Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Με την καπαρντίνα ενός Σαδδουκαίου


Μια λεπτή γραμμή άσπρα βότσαλα στην πιο απόμακρη άκρη των βιβλίων της ζωής του, κοντυλοφόρος και μελανοδοχείο σε συρτάρι, παγωμένα πρόχειρα σχέδια σε τσαλακωμένα χαρτιά, οι δυο μαύρες τρύπες μιας νεκροκεφαλής, το οβάλ γραφείο.
-Δεν έχεις ιδέα τι μου έφερε αυτή η αρρώστια... Πρώτα...
Δάγκωσε το δάχτυλο του, έσκυψε και έβγαλε ένα γυάλινο κουτί με χρυσό περίγραμμα κάτω απ’ το κρεβάτι. Το δάχτυλο έσταζε αίμα, κόκκινα αποτυπώματα σαν έντομα πάνω στο σεντόνι, το έγλυψε αφήνοντας λουρίδες γέλιου να φοβίσουν το κερί της παρέας, άνοιξε το καπάκι, κοίταξε την αυστηρή όψη της μάσκας, η φωνή του ακούστηκε πάλι.
-Φοβάμαι... ένα κλωνάρι ξερό και σάπιο... πεθαμένο... καθόλου ζωή. Τι άλλο να κάνω... έφτασα στην άκρη... πώς στέκομαι εκεί... όλο πιο κοντά στον πάσσαλο... όλο πιο κοντά στον πάσσαλο... στον πάσσαλο... κοντά... τα κοράκια βρίσκουν πρώτα τα μάτια.
Ξαφνικά, έκλεισε το πρόσωπο του με τις χούφτες του και άρχισε να κλαίει βουβά, το δωμάτιο γέμισε σπίθες και χείλη που τρέμανε δυνατά, γονατισμένος κατάχαμα φιλούσε το βούρκο στο πάτωμα με έκσταση σχεδόν, σταγόνα αποκομμένη απ’ την πραγματικότητα, αποτραβηγμένος σ’ ένα κανάλι τρέλας, ανήμπορος να βουλώσει τ’ αυτιά του στον κίνδυνο που μουρμούριζε «Ην δε τις ασθενών... », ανάσα που κόβεται σαν παρατεντωμένο σχοινί.
Ακούμπησα με τους αγκώνες στο τραπέζι κοιτάζοντας το λούστρο που είχε αρχίσει να σκάζει, δυο χέρια με ανάρμοστη οικειότητα να συνθλίβουν ανάμεσα τους το χτεσινό άνθρωπο, χωρίς ούτε μια σταγόνα να ενοχλεί το μέτωπο μου, ντυμένος με μουσαμά, με τους κανόνες του ανακριτή, έτοιμος να δώσω το αποφασιστικό χτύπημα.
Οι σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο του μετρούσαν τα δευτερόλεπτα σαν το κομπολόι του ρολογιού, η αναπνοή χώριζε το μέτρημα σε μικρά κομματάκια κραυγής για βοήθεια, σκισμένες αλήτισσες αφίσες στους διαδρόμους των πανεπιστημίων, στους τοίχους της στοάς με τα μπαχαρικά και τις πουτάνες, η ησυχία των όμοιων χτύπων, ο φόβος της ίδιας εικόνας.
Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι, το συνωμότη της μακριάς καθόδου στα υπόγεια του κτήνους με την ακολουθία των αρουραίων, γελούσε. Με κοίταγε με μάτια γεμάτα καπνό και γελούσε. Λες και ήξερε, λες και περίμενε, λες και το είχε σχεδιάσει. Όρμησα, το πέταξα κάτω και άρχισα να χοροπηδάω πάνω του, του ‘ βγαλα τα σωθικά, το κλώτσησα στη γωνία, η αναπνοή σταμάτησε, ο φόβος μιας άλλης εικόνας.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣ
             
xristosdemetroulas@gmail.com               
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.