Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Μενεξελιά χωράφια


Όταν βαριόταν, ανέβαινε σε ένα ύψωμα και κοιτούσε πότε θα βασιλέψει ο ήλιος, έσπρωχνε μέσα στη φωλιά τους τα όμορφα χρώματα, σκεφτόταν που μπορούσε να κρύψει ένα μπουκάλι για να το βρει την άλλη μέρα, τραβούσε το χερούλι της νύχτας, κατέβαινε τρέχοντας στον κήπο με τα συρμάτινα τριαντάφυλλα.
Χόρευε με το ρολόι πολλές φορές, χόρευε ευτυχισμένη που θυμότανε τα λόγια, χόρευε ώσπου να μείνουν τα παπούτσια της σε κάποιο σκαλί, χόρευε αγριεμένη δίπλα στους κάδους, δίπλα στο ντουλαπάκι του Μεγάλου Ρινόκερου, χόρευε με μουγκρητά, αγρίμι δυνατό με μακρύ λαιμό, ντυνόταν με τα κλαδιά που της πήγαιναν, και ζητούσε να της φέρουν όλο και περισσότερα.
Δόντια, σχοινιά, δίχτυα, τραγούδια για το μανιτάρι που κάθισε κάτω από την ομπρέλα της, χλομά τραγούδια που τρεκλίζουν, δυνατή μυρωδιά, ολόφρεσκο κρέας.
Είχε βαρεθεί όλο τα ίδια και τα ίδια, θέλει να αράξει στο φεγγάρι, να σκορπίσει στα νησάκια του ουρανού, να ουρλιάξει με λύσσα, χαμένη στην αντάρα, χωράφι σπαρμένο με βατράχους και αγάλματα με ανασηκωμένα χέρια, χωρίς γιασεμί κάτω από τον φράχτη της, χωρίς μπόγους και δέματα, μ’ ένα ξύλινο σπαθί μονάχη έγνοια.
Πέρασε από σύνορα σ’ άλλα σύνορα, μέταλλο και γυαλί, ασπρισμένα καύκαλα, κύλησε στηριγμένη στις άκρες των ποδιών και των χεριών σαν ρόδα, παντρεύτηκε, στέγνωσε, παρακάλεσε, χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος των στομάτων, σφίχτηκε στο παλτό της μόλις μπήκε στο στενό δρομάκι.
Πρόφερε τη λέξη π-ε-θ-α-μ-έ-ν-η κρατώντας τα δάχτυλα της πάνω στον αναμμένο αναπτήρα, έβγαλε το σκούφο απ’ το κεφάλι της, είχε ιδρώσει, η καμπάνα, η βαθύφωνη καμπάνα του Αγίου Νικολάου, έκοψε ένα τριαντάφυλλο από τον κήπο και το φόρεσε.
Έψαξε τη σφυρίχτρα, πάντα κουβαλάει μια σφυρίχτρα στην τσέπη της, την ακολουθεί παντού και της εξηγεί το καθετί, μακρόστενη πόλη, κάγκελα, ψηλοί φράχτες και κάτι φυτά που μοιάζουν με σπαθιά, πρόσωπα με λάμψεις σαν το φως του λυχναριού, άγνωρος κόσμος που βγαίνει κρυφά τις βροχερές μέρες στην προκυμαία μαζί με τους γλάρους.
Ύστερα άναψαν τα φώτα, τα μάτια περπάτησαν πάνω στα στριφογυριστά κοχύλια των σκουλαρικιών της διπλανής, στο σχήμα και το χρώμα της μπλούζας της, έβαλε το αυτί της στο ξύλο του μπαρ μήπως ακούσει τη βοή της θάλασσας, ο αναπτήρας είναι ακόμα στα χέρια, είναι δώρο, ετοιμάζεται γρήγορα, χαιρετά τη δερμάτινη καπνοσακούλα στο πάτωμα, βγαίνει από το ράγισμα της πόρτας.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣ
chrisdem@in.gr   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.