτή η ιστορία με τ' απειράριθμα αυτά κουρεία, που σε κάνουν να διερωτάσαι ευθύμως μήπως το νερό -ξέρω κι' εγώ τι να πω;- αυτού του νησιού εκτός από τα λουκούμια τα περίφημα, που συντελεί εις το να παράγωνται, εκτός από τα ξακουστά πρώιμα λαχανικά, που βοηθεί εις το να γίνωνται, μήπως είνε αιτία και καμμιάς ιδιαιτέρας πλέον πληθωρικής... τριχοφυΐας. Αλλοιώς δεν εξηγείται σοβαρώς ο πληθωρισμός αυτός των κουρείων εις το συμπαθητικό νησί.
Η Ντελαγκράτσια!
Να, ένα πράγμα, μια τοποθεσία, μία παραλία διά την οποία, όχι μόνον η Σύρος, αλλά όλο το δαντελλένιο του ελληνικού γεωγραφικού σχήματος ημπορεί να καμαρώνη. Είνε ακριβώς ένα από τα στοιχεία διά τα οποία ο ελληνικός τουρισμός δύναται να καυχάται -να εξηγούμεθα, από απόψεως μόνο φυσικής· διότι τίποτε δεν έγινεν εκεί διά να προσελκυσθούν ξένοι. Αλλά τι είνε, λοιπόν, ακριβώς αυτή η «Ντελαγκράτσια»: Μια τοποθεσία μαγευτική σ' απόστασι 12 1/2 χιλιομέτρων από την πόλι της Σύρου. Ενας παληός καθολικός ναΐσκος της «Κεχαριτωμένης», όπως γράφουν οι οδηγοί, τις έδωσε το όνομα της «Ντελαγκράτσιας». Ενας λιμενίσκος όλο γραφικότητα και ποίησι αρκετά εκτεταμένος την στεγάζει στον μυχό του μ' απέναντί της τον «Φοίνικα», ένα λαϊκό χωριουδάκι. Διότι πρέπει να σημειωθή ευθύς αμέσως ότι η «Ντελαγκράτσια» -εκεί στο βάθος της Σύρου- δεν είνε παρά ένας καθαρώς... κοσμικός συνοικισμός. Υπάρχουν, βέβαια, κοντά στην ακροθαλασσιά και χωρικά σπιτάκια, καλύβες ψαράδων, λαϊκοί οικίσκοι. Η βάσις όμως είνε οι... κοσμικές βίλλες! Δεν αστειεύομαι καθόλου. Στην ερημική εκείνη γωνιά κι' επάνω στα δυο-τρία μικρούλια βουναλάκια -τα εντελώς όμως γυμνά και χέρσα- που υψούνται τριγύρω στο θείο φυσικό λιμενίσκο, έχουν αναπηδήση κάτι μαγευτικές οάσεις πρασίνου, που πλαισιώνουν αρμονικά και αισθητικά κάτι τεράστια εξοχικά αρχοντικά, που έχουν κτίση εκεί μεγάλοι Συριανοί βιομήχανοι και άλλοι γνωστοί πλούσιοι, λάτρεις της φυσικής ωμορφιάς. Η όλη «Ντελαγκράτσια», να φαντασθείτε, ότι περιλαμβάνει και 30 ίσως και 35 τεράστιες βίλλες, που πολλές απ' αυτές είναι σωστά αρχιτεκτονικά θαύματα και η λαμπρότης του τοπίου και της επικτήτου γοητείας που έχει το μέρος από τον κοσμικόν συνοικισμό έχει ένα χρώμα ησυχίας και ατονίας, σχεδόν μελαγχολικής. Και είνε κρίμα. Ιδιαιτέρως διά την ακρογιαλιά της «Ντελαγκράτσιας». Υπάρχει εκεί κοντά στον μυχό του λιμενίσκου μια αμμουδιά. Οι «αγκαθωπές». Τι πράγμα είνε εκείνο. Αλλο να σας το λέω και άλλο να το βλέπετε. Μαγεία, μούρλια, ποίημα! Τέτοια αμμουδιά δεν ξανάειδαν τα μάτια μου. Τι Γλυφάδες και πράσινα άλογα.
Εφημερίδα «Εθνος», 23.8.1931
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/08/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.