Κώστας Παλούκης
ανακοίνωση στο camping της νΚΑ
Γαλησσάς, Ιούλιος 2009
Η Σύρος και η πρωτεύουσά της Ερμούπολη αποτελεί για την ελληνική επικράτεια του 19ου αιώνα έναν πολύ ιδιαίτερο κοινωνικό σχηματισμό. Με το ξέσπασμα του πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας ο πληθυσμός του νησιού ήταν περίπου 4.000 καθολικοί κάτοικοι και εντοπιζόταν κυρίως στον οικισμό της Άνω Σύρου. Η καταστροφή όμως της Χίου το 1822, αλλά και οι διώξεις των επαναστατημένων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες, τη Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Από αυτούς θα δημιουργηθεί ένας νέος οικισμός, η Ερμούπολη. Αυτό συνέβη διότι οι καθολικοί της Σύρου που βρίσκονταν σε προνομιακό καθεστώς υπό την προστασία της Γαλλίας και της Αγίας Έδρας, δε συμμετείχαν στην επανάσταση και συνέχισαν να εκτελούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον Σουλτάνο. Εκτός από κάποιες εξαιρέσεις στο σύνολό τους κράτησαν ουδέτερη στάση απέναντι στους εξεγερμένους. Ο συνδυασμός αυτός της ουδετερότητας του νησιού σε μια περίοδο καταστροφής των εμπορικών κέντρων του ελληνοχριστιανικού κεφαλαίου εκτιμήθηκε ως ευνοϊκή από ένα μεγάλο αριθμό προσφύγων που ήταν έμποροι – κεφαλαιούχοι για την επανακίνηση του εμπορίου. Στα 1924 ιδρύθηκε η πόλη του εμπορίου, «η πόλη του Ερμή», για να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας τον 19ο αιώνα έως την παραχώρηση αυτής της πρωτιάς στον Πειραιά στις αρχές του 20ου.
Α. Εμπόριο και Βιομηχανία
Η πρωτεύουσα της Σύρου – βασικός συνδετικός κρίκος του εμπορίου ανάμεσα στη «Δύση» και την «Ανατολή» καθώς αποτελούσε το σημαντικότερο διαμετακομιστικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, «αποθήκη της Ανατολικής Μεσογείου» την ονομάζει η Αγριαντώνη – είχε αναμφισβήτητα όλα τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης, για τα δεδομένα της εποχής, «δυτικής» πόλης ή μάλλον καλύτερα μιας «δυτικής» πόλης στην «Ανατολή» ή στις «παρυφές» της «Ανατολής». Ήταν ένα λιμάνι που λειτουργούσε μέσα στον ενιαίο οικονομικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά παράλληλα ήταν ενταγμένο πολιτικά στην Ελλάδα, ένα κράτος με αστικές δομές. Η ιδιαιτερότητα αυτή έδωσε βέβαια μια προνομιακή θέση στην Ερμούπολη στον ευρύτερο οικονομικό χώρο της Εγγύς Ανατολής. Με την απογραφή του 1870 η Ερμούπολη έχει περίπου 21.000 κατοίκους και είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό μετά την Αθήνα που έχει μόλις τους διπλάσιους (44.000).
Το εμπόριο εισαγωγικό και διαμετακομιστικό, αποτελούσε για το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα το κέντρο της οικονομίας της «πόλης του Ερμή» και κυριαρχούσε ολοκληρωτικά επί των άλλων τομέων της οικονομίας. Κι όπως ήταν επόμενο, η τάξη των εμπόρων κεφαλαιούχων, εφοπλιστών και τραπεζιτών αποτελούσε την άρχουσα τάξη της πόλης. Συγκεκριμένα επί τέσσερις δεκαετίες η Ερμούπολη θα είναι το πρώτο εισαγωγικό λιμάνι της χώρας. Την περίοδο 1840-1860, το 50% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών σε αξία περνά από τη Σύρα. Επιπλέον είναι αδύνατο να καταμετρηθεί το διαμετακομιστικό εμπόριο που ούτως ή αλλιώς διαφεύγει στη στατιστική, αφού μεγάλο τμήμα των ανταλλαγών πραγματοποιούνται στο λιμάνι της Σύρου με απευθείας μεταφορτώσεις από το ένα καράβι στο άλλο. Εδώ οι εμπορικές και τραπεζικές πράξεις αποτελούν μέρος της καθημερινότητας. Η Σύρα θα γίνει και το κέντρο της ιστιοφόρου εμπορικής ναυτιλίας που ανασυγκροτείται ταχύτατα, μετά τις καταστροφές του πολέμου, και ξαναβρίσκει την κυρίαρχη θέση της στην ακτοπλοϊα του Αιγαίου, αλλά και στη μεταφορά των δημητριακών από τη Μαύρη Θάλασσα και τις εκβολές του Δούναβη στη Μασσαλία και το Κάδιξ. Ο στόλος των παλαιών ναυτιλιακών κέντρων, που ανθούσαν ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, είχε στο μεγαλύτερο μέρος του καταστραφεί κατά την επανάσταση. Η Σύρα συγκεντρώνει τώρα τα καινούργια και τα μεγαλύτερα ιστιοφόρα. Στο λιμάνι της είναι νηολογημένα 468 πλοία το 1840 και 635 το 1855, δηλαδή το 15% του συνόλου των πλοίων με ελληνική σημαία και στις δύο χρονολογίες. Αλλά στο σύνολο της χωρητικότητας το τμήμα του στόλου της Ερμούπολης περνά από το 285 στο 62% από τη μια χρονολογία στην άλλη. Αυτή η νέα εμπορική ναυτιλία εγκαταλείπει σιγά σιγά το παλαιό σύστημα των «μεριδίων», σε όφελος των μισθωτών σχέσεων.
Δε συγκροτούσε όμως μόνο το εμπόριο την παραγωγική βάση της Ερμούπολης κατά τις πρώτες δεκαετίες, αντίθετα επρόκειτο για μια πόλη με σημαντικό βαθμό καταμερισμένης κοινωνικής εργασίας. «Η Ερμούπολη είναι το πρώτο – και το μόνο, στο πρώτο μισό του αιώνα – αστικό κέντρο της Ελλάδας με την πλήρη σημασία του όρου: με μια οικονομία αγοράς ανεπτυγμένη και κυρίαρχη, με νέες σχέσεις παραγωγής και με διαφοροποιημένη κοινωνική δομή. Ανάμεσα στους πρόσφυγες που την εποίκισαν, βρίσκονται πλήθος άποροι άνδρες και γυναίκες, τεχνίτες, ναυτικοί, χειρώνακτες, που θα σχηματίσουν τον πρώτο πυρήνα εργατικού πληθυσμού. Ένα εργατικό δυναμικό σταθερό και συχνά ειδικευμένο, που θα στηρίξει την ανάπτυξη των πρώτων βιοτεχνιών της πόλης: βιοτεχνίες τροφίμων, σαπουνιού, κατεργασίες μετάλλων, βαφής υφασμάτων» και ναυπηγικής.
Κατά τη διάρκεια των μέσων του 19ου αιώνα θα μεταβεί σε ένα διαφορετικό στάδιο, εκείνο του βιομηχανικού καπιταλισμού. Από τη δεκαετία του 1840 η πόλη αρχίζει να ζει σε κλίμα προσωρινότητας υπό διαρκή αναστολή κατά κάποιο τρόπο. Ο ενιαίος οικονομικός και γεωγραφικός χώρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον οποίο συνεχίζει να συμμετέχει συντηρείται πάνω σε μια εύθραυστη ισορροπία που ήδη έχει αρχίσει να ανατρέπεται καθώς η πολιτική ρήξη επεκτείνεται. Επίσης, είναι από πολύ νωρίς ορατός ο κίνδυνος να απολέσει η Ερμούπολη την προνομιακή της θέσης λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της αντικατάστασης της ιστιοφόρος ναυσιπλοΐας, αν και σε μια πρώτη φάση καταφέρνει να επιβιώσει. Τη δεκαετία του 1840 συρρικνώνεται το διαμετακομιστικό εμπόριο, τη δεκαετία του 1860 μένει στάσιμο το εσωτερικό εμπόριο και στα 1885/6 καταρρέει. «Η επέκταση των ατμοπλοϊκών συγκοινωνιών στην Ανατολική Μεσόγειο επέφερε αλλαγή στους όρους που αποκλειστικά είχαν καθορίσει την ανάπτυξη της Σύρου σε διαμετακομιστικό λιμάνι της περιοχής. Και αυτό διότι οι διεθνείς ατμοπλοϊκές γραμμές συνέδεσαν απευθείας τα λιμάνια της Δυτικής Ευρώπης με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ανατολής και κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Η διαμεσολάβηση της Σύρου έγινε περιττή.
Αρχικά λοιπόν συρρικνώνεται το εμπόριο ήδη από τη δεκαετία του 1840, τη δεκαετία του 1860 μένει στάσιμο και τη δεκαετία του 1880 καταρρέει και η ναυτιλία παρακμάζει ανεπιστρεπτί. Κι όμως κάθε φορά η Σύρα ξαναγενιέται σε νέες βάσεις μεταφέροντας τους πόρους από τον έναν τομέα στον άλλο διευρύνοντας τη βιοτεχνική, εργαστηριακή και τέλος τη βιομηχανική της βάση. Πρώτα με τα ναυπηγεία,στα χρόνια 1830-1850, ύστερα με τα μεγάλα εργαστήρια και τα πρώτα εργοστάσια, βυρσοδεψεία και αλευρόμυλους, από τα μέσα του αιώνα. Και τέλος, με την κλωστουφαντουργία στο γύρισμα του αιώνα.
Ανάμεσα στους πρόσφυγες που την εποίκισαν, βρίσκονται πλήθος άποροι άνδρες και γυναίκες, τεχνίτες, ναυτικοί, χειρώνακτες, που θα σχηματίσουν τον πρώτο πυρήνα εργατικού πληθυσμού. Ένα εργατικό δυναμικό σταθερό και συχνά ειδικευμένο, που θα στηρίξει την ανάπτυξη των πρώτων βιοτεχνιών της πόλης: βιοτεχνίες τροφίμων, σαπουνιού, κατεργασίας μετάλλων, βαφής υφασμάτων.
Η πρώτη «βιομηχανία» της Ερμούπολης είναι η ναυπηγική. Στη νέα πόλη εγκαθίστανται από πολύ νωρίς οι πιο φημισμένοι αρχιναυπηγοί των νησιών του Αιγαίου και κυρίως της Χίου. 30 καράβια το χρόνο κατασκευάζονται κατά μέσον όρο στα 1830 και 75 μια δεκαετία αργότερα. Κατασκευάζονται από μικρά πλοία μέχρι 60 τόνων, και τρικάταρτα των 350 τόνων και πάνω. Το πιο συνηθισμένο ιστιοφόρο είναι το μπρίκι, καράβι με 2 κατάρτια και με χωρητικότητα από 150 ως 400 τόνους. Η ατμοπλοΐα θα είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος. Η ελληνική ιστιοπλοΐα θα αντισταθεί 3 δεκαετίες ακόμα και το ναυπηγεί θα γνωρίσει κάποιες μικρές αναλαμπές. Το πλεονέκτημά της να προσφέρει χαμηλά ναύλα θα χαθεί και αυτό σύντομα. Έτσι τη δεκαετία του 1860 η ήδη στάσιμη παραγωγή πλοίων καταρρέει. Η παράδοση που έχει όμως δημιουργηθεί θα περάσει στο πρώτο μεγάλο εργοστάσιο μηχανοκατασκευών της Εταιρίας της Ελληνικής Ατμοπλοΐας.
Όμως η πρώτη πραγματική βιομηχανία θα είναι η βυρσοδεψία που αναπτύσσεται επί μισόν αιώνα αρμονικά με το μεγαλεμπόριο. Τα ακατέργαστα και κατεργασμένα δέρματα αποτελούν σημαντικό κομμάτι αυτού του εμπορίου, οπότε δημιουργείται χώρος για την ανάπτυξη της κατεργασίας τους. Αρκετοί τεχνίτες δέρματος εγκαταστάθηκαν στην πόλη ως πρόσφυγες. Στα 1852 υπάρχουν 7 βυρσοδεψία που εργάζονται τακτικά και απασχολούν συνολικά 200 εργάτες. Οι δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις απασχολούν από 50 ως 100 εργάτες και οι άλλες από 4 η καθεμιά. Ο αριθμός αυτός δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα για την Ελλάδα της εποχής. Τη δεκαετία 1860-1870 η βυρσοδεψία θα κάνει ένα δεύτερο άλμα. Στα μέσα του 19ου αιώνα τα δέρματα είναι πρώτο μη αγροτικό εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 θα κάνει τα πρώτα της βήματα και η αλευροβιομηχανία. Η Ερμούπολη αριθμεί 4 μεγάλους ατμόμυλους που απασχολούν συνολικά 150 εργάτες και συγκεντρώνουν 150 εργάτες συνολικά. Την ίδια εποχή η Ερμούπολη διαθέτει κιόλας 10 περίπου μηχανικά εργοστάσια, ενώ στο βιομηχανικό δυναμικό της πρέπει να προστεθούν ισάριθμα σχεδόν μεγάλα εργαστήρια. Ο μεγάλος αντίπαλός της στη βιομηχανία θα εξελιχθεί ο Πειραιάς.
Η παρακμή του εμπορίου λοιπόν θα οδηγήσει σε παρακμή και την ναυπηγική και την βυρσοδεψία. Έτσι η βιομηχανία της Ερμούπολης θα μετασχηματιστεί για να επιβιώσει μέσα στα νέα πλαίσια. Το 1887 ιδρύεται η πρώτη κλωστοϋφαντουργία. Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε και το πρώτο βαμβακουργείο. Σύντομα η βαμβοκοβιομηχανία της Ερμούπολης, βασικός πλέον πνεύμονας της πόλης και τελευταίο της χαρτί αριθμεί 15 – 17 εργοστάσια το 1905, 14 το 1923 καμιά δεκαριά το 1954. Αυτός ο μετασχηματισμός της βιομηχανικής δομής της Ερμούπολης δεν έγινε με τρόπο γραμμικό: δεν εκμηχανίστηκαν ούτε εκσυγχρονίστηκαν οι παλαιοί κλάδοι, αλλά ο μετασχηματισμός πραγματοποιήθηκε μέσω της μετατόπισης από τον έναν στον άλλο κλάδο.
Β. Οι κοινότητες
Ο καθολικός κάτοικος της Άνω Σύρου, ατομικός ιδιοκτήτης 'ήταν παραγωγός προϊόντων κυρίως για την αυτοκατανάλωσή του. Το προϊόν δεν έπαιρνε σε μεγάλη έκταση τη μορφή εμπορεύματος. Πρόκειται για μια αγροτοκτηνοτροφική κοινωνία, με κλειστή οικονομία, σε πολύ μικρό βαθμό εκχρηματισμένη. Το εμπόριο και η ναυτιλία κατείχαν ασήμαντο μέρος στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων των καθολικών κατοίκων της Σύρου. Η κοινωνική δομή της είχε έντονη την αντανάκλασή της στο πολιτικό και διοικητικό επίπεδο. Οι κάτοχοι του μεγαλύτερου μέρους της συριανής γης ήταν συνήθως οι Επίτροποι του τόπου, δηλαδή η τοπική πολιτική, διοικητική και δικαστική εξουσία.
Η εγκατάσταση των προσφύγων στην παραλία έγινε ύστερα από μεγάλες διενέξεις, καθώς σήμαινε την απώλεια ενός μέρους της ντόπιας γης, την κατάληψη ενός τμήματος του νησιού. Σήμαινε τέλος την κατάρρευση των παλαιών οικονομικών δραστηριοτήτων και την απώλεια του κυριαρχικού ρόλου τους. Ο πλούτος που έρχεται από το εμπόριο υποσκελίζει το φυσικό πλούτο σε γη, σε προϊόντα της συριανής γης. Η διαδικασία αυτή φέρνει σε επιφάνεια τις διαμάχες εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που κατέχουν και διαχειρίζονται τις δύο μορφές πλούτου: τους αυτόχθονες Συριανούς και τους εποίκους Ερμουπολίτες. Αμφισβητείται από τους ντόπιους η ιδιοκτησία της παράλιας γης, αμφισβητείται ακόμα και το δικαίωμα του πολίτη στους πρόσφυγες. Σε κάθε περίπτωση οι Συριανοί υπενθύμιζαν τα διαφορετικά ήθη και έθιμα και το διαφορετικό θρησκευτικό δόγμα. Από την πλευρά τους οι Ερμουπολίτες τους καταλόγιζαν την πλήρη υποταγή στον Πάπα και τη Γαλλία παρά στον έλληνα βασιλιά και το ελληνικό κράτος.
Αλλά και στο εσωτερικό των δύο διαφορετικών κοινοτήτων υπήρχαν διαφορές. Η Χιακή κοινότητα ήταν η πολυπληθέστερη και περιλάμβανε τους μεγαλεμπόρους της πόλης. Ανάμεσα στους Χιώτες συναντάμε τους σημαντικότερους τραπεζίτες, ναυπηγούς και βιομήχανους. Συνεργάζονται μεταξύ ντους ακόμη και με τη μορφή συνεταιρικών εμπορικών οίκων. Έχουν διασυνδέσεις με τους Χιώτες της διασποράς. Η οικονομική τους κυριαρχία είναι πασιφανής. Διεκδικούν και την πολιτική. η Χιακή μερίδα, η πολιτική τους παράταξη, μάχεται κάθε φορά για την πλειοψηφία του δημοτικού συμβουλίου. Από την άλλη συσπειρώνονται οι άλλες πληθυσμιακές ομάδες που έμειναν γνωστοί ως αντι-χιακοί. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις έλαβαν συχνά πολεμικό χαρακτήρα. Οι χιώτες γενικά προσανατολίζονταν προς το Αγγλικό Κόμμα. Η κάθε μερίδα είχε τη δική της Λέσχη στην οποία συναντιούνταν και εξυφαινόταν η πολιτική αντιπαράθεση. Πέρα από αυτό οι λέσχες ήταν χώροι διαλέξεων, ανάγνωσης βιβλίων, εφημερίδων, ψυχαγωγίας. Οι Ερμουπολίτες δεν εμειναν στο να καταστήσουν την Ερμούπολη ένα σπουδαίο οικονομικό κέντρο. Προχώρησαν στη διαμόρφωση μιας αναπτυγμένης κοινωνικά και πνευματικά πόλης. Δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, ναυτικές Σχολές και Εμπορικό Λύκειο. Η πόλη διαθέτει Νοσοκομείο με δωρεάν περίθαλψη για τους απόρους. Τα περισσότερα ιδρύματα συντηρούνταν από τις εισφορές των εμπόρων.
Γ. Το εργατικό κίνημα
Οι πρώτες μεγάλες απεργίες στην Ελλάδα ήταν επόμενο να ξεσπάσουν στη Σύρα, που όπως είδαμε είχε τα πρωτεία στην οικονομική ανάπτυξη. Στις αρχές του 1879 ξέσπασε μια μεγάλη νομισματική κρίση. Οι συναλλαγές στη Σύρα γίνονταν με ρωσικά νομίσματα, καθώς το ελληνικό νόμισμα είχε αποσυρθεί για κερδοσκοπικούς λόγους στα χρηματιστήρια. Όμως από τα μέσα του Φλεβάρη του 1879 άρχισαν τα ξέναν νομίσμνατα και ιδιαίτερα τα ρωσικά να χάνουν σε αξία. Αυτό έφερε αναστάτωση στην αγορά. Αμέσως τα μεροκάματα έπεσαν κατά 245 με 27%, ενώ όλα τα είδη βασικής ανάγκης ακρίβυναν κατά 255 συνολικά τα μεροκάματα έπεσαν κατά 50%. Η πρώτη απεργία ξέσπασε στους εργάτες του ναυπηγείου που ήδη βρισκόταν σε κρίση. Το αστείο είναι ότι μερίδα του τύπου είδε στην απεργία αρχικά την πρόοδο της κοινωνίας, δηλαδή το είδαν ως θετικό αφού επιτέλους έχουμε και στην Ελλάδα απεργίες, όπως και στην πολιτισμένη Ευρώπη. Σύντομα, ο ενθουσιασμός αντικαταστάθηκε από πατρικές συμβουλές για επιστροφή των εργατών στις δουλείες τους. Τελικά, οι εργοδότες αναγκάστηκαν να υποκύψουν. Μέσα σε μια βδομάδα ήρθαν σε συμφωνία με τους απεργούς και έτσι η απεργία λύθηκε. Τον επόμενο μήνα όμως συγκέντρωσαν εργάτες από τα άλλα νησιά και προσπάθησαν να ανατρέψουν τα κεκτημένα. Αυτό προκάλεσε μια νέα απεργία που κράτησε 3 μήνες. Οι εργάτες από τα άλλα νησιά λειτούργησαν ως απεργοσπάστες και δούλευαν για πολύ μικρά μεροκάματα με αποτέλεσμα οι εργάτες να επιστρέψουν στο ναυπηγείο χωρίς κανέναν όρο αυτή τη φορά.
Τον ίδιο μήνα ξεσπάει η απεργία βυρσοδεψεργατών οι οποίοι μάλλον ήταν οργανωμένοι σε σωματείο. Μερικοί εργάτες πήγαν να δουλέψουν και προκλήθηκαν συγκρούσεις ανάμεσα σε απεργούς και απεργοσπάστες προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στο νησί. Οι απεργοί διαδηλώνουν κρατώντας μεγάλα χαρτόνια με τα αιτήματά τους. Φωνάζουν και απειλούν με αποτέλεσμα να επέμβει η αστυνομία για να τους διαλύσει βίαια και έτσι αρχίζει πετροπόλεμος. Η απεργία εξελίσσεται σε μίνι εξέγερση. Οι απεργοί εξαναγκάζουν να κλείσει ένα εργοστάσιο που λειτουργούσε με απεργοσπάστες. Ο νομάρχης κλείνεται στη νομαρχία και ζητά από την Αθήνα ενίσχυση. Έρχεται στρατός και επιβάλλεται η τάξις. Αρχίζουν οι συλλήψεις, αλλά οι απεργοί δεν υποχωρούν. Ύστερα από μια εβδομάδα η απεργία λύθηκε και τα αιτήματα γίνανε όλα δεκτά. Η νίκη αυτή αποτελεί την αρχή για ένα μεγάλο ξέσπασμα απεργιών σε Αθήνα και Πειραιά.
Έχει εδώ πάρα πολύ μεγάλη σημασία να πούμε πως τόσο η δομή της εργασίας όσο και οι αντιλήψεις των εργατών, αλλά και οι δομές της οργάνωσής τους δεν αντιστοιχούσαν με κανέναν τρόπο στο μοντέρνο βιομηχανικό μοντέλο. Τόσο στη ναυπηγική όσο και στη βυρσοδεψία η περιορισμένη εκμηχάνιση έδινε προτεραιότητα στην εργατική δύναμη. Έτσι οι εργάτες ήταν ουσιαστικά μισθωτοί τεχνίτες που χαρακτηρίζονταν από εσωτερικές διαβαθμίσεις (μάστοροι, κάλφες, παραγιοί) και μια αντίληψη για την οργάνωση της παραγωγής που αντιστοιχούσε στο προβιομηχανικό στάδιο και στηριζόταν στην ηθική της εργασίας.
Δ. Μια εικόνα από το πολιτικό της Ερμούπολης
Οι χρονιές 1874/1875 που θα μας απασχολήσουν, χρονιές κρίσης του ελλαδικού πολιτικού συστήματος, όπως διαπιστώνουμε, ταυτίζονται χρονολογικά με την ανακοπή της αναπτυξιακής τάσης της ελληνικής βιομηχανίας, μέρος της οποίας και η ερμουπολίτικη.
Στα 1874 έχουμε δύο εκλογικές διαδικασίες, τις δημοτικές εκλογές και τις βουλευτικές εκλογές. Το πρώτο δεκαήμερο του 1874, στις 4 Ιανουαρίου 1874, διεξήχθησαν οι δημοτικές εκλογές στο Δήμο της Ερμούπολης, όπως βέβαια και σε όλους του δήμους της Ελλάδας. Οι ελλαδικοί δήμοι αποτελούσαν από την εποχή του Όθωνα διευρυμένες περιφέρειες που κάλυπταν εκτός από τον οικιστικό χώρο μιας πόλης και τις γύρω περιοχές, όπως περίπου συμβαίνει σήμερα με τους λεγόμενους καποδιστριακούς. Ένα ανυπόγραφο πολιτικό φυλλάδιο με ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 1874 αποτελεί την πηγή που μας εντάσσει κατευθείαν στο τοπικό πολιτικό κλίμα της εποχής.. Ο συγγραφέας, ο οποίος είναι άγνωστος, υπερασπίζει ως τρίτος το πρόσωπο του μόλις εκλεχθέντα δημάρχου Βαφιαδάκη ο οποίος είχε δεχθεί σφοδρότατη κριτική κατά τον προεκλογικό αγώνα.
Από την πρώτη σελίδα του φυλλαδίου τίθεται η βάση των πολιτικών διαχωρισμών. Ο λόγος περί Χίων και περί Πελλοπονησίων και γενικότερα η αναφορά σε κομματικούς συνασπισμούς με βάση τον τόπο καταγωγής υποδηλώνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Ερμούπολη ως κοινωνία των πολιτών εκείνη την εποχή. Από την αρχή της συγκρότησης της πόλης οι πολιτικοί συνασπισμοί δομήθηκαν με βάση τον τόπο προέλευσης έτσι από τη μία υπήρχε το κόμμα των Χιωτών μεγαλέμπορων οι οποίοι είχαν δική τους λέσχη στην οποία συναθροίζονταν και από την άλλη οι Ψαριανοί, οι Κρητικοί, οι Πελοποννήσιοι και άλλοι. Τη δεκαετία του 1870 ο τρόπος αυτός πολιτικής διαίρεσης του κοινωνικού κορμού της πόλης συνέχιζε να υπάρχει, με τη διαφορά ότι, όπως θα δούμε παρακάτω, φαίνεται ο ρόλος των Χίων να έχει υποβαθμιστεί, ενώ αντίστοιχα να έχει αναβαθμιστεί σημαντικά ο ρόλος των Κρητών και των Πελοποννησίων.
Είναι φανερό ότι ο ερμουπολίτικος κοινωνικός σχηματισμός από την εποχή της συγκρότησής του δεν ξέφευγε στα γενικά χαρακτηριστικά της πολιτικής δομής του από την υπόλοιπη Ελλάδα παρά τη σαφή και έντονη ταξική διάρθρωση. Οι μηχανισμοί συναίνεσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης λάβαιναν στη Σύρο μια ιδιαίτερη μορφή όχι μέσα από τις φατρίες και τα ξενικά κόμματα, αλλά μέσα από τα κόμματα καταγωγής. Τα ζητήματα ταξικής πάλης αναιρούνταν ή και επιλύονταν στο επίπεδο της υλικής βάσης με ανάλογο τρόπο των ηπειρωτικών πελατειακών σχέσεων, μέσα δηλαδή από πατρονάρισμα των φτωχών οικογενειών των ναυτών και ναυτεργατών από τους μεγαλέμπορους και τους μεγαλοκαραβοκύρηδες, ενώ στο ιδεολογικό επίπεδο μέσα από την συμμετοχή και τη συσπείρωση στην ταυτότητα καταγωγής. Ο δήμος ο οποίος λειτουργούσε ως τοπικό κράτος αποτελούσε εκτός από μηχανισμό επιβολής της ηγεμονίας συνολικά της εμπορικής αστικής τάξης και μέσο επιβολής της ηγεμονίας του κάθε συνασπισμού εξουσίας. Ο πολιτικός διαχωρισμός με βάση την καταγωγή στην Ερμούπολη του 19ου αιώνα θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αναδεικνύει με τον ευκρινέστερο τρόπο το βαθμό εθνικής ομογενοποίησης της Ελλάδας. Μια πόλη στην οποία κατοικούν άνθρωποι με καταγωγή από όλες τις περιοχές της χώρας η τοπική ταυτότητα είναι αυτή που τους χαρακτηρίζει. Πιθανόν αυτή η ταυτότητα να ενέχει όμως εκτός από πολιτισμικά χαρακτηριστικά (γλώσσα, ήθη, συνήθειες) και οικονομικά χαρακτηριστικά.
Επιστρέφοντας στα πολιτικά πράγματα της δεκαετίας του '70 ας προσέξουμε τις συμμαχίες όπως περιγράφονται σε ένα κείμενο της εποχής για τις δημοτικές εκλογές του 1971, την πρώτη εκλογή του δημάρχου επι δεκαετίες Βαφιαδάκη. Ο Βαφιαδάκης παρότι παρουσιάζεται ως πολιτικός αντίπαλος των χιωτών υποστηρίχτηκε από αυτούς στις εκλογές του 1870, ενώ αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς η υποστήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των ερμουπολιτών παραγόντων. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα εμπορικά συμφέροντα, παρά τους προσωπικούς ανταγωνισμούς, είναι εκείνα που καθόρισαν τις επιλογές των χιωτών και συσπείρωσαν τον εμπορικό κόσμο γύρω του. Πάντως, μετά την εκλογή του 1870 οι Χίοι παρουσιάζονται να αλλάζουν στάση και να ασκούν αντιπολίτευση στον Βαφιαδάκη. Ο αρθρογράφος δεν αναφέρει κάποια ερμηνεία για αυτήν την μεταστροφή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στους Πελοποννήσιους παράγοντες οι οποίοι παρουσιάζονται να λειτουργούν αυτόνομα και να κατεβάζουν δικό τους ψηφοδέλτιο στα 1870, κάτι όμως που δε θα επαναληφθεί στα 1874.
Το κείμενο γρήγορα φτάνει στην προεκλογική ζύμωση των εκλογών του 1874. Παρουσιάζει τον Βαφιαδάκη ως ανιδιοτελή που δεν ενδιαφέρεται να επαναδιεκδικήσει το αξίωμα, αλλά υποκύπτει στις πιέσεις των συμπολιτών του, ενώ δεν αναλαμβάνει καμία προεκλογική καμπάνια. Αντίθετα, παρουσιάζει τους αντιπάλους του να μηχανορραφούν και να προσπαθούν να δημιουργήσουν διάφορες συμμαχίες. Οι πλειοψηφία των Πελοποννησίων παρουσιάζεται να συμπαρατάσσεται με τον Βαφιαδάκη παρά τις δελεαστικές προτάσεις των Χίων. Τελικά, υποψήφιος αντίπαλος του Βαφιαδάκη αναγορεύτηκε ο δημοτικός γιατρός Παρασκευάς, αφού δεν μπόρεσαν οι Χιώτες παράγοντες να συμφωνήσουν σε ένα πρόσωπο από τους ίδιους. Τρίτος υποψήφιος εμφανίζεται ένας άλλος δημοτικός γιατρός ο Μάρκος Μηλαϊτης, ο οποίος είχε και στις προήγουμενες εκλογές διεκδικήσει το δημαρχικό αξίωμα. Ο Μηλαϊτης έχει με βάση τη σημερινή ορολογία τα χαρακτηριστικά του «ανεξάρτητου» υποψήφιου, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στην οποία θα επανέρθουμε. Τελικά, όμως ο Μηλαϊτης συμπαρατάχθηκε με τον Παρασκευά.
Στρεφόμενοι στις εφημερίδες που βρήκαμε βλέπουμε ότι και τα δύο σημαντικότερα έντυπα μόνο την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου στην ουσία εκδηλώθηκαν ανοιχτά υπέρ κάποιου. Οι λόγοι της καθυστέρησης αυτής μάλλον θα πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός ότι μόλις την τελευταία εβδομάδα ολοκληρώθηκαν οι διεργασίες των συμαχιών, αλλά και ξεκαθάρισε το τοπίο των υποψηφιοτήτων οι οποίοι ήταν αρχικά περισσότεροι από τρεις για να καταλήξουν πολύ λίγο πριν την κάλπη σε δύο.
Η εφημ. Ερμούπολις ανέφερε τον αριθμό εννέα για τους αρχικούς υποψηφίους, χωρίς όμως να τους κατονομάσει ή να περιγράψει τις διαδικασίες που στα τέλη του Δεκεμβρίου 1873 τους περιόρισαν σε τρεις, δηλαδή τους Βαφιαδάκη, Μηλαϊτη και Παρασκευά. Η εφημερίδα τίθεται ανοιχτά εναντίον του Βαφιαδάκη και επιτίθεται σε αυτόν. Στο φύλλο της 22 Δεκεμβρίου 1873 τον καλεί με φανερά αρνητική διάθεση να παρουσιάσει το έργο του και να λογοδοτήσει απέναντι στο λαό της Ερμούπολης, «ενώπιον του οποίου θα εμφανισθή και πάλιν ο κ. Βαφιαδάκης να ζητήση τας ψήφους». Στο επόμενο φύλλο επιτίθεται στον δήμαρχο και ανοιχτά υποστηρίζει τον Παρασκευά. Κατηγορεί τον δήμαρχο για αλόγιστες δαπάνες, για κακή οικονομική κατάσταση του δήμου και για αδιαφορία ως προς δημοτικές τις υποχρεώσεις του για να καταλήξει ότι «κατά την τετραετή δημαρχίαν δεν απεδείχθη δήμαρχος ευδόκιμος και κατάλληλος». Για τον Παρασκευά γράφει ότι έχει σπουδαίαν υποστήριξην παρά των νοημόνων, ανεξαρτήτων και αφατριάστων πολιτών. Είναι ανήρ ρέκτης, ικανός και νοήμων και ανεξαρτητος το φρόνημα. Ως δημοτικός σύμβουλος διέπρεψεν επί ορθοφροσύνη, ανεξαρτησία φρονήματος και φειδωλία των δημοτικών προσόδων. Η παρουσία αυτού εν προηγουμένοις δημοτικοίς συμβουλίοις διέσωσε σπουδαία ποσά χρημάτωνκαι καταπολέμησε την σπατάλην υπό τοιόνδε ή τοιόντε πρόσχημα.» Για να καταλήξει πως «ο κ. Δ. Παρασκευάς αναδεικνυόμενος δήμαρχος Ερμουπόλεως θέλει εργασθή μετά ζήλου και θέλει ανορθώσει τα δημοτικά πράγματα και την δημοτικήν αξιοπρέπειαν». Για τον Μηλαϊτη φέρεται θετικά, αλλά εκτιμά ως αρνητικό το γεγονός ότι δεν είχε ποτέ εκλεγεί σε δημοτικό συμβούλιο. Θεωρεί όμως πως οι ψήφοι που θα πάρει είναι ψήφοι καταδίκης της πολιτικής του Βαφιαδάκη. Τέλος, προειδοποιεί τους Πελοποννησίους οι οποίοι αποφάσισαν να υποστηρίξουν τον πρώην δήμαρχο με πέντε δικούς τους στο ψηφοδέλτιό του πως στην πραγματικότητα ο Βαφιαδάκης δεν τους συμπαθεί και για αυτό θα τους υπονομεύσει.
Η εφημ. Πατρίς στο φύλλο της 30ης Δεκεμβρίου 1873 αναφέρεται σε τέσσερις αρχικούς υποψηφίους. Ο τέταρτος ήταν ο έμπορος Περικλής Σεβαστόπουλος για τον οποίο η εφημ. Ερμούπολις δεν ανέφερε τίποτα. Κατά την εφημερίδα ούτε ο Σεβαστόπουλος ούτε ο Παρασκευάς εκφράζουν ένα συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα αρχών, αλλά στηρίζουν τις δυνάμεις τους στις προσωπικές τους σχέσεις και φιλίες. Οι δύο συνενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον Βαφιαδάκη καθώς οι πολιτικές τους μερίδες μειονεκτούσαν σε σχέση με αυτόν. Όσον αφορά τους Πελοποννησίους η εφημερίδα εκτιμά ότι η ήττα τους κατά την προηγούμενη εκλογική μάχη του 1870 τους οδήγησε έξω από το παιχνίδι της εξουσίας. Έτσι, συγκροτώντας μια επιτροπή αποφάσισαν να συμμαχήσουν με τον Βαφιαδάκη. Η εφημερίδα ρητά υποστηρίζει τον Βαφιαδάκη καλώντας τους πολίτες. Εάν, λοιπόν, οι αντίπαλοι του Βαφιαδάκη δεν έχουν ούτε αρχές ούτε και ρεύμα στην κοινωνία («ασθενείς αντιπάλους» τους ονομάζει η εφημερίδα), ο ίδιος τα έχει όλα× «αντιπροσωπεύει την ιδέαν των βιομηχανικών της πόλεως τάξεων και τον εμπορικόν και επιχειρηματίαν νουν× διακεκριμμένος και πρώτιστος ων εν Ερμουπόλει κεφαλαιούχος και παρ' αυτών των έχθιστα προς αυτόν διακειμένων ομολογείται ως ο προστάτης της βιομηχανίας και ο τας σπουδαιοτέρας δια της τολμηράς κυκλοφορίας απείρων κεφαλαίων παρέχων ευκολίας εις την ναυτιλίαν του τόπου και το εμπόριον ...» Ο Βαφιαδάκης «κέκτηται ομολογουμένως την μεγαλυτέραν εν τω τόπω επιρροήν, έχει περί εαυτόν τα ζωτικότερα και ισχυρότερα εν τω τόπω στοιχεία», ενώ έχει την υποστήριξη και του κρητικού στοιχείου το οποίο «θεωρείται ως το τριτεύον [στοιχείο] κατά τους ψήφους εν Ερμουπόλει»
Η άποψη που υποστηρίζει η εφημ. Ερμούπολις ως προς το προφίλ του σωστού δημάρχου, προφίλ που ταιριάζει στην περίπτωση του Παρασκευά και βέβαια δεν ταιριάζει στον Βαφιαδάκη, φανερώνει την τάση εμπέδωσης στα πολιτικά ήθη την εποχής μιας νέας αντίληψης για τον κοινωνικό χαρακτήρα των προσώπων που ασκούν την εξουσία και κατ' επέκταση για τον ίδιο τον μηχανισμό άσκησης της ηγεμονίας. Ο Βαφιαδάκης ως πλούσιος δεν είναι ικανός για δήμαρχος, ενώ ο Παρασκευάς μη όντας πλούσιος είναι. Το δημαρχικό αξίωμα χρειάζεται επαγγελματίες πολιτικούς και όχι ερασιτέχνες. Χρειάζεται μορφωμένους ανθρώπους ικανούς να οργανώνουν την κοινωνία πολιτών. Τέλος, στο σημείο αυτό θα επαναλάβουμε τη θέση μας ότι η τελική επιλογή από χιώτικη μερίδα ενός γιατρού με μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκρυσμα αντί ενός καθαρόαιμου αστού είναι ενδεικτική της αδυναμίας των αστικών αυτών στρωμάτων που έχουν την ανάγκη να προσεταιριστούν και όχι να επιβληθούν επί των κατώτερων στρωμάτων.
Το μείζων θέμα που αναδείχτηκε στις εκλογές του 1874 ως πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στις πολιτικές μερίδες ήταν το ζήτημα της τιμής του άρτου. Ο δήμαρχος είχε τη δυνατότητα να καθορίζει την τιμή του άρτου ή να επιλέξει εάν θα την καθορίσει ή όχι. Ένα ζήτημα που σήμερα αυτονόητα θεωρείται υπόθεση του κεντρικού κράτους στον 19ο αιώνα αποτελούσε υπόθεση των δήμων οι οποίοι με αυτόν τρόπο λειτουργούσαν ως τοπικό κράτος - επέκταση του κεντρικού κράτους. Βέβαια σήμερα μετά την τελευταία μεταρρύθμιση, οι δήμοι επανακτούν σταδιακά τα χαρακτηριστικά τοπικού κράτους και στην ουσία η λεγόμενη οικονομική αυτονομία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μεταθέτει αρμοδιότητες του κεντρικού κράτους στο τοπικό. Οι Παρασκευάς και Μηλαϊτης υποστηρίζουν πως ο άρτος αποτελεί τη σημαντικότερη τροφή για τον φτωχό εργατικό κόσμο. Κατηγορούσαν το Βαφιαδάκη ότι τον πωλεί σε υπέρογκο ποσό καταπιέζοντας τον λαό. Ζητούν λοιπόν τον καθορισμό της τιμής του σε χαμηλά επίπεδα, ώστε να μπορεί ο φτωχός εργάτης να το αγοράζει. Αντίθετα η θέση του κόμματος του Βαφιαδάκη όπως παρουσιάζεται στο γνωστό φυλλάδιο είναι η υποστήριξη του ελεύθερου ανταγωνισμού, το οποίο θεωρούσε ότι νίκησε σε βάρος του παρεμβατισμού. «δύο συστήματα ανέκαθεν καθιερώθησαν × ο ελεύθερος διαγωνισμός και αι διατιμήσεις. Εκ της ενδελεχούς πάλης των δύο συστημάτων, εξήλθε θριαμβεύσαν το του ελεύθερου διαγωνισμού. Εις άπασαν την Ευρώπην την τιμήν του άρτου προσδιορίζει ο Νόμος της προσφοράς και της ζητήσεως, αναλόγως της αφθονίας ή ελλείψεως των σιτηρών. Οσάκις εν τη αγορά εκτίθεται ποσόν κατώτερον της πραγματικής ζητήσεως, τινές των αγοραστών, μη ευρίσκοντες άρτον, διαγωνίζονται μετά των άλλων και η τιμή αυξάνει κατά λόγον της επιθυμίας προς απόκτησιν×
Για το συγγραφέα η επιστήμη έχει λύσει το οικονομικό αυτό πρόβλημα αμετάκλητα. Μάλιστα, θεωρεί την Ερμούπολη ιδανική περίπτωση πόλης για την εφαρμογή αυτού του συστήματος, διότι είναι μια πόλη με πάρα πολλά «εργοστάσια σίτου» και πολλούς σιτέμπορους. Στη συνέχεια «ιδεολογικοποιεί» το ζήτημα και αναφερόμενος σε λόγια του Φουσσέ, αρχηγό της γαλλικής αστυνομίας επί Ναπολέοντος Α, υπερασπίζει επί της αρχής το αναφαίρετο δικαίωμα της ελευθερίας του πολίτη και της μη περιστολής τους παρά μόνο σε έκτακτη ανάγκη. Συνεχίζει υπερασπίζοντας το δικαίωμα της ελευθερίας της βιομηχανίας και του εμπορίου και καταλήγει σε ένα κλασσικό ιδεολόγημα του οικονομικού φιλελευθερισμού ότι δεν είναι δίκαιο αυτοί που υπερασπίζονται την προστασία μιας τάξης, να καταπιέζουν «τας πολυαρίθμους τάξεις τας εργαζομένας εις παραγωγήν». Τριάντα χρόνια πριν το «Κοινωνικό Ζήτημα» του Σκληρού και τριαντατέσσερα πριν την άνοδο στην εξουσία των Φιλελευθέρων, οπότε και εντάχθηκαν στον επίσημο πολιτικό λόγο οι έννοιες των διαφορετικών τάξεων με τα διαφορετικά συμφέροντα, έχουμε στην Ερμούπολη της Σύρου λόγο περί τάξεων που δεν πρέπει η μια να καταπιέζει την άλλη, εννοώντας φυσικά τη βιομηχανική τάξη ως καταπιεζόμενη από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο λόγος αυτός στο σύνολό του είναι συνειδητά λόγος φιλελεύθερος αστικός δίνοντας επομένως στο κόμμα ένα πολύ συγκεκριμένο ιδεολογικό στίγμα. Ο συγγραφέας παρουσιάζεται να κατέχει την ιστορική γνώση της σημασίας των όρων και της πορείας των προσώπων και των καταστάσεων (Ναπολέοντας, Γαλλική Επανάσταση) που εισήγαγαν και υποστήριξαν στην Ευρώπη τις φιλελεύθερες ιδέες από μέρους του συγγραφέα. Το φιλελεύθερο αυτό λόγο θα συναντήσουμε στη συνέχεια σε μια εφημερίδα υποστήριξης της πολιτικής μερίδας του Βαφιαδάκη, την «Εξέγερση».
Έχουμε, λοιπόν, από τη μια παράταξη με χαρακτηριστικά Φιλελεύθερους Κόμματος. Εάν τελικά η πολιτική αντιπαράθεση ξεπερνάει τις τοπικές διαιρέσεις και αποκτά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ποιο είναι το στίγμα του άλλου κόμματος. Μήπως προσιδιάζει σε εκείνο του μετέπειτα Λαϊκού κόμματος. Πριν φτάσουμε όμως στον αντίπαλο συνδυασμό, ας επιστρέψουμε στην περίπτωση του Μάρκου Μηλαϊτη.
Διαβάζουμε στο κείμενο όσα αναφέρονται στο πρόσωπό του. Για την πρώτη υποψηφιότητα στις εκλογές του 1971: «Τότε το πρώτον ο Μάρκος Μηλαϊτης εκ των ιατρών της Ερμουπόλεως, καταληφθείς υπό του οίστρου της δημαρχομανίας, υπεστήριξεν εαυτόν ως δήμαρχον.» Για τη δεύτερη υποψηφιότητα του 1974, που έχει και περισσότερο ενδιαφέρον: «Εξ ετέρου ο Μάρκος Μηλαϊτης δημοτικός και ούτος ιατρός σπουδαίος προειλήφετο εις τον εκλογικόν αγώνα. Ο κ. Μηλαϊτης ουδέποτε εσκέφθη, αν δύναται να φέρη επί των ώμων του τοιούτον δεινόν φορτίον. Οι έγκριτοι πολίται χλευαστικώς περί αυτού ωμιλούν, αλλ' ούτος, κατανοήσας κάλλιον παντός άλλου τα άγοντα προς την επιτυχίαν μέσα, ειργάζετο κατά τον εξής αστείον τρόπον. Επί τέσσερα έτη συνηγελάζετο μετά των εκλογέων της κάτω τάξεως, συμπεριπατών και συνευθυμών μετ' αυτών, ουδέν άλλον εκζητών ή την ψήφον εκάστου εν καιρώ δημοτικής εκλογής. Ων δημοτικός ιατρός και πληρονόμενος υπό του δήμου, όπως δωρεάν τους ενδεείς ασθενείς επισκέπτηται, εξετέλει το καθήκον τούτο μεθ' υπερμέτρου προθυμίας και δραστηριότητος. Αποκρύπτων όμως, οτ' ήτο υποχρεωμένος να χορηγή άνευ αμοιβής την ιατρικής συνδρομήν του, καθό υπό του δήμου πληρονόμενος, έλεγεν, ότι δεν θέλει αμοιβήν, διότι είναι προωρισμένος να βοηθή τους πρωχούς, εξέδιδε δε απειρίαν συνταγών υπέρ των εκλογέων, οίτινες ούτως επρομηθεύοντο υπό του δημοτικού νοσοκομείου× αλλ' ο κ. Μηλαϊτης κατεδείκνυεν ότι τα φάρμακα προσφέρει ουχί ο δήμος, αλλ' αυτός ως απεσταλμένος να βοηθή τους πτωχούς!
Εκτός τούτων έλεγεν εις στους εκλογείς, ότι ο Βαφιαδάκης είναι πολύ πλούσιος και δεν φροντίζει δια τους πτωχούς, ενώ αυτός ανήκει εις τας τάξεις του, ότι εκλεγόμενος δήμαρχος, θέλει προσδιορίσει την τιμήν του άρτου εις λεπτά είκοσιν, ότι θέλει κατασκευάσει φούρνους εκλεκτούς, όπως ο άρτος ψήνεται καλώς× δεν έλειπε δε να υπόσχηται εις όλους δημοτικά αξιώματα και το αφορολόγητον των ένδεων».
Καταρχήν, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που παρουσιάζεται το ενδιαφέρον του γιατρού για τις εκλογές. Πρόκειται για δημαρχομανία. Για τον συγγραφέα ο μόνος που δεν είναι κατειλημμένος από τη λαγνεία του δημαρχικού θώκου είναι ο Βαφιαδάκης, ο οποίος είναι πανθομολογουμένως άξιος και κατάλληλος για αυτήν την θέση. Η κριτική αυτή, πέρα από τη εμφανή διάθεση να υποτιμήσει με «γκρίζα διαφήμιση», θα λέγαμε σήμερα, τον αντίπαλο, έχει μια βάση η οποία επιτρέπει στον συγγραφέα να θεωρεί ότι το αναγνωστικό κοινό του θα αναγνωρίσει ως έγκυρη τη διαπίστωσή του για τον Μηλαϊτη. Πιθανόν, λοιπόν, ο Μηλαϊτης να έχει παραβιάσει πράγματι κάποια ήθη της πολιτικής συμπεριφοράς της εποχής, που νομιμοποιεί στις συνειδήσεις των πολιτών την δημόσια μομφή. Τόσο ο Βαφιαδάκης όσο και ο Παρασκευάς δεν αυτοπροτάθηκαν, αλλά τους έγινε η πρόταση από άλλους. Η πρόταση αυτή είχε το χαρακτηριστικό της τιμής και της αναγνώρισης της αξίας τους από κάποιους συμπολίτες, αλλά στην ουσία υποδεικνύει την οργανωμένη δράση των κομματικών μηχανισμών. Αντίθετα, ο Μηλαϊτης όχι μόνο δεν κατείχε κάποια είδους τέτοια αναγνώριση, αλλά οι «έγκριτοι πολίτες», δηλαδή προφανώς οι «πλούσιοι», όχι μόνο τον υποτιμούσαν, αλλά και τον χλεύαζαν. Ο Μηλαϊτης, λοιπόν, με βάση τα σημερινά δεδομένα είχε το χαρακτηριστικό του «ανεξάρτητου», καθώς εμφανώς δε συνδεόταν, τουλάχιστον αρχικά, με κάποιο κομματικό μηχανισμό. Εάν λάβουμε υπόψη μας ότι τα κόμματα συνιστούσαν στην πράξη συνασπισμούς συμφερόντων των ανταγωνιζόμενων ενδοαστικών ομάδων, η έννοια της ανεξαρτησίας του Μηλαϊτη αποκτά ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Αν όμως δεν εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, τότε εκπροσωπούσε των κατώτερων; Υπήρχε δηλαδή στην Ερμούπολη του 1870 ένα διακριτό σοσιαλιστικό αριστερό πρόγραμμα εργατικής πολιτικής; Και στην περίπτωση που ο Μηλαϊτης δεν ήταν ένας μοναχικός πολιτικός, μπορούμε να μιλάμε για ένα τρίτο ταξικό κόμμα;
Το πολιτικό του πρόγραμμα όπως παρουσιάζεται από τον αντίπαλό του, και δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε την ειλικρίνειά του, έχει τα χαρακτηριστικά ενός ταξικού λόγου και η συμπεριφορά του δείχνει πρακτικές σοσιαλδημοκρατικές. Για το Μηλαϊτη ο Βαφιαδάκης είναι πλούσιος και για αυτό εμμέσως πλην σαφώς αποτελεί την αιτία της μη φροντίδας των φτωχών. Ο ίδιος οποίος προέρχεται από τις χαμηλές τάξεις είναι ο πραγματικός εκφραστής των συμφερόντων τους. Μπορούμε να φανταστούμε έξω από τα λόγια του κειμένου τον ίδιο τον Μηλαϊτη να καταγγέλλει στις αγορεύσεις του την πολιτική του Βαφιαδάκη. Συγκεκριμένα, μιλούσε για προσδιορισμό της τιμής του άρτου στις 20 δραχμές, στη δημιουργία εκλεκτών φούρνων, πιθανόν δημοτικών, την κατάργηση των φόρων για τους ενδεείς (με τη σημερινή πολιτική ορολογία τους μη έχοντες). Ο συγγραφέας, όμως, αναφέρει και ένα άλλο στοιχείο του προγράμματός του το οποίο μοιάζει από τη φαινομενική υπερβολή να μην προέρχεται από τα λόγια του Μηλαϊτη, αλλά να είναι προϊόν γκρίζας κριτικής: «υπόσχηται εις όλους δημοτικά αξιώματα». Πράγματι, είναι παράξενο και υπερβολικό να υπόσχεται σε όλους δημοτικά αξιώματα και οι προηγούμενες θέσεις του δείχνουν ότι διέπονται από μια ορθολογική συνοχή στην αποτίμηση της πραγματικότητας. Είναι σαφές ότι δεν μπορούν όλοι να καταλάβουν δημοτικά αξιώματα. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρει ο αρθρογράφος τα λόγια του Μηλαϊτη, που φαίνονται λογικά, δεν μας επιτρέπει να τον κατηγορήσουμε ότι ψεύδεται. Θα μπορούσαμε όμως να υποθέσουμε ότι δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε ο Μηλαϊτης. Ότι στην πραγματικότητα πιθανόν να μην έλεγε να καταλάβουν όλοι δημοτικά αξιώματα, με την έννοια να γίνουν όλοι δημοτικοί άρχοντες, αλλά ότι ο δήμος να εξουσιάζεται από όλους. Εάν το τελευταίο ισχύει πραγματικά τότε πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα 48 χρόνια πριν την ίδρυση του ΣΕΚΕ, σε μια πολύ πρώιμη εποχή για την Ελλάδα.
Αν και όλα δείχνουν πως πρόκειται για προγραμματικές θέσεις σοσιαλδημοκρατικές πλήρως αντίθετες με εκείνες του φιλελευθερισμού που εξέφραζε το κόμμα του Βαφιαδάκη, θέσεις που υπεράσπιζαν την παρέμβαση του κράτους υπέρ των πτωχών και εναντίον των πλουσίων, που πιθανόν να ξεπερνούσαν τη λογική της προοδευτικής διαχείρισης των πραγμάτων και να έφταναν στο σημείο να μιλούν για ένα διαφορετικό πιο δημοκρατικό και πιο κοινωνικό πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης του τόπου. Επομένως παραμένει ανοικτό το ερώτημα διότι δεν έχουμε δυστυχώς τα στοιχεία εκείνα που θα μας επέτρεπαν να διαπιστώσουμε την ύπαρξη ενός τρίτου κόμματος, όσο και αν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις, όπως το γεγονός ότι ο Μηλαϊτης λειτουργούσε αντιπολιτευτικά καθόλη τη διάρκεια της τετραετίας, και ούτε βέβαια να παρακολουθήσουμε τη δράση και την πορεία του πέρα από τη συγκεκριμένη φάση.
Τέλος, ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας βλέπει την πολιτική δράση του Μηλαϊτη. Ο χαρακτηρισμός «ειργάζετο κατά τον εξής αστείον τρόπον» προκύπτει από μια ιδιομορφία σε σχέση με τον τρόπο δράσης των αστών πολιτικών και αποδεικνύει τη δυσκολία του συγγραφέα να κατανοήσει τι ακριβώς ήταν ο Μηλαϊτης. Αντιλαμβάνεται ως μειωτικό για τον γιατρό το γεγονός ότι συναγελάζεται με τις κατώτερες τάξεις. Ο υποψήφιος δήμαρχος της άλλης μεγάλης παράταξης ήταν εξίσου δημοτικός γιατρός. Επομένως, η θέση του δημοτικού γιατρού θα πρέπει να ήταν μια θέση με κύρος όχι μόνο ανάμεσα στις κατώτερες τάξεις, αλλά ανάμεσα και στις ανώτερες, όπως βέβαια πάντα ήταν το επάγγελμα του γιατρού στην ελληνική κοινωνία. Επίσης, τον κατηγορεί ότι κοροϊδεύει τους φτωχούς πολίτες καθώς υποστηρίζει πως με δική του πρωτοβουλία βοηθάει τους φτωχούς και όχι όπως οφείλει ως δημοτικός γιατρός. Στην πραγματικότητα βέβαια με βάση τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα ο Μηλαϊτης δεν έλεγε κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι, ότι «δεν θέλει αμοιβήν, διότι είναι προορισμένος να βοηθή τους πτωχούς». Πράγματι δε χρειαζόταν οι φτωχοί να τον πληρώνουν διότι αυτή ήταν η δουλειά του. Επίσης, κάποιος που γνωρίζει στο ελάχιστο τις συνήθειες της εποχής εκείνης, αλλά και γενικότερα τις σχέσεις στην Ελλάδα δημοσίων γιατρών και ασθενών υποψιάζεται τη συνήθεια οι γιατροί να δέχονται από τους ασθενείς δώρα. Πιθανόν ο Μηλαϊτης απλώς να ήταν περισσότερο τίμιος σε σχέση με τους άλλους δημοτικούς γιατρούς. Η εικόνα που αναδεικνύεται από το κείμενο για τη μορφή του Μηλαϊτη είναι εκείνη του «λαϊκιστή», δηλαδή του πολιτικού που υπόσχεται στο λαό για να του κερδίσει την ψήφο του (Επί τέσσερα έτη συνηγελάζετο μετά των εκλογέων της κάτω τάξεως, συμπεριπατών και συνευθυμών μετ' αυτών, ουδέν άλλον εκζητών ή την ψήφον εκάστου εν καιρώ δημοτικής εκλογής).
Ως προς το άλλο κόμμα, τη μερίδα του Παρασκευά η εμμονή στο ζήτημα του άρτου, ως πολιτική παρέμβασης του κράτους στην οικονομία είναι ένα ενδεικτικό στοιχείο μιας πολιτικής που ταιριάζει στο πρότυπο της λαϊκής δεξιάς σε σύγκρουση με την εκσυγχρονιστική φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη. Ο κρατισμός της πολιτικής αυτής μερίδας όμως δε φαίνεται να εξαντλείται μόνο σε επιμέρους διαχειριστικά θέματα όπως είναι το ζήτημα του ψωμιού. Αντίθετα μέσα από το λόγο μιας εφημερίδας που υποστηρίζει το κόμμα αυτό, της εφημ. Ερμούπολις μπορεί κανείς να διακρίνει μια συνολική άποψη για το ρόλο του κράτους και τη σχέση δήμου και κράτους. Όταν στο φύλλο της 30ης Δεκεμβρίου η εφημερίδα εντείνει την επίθεση στον νύν δήμαρχο τον κατηγορεί για σπατάλες μεταξύ άλλων συγκροτεί και την εξής άποψη: «Είναι εξευτελισμός δια τον δήμον Ερμουπόλεως να λέγη ο δήμαρχος αυτής, διακιολογών την κακήν οικονομικήν κατάστασιν του δήμου, ότι η κυβέρνησηις φορολογεί τον δήμον δια δημόσια έργα και κτίρια, δια τα οποία το δημόσιον και ουχί το δημοτικόν ταμείον πρέπει να συνεισφέρη. Όταν οι υπουργοί ευρίσκωσιν υποτελείς δημάρχους οίτινες εκλιπαρούσι αυτούς δι' ιδιωτικάς απαιτήσεις, όταν βλέπωσι δημάρχους αγνοούντας την αποστολήν των και θυσιάζοντας τα δημοτικά συμφέροντα χάριν ιδίων απέναντι της κυβερνήσεως, δεν είναι παράδοξον ν' απαιτώσιν οι υπουργοί δημοτικά χρήματα δι' αποθήκας τελωνείων, αφού ευρίσκονται δημοτικοί άρχοντες ψηφίζοντες ταύτα. Δια το κεφάλαιον τούτο των απαιτήσεων της κυβερνήσεως από τον δήμον παραπέμπομεν τον δήμαρχον Ερμουπόλεως κ. Βαφιαδάκην εις Μύκονον, όπως λάβη παράδειγμα αξιομίμητον από τον αξιότιμον δήμαρχον αυτής, όστις λαμβάνει από της κυβερνήσεως πάντοτε και δεν δίδει, γνωρίζων κάλλιστα, είπερ τις και άλλος δήμαρχος, να εξυπηρετή τον δήμον και τα συμφέροντα αυτού και να εκμεταλλεύηται τας αδυναμίας υπουργών και κυβερνήσεων.» Η θέση της εφημερίδας είναι σαφής. Το κράτος πρέπει να πληρώνει και όχι ο δήμος. Ο καλός δήμαρχος ζητάει από το κράτος και ποτέ δε δίνει σε αυτό και κρίνεται κατά πόσο πετυχαίνει να πάρει τα μέγιστα δίνοντας τα ελάχιστα. Δεν πρέπει ο δήμος να λειτουργεί ως ένα τοπικό κράτος, αλλά είτε ως διεκπεραιωτής – μεσολαβητής του κράτους λειτουργώντας με τη μορφή του εφραστή των συμφερόντων των πολιτών απέναντι σε αυτό, είτε ως αγωνιστικός δήμος διεκδικητής – υποστηρικτής των λαϊκών συμφερόντων. Αυτή η αντίληψη της εφημερίδας συνέχεται άρρηκτα και αποτελεί το επόμενο στάδιο μιας σκέψης που καταδικάζει και απορρίπτει τους δημοτικούς φόρους και συνολικά τους έμμεσους φόρους. Έτσι, στο φύλλο της 22 Δεκεμβρίου 1873 ασκεί δριμύτατη κριτική στην απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλλει νέο φόρο οδοποιίας. Κατά τους επόμενους μήνες η εφημ. Ερμούπολις θα πρωτοστατήσει στο αίτημα του εμπορικού συλλόγου «Ερμής» να καταργηθούν οι δασμοί στο λιμάνι της Ερμούπολης ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί η μεγάλη κρίση που μαστίζει τον εμπορικό κόσμο.
Δεν είναι όμως μόνο το πολιτικό πρόγραμμα που θυμίζει τη σύγκρουση Λαϊκού και κόμματος Φιλελευθέρων, αλλά και οι κοινωνικές ομάδες της άρχουσας τάξης που εκπροσωπεί το κάθε κόμμα. Το ένα είναι το κόμμα της παλαιάς αριστοκρατίας, των μεγαλεμπόρων που έστησαν την πόλη και για χρόνια ηγεμόνευαν πολιτικά και κυριαρχούσαν ταξικά και το δεύτερο είναι το κόμμα της νέας αστικής τάξης που συγκροτήθηκε με την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Το κόμμα του Βαφιαδάκη είναι ο εκφραστής της πολιτικής των αστικών στρωμάτων που ανελίχθηκαν κοινωνικά με την εμφάνιση της νέας οικονομίας, βιοτέχνες που μετεξελίχθηκαν σε βιομηχάνους μικροέμποροι που εξελίχθηκαν σε μεγαλέμπορους, αλλά συνδέονταν περισσότερο με την τοπική βιομηχανία, παρά με το παραδοσιακό συριανό μεγαλεμπόριο. Δεν υποστηρίζουμε δηλαδή ότι όλοι οι βιομήχανοι ήταν με τον Βαφιαδάκη και όλοι οι μεγαλέμποροι με τους Χιώτες. Στις οικονομικοπολιτικές σχέσεις τα πλέγματα συμφερόντων οικοδομούνται όχι με βάση το επάγγελμα, αλλά με βάση τη μορφή οικονομίας. Δηλαδή υποστηρίζουμε ότι το ένα κόμμα εξέφραζε ένα πλέγμα συμφερόντων γύρω από την παραδοσιακή συριανή οικονομία που είχε ως επίκεντρο το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων και σε αυτό το πλέγμα εντάσσονταν κάποιοι βιομήχανοι που είχαν πολιτικές οικονομικές σχέσεις με αυτήν την οικονομία. Το άλλο κόμμα υποστήριζε ένα πλέγμα συμφερόντων γύρω από τη βιομηχανική παραγωγή και προφανώς μια μερίδα εμπόρων που συνδέονταν με αυτό.
Η μελέτη του λόγου της εφημ. Ερμούπολις σε συσχετισμό με το φυλλάδιο για τις εκλογές αναδεικνύουν αυτόν τον διαχωρισμό. Την επομένη ημέρα των εκλογών η εφημ. Ερμούπολις κατηγορεί τον Βαφιαδάκη για δωροδοκία και ανήθικη πολιτικά συμπεριφορά. Υπονοεί πως ο δήμαρχος δεν πλούτισε με τίμιο τρόπο και θίγει εμμέσως την καταγωγή του αναφερόμενη στην «νοήμων τάξις», δηλαδή την τάξη των αρχόντων, η οποία αποδοκίμασε τον Βαφιαδάκη. Αντιπαραβάλλει στους εγκληματίες και πτωχούς και χρεωκόπους που αντιπροσωπεύουν τον δήμαρχο με τους
νοήμωνας οι οποίοι είναι αυτοί που καταστράφηκαν εμπορικώς και οι οποίο όμως διατηρούν ακόμα την υπόληψή τους στην Ερμούπολη. Στο σημείο αυτό γίνεται απόλυτα σαφής η αντανάκλαση των συμφερόντων από τη μία οι παρακμάζοντες «αριστοκράτες» μεγαλέμποροι και από την άλλη οι πρωήν ταπεινοί βιοτέχνες και μικρέμποροι και νυν πλούσιοι βιομήχανοι. «[Ο Βαφιαδάκης] καταδιώκει τους ευγενείς, διότι αυτός κατάγεται εκ γένους μικρού! Καταδιώκει τους ικανούς, διότι είναι ανίκανος» Οι ευγενείς και οι ικανοί είναι η παλιά άρχουσα τάξη.
νοήμωνας οι οποίοι είναι αυτοί που καταστράφηκαν εμπορικώς και οι οποίο όμως διατηρούν ακόμα την υπόληψή τους στην Ερμούπολη. Στο σημείο αυτό γίνεται απόλυτα σαφής η αντανάκλαση των συμφερόντων από τη μία οι παρακμάζοντες «αριστοκράτες» μεγαλέμποροι και από την άλλη οι πρωήν ταπεινοί βιοτέχνες και μικρέμποροι και νυν πλούσιοι βιομήχανοι. «[Ο Βαφιαδάκης] καταδιώκει τους ευγενείς, διότι αυτός κατάγεται εκ γένους μικρού! Καταδιώκει τους ικανούς, διότι είναι ανίκανος» Οι ευγενείς και οι ικανοί είναι η παλιά άρχουσα τάξη.
Για παράδειγμα, η μαρτυρία της εφημ. Ερμούπολις πως έδρα του προεκλογικού αγώνα του δημάρχου ήταν εκτός των άλλων και τα γραφεία της «Ελληνικής Ατμοπολοϊας» μπορεί να μας δώσει μια γεύση για την υλική βάση πάνω στην οποία είχαν συγκροτηθεί τα κόμματα. Νομίζω πως με αυτήν την πληροφορία μπορούμε να συμπληρώσουμε το παζλ των κοινωνικοοικονομικών μπλοκ που εξέφραζαν τα δύο κόμματα. Από τη μία ήταν οι παλιοί μεγάλοι έμποροι που δεν μπρούσαν να προσαρμοστούν και να εκσυγχρονιστούν ώστε να γίνουν ανταγωνιστικοί μέσα στις νέες οικονομικές συνθήκες και κατέληξαν στην παρακμή και από την άλλη πέρα από τους βιομηχάνους τα εμπορικά εκείνα συμφέροντα τα οποία είχαν τα κεφάλαια που τους οδήγησαν με επιτυχία στον εκσυγχρονισμό αντικαθιστώντας τα ιστιοπλοϊκά πλοία με τα ατμοπλοϊκά. Επίσης, η περιγραφή των χαρακτηριστικών των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων του ψηφοδελτίου του Βαφιαδάκη επιβεβαιώνει τις παραπάνω αναλύσεις μας. Ο Ελπιδοφόρος Λαδόπουλος, «εκ των πρώτων εμπόρων Ερμουπόλεως, ανήρ χρηστός και λίαν ευυπόληπτος». Σταύρος Χρυσός, « ο μεγαλείτερος εργοστασιάρχης». Ζώρζης Νεγρεπόντης, «πλούσιος και ανεξάρτητος τραπεζίτης», Νικ. Πετρόπουλος, «περίβλεπτον θέσιν εν τω εμπορικώ κόσμω δια της φιλοπονίας και του επιχειρηματικού πνεύματός του καταλαβών και εκ Πελοποννήσου καταγόμενος». Εμμανουήλ Σαλούστρος, «γνωστότατος διευθυντής ενός των πρώτων βυρσοδεψικών εργοστασίων». Σ. Λάμπρου, «εκ των ανεξαρτήτων και ευκαταστάτων εμπόρων». Γ. Βουτζινάς και Ζ. Τζερλέντης για τους οποίους δε γνωρίζουμε το επάγγελμα. Ζ. Βούρος, ο οποίος διατελούσε επί χρόνια πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου. Γ. Βέλτζος, «εργοστασιάρχης και σπουδαίος κτηματίας». Γ. Γαλάτης, «νέος πεφωτισμένος υιός του διαπρεπούς δικηγόρου Στεφ. Γαλάτη και γαμβρός επί θυγατρί του Ιω. Ροδοκανάκη», Γεώργιος Γλύκας, «ιδρυτής του πρώτου εν τη πόλει ημών σχοινοποιείου». Κ. Γ. Ποσειδώνας, Πελοποννήσιος, διακεκριμένο μέλος του δικηγορικού συλλόγου Ερμουπόλεως, Δ. Βαλτετζιώτης, Πελοποννήσιος, φαρμακοποιός. Ι. Κελμπέρης, Πελοποννήσιος.
Οι πάρεδροι ήταν Εμμ. Ζερβουδάκης, «εκ των πλουσιωτέρων και χρηστοτέρων εμπόρων, Γεώργιος Ζωγραφάκης, «γνωστού εμπόρου», Αντώνιος Μαρινάκης «διατηρούντα εν των μεγαλειτέρων βυρσοδεψικών καταστημάτων, Ιωάννην Αγκάν, «αρχαίον Ερμουπολίτη και κτηματίαν», Παπαλεξόπουλος Θ., Πελοποννήσιος. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των υποψηφίων είναι βιομήχανοι, ένα άλλο έμποροι και ένα μικρότερο δικηγόροι. Η περίπτωση Σαλούστρου είναι η ενδεικτικότερη ενός προσώπου που ανελίχθηκε κοινωνικά από τη θέση του μεσοαστού βιοτέχνη στη θέση του μεγαλοαστού βιομηχάνου.
Το γεγονός ότι οι Χιώτες στην πρώτη εκλογή του 1870 είχαν υποστηρίξει τον Βαφιαδάκη θα πρέπει πέρα από το να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης που εάν την κάναμε εμείς τότε η εργασία μας, που ήδη έχει διογκωθεί απελπιστικά, θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια μιας σεμιναριακής εργασίας. Μια πρώτη ερμηνεία θα βασιζόταν πάνω σε διαφοροποιήσεις καταγωγής. Όλοι οι Ερμουπολίτες συμμάχησαν στο πρόσωπο του Βαφιαδάκη εναντίον των Πελοποννησίων. Μία δεύτερη ανάγνωση θα έβλεπε ότι η αρχική συμμαχία αποτελούσε την αρχή μιας πορείας. Η Αγριαντώνη υποστηρίζει πως η βιομηχανία στην Ερμούπολη δεν αναπτύχθηκε μόνο μέσα από την εξέλιξη των υπαρχουσών βιοτεχνιών και τη μετατροπή των μεσαίων βιοτεχνών σε βιομηχάνων αστών, αλλά και τη μεταπήδηση κεφαλαιϊκών αποθεμάτων αδιάθετων εξαιτίας της κρίσης από το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων στη βιομηχανία. Η συμμαχία του 1870 ίσως να δείχνει μία αρχική σύγχιση των συμφερόντων μέσα από μια προσωρινή ενοποίηση. Γρήγορα όμως είδαμε ότι το αρχικό αυτό μπλοκ διασπάστηκε σε δύο με βάση τα γνωστά χαρακτηριστικά. Αλλά ένα κομμάτι και μάλιστα το πιο δυναμικό των μεγαλεμπόρων (οι επίγονοι και οι απόγονοι του αρχηγού της χιακής μερίδας) παρέμειναν στην πλευρά του Βαφιαδάκη. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η μεταβίβαση της ηγεμονίας στο νέο μπλοκ εξουσίας έγινε καταρχήν με διάσπαση του μέχρι τότε ηγεμονεύοντος συνασπισμού εξουσίας κατά τη διάρκεια της τετραετίας και στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε μέσα από εκλογικές διαδικασίες. Ο ίδιος ο Αμπελάς, πρώτος ιστορικός της Ερμούπολης ο οποίος ολοκλήρωσε το σύγγραμμά του ακριβώς τη χρονιά της δεύτερης εκλογής του Βαφιαδάκη, γράφει: «Η εκλογή του τελευταίου τούτου Δημάρχου δις μάλιστα εκλεχθέντος τοιούτου, δεν είνε άσχετος προς την από τινών χρόνων τροπήν της πόλεως ιδίως επί την βιομηχανίαν, μεθ' ης ούτος συνέδεσε τα σπουδαία αυτού συμφέροντα.»
Έχουμε, λοιπόν, στην Ερμούπολη του 1870 ένα κόμμα που μοιάζει με το μετέπειτα κόμμα των Φιλελευθέρων, ένα κόμμα που μοιάζει με το μετέπειτα Λαϊκό και ένα κόμμα που μοιάζει με ένα πρώιμο ΣΕΚΕ. Μάλιστα, η συμπόρευση του σοσιαλδημοκράτη Μηλαϊτη με το κόμμα των Χιωτών θυμίζει την εκλογική σύμπραξη του ΣΕΚΕ στα 1920 με την Ενωμένη Αντιπολίτευση του Γούναρη στα 1920. Οι δύο αυτές αντιλήψεις εφόσον εκφράζουν, η σοσιαλδημοκρατική ανοιχτά και η λαϊκή δεξιά έμμεσα, μορφές της εργατικής πολιτικής που συγκρούονται εμφανώς με το εκσυγχρονιστικό αστικό πρόγραμμα μπορούν να συμμαχούν. Η εφημ. Ερμούπολις υποστήριζε τον Μηλαϊτη ακόμη και πριν την τελική συμμαχία με τον Παρασκευά γράφοντας λίαν επαινετικά λόγια.: «Ο τρίτος υποψήφιος δήμαρχος κ. Μ. Μηλαϊτης, ιατρός, είναι ανήρ επίσης ενεργητικός και φίλος της προόδου και εμπνέεται υπό ευγενών αισθημάτων, αλλά είναι νέος έτι και πώποτε δεν εχρημάτισεν ως δημοτικός σύμβουλος ή πάρεδρος. ... όσας [ψήφους] λάβη, θα ήναι μια μεγάλη και πάνδημως διαμαρτύρησις των Ερμουπολιτών κατά του τέως δημάρχου κ. Βαφιαδάκη...». Η ανάδειξη του ζητήματος του άρτου ίσως να συνδέεται με αυτήν τη συμμαχία. Συμπορεύσεις «αριστεράς και δεξιάς» είναι δυνατή πριν την εποχή κατά την οποία τα πολιτικά σχήματα στην Ελλάδα αποκρυσταλλώσουν ιδεολογικά τις διαφορές τους και ενταχθούν στο πλαίσιο, αριστερά δεξιά.
Ο Βαφιαδάκης έλαβε 1881 ψήφους και ο Δ. Παρασκευάς 1233. Η ήττα των αντιπάλων του Βαφιαδάκη ήταν συντριπτική, καθώς το ψηφοδέλτιό τους έβγαλε μόνο 5 συμβούλους συν ένας ο Παρασκευάς, ενώ το ψηφοδέλτιο του Βαφιαδάκη 15 συμβούλους συν τον δήμαρχο. Εάν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι απέναντι στον Βαφιαδάκη αντιπαρατέθηκαν δύο πολιτικά προγράμματα και δύο μηχανισμοί τότε πραγματικά η νίκη του Βαφιαδάκη ήταν πολύ μεγάλη και αποτέλεσε τομή στην πολιτική κοινωνία της Ερμούπολης. Την επομένη των εκλογών, 5 Ιανουαρίου κυκλοφόρησε το άρθρο της εφημ. Ερμούπολις που παραθέτουμε στην υποσ. 45. Το άρθρο αυτό φαίνεται από αναφορά της ίδιας εφημερίδας στο επόμενο φύλλο της πως προκάλεσε μεγάλη αντίδραση από τη μερίδα του Βαφιαδάκη, αλλά και προσωπικά στον ίδιο οι οποίοι στη λέσχη «Ελλάδα» «εκρότουν και εβρόντουν και εκτός αυτής πυρ και φλόγας εκβάλλοντες από του στόματος». Πάντως, η εφημερίδα προσπαθεί να μειώσει το γεγονός υποστηρίζοντας ότι γράφτηκε «εν εκλογική εξάψει και απροσεξία» και παραδεχόμενη το λάθος της. Επίσης, εκτιμά πως τα λόγια της παραμορφώθηκαν και διεστραβλώθηκαν και λυπάται για τον πάταγο που προκάλεσαν υποσχόμενη στο εξής να είναι πιο προσεκτική. Παρ' όλ' αυτά στο πρωτοσέλλιδο του ίδιου φύλλου η εφημερίδα συνεχίζει να κατηγορεί το δήμαρχο για εξαγορά ψηφοφόρων. Το ίδιο και στο επόμενο. Από τις μετεκλογικές αυτές πολιτικές εκρήξεις μπορούμε να κατανοήσουμε και την αναγκαιότητα που προκάλεσε τη δημοσίευση του γνωστού φυλλαδίου Η Δημοτική Εκλογή του Δήμου Ερμουπόλως του 1874, που κυκλοφόρησε στις 16 Ιανουαρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.