Έπαιζε με την άμμο, κρατούσε στα χέρια της χιλιάδες μικρούς κόκκους, χιλιάδες φωτεινά σπιρτόξυλα, πολύχρωμα ρινίσματα υπόγειων λαβύρινθων, φιγούρες φτιαγμένες από κορδέλες και χάρτες για τον κόσμο των βεγγαλικών, χάρτινες λωρίδες μιας μεγάλης πεταλούδας.
Υπομονετικά, με το ημίφως να γεμίζει τις φλέβες της, παρασέρνεται στο βυθό με τους αμφορείς, στην μπλε τέμπερα που περιστρέφεται στη σκηνή, στη σκόνη των καμπυλωτών μορφών, στις διορθώσεις των διαγωνισμάτων.
Διόδια, πληρωμένες είσοδοι στους δρόμους με τους εραστές από «νέον» και τα τσιγάρα που έσβησαν στα μπράτσα της, σπασμένα λουκέτα, ακάλυπτοι πολυκατοικιών και ο ήχος του ασανσέρ να σε ξεκολλάει από το φρύδι της ταράτσας, διόδια, είσοδοι τοκογλύφων.
Έτρεξε με το στόμα ανοιχτό, σαν να έδινε παραγγέλματα στις βρύσες των λουλουδιών, ξέσκισε το φουστάνι της, ανάσες όμοιες σφυρίγματα, πνιγόταν, βρισκόταν μέσα σε φέρετρο, ηλικιωμένοι άντρες αναστέναζαν όλο και πιο δυνατά, κηδεία με κερωμένα δάκρυα, βιάζεται να πέσει δίπλα στην αποχέτευση, να γίνει ένα με τα νερά των κρεοπωλείων της αγοράς, να λεπτύνει ακόμα πιο πολύ, κλωστή στο μάτι μιας βελόνας.
Σταγόνες, σκουραίνει, δένει πίσω από το γοφό της τη σακούλα για το κρυφό κάπνισμα, την κόκκινη ζωγραφιά από το μούστο, τον ήχο της άρπας σε σκόνη φεγγαριού, χωρίς θυμίαμα, χωρίς φρουριακή πύλη, χάιδεψε με τα νύχια της τα φρύδια, ύστερα τα έμπηξε δυνατά, μάτωσε.
- Με πνίγει του νησιού το φως, οι χάλκινες στράτες, τα μάτια που φυσάνε με δύναμη, τα μαξιλάρια στα μαγαζιά του λιμανιού, οι τεράστιοι μπόγοι που ξεχύνονται από τους καταπέλτες τις Παρασκευές, η παράξενη παρέλαση των αναπήρων, ο κόσμος…
Ο δράκος γέμιζε το πηγάδι φλουριά και γελούσε, είχε δυο κάπες, την μια την ύφανε χθες, την άλλη τώρα, δεμένη απ’ την ουρά του, μ’ ένα απόβραδο στις γραμμές του λαιμού, ανακατεύεται, τέλος πάντων, τι Σαββατόβραδο ήταν πάλι και τούτο, μόνη πάνω στα κεραμίδια.
Κατέβηκε βιαστική στο διαμέρισμα, άνοιξε το κουτί, ολοκαίνουριες, δωδεκάποντες, σουέτ μπλε βαθύ, τις φοράει, πετάει ό,τι ρούχο έχει μείνει πάνω της, παίρνει ένα μολύβι ματιών, φτιάχνει ένα πουλί με ανοιγμένα φτερά στο στήθος, στέκεται γυμνή μπροστά στον καθρέφτη.
Αδειάζει το βαλιτσάκι με τα σύνεργα του μακιγιάζ μπροστά της, διαλέγει ανάκατα, κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί, βιολετί, φτιάχνει ήλιους και φεγγάρια, φθινοπωρινά φύλλα και κοχύλια, το δειλινό και την αυγή πάνω στα βότσαλα, γεμίζει την κοιλιά, τα μπράτσα, κάθε πόντο του κορμιού της που μπορεί να φτάσει, ξυρίζεται βιαστικά ανάμεσα στα πόδια, ξεπλένεται με μπόλικη βότκα, ακούει το μπουκάλι να ουρλιάζει στον τοίχο, σβήνει τα φώτα, μ’ ένα φακό μαζεύει πάνω της τα χρόνια των παραμυθιών.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣchrisdem@in.gr
Υπομονετικά, με το ημίφως να γεμίζει τις φλέβες της, παρασέρνεται στο βυθό με τους αμφορείς, στην μπλε τέμπερα που περιστρέφεται στη σκηνή, στη σκόνη των καμπυλωτών μορφών, στις διορθώσεις των διαγωνισμάτων.
Διόδια, πληρωμένες είσοδοι στους δρόμους με τους εραστές από «νέον» και τα τσιγάρα που έσβησαν στα μπράτσα της, σπασμένα λουκέτα, ακάλυπτοι πολυκατοικιών και ο ήχος του ασανσέρ να σε ξεκολλάει από το φρύδι της ταράτσας, διόδια, είσοδοι τοκογλύφων.
Έτρεξε με το στόμα ανοιχτό, σαν να έδινε παραγγέλματα στις βρύσες των λουλουδιών, ξέσκισε το φουστάνι της, ανάσες όμοιες σφυρίγματα, πνιγόταν, βρισκόταν μέσα σε φέρετρο, ηλικιωμένοι άντρες αναστέναζαν όλο και πιο δυνατά, κηδεία με κερωμένα δάκρυα, βιάζεται να πέσει δίπλα στην αποχέτευση, να γίνει ένα με τα νερά των κρεοπωλείων της αγοράς, να λεπτύνει ακόμα πιο πολύ, κλωστή στο μάτι μιας βελόνας.
Σταγόνες, σκουραίνει, δένει πίσω από το γοφό της τη σακούλα για το κρυφό κάπνισμα, την κόκκινη ζωγραφιά από το μούστο, τον ήχο της άρπας σε σκόνη φεγγαριού, χωρίς θυμίαμα, χωρίς φρουριακή πύλη, χάιδεψε με τα νύχια της τα φρύδια, ύστερα τα έμπηξε δυνατά, μάτωσε.
- Με πνίγει του νησιού το φως, οι χάλκινες στράτες, τα μάτια που φυσάνε με δύναμη, τα μαξιλάρια στα μαγαζιά του λιμανιού, οι τεράστιοι μπόγοι που ξεχύνονται από τους καταπέλτες τις Παρασκευές, η παράξενη παρέλαση των αναπήρων, ο κόσμος…
Ο δράκος γέμιζε το πηγάδι φλουριά και γελούσε, είχε δυο κάπες, την μια την ύφανε χθες, την άλλη τώρα, δεμένη απ’ την ουρά του, μ’ ένα απόβραδο στις γραμμές του λαιμού, ανακατεύεται, τέλος πάντων, τι Σαββατόβραδο ήταν πάλι και τούτο, μόνη πάνω στα κεραμίδια.
Κατέβηκε βιαστική στο διαμέρισμα, άνοιξε το κουτί, ολοκαίνουριες, δωδεκάποντες, σουέτ μπλε βαθύ, τις φοράει, πετάει ό,τι ρούχο έχει μείνει πάνω της, παίρνει ένα μολύβι ματιών, φτιάχνει ένα πουλί με ανοιγμένα φτερά στο στήθος, στέκεται γυμνή μπροστά στον καθρέφτη.
Αδειάζει το βαλιτσάκι με τα σύνεργα του μακιγιάζ μπροστά της, διαλέγει ανάκατα, κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί, βιολετί, φτιάχνει ήλιους και φεγγάρια, φθινοπωρινά φύλλα και κοχύλια, το δειλινό και την αυγή πάνω στα βότσαλα, γεμίζει την κοιλιά, τα μπράτσα, κάθε πόντο του κορμιού της που μπορεί να φτάσει, ξυρίζεται βιαστικά ανάμεσα στα πόδια, ξεπλένεται με μπόλικη βότκα, ακούει το μπουκάλι να ουρλιάζει στον τοίχο, σβήνει τα φώτα, μ’ ένα φακό μαζεύει πάνω της τα χρόνια των παραμυθιών.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣchrisdem@in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.