Πρωτοβρέθηκα στη Σύρο το 1992 στην αρχή μιας αυτοσχέδιας ημιεπαγγελματικής εξάμηνης περιπλάνησης και θυμάμαι ένα πραγματικά υπέροχο περιοδικό, τα Συριανά γράμματα (1988-1998, εκδ. Δημήτρης Β. Βαρθαλίτης) που υπήρχε σκορπισμένο στο Hotel Europe με το μεγάλο αίθριο, που οι ευγενείς υπάλληλοι μου επέτρεπαν να υπεξαιρώ στον δρόμο προς το δωμάτιό μου και που ευτυχής βλέπω να συμπεριλαμβάνεται εδώ, όπως και οι συγγραφείς που περικύκλωνα τις προτομές τους σε εκείνες τις περιπλανήσεις: ο Γεώργιος Σουρής, με το διεισδυτικό του βλέμμα στην είσοδο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στην εξίσου μυθιστορηματική πλατεία της Ερμούπολης, η Ρίτα Μπούμη Παπά παραδίπλα και ο Βελισάριος Φρέρης στο μικρό πλαταιάκι της Άνω Σύρου – αυτοσχέδιο τότε αναγνωστήριό μου. Τότε δεν είναι φιλοτεχνηθεί η μορφή του Μάρκου Βαμβακάρη αλλά κάτω απ’ την κολοσσιαία φιγούρα του στην Κατώγα κάποιοι μου πρόσφεραν ένα αναστάσιμο δείπνο – είχα βρεθεί χωρίς χρήματα. Μόνο ο Σπύρος Μουστακλής μένει ανανθολόγητος εδώ – αλλά αυτός δεν πρόλαβε να γίνει συγγραφέας – πού χρόνος για γράψιμο όταν προτιμάς να πράττεις. Εκεί πρωτοδιάβασα και τον Ευάγγελο Ν. Ρούσσο και την Λουκρητία Δούναβη – εδώ κι αυτοί.
Ο ανθολόγος δηλώνει απερίφραστα πως έπραξε το κεφαλιού του, αφενός ψαχουλεύοντας στο πλήθος των σχετικών συριανών και κυκλαδικών εν γένει περιοδικών, εφημερίδων και επετηρίδων, αφετέρου ανοίγοντας το βλέμμα και προς το υπόλοιπο νησί, συμπεριλαμβάνοντας εν τέλει ένα ευρύτατο μπουκέτο κειμένων, εξ ου και η ενδεικτική αλλά κατεβατή συριανή βιβλιογραφία στην έξοδο. Ας πράξω κι εγώ του κεφαλιού μου ξεκινώντας απ’ το τέλος, από ένα αμιγώς μυητικό στην λογοτεχνική νήσο κείμενο του Μάρκου Δ. Φρέρη. Αυτή η πρόταση συριανογραφικού περιγράμματος διαπερνά την μετεπαναστατική λογιοσύνη του Θεόδωρου Ορφανίδη, τις γαλλικού ρομαντισμού απομιμήσεις του Ιάκωβου Πιτσιπίου, την “ανάμειξη της γαλατικής ερωτικής ελευθεριότητας με τον καραβοκυρίστικο συντηρητισμό” στην Μεγάλη Χίμαιρα του ολιγοήμερου επισκέπτη Μ. Καραγάτση.
Ο Νικόλαος Κάλας «θα εντάξει την βιομηχανική υποτροπή της Σύρας του ’70 σε φουτουριστικές συνθέσεις λογοπαικτικής εκτόνωσης», ο «πρώτος ιδανικός αυτόχειρας της λογοτεχνίας μας» Ιωάννης Καρασούτσας βλέπει με τα μάτια του μετοίκου, στις δυο άκρες της γλώσσας οι Νικόλαος Δραγούμης και Γιάννης Ψυχάρης, κι ακόμα μια … βιομηχανική περιπλάνηση του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, ο νεορομαντικός οίστρος του Κώστα Ουράνη, μια συλλογή σύντομων δημοσιευμάτων για το θέατρο της πόλης, στο οποίο άλλωστε αφιερωνόταν και ο Καιρός των Χρυσανθέμων του Μ. Ελευθερίου και βέβαια οι περιηγητές του 19ου αιώνα (μεταξύ των οποίων και οι ντε Νερβάλ, Γκωτιέ).
Στο μέσον βέβαια του λόγου της Σύρου παραμένουν οι εμβληματικές της μορφές που βγήκαν και προς την ανοιχτή θάλασσα εκτός τειχών και φάρων με τον μοναχικό ερμουπολίτικο αστισμό αλλά και ευρωκεντρισμό τους: ο ο Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Δημήτριος Βικέλας (εικ. δίπλα), με αναδημοσίευση εδώ ολόκληρης της ροΐδειας Ψυχολογίας συριανού συζύγου, ενός διηγήματος που, τολμώ να πω, πέραν των ήδη καταδειχθέντων θέλγητρων του, αποτελεί και μανιφέστο ενός συγκεκριμένου και πάντα παρόντος ιδιάζοντος ερωτισμού: …κατήντησα εις το συμπέρασμα ότι το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναται τις να αισθανθή πλησίον γυναικός, είνε ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της ζηλείας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν αυτού. Μόνο ο διελθών δια τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει έπειτα το χάρισμα να εισδύση εις το αγιαστήριον της υπέρτατης ηδυπάθειας. Τας πύλας αυτού δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή παρθένος, ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη, αλλά μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και όχι καθ’ ημέραν καλή. Μπορούμε άραγε να το εκλάβουμε και ως μεταφορά για το ίδιο το νησί;
Εκδ. Μεταίχμιο, 2004, 283 σελ., φωτογραφίες Καμίλο Νόλλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.