Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Η πορνεία στην Ερμούπολη το 19ο αιώνα

ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΔΡΙΚΟΥ

ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

Η άσκηση του επαγγέλματος της πόρνης, αλλά και η όλη διαδικασία που σχετίζεται με αυτό, απαιτούσε σχεδόν πάντοτε την ύπαρξη της στέγης. Εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα φαίνεται να αποτελεί η περίπτωση του άρθρου 31 των διατάξεων για την πορνεία, του 1834, στην οποία ρητά προβλέπεται ρύθμιση για τη δημόσια γυναίκα που ασκεί το επάγγελμά της στην οδό, στο πεζοδρόμιο.
Τα Καταλύματα ήταν η συνοικία στην οποία βρίσκονταν τα περισσότερα οικήματα. Η αρχική ονομασία της συνοικίας «Καλυβάκια» νομίζω ότι δίνει αρκετά το μέτρο για την προχειρότητα και την υλική αθλιότητα αυτών των οικημάτων. Η χρησιμοποίηση της λέξης «καταγώγιον», από τη δημοσιογραφία της εποχής για τα πορνεία, δεν κατέδειχνε την ηθική απαξία του πράγματος και μόνον(1). Υπαινισσόταν με ακρίβεια και την υλική αθλιότητα των οικημάτων στα οποία οι πόρνες παρέδιδαν το σώμα τους στην πολυποίκιλη πελατεία τους. Μία μικρή ιδέα για την αθλιότητα και τη στενότητα των οικημάτων αυτών δίνουν τα ακόλουθα περιστατικά.
τις καταθέσεις των μαρτύρων σε αυτή τη δίκη στο Παράρτημα) κατέθεσε ο μάρτυρας Δημήτριος Κολέτζης, καλαφάτης, 38 χρόνων, γεννηθείς στη Χίο: «… Βλέπω προσέτι πολλούς ανθρώπους και γυναίκες να εισέρχονται πότε προ μίαν ώραν της μεσημβρίας, πότε μισήν μετά το μεσημέρι, όταν είναι μοναξιά και αφού εμβαίνη ο άνδρας και η γυναίκα, η Κακαρίνα εξέρχεται της οικίας της και κάθεται έξω της θύρας της οικίας της και φυλάττει έως όπου να έβγη έξω και ο άνδρας και η γυναίκα και έπειτα εμβαίνει αυτή μέσα και τούτο διαρκεί έως μίαν ώραν ή και ολιγότερον…» Ακόμη με την υπ’ αριθμ. 186,6/11/1881, απόφασή του, το Πταισματοδικείο Ερμουπόλεως καταδίκασε τις Σοφούλα Κυργιαζή ή Κυργιαλή και Μαρία Μπαφίτη σε κράτηση δεκαπέντε και δέκα ημερών αντιστοίχως. Σε αυτή τη δίκη o μάρτυρας Δημήτριος Βασιλείου, 42 χρόνων, αστυνομικός κλητήρας, κατέθεσε: «Η κατηγορουμένη δέχεται άνδρας εις την οικίαν της εξακολούθως, γενομένης ερεύνης έβγαλαν μίαν γυναίκα κεκλεισμένη εις τον απόπατον». Σε άλλη δίκη στο ίδιο δικαστήριο, στις 19/1/1865, ο μάρτυρας Τριαντάφυλλος Μιμίδης, 30 χρόνων, αστυνομικός κλητήρας, κατέθεσε: «… Βρήκε έναν τυποβαφέα κάτωθεν της κλίνης της…», εννοείται κλίνης σε δωμάτιο «ασέμνου» γυναίκας. Αυτή βέβαια η στενότητα και η αθλιότητα των οικημάτων δεν ήταν απόλυτη. Υπήρχαν και πορνεία με ευρυχωρία, με ανέσεις και με πολλών ειδών ευκολίες. Όπως είναι φυσικό, ανάλογα και με την πελατεία(2).
Η ανέγερση των πρώτων λίθινων οικημάτων στα οποία ασκήθηκε η πορνεία έχει ξεκινήσει, οπωσδήποτε σταδιακά, από το 1833 τουλάχιστον. Τα πρώτα αυτά οικήματα, μικροί «μονόοικοι χώροι», όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται, στέγαζαν συνήθως όχι μόνο τις επαγγελματικές ανάγκες της πόρνη ς αλλά και τις ανάγκες της κατοικίας της, πολλές δε φορές και τις ανάγκες κατοικίας και άλλων προσώπων.
Ο χαρακτηρισμός «μονόοικος οικία» χρησιμοποιείται σε πολλά συμβόλαια οικίσκων των Καταλυμάτων. Κάποια από αυτά τα συμβόλαια είναι και τα εξής: αρ. συμβολαίου 4.515, 2/1/1868, του συμβ/φου Ερμουπόλεως Στ. Μπίστη (μονόοικος οικία μετά ημίσεος μαγειρείου στα Καταλύματα αντί 300 δραχμών, πωλητές οι κληρονόμοι Γιαννίρη, αγοραστής ο Γεώργιος Μπαλής)? αρ. συμβολαίου 143, 24/5/1874, του συμβ/φου Ερμουπόλεως Μιχ. Πραντούνα (μονοδώματος χαμόγαια οικία με προαύλιο αντί 250 δραχμών, με ετήσιο εδαφικό δικαίωμα 3 δραχμών, καταβαλλόμενο στον κάτοχο του εδάφους Μιχ. Σμυρλή, πωλητής η Κιουράνα Πετράκενα, ήτοι χήρα Δημ. Πετράκη από την Πάτμο, αγοραστής ο οινοπώλης Δημ. Καραμπαμπιώτης)? αρ. συμβολαίου 7.789, 2/12/1869, του συμβ/φου Ερμουπόλεως Ν. Νικολαΐδη (μονόοικος οικία στα Καταλύματα αντί 170 δραχμών, πωλητές οι Γεώργιος Σούλης και Ελένη σύζ. Γεωργίου Σούλη, αγοραστής ο Δημ. Καραμπαμπιώτης).
Η έλλειψη οικιών για κατοίκηση είναι, νομίζω, δεδομένο για την ιστορία της Ερμούπολης, όλο το 19ο αιώνα. Πολλοί άνθρωποι έβρισκαν στέγη σε πατάρια ή δάπεδα εμπορικών και άλλων καταστημάτων (αρτοποιείων κ.λπ.), άλλοι κοιμόνταν το καταχείμωνο στα πεζοδρόμια και τα υπόστεγα. Εξάλλου η φράση «τη σπίτωσε» ή «σπιτώθηκε» ασφαλώς είχε να κάνει, εκτός των άλλων, και με τη μεγάλη ανάγκη των ανθρώπων για στέγαση. Έτσι και στην απόφαση της 9/3/1865 του Πταισματοδικείου Ερμουπόλεως με την οποία η Χαρίκλεια Κουργιάλη, 18 χρόνων, κατηγορουμένη για πορνεία αθωώθηκε, οι μάρτυρες κατέθεσαν: «Ότι είναι πόρνη και ότι η αστυνομία προ ημερών απέβαλε εκ της οικίας της μίαν γυναίκα η οποία ήτο εκεί
προς τον σκοπόν της ασελγείας». Φαίνεται και από την πιο πάνω απόφαση, ότι συνήθως το μικρό οίκημα της πορνείας είχε χρήση κατοικίας και από την προαγωγό ή μαστροπό προστάτιδα της πόρνης. Τις περισσότερες φορές, τα σπίτια ανήκαν σε άλλα πρόσωπα, εκτός από τις πόρνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από όσα ονόματα πορνών ανιχνεύθηκαν στα διάφορα αρχεία της Ερμούπολης, κανένα δεν φέρεται να έχει ιδιοκτησία καταγραμμένη στο Υποθηκοφυλακείο Ερμουπόλεως, εκτός από περιπτώσεις όπου η ιδιότητα της πόρνης συμπίπτει με την ιδιότητα της μαστροπού ή προαγωγού. Οι πόρνες έκαναν χρήση των ξένων οικημάτων με την καταβολή χρηματικού αντιτίμου, κάτι σαν είδος ενοικίου. Το ενοίκιο είχε σταθερή μορφή ανάλογα με το αν η χρήση του οικήματος ήταν πάγια και συνεχής από την πόρνη ή έκτακτη, αν η χρήση ήταν περιστασιακή. Στις περιπτώσεις των μεγαλύτερων πορνείων, όπως αυτό της Ελενίτσας Σφυρέλλη, δεν φαίνεται να υπήρχε ζήτημα κάποιας μορφής ενοικίου. Η ιδιοκτήτρια του πορνείου καθόριζε μία τιμή για τη χρήση του χώρου και των υπηρεσιών της πόρνης και αναλόγως με την περίσταση απέδιδε μερίδιο σε αυτήν.
Η σχέση του κτίσματος με το έδαφος στο οποίο ήταν κτισμένο ήταν η ίδια με τη σχέση κτίσματος και γης που υπήρχε σε όλη την Ερμούπολη, δηλαδή το σπίτι ανήκε σε αυτόν που το έκτιζε, αλλά αυτός έπρεπε να πληρώνει μίσθωμα για το έδαφος (εδαφικό δικαίωμα) στον αρχικό κάτοχο της γης. Όσο πιο κοντά βρισκόμαστε στην αρχή της Ερμούπολης το φαινόμενο αυτό του εδαφικού δικαιώματος είναι σχεδόν καθολικό. Με την πάροδο του χρόνου το έδαφος αποκτάται με αγορά από εκείνον που είχε ανεγείρει το οικοδόμημα. Περί το τέλος του 190υ αιώνα, όλη αυτή η ιστορία του εδαφικού δικαιώματος έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Για να πάρει κανείς μία ιδέα για τις επιφάνειες αυτών των οικημάτων, είναι αναγκαίο να γίνει αναφορά στις συνθήκες οικοδόμησης στην Ερμούπολη, ήδη από τις αρχές της ανέγερσης των λίθινων κτισμάτων, από το 1835 και μετά.
Με το τέλος της Επανάστασης του 1821, δηλαδή γύρω στο 1828, και την επαναφορά του ειρηνικού τρόπου ζωής σε όλη την περιοχή του Αιγαίου, είχαν βρεθεί να κατοικούν στην Ερμούπολη γύρω στις 40.000 άνθρωποι. Η πάροδος του πολέμου γεννούσε σκέψεις και προθέσεις επιστροφής στις πατρογονικές εστίες πολλών προσφύγων που είχαν καταφύγει εκεί. Η Ερμούπολη, όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1830, έδειξε ότι είχε τις προϋποθέσεις να υπάρξει σαν μία μόνιμη κατάσταση και στην ειρηνική περίοδο. Έτσι όλες οι πρόχειρες ξύλινες κατασκευές, σιγά σιγά, άρχισαν να αντικαθίστανται από λίθινα οικοδομήματα. Αυτό βέβαια στις φτωχoγειτoνιές της πόλης και φυσικά και στη συνοικία των πορνείων θα πήρε περισσότερο χρόνο. Μία ωραία εικόνα για την οικιστική κατάσταση της Ερμούπολης υπάρχει σε ανυπόγραφο κείμενο στη γαλλική γλώσσα που βρίσκεται στα ΓΑΚ (Οθωνικό Αρχείο, φ. 227) και που χρονολογώ γύρω στο 1834:
«… Τα ξύλινα σπίτια είναι η κύρια αιτία των επιδημιών… Ούτε ο αέρας δεν μπορεί να ανανεωθεί σε αυτή την πόλη… Τα περισσότερα ξύλινα κατασκευάσματα
είναι καταστήματα, εργαστήρια κ.τ.λ., αλλά υπάρχουν και πολλά σπίτια. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος από τα νερά που κατέστρεψαν το περασμένο έτος μέρος της πόλης… Η ύπαρξη των χαμόσπιτων οφείλεται ή σε έλλειψη χρημάτων ή στην απορία του μέλλοντος… το λιμάνι είναι σε άθλια κατάσταση, αβαθές από τα φερτά υλικά που μεταφέρουν οι βροχές σε αυτό… πολλά πλοία χτυπούν στον πυθμένα…».
Η απαραίτητη διάνοιξη των οδών σε αυτό το οικιστικό χάος προβλέφθηκε από σειρά νόμων και διαταγμάτων. Έτσι το 1837, με τα υπ’ αριθμ. 23.969 και 24.217 Βασιλικά Διατάγματα (με πρόταση του υπουργού Εσωτερικών Αναστασίου Πολυζωίδη), δινόταν για τη συνολική εφαρμογή του σχεδίου της Ερμούπολης προθεσμία δεκαπέντε ετών. Για τη διάνοιξη όμως των τριών κύριων οδών (της αιμασιάς, δηλαδή της παραλιακής οδού, της οδού της συνδέουσας την αιμασιά με την κεντρική πλατεία και της οδού της αγοράς) δινόταν προθεσμία δύο ετών και για τη διάνοιξη οδών στη συνοικία των Ψαριανών προθεσμία πέντε ετών. Με μεταγενέστερα όμως διατάγματα η εφαρμογή των πιο πάνω σχεδίων παρατεινόταν κάθε φορά για χρόνια.
Ένα ωραίο περιστατικό που έχει σχέση με τις διαμάχες που προξενούνταν λόγω των ανεγειρόμενων οικοδομών έχει καταγραφεί στα Πρακτικά του Πταισματοδικείου Ερμουπόλεως, στη συνεδρίαση της 1/6/1849. Ο μηνυτής Κωνσταντίνος Σιδήρογλου, γεννηθείς στην Κάρυστο, 48 χρόνων, κτηματίας, είχε καταθέσει: «… Κατά διαταγήν του κ. Μηχανικού ήρχισα οικοδομήν ενταύθα κατά τα Καταλύματα, ένεκα της οποίας διεφιλονίκουν μετ’ εμού οι κατηγορούμενοι λέγοντες ότι τους φράττω ένα δρόμον, και την οποίαν οικοδομήν εκρήμνιζον κάθε νύκτα, τελευταίως δε εν εσπέρας τους ηύρα επ’ αυτοφώρω κρημνίζοντες και τους είπα να μην κρημνίζουν και εάν έχουν απαιτήσεις να υπάγουν εις το δικαστήριον, αλλ’ ο εις εξ αυτών, ο Π. Καγιάς, απεκρίθη, “εγώ δεν γαμώ δικαστήρια “, επομένως με ήρχισαν με τους λίθους…» Οι κατηγορούμενοι, Παρασκευάς Δ. Καγιάς, γεννηθείς στην Ερμούπολη, 14 χρόνων, μαραγκός, και Ιωάννης Αντωνίου Θωμάς, γεννηθείς στην Ερμούπολη, 12 χρόνων, μαραγκός, είπαν στην απολογία τους: Ο μεν Π. Καγιάς: «… Εγώ ερχόμουν έχων ξύλα επί των ώμων εις την οικίαν μου από το ναυπηγείον και δεν εύρον τόπον να απεράσω, το είπα δε εις τον κ. Σιδήρογλου και με απεκρίθη, “φέρε την μάνα σου και εγώ είμαι καλός άνθρωπος και σας αφήνω δρόμον διά να απερνάτε” εγώ δε του είπα μόνον ότι θα τα χαλάσω», ο δε Ι. Θωμάς: «Έρριψα εγώ δύο τρεις πέτρας καθώς και ο Καγιάς». Παρά την αθωωτική πρόταση του δημόσιου κατήγορου (του αστυνόμου Ερμούπολης Γεωργίου Πατρινού) που δικαιολογήθηκε από την ηλικία των δραστών, ο Πταισματοδίκης Ιωάννης Αλβέρτης τούς καταδίκασε, το μεν
Καγιά σε επτά ημερών κράτηση και τον Θωμά σε πρόστιμο επτά δραχμών.
Όπως ρητά οριζόταν στους αρχικούς νόμους για την πολεοδομία της Ερμούπολης(4), το ελάχιστο εμβαδόν για τα οικοδομήσιμα οικόπεδα στο ανωφερές έδαφος και στη συνοικία των Ψαριανών ήταν πενήντα έξι βασιλικοί πήχεις «διά τας πρωτίστους οδούς» και μόλις είκοσι οκτώ βασιλικοί πήχεις «διά τας λοιπούς οδούς»(5). Από συμβόλαια στα οποία μετέχουν πρόσωπα που σχετίζονται με την άσκηση της πορνείας στην Ερμούπολη, μπορούν μάλιστα να καταδειχθούν ακόμη περισσότερο τα πράγματα σε σχέση με το εμβαδόν των οικημάτων αυτών και την εσωτερική τους διαρρύθμιση(6). Συνήθως αποτελούνται από «μονοδώματον χαμόγαιον οικίαν»(7) (μετά προαυλίου και μαγειρείου και αποπάτου), περιγράφονται δε ως «μονόοικοι οικίσκοι», μερικές φορές όμως το δωμάτιο ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη(8). Αλλά και διώροφες οικίες, ευρύχωρες για τα μέτρα της εποχής, χρησιμοποιήθηκαν για να στεγάσουν τις πόρνες. Συγκείμενες «το μεν κατώγειον από εν σαλόνι, εν δωμάτιον, μαγειρείον, απόπατον και πρόδομον, κάτωθεν του κατωγείου τούτου το υπόγειον περιέχον πλυσταριό, δεξαμενή και ανθρακαποθήκην, το δε ανώγειον από μίαν αίθουσαν, δύο δωμάτια, πρόδομον και εξώστην»(9), ή αλλού από «το μεν κατώγειον από αίθουσαν, δύο κοιτώνες, μαγειρείον, δεξαμενή και αναγκαίο, το δε ανώγειον από δύο δωμάτια και προαύλιον αποτελούμενον εκ μέρους του δώματος του κατωγείου»(10). Είναι φανερό ότι η διαφοροποίηση της πελατείας επέβαλε και διαφορετικούς χώρους για την υποδοχή της.
Εκτός όμως από τα ιδιωτικά οικήματα, μικρά και άθλια ή μεγάλα και άνετα, η πορνεία, σε μεγάλο βαθμό, στεγάστηκε και στα ξενοδοχεία της Ερμούπολης, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Το «Ξενοδοχείο των Ξένων», το«Ξενοδοχείον Αθήναι», το «Ξενοδοχείο Ελλάς», το «Ξενοδοχείον της Αγγλίας», το «Ξενοδοχείον Βυζάντιον», το «Ξενοδοχείον της Βενετίας», το«Ξενοδοχείον Ρούσσου» ήταν μερικά από αυτά.
Τα ξενοδοχεία αυτά βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία της πόλης, στην αγορά ή και δίπλα στη μεγάλη κεντρική πλατεία(11). Από ό,τι φαίνεται συνολικά στην όλη έρευνα, στα ξενοδοχεία στεγάστηκε κυρίως η παροδική πορνεία. Με τον όρο «παροδική» εννοώ τις πόρνες που προέρχονταν από άλλα λιμάνια και έρχονταν -ή καλύτερα τις έφερναν- στην Ερμούπολη για την άσκηση του επαγγέλματός τους, για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στα πορνεία των Καταλυμάτων στεγάστηκαν βεβαίως και περαστικές πόρνες, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό στεγάστηκαν, από ό,τι φαίνεται, οι πόρνες που κατοικούσαν μόνιμα στην Ερμούπολη. Η σχέση της πόρνης με τον τόπο της έκδοσής της, αν δηλαδή αυτό συνέβαινε στα άθλια οικήματα των Καταλυμάτων ή στα διώροφα πορνεία τύπου «Ελενίτσας» ή στα διάφορα ξενοδοχεία της πόλης, δεν είχε να κάνει μόνο με την ποιότητα των υπηρεσιών, με την αμοιβή και με την προσωρινότητα της πόρνης στην πόλη. Πρέπει να είχε να κάνει και με την πάλη που διεξαγόταν ανάμεσα στις πόρνες, από τη μία πλευρά, και τους προαγωγούς και αγαπητικούς, από την άλλη, για τον τρόπο διανομής του κέρδους του επαγγέλματος. Όπως παρατηρεί ο αστυνομικός υποδιευθυντής Σπύρος Παξινός στο βιβλίο του Έγκλημα, Κοινωνία, Αστυνομία (18), οι οργανωμένοι οίκοι ανοχής ήταν ένας χώρος που απέκλειε κάθε ελευθερία και πρωτοβουλία στην πόρνη. Σε αυτούς τους οίκους η κυριαρχία των προαγωγών και των αγαπητικών ήταν απόλυτη. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση από την πόρνη διαφορετικών, κατά την επιλογή της, χώρων στέγασης για την έκδοσή της, της έδινε τη δυνατότητα να πάρει κάποιες πρωτοβουλίες σχετικά με την πελατεία της, την αμοιβή της και οπωσδήποτε τη διανομή της αμοιβής αυτής. Αυτό πρέπει να ίσχυσε και στην Ερμούπολη τη χρονική περίοδο που αφορά την έρευνα.
Να σημειωθεί ότι επίσημοι οίκοι ανοχής στην Ερμούπολη δεν υπήρχαν, τουλάχιστον με τα στοιχεία που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, ως περίπου όμως επίσημοι οίκοι πρέπει να θεωρηθούν ορισμένα από τα ξενοδοχεία και τα διώροφα σπίτια τύπου «Ελενίτσας». Επίσημοι οίκοι ανοχής στην Ερμούπολη πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1920, και σε ένα βαθμό πρέπει να θεωρηθούν ως οριστική ήττα των πορνών σε αυτή την αιώνια διαπάλη τους με τους αγαπητικούς και τους σωματεμπόρους.
(Τα Σπίτια, είναι το τρίτο κεφάλαιο από το βιβλίο του Θωμά Δρίκου  «Πορνεία στην Ερμούπολη  το 19ο αιώνα», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2002)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Βλ. ενδεικτικά εφ. Επόπτης, φ.3, 5/4/1869: «… Ποσάκις δεν εφώναξε, ποσάκις
δεν διέρρηξε τα ιμάτιά της η δημοσιογραφία μας περί εξολοθρεύσεως των αισχρών καταγωγείων της αθλιότητος και της φαυλότητος, εις α οικούν αι δημόσιαι γυναίκαι», εφ. Άργος, φ. 77, 1/1/1876: «… Ο Αστυνόμος Γ. Λέστος να εξοβελίση παν των τοιούτων καταγωγείων άτινα αναφανδόν και ασυστόλως και προς εμπαιγμόν χλεύην…», εφ. Ήλιος, φ. 16, 26/11/1886: «… Εν τισι κατά τας συνοικίας καταγωγείoις… »
2. Μερικά από αυτά ήταν: Στην συνοικία των Καταλυμάτων το περιβόητο πορνείο Ελένης Σφυρέλλη (της ξακουστής Ελενίτσας της Σμυρνιάς), αποτελούμενο μάλιστα από δύο όμορες διώροφες οικίες που είχαν αγοραστεί από αυτήν, η μεν πρώτη οικία το 1867 (αριθμός συμβολαίου 918, 10/9/1867, του συμβ/φου Ερμουπόλεως Μιχαήλ Πραντούνα από πλειστηριασμό, αντί 2.000 δραχμών), η δε δεύτερη το1884 (αριθμός συμβολαίου 27.943, 9/6/1884, του συμβ/φου Ερμουπόλεως Σταματίου Μπίστη, πωλητής η Κυριακούλα Κοτσιφίνη, το γένος Σταμ. Σταματιάδη, αντί δραχμών νέων 1.100). Πίσω από τις πολιτικές φυλακές, το πορνείο της Σοφούλας Ελευθερίου, στεγασμένο σε διώροφη οικία (συμβόλαιο αγοράς 1.092, 22/8/1869, του συμβ/φου Ερμουπόλεως Ζ. Νικολάου, πωλητής ο Γεώργιος Μπαλής, αντί 1.350 αγοραίων δραχμών). Στη συνοικία Νεαπόλεως ή Αγίας Τριάδος το πορνείο της Μαριγώς Μικεδάκη στεγασμένο σε διώροφη οικία (συμβόλαιο αγοράς 17.091,24/4/1876, του συμβ/φου Ερμουπόλεως Σταματίου Μπίστη, πωλητής ο Ευστράτιος Βερλετζής, αντί 2.052 δραχμών βασιλικής διατιμήσεως).
3. Βλ. περισσότερα γι’ αυτό το ζήτημα σε: Ανδρέας Θ. Δρακάκης, Πρωτότυποι νομικοί θεσμοί εις την οικιζομένην Ερμούπολιν (1821-1830), σε ΕΑΙΕΔ της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα, 1971.
4. Βλ. υπ’ αριθμ. 28.171 Βασιλικό Διάταγμα της 2/15 Αυγούστου 1839 με το οποίο το ελάχιστο εμβαδόν οικοδομήσιμου οικοπέδου «εις τας πρωτίστους οδούς» οριζόταν σε 150 βασιλικούς πήχεις κατ’ ελάχιστον, ενώ «εις τας λοιπούς οδούς»
80 βασιλικούς πήχεις, το δε ελάχιστο πρόσωπο και βάθος των οικοπέδων οριζόταν σε 6 και 5 βασιλικούς πήχεις αντιστοίχως. Στην οδό Αγοράς ιδιαιτέρως, οριζόταν ελάχιστο πρόσωπο και βάθος 4 βασιλικοί πήχεις, αλλά ακόμη και δυνατότητα συνένωσης δύο όμορων οικοπέδων, π.χ 2 +2 βασιλικών πήχεων. Ακολούθως με το υπ’ αριθμ 29.090, 20 Νοεμβρίου/2 Δεκεμβρίου 1842, Βασιλικό Διάταγμα, μειώνονταν τα ελάχιστα εμβαδά των οικοδομήσιμων οικοπέδων και ορίζονταν στο εμπορικό μέρος της πόλεως ακόμη και εμβαδόν 15 βασιλικών πήχεων, με πρόσωπο 4 βασιλικών πήχεων και βάθος 3 βασιλικών πήχεων.
5. Βλ. 29.090, 20 Νοεμβρίου/2 Δεκεμβρίου 1842, Βασιλικό Διάταγμα.
6. Βλ. τα συμβόλαια που μνημονεύονται στη σημείωση υπ’ αριθμ. 8.
7. Όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται ένας τέτοιος μονόοικος οικίσκος, στο
συμβόλαιο πωλήσεως οικίσκου στα Καταλύματα, προς τον οινοπώλη Δημ. Καραμπαμπιώτη, από την Κιουράνα Πετράκενα στα 1874.
8. Βλ. υπ’ αριθμ. 16.778, 16/9/1885, συμβόλαιο του συμβ/φου Ερμουπόλεως Ανδρέα Βιολάκη. Σε αυτό περιγράφεται οικίσκος συνεχόμενος με άλλη οικία, «διαιρούμενος εις δύο χωρίσματα έχων και μικρόν προαύλιον, ούτινος οικίσκου το εμβαδόν μετά του προαυλίου είναι 32 τετραγωνικά μέτρα».
9. Βλ. περιγραφή της διώροφης οικίας της Ελένης Σφυρέλλη στη συνοικία Βροντάδο, στο υπ’ αριθμ. 2.413,12/5/1866, συμβόλαιο του συμβ/φου Ερμουπόλεως Στ. Μπίστη.
10. Βλ. περιγραφή της διώροφης οικίας της Ελένης Σφυρέλλη στη συνοικία Καταλύματα, στο υπ’ αριθμ. 27.943, 9/6/1884, συμβόλαιο του συμβ/φου Ερμουπόλεως Στ. Μπίστη.
11. Βλ. αρ. απόφ. 355, 27/12/1891, του Πταισματοδικείου Ερμουπόλεως με την οποία η Ελένη Βασιλείου καταδικάστηκε, ερήμην, σε κράτηση 5 ημερών, διότι «αναχωρήσασα εκ του ενταύθα ξενοδοχείου Ελλάς, κατά την 14/12/1891, και μετοικήσασα εις το ξενοδοχείον των Ξένων δεν έλαβε την παρά της αστυνομίας δέουσαν άδειαν». Ακόμη βλ. εφ. Πατρίς, φ. 1355, 2/6/1892: «Φόνος άγριος και υπό τας μάλλον φρικώδεις περιστάσεις εξετελέσθη την 6 μ.μ της προχθές εν τω Ξενοδοχείω των εν αυτώ διαμενουσών κοινών γυναικών, υπό τινος όστις έφερε παρ’ αυτής τον κουτσαβάκικον τίτλον του αγαπητικού…». Για το ξενοδοχείο Αθήναι, βλ. υπ’ αριθμ. 356, 27/12/1891, απόφαση του Πταισματοδικείου Ερμουπόλεως αλλά και εφ. Σκύλος, φ. 1, 6/7/1875: «Πληροφορούμεθα ότι το ξενοδοχείον  «Αθήναι» κατ’ αυτάς περιέρχεται εις την κυριότητα και κατοχήν του κ. Δ .Μ. εν ω θέλει θέσει διευθύντριαν την κ. Ελενίτσα, ήτις θέλει παραδίδει μαθήματα από 9 μ.μ. μέχρι 9 π.μ. συνεργαζομένη και μετ’ άλλων δεσποινίδων» και πάλι εφ. Σκύλος: «… Όταν τα οινοπωλεία, ζυθοπωλεία κ.τ.λ. κλείνουν, το ξενοδοχείον “Αθήναι” ανοίγει…» και ακόμη εφ. Κάβουρας, φ. 2 και 3, 1 και 12/1/1877. Για το ξενοδοχείο «Βυζάντιον» βλ. εφ. Πατρίς, φ. 1.413, 20/2/1893: «… Οι Απ. Γεροντάκης και Αντ.Λεοντής εν μέθη διατελούντες ετραγώδουν μετά κοινών γυναικών εν τω Ξενοδοχείω  Βυζάντιον και επροξένουν ταραχάς…». Για το ξενοδοχείο «Βενετία», βλ. εφ. ΄Ηλιος φ. 541, 26/10/1895: «ο διευθυντής της Αστυνομίας διέταξε την εκ του ξενοδοχείου της Βενετίας κειμένου εις το κέντρον της αγοράς, αποπομπήν των ασέμνων γυναικών…».
Για το «Ξενοδοχείον Ρούσσου», το οποίο στεγαζόταν στην παλαιά οικία του πρώην προξένου της Αυστρίας Γ. Στεφάνου, βλ. σε Τιμολέων Αμπελάς, Ιστορία της νήσου Σύρου, Ερμούπολη, 1874, σ. 513. Βλ. ακόμη εφ. Ήλιος, φ. 270, 22/9/1889: «…Εις τα πέριξ της οδού Ρήγα ξενοδοχεία μένουσι κοιναί γυναίκαι άσεμναι…» εφ. Ηλιος, φ. 32, 12/3/1887: «… Η αστυνομία διεβεβαίωσε ότι απεπέμφθησαν εντεύθεν αι εν τοις ενταύθα ξενοδοχείοις προς κοινόν σκάνδαλον διαμένουσαι κοιναί γυναίκαι.. Τούτο όμως δεν είναι αληθές, διότι ενταύθα εν κεντρικωτάτοις ξενοδοχείοις  διαιτώνται τοιαύται…», εφ. Ήλιος φ. 643, 3/5/1898: «… Διελύθη ο εν κεντρικωτάτη οδώ της αγοράς κοινός οίκος…». Επίσης σε εφ. Ήλιος, φ. 391, 4/6/1892, όπου το «Ξενοδοχείον των Ξένων» τοποθετείται επί της οδού Αγοράς και το «Ξενοδοχείον της Αγγλίας» του Δημ. Μάτση στη ΒΑ πλευρά της μεγάλης πλατείας της Ερμούπολης. Γι’ αυτό το ξενοδοχείο, βλ. εφ. Άργος, φ. 80, 24/2/1876: «…Το ξενοδοχείον του Δ. Μάτση υπό τον πομπώδη τίτλον «Ξενοδοχείον της Αγγλίας» είναι κανονικόν χαμαιτυπείον…».
πηγη εδω

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.