“Το παλιό έχει πεθάνει και το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί˙
στο ενδιάμεσο παρατηρούνται ζοφερά φαινόμενα....”
Antonio Gramsci
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως στο πλαίσιο της ευρύτερης δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτεί δραστικό περιορισμό του κόστους του δημοσίου, η εκπαίδευση καλείται να πληρώσει το κομμάτι που της αναλογεί. Σε δομές, σε μέσα, σε ανθρώπινο δυναμικό. Αυτή είναι η μία όψη της πραγματικότητας. Ιδεολογικά ουδέτερη (τουλάχιστον φαινομενικά) και γι’ αυτό το λόγο αρκετά συμπαγής και στέρεη, όπως άλλωστε οφείλουν να είναι όλες οι τεχνοκρατικές, οικονομίστικες προσεγγίσεις κόστους-οφέλους. Συνεπώς, αρκετά ισχυρή ώστε να δικαιολογήσει (και να πείσει για) όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.
Υπάρχει και μια δεύτερη όψη της πραγματικότητας. Όχι αντιθετική κατ’ ανάγκη προς την πρώτη, για την ακρίβεια συμπληρωματική της. Με μια σημαντική διαφορά όμως. Αυτή η δεύτερη όψη είναι ιδεολογικά προσανατολισμένη. Και τοποθετεί το ζήτημα της εκπαίδευσης στη σωστή – και καθοριστική - βάση: ως αντανάκλαση των σχέσεων παραγωγής. Θα μιλήσουμε γι’ αυτήν αργότερα, αφού πρώτα ξεδιαλύνουμε την εικόνα.
ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Έχει γίνει πάρα πολύς λόγος για την τραγική οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους, την ουσιαστική χρεοκοπία του, την ανάγκη επανακαθορισμού της λειτουργίας του και εν τέλει την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος για τον τρόπο οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό το κράτος περικόπτει συνεχώς τις δαπάνες του και μιας και το σύστημα εκπαίδευσης αποτελεί βασική του δραστηριότητα, περικόπτει συνεχώς τις δαπάνες προς το υπουργείο παιδείας. Οι πιστώσεις προς το συγκεκριμένο υπουργείο από τον κρατικό προϋπολογισμό για το 2011 ανέρχονται σε 2,75% του ΑΕΠ ή, για να μιλήσουμε με απόλυτους αριθμούς, σε λίγο πάνω από 6,2 δις €. Το ποσό είναι αρκετά μικρότερο από όσα συνήθως ξοδεύονταν για την παιδεία και αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε ευρείας κλίμακας ανατροπές όσων γνωρίζαμε και ίσχυαν μέχρι σήμερα. Ανατροπές στη διοικητική δομή του υπουργείου, στη λειτουργία του στενού πυρήνα (σχολεία και εσχάτως πανεπιστήμια) αλλά και των συμληρωματικών δομών του εκπαιδευτικού συστήματος, στους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, στις συνθήκες και το περιβάλλον μάθησης των μαθητών, στην οικονομική επιβάρυνση των γονέων. Με λίγα λόγια, ανατροπές που αγγίζουν ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε εμπλέκεται σε αυτό που αποκαλούμε εκπαίδευση στην ελλάδα. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
ΕΛΑΦΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
Αρκετά πριν ξεσπάσει επίσημα (έχει τη σημασία του αυτό, μην το παραβλέπουμε) η ελληνική οικονομική κρίση, είχε σχεδιαστεί και αποφασιστεί η μετάβαση σε μια νέα δομή, σύμφωνα με την οποία τα επίπεδα διοίκησης του κράτους θα μειώνονταν από τέσσερα σε τρία, μέσω της κατάργησης των νομαρχιών. Μιλάμε για την εφαρμογή του περίφημου καλλικράτη. Προφανής ο στόχος της μείωσης του κόστους.
Το υπουργείο παιδείας δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα διαφορετικό από αυτό που έκανε το κράτος στο σύνολο του. Να μειώσει δηλαδή τα επίπεδα διοίκησης. Σύμφωνα λοιπόν με προτάσεις που έχει αφήσει να διαρρεύσουν θα προχωρήσει στην κατάργηση όλων των γραφείων εκπαίδευσης ανά την ελλάδα. Δεν επιδιώκει μόνο την μείωση του κόστους αλλά, κυρίως, την αποδέσμευση αρκετά μεγάλου αριθμού αποσπασμένων εκπαιδευτικών με στόχο την επαναπροώθηση τους στα σχολεία. Κίνηση αναγκαστική προκειμένου να καλυφθούν τα κενά στα σχολεία. Μ’ ένα σμπάρο, λοιπόν, δυο τρυγόνια. Την ίδια στόχευση φαίνεται να έχει και η διαφαινόμενη μείωση κατά το ήμισυ του αριθμού διευθύνσεων, τμημάτων και γραφείων της Κ.Υ του υπουργείου. Πέραν αυτών, μια σειρά οργανισμών και φορέων υπό την επίβλεψη του υπουργείου καταργήθηκαν η συγχωνεύθηκαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε το παιδαγωγικό ινστιτούτο, το ΚΕΕ, τον ΟΕΕΚ, τον ΟΕΠΕΚ, τον ΟΕΔΒ κ.α.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι αλλαγές στη γραφειοκρατική δομή του υπουργείου μας αφήνουν αδιάφορους. Σε ένα δεύτερο, όμως, μας αφορούν άμεσα μιας και ορισμένες απ’ αυτές δεν είναι τόσο αθώες όσο φαίνονται. Για παράδειγμα, η κατάργηση των γραφείων εκπαίδευσης συνοδεύεται από μεταφορά των αρμοδιοτήτων τους κατα κύριο λόγο στις σχολικές μονάδες, δηλαδή στους εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές των σχολείων. Επίσης, η κατάργηση του ΟΕΔΒ συνοδεύεται από την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων του σε νέο φορέα (ΝΠΙΔ) του οποίου οι οικονομικοί πόροι θα προέρχονται, εκτός του προϋπολογισμού, από το ΕΣΠΑ και την παροχή υπηρεσιών και τη διάθεση προϊόντων. Ας τα κρατήσουμε αυτά στο μυαλό μας. Τις συνέπειες τους θα τις δούμε παρακάτω, όταν η εικόνα θα δέσει περισσότερο.
YΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Είναι πολλά χρόνια που σέρνεται μια κουβέντα περί αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Φαίνεται πως έχει έρθει η ώρα να πάρει σιγά σιγά σάρκα και οστά. Ως πρώτο βήμα το υπουργείο εισήγαγε την εθελοντική αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Κάποιοι ανυποψίαστοι, μάλλον, διευθυντές έσπευσαν να συνδράμουν το νέο αυτό θεσμό εντάσσοντας τα σχολεία τους στο πρόγραμμα αυτοαξιολόγησης. Προσδοκούν πιθανότατα κάποιο βραβείο απο το υπουργείο αντίστοιχο με το “manager of the year” που απονέμει κάθε χρόνο η εεδε (ελληνική εταιρία διοίκησης επιχειρήσεων), ώστε να μπουν στο πάνθεον των αρχόντων της δημόσιας διοίκησης. Όμως, οι νέοι αυτοί επίδοξοι πρακτικοί masters of business administration, μάλλον, λόγω της ανεπάρκειας τους στην κατανόηση των σκοτεινών και σατανικών μεθόδων του ΜΒΑ όχι μόνο δεν θα πάρουν κανένα βραβείο αλλά θα έχουν σκάψει ταυτόχρονα το λάκκο των σχολείων τους και όχι μόνο. Εξηγούμαστε:
Η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων εισάγει ένα καίριο ερώτημα: κατά πόσο το σχολείο ενισχύεται οικονομικά από το δήμο και το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Οι δήμοι υποτίθεται ότι είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν τις λειτουργικές δαπάνες των σχολείων μέσω των σχολικών επιτροπών. Το υπουργείο σαφώς μεν υπονοεί ότι αυτό δεν συμβαίνει στον επιθυμητό βαθμό. Σαφέστερα δε, υποδεικνύει την εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης: το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων!
Αλλά δεν σταματά εδώ. Ζητά να μάθει τα έσοδα ανά μαθητή και ανά κατηγορία πηγών εσόδων και τα έξοδα ανά μαθητή και ανά κατηγορία δαπάνης. Άλλη μια στοίβα χαρτούρα θα γεμίσει τους φακέλους της γραφειοκρατίας, θα σκεφτείτε. Δεν είναι έτσι όμως! Είπαμε, οι προηγούμενοι διευθυντές είναι wannabe manager, αλλά οι εγκέφαλοι του υπουργείου είναι πραγματικοί και με τη βούλα! Βγάζουν, λοιπόν, οι πραγματικοί manager ένα πρότυπο κόστους (ή και εσόδων) ανά μαθητή με βάση τα στοιχεία που έχουν συλλέξει. Και ορίζουν ότι τόση θα είναι η δαπάνη ανά μαθητή που θα δικαιολογεί το υπουργείο. Για οποιαδήποτε απόκλιση προς τα πάνω ας φροντίσει κάθε σχολείο να καλύψει μόνο του το έλλειμμα. Πως; Από το σύλλογο γονέων που είπαμε πριν ή από όποιον άλλο βρει εύκαιρο! Άλλωστε, πάλι μέσω ενός προτύπου εσόδων ανά μαθητή και ανά σύλλογο γονέων, ο σύλλογος θα “οφείλει” να ενισχύσει τα παιδιά του.
Αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα, ότι τα μικρά σχολεία θα είναι αδύνατο να εναρμονιστούν με το πρότυπο κόστους ανά μαθητή μιας και οι λειτουργικές τους δαπάνες θα επιβαρύνουν δυσανάλογα τον περιορισμένο αριθμό μαθητών τους. Αντιλαμβάνεται, επίσης, κάποιος εύκολα ότι τα σχολεία σε υποβαθμισμένες περιοχές δύσκολα θα μπορούν να βρούν την αναγκαία χρηματοδότηση από τους γονείς. Αυτά, βέβαια, δεν τα φανταζόμαστε εμείς. Είναι οι προτάσεις που επεξεργάζεται το υπουργείο και έχει αφήσει να διαρρεύσουν στον τύπο.
Και βέβαια, το κόλπο έχει και συνέχεια. Πρόκειται για το κουπόνι παιδείας που κατά καιρούς απασχολεί ως ιδέα τις ηγεσίες του υπουργείου. Διότι, εφόσον βγεί το πρότυπο κόστους ανά μαθητή, τότε το κράτος θα μπορεί να χρηματοδοτεί απ’ ευθείας τον μαθητή με το ποσό αυτό, μέσω ενός κουπονιού, και ο ίδιος θα επιλέγει σε ποιο σχολείο θα το διαθέσει. Είναι προφανές ότι, προοπτικά, τα μικρά σχολεία θα υπολειτουργούν λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης και συνεπώς οι μαθητές όλο και περισσότερο θα επιλέγουν τα μεγαλύτερα σχολεία. Δημιουργώντας, τελικά, έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο κατά τον οποίο τα μικρά σχολεία (υποβαθμισμένων αλλά και μη περιοχών) θα εξαφανιστούν και τα μεγάλα θα διογκώνονται.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό βέβαια, θα υπάρξει τεράστια φυγή προς τα ιδιωτικά σχολεία τα οποία θα έχουν καταστεί πιο προσιτά αφού μέρος του κόστους τους θα καλύπτεται από το κρατικό κουπόνι παιδείας!
ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙΣ – ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ
Η επιδίωξη του κράτους για το κλείσιμο των μικρών σχολείων και τη γιγάντωση των σχολικών μονάδων δεν προκύπτει μόνο από την προηγούμενη ανάλυση. Είναι ξεκάθαρη από τα επίσημα κείμενα και τις δηλώσεις των αρμόδιων υπουργών για τις καταργήσεις των σχολικών μονάδων. Το θέμα έχει ανακύψει εδώ και δυο μήνες περίπου και προχωρά με γοργούς ρυθμούς. Το υπουργείο περιμένει από τις περιφέρειες να κατονομάσουν τα σχολεία που έχουν λιγότερους από 130-150 μαθητές και να προτείνουν την πιθανή κατάργηση-συγχώνευση τους.
Υποτίθεται ότι το ζήτημα αφορά κατά κύριο λόγο τα σχολεία της ηπειρωτικής ελλάδας και θα εφαρμοστεί μόνο όπου υπάρχει η σύμφωνη γνώμη γονέων και τοπικής κοινωνίας. Παρόλα αυτά, ο περιφερειακός διευθυντής νοτίου αιγαίου ήταν από τους πρώτους (πολύ πριν τους αντίστοιχους της ηπειρωτικής ελλάδας) που έσπευσε με δηλώσεις του (σε τοπικές εφημερίδες στις 1/12 και 3/12) να δώσει κάλυψη στην πολιτική του υπουργείου, προτείνοντας συγχωνεύσεις. Οι σύλλογοι γονέων, από την πλευρά τους, στάθηκαν αμέσως, με ανακοινώσεις τους, απέναντι στις περιπτώσεις όπου πιθανολογήθηκε η συγχώνευση των σχολείων τους. Το θέμα έχει πάρει διαστάσεις και όπως φαίνεται το υπουργείο στοχεύει να προχωρήσει στο σχεδιασμό της νέας χρονιάς με ενσωματωμένες τις προβλέψεις για συγχωνεύσεις και συνεπώς μειωμένες τις ανάγκες για διδακτικό προσωπικό.
Και εδώ είναι το κλειδί. Αφορά, πρωτίστως την πρωτοβάθμια και δευτερευόντως την δευτεροβάθμια. Είναι γνωστό εδώ και κάποια χρόνια ότι οι ανάγκες για δασκάλους είναι τόσο μεγάλες ώστε οριακά καλύπτονται κάθε χρόνο τα δημοτικά. Σύμφωνα με δημοσιεύμα της ελευθεροτυπίας, το υπουργείο φτάνει σε σημείο να προσλαμβάνει, ως αναπληρωτές, δασκάλους που ακόμα δεν έχουν πάρει το πτυχίο τους, την ίδια στιγμή που τα ιδιωτικά δημοτικά καλύπτουν τις ανάγκες τους με καθηγητές δευτεροβάθμιας! Ο δάσκαλος έτεινε να γίνει το επάγγελμα του μέλλοντος καθώς μετά από 4 χρόνια σπουδών, ο πτυχιούχος είχε σχεδόν εξασφαλισμένη θέση στο δημόσιο. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα τελευταία χρόνια οι βάσεις των παιδαγωγικών σχολών είχαν εκτοξευθεί φιγουράροντας στις πρώτες θέσεις των ΑΕΙ.
Όλα αυτά μέχρι χθές! Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός αιτήσεων συνταξιοδότησης σε συνδυασμό με τον δραστικό περιορισμό των διορισμών (λόγω του κανόνα 1 προς 5 στο δημόσιο) οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεγάλες ελλείψεις δασκάλων. Είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν αυτές αν δεν μειωθούν τα δημοτικά. Τα εύσχημα λόγια περί ανεπαρκούς παιδαγωγικού πλαισίου των ολιγοθέσιων σχολείων είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Επειδή, λοιπόν, δεν σκοπεύουμε να ...αγαπηθούμε με το υπουργείο, αποσαφηνίζουμε τις προθέσεις του. Και τονίζουμε ότι τα παραπάνω ισχύουν με τον ίδιο τρόπο, αν και σε μικρότερο βαθμό κατεπείγοντος, και στην δευτεροβάθμια.
ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ – ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ
Μέσα σ’ όλα αυτά δρομολογούνται και οι αλλαγές στα λύκεια και τον τρόπο πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εισάγονται νέα προγράμματα σπουδών στα γενικά λύκεια με περιορισμό των υποχρεωτικών μαθημάτων και διεύρυνση των επιλεγόμενων. Ταυτόχρονα, οι ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ συγχωνεύονται και αποτελούν πλέον το τεχνολογικό λύκειο, το οποίο θα παρέχει (όχι παντού, μόνο σε ορισμένα τεχνολογικά λύκεια) και ένα τέταρτο, μεταλυκειακό, έτος ειδίκευσης.
Δεν είναι η ώρα να ασχοληθούμε με το περιεχόμενο σπουδών του λυκείου. Ούτε με τον τρόπο πρόσβασης στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Αυτά είναι θέματα που θα μπορούσαν απο μόνα τους να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής (και ιδιαίτερης) ανάλυσης. Θα σταθούμε πάλι, ως ενισχυτικό των προηγούμενων, στο γεγονός ότι η νέα του δομή (είτε αφορά το γενικό με την πληθώρα επιλογών, είτε το τεχνολογικό με τις πολλαπλές ειδικότητες και το τετραετές πρόγραμμα) συνηγορεί στα μεγάλα, πολυδύναμα σχολεία που αναφέραμε νωρίτερα.
Και θα συνοψίσουμε: οι μεγάλες πολυδύναμες σχολικές μονάδες χρειάζονται αντίστοιχα μεγάλα σχολικά κτίρια για να λειτουργήσουν. Χρειάζονται ικανό αριθμό αιθουσών και ικανό μέγεθος προαυλίων για να φιλοξενήσουν τους μαθητές. Υπάρχουν άραγε τέτοια στην ελλάδα; Όχι βέβαια! Σκοπεύουν να χτίσουν τέτοια στην ελλάδα; Όχι βέβαια! Εδώ δεν δίνουν χρήματα για πετρέλαιο και φωτοτυπικά, για ανέγερση κτιρίων θα δώσουν; Τότε; Τότε, τι! Στοιβαχτήτε όλοι όπου και όπως μπορείτε, μετατρέψτε τις σχολικές αίθουσες σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, απαγορεύστε το παιχνίδι στα προαύλια και αφήστε ήσυχο το κράτος να ασχοληθεί με τα προβλήματα που πραγματικά το απασχολούν. Πρέπει να πετύχει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, ακόμα να το καταλάβετε; Μην το σκοτίζετε περισσότερο!
ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Και κυρίως μην το σκοτίζετε με παντελώς άχρηστα πράγματα. Τέτοια φαίνεται να αποτελούν όλα αυτά που αποκαλούμε συμπληρωματικές δομές εκπαίδευσης και τα οποία βαίνουν ολοταχώς προς κατάργηση.
Πρώτη στη λίστα η ΠΔΣ. Μετά από μια σύντομη περίοδο όπου α) επιχειρήθηκε η λειτουργία της με εκπαιδευτικούς που δεν συμπλήρωναν ωράριο ώστε να μην δικαιούνται αποζημίωση και β) στις περιπτώσεις που δικαιούταν αποζημίωση ο εκπαιδευτικός, αυτή μειώθηκε δραστικά, κρίθηκε τελικά ότι ο θεσμός της ΠΔΣ εξακολουθεί να είναι αρκετά δαπανηρός ώστε να συνεχίσει να υφίσταται. Έτσι με εγκύκλιο του υπουργείου περιορίζεται σημαντικά και αφορά πλέον μόνο τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα των δυσπρόσιτων σχολείων. Πρακτικά, λοιπόν, αφορά ελάχιστους.
Δεύτερα στη λίστα τα δημόσια ΙΕΚ. Δεν είναι μόνο ότι καταργήθηκε ο ΟΕΕΚ, ο οργανισμός που τα επόπτευε, όπως αναφέραμε νωρίτερα. Αλλωστε στη θέση του μπήκε κάποιος άλλος. Είναι ότι υπάρχει ανάγκη εξοικονόμησης κονδυλίων που οδηγεί σε προσπάθεια εξορθολογισμού του δικτύου των ΙΕΚ, όπως παραδέχεται σε συνέντευξη στην καθημερινή ο πρώην πρόεδρος του ΟΕΕΚ. Και βέβαια, δεν θα είναι καθόλου δύσκολο να κλείσουν σιγά σιγά τα ΙΕΚ μιας και ο μοναδικός πραγματικός λόγος ύπαρξης τους είναι ότι είναι τα μόνα που παρέχουν πτυχίο επιπέδου 3 αφού για τα ΕΠΑΛ εξαντλείται η δυνατότητα τους μέχρι το επίπεδο 2. Αυτό, όμως, αλλάζει μιας και το 4ο μεταδευτεροβάθμιο έτος του νέου τεχνολογικού λυκείου (που προαναφέραμε) θα μπορεί πλέον να παρέχει πτυχία επιπέδου 3 σε αντιστοιχία με τις οδηγίες της ΕΕ, οπότε τα ΙΕΚ θα καταστούν αυτόματα περιττά.
Τρίτα στη λίστα τα σχολεία δέυτερης ευκαιρίας (ΣΔΕ) τα οποία φέτος δεν λειτούργησαν καθόλου ή υπολειτούργησαν μιας και οι αποσπάσεις προς αυτά ήταν μειωμένες στο ένα τρίτο.
Ακολουθούν στη λίστα τα αθλητικά σχολεία (ΤΑΔ-ΕΤΑΔ) για τα οποία το υπουργείο με εγκύκλιο του θέσπισε νέα μεγαλύτερα κατώτατα όρια αριθμού μαθητών επιτρέποντας πλέον σε ελάχιστα, σε σχέση με το παρελθόν, να λειτουργήσουν.
Η λίστα είναι μεγάλη και συμπληρώνεται με την πιθανή κατάργηση ή περιορισμό των (βαθιά ανάσα...) ΚΕΠΛΗΝΕΤ, ΚΠΕ, ΕΚΦΕ, ΓΡΑΣΕΠ, ΓΡΑΣΥ, μουσικών – καλλιτεχνικών σχολείων, σχολικών βιβλιοθηκών κλπ κλπ.
Έχει αρχίσει πιστεύουμε να γίνεται αντιληπτό το εύρος των αλλαγών που πρόκειται να συντελεστούν στο διαχειριστικό-οργανωτικό, έστω, επίπεδο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλαγές που θα επηρρεάσουν προφανώς τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία τα κατεξοχήν υποκείμενα αυτής, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές, και μέσω αυτών σε δεύτερο χρόνο, οι γονείς τους. Θα αναφερθούμε εκτενώς σ’ αυτό ξεκινώντας αντίστροφα.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ
Οι γονείς δεν έχουν κανέναν άλλο τρόπο να εμπλακούν πέραν του οικονομικού. Λόγω θέσης είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο ενδιαφέρονται για την παρεχόμενη, στα παιδιά τους, εκπαίδευση. Είναι αυτοί που κάνουν όνειρα για τα παιδιά τους και στο βαθμό που αυτά τα όνειρα συνδέονται με την εκπαίδευση, είναι αυτοί που προσδοκούν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση γι’ αυτά. Και ασφαλώς, είναι έτοιμοι να την πριμοδοτήσουν στο βαθμό που μπορούν.
Αυτή την ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση το κράτος επιχειρεί να την αξιοποιήσει αποτελεσματικά. Εξηγήσαμε νωρίτερα τον τρόπο με τον οποίο από την (φαινομενικά) αθώα διαδικασία της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας περνάμε στο πρότυπο δαπάνης ανά μαθητή και ενδεχομένως στο κουπόνι παιδείας. Κεντρικό στοιχείο της ανάλυσης είναι ότι για την εκπαίδευση κάθε μαθητή το κράτος θα διαθέτει ένα ποσό, αλλά αν τελικά (να πούμε σίγουρα;) αυτό το ποσό αποδειχθεί ανεπαρκές κάποιος θα πρέπει να καλύψει την οικονομική διαφορά.
Ένα κράτος πρόνοιας (που επενδύει και προσδοκά από το εκπαιδευτικό σύστημα)δεν θα άφηνε ποτέ να υπάρξει διαφορά. Αυτά τα κράτη πρόνοιας όμως γεννήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα ως υποστηρικτικοί θεσμοί του τότε οικονομικού παραδείγματος, της τότε πορείας εξέλιξης του καπιταλισμού. Σήμερα, τα κράτη πρόνοιας εξαφανίζονται, μιας και το οικονομικό παράδειγμα έχει αλλάξει, και για να μην πολυλογούμε, η οικονομική διαφορά που λέγαμε πριν, αναπόφευκτα θα υπάρξει. Ποιοι άραγε είναι οι άμεσα (και μόνοι) ενδιαφερόμενοι να την καλύψουν; Οι γονείς! Αν θελήσουν και μπορούν έχει καλώς, αν όχι, τα παιδιά τους θα λάβουν την ελάχιστη δυνατή εκπαίδευση. Αυτή, δυστυχώς, είναι η ωμή πραγματικότητα.
Ας δούμε ένα πιο άμεσο και απτό παράδειγμα. Εδώ και κάποια χρόνια το υπουργείο με διαδοχικές οδηγίες του προσπαθεί να θέσει το ζήτημα της επαναχρησιμοποίησης των σχολικών βιβλίων. Όχι βέβαια, πως προσδοκούσε να ξαναχρησιμοποιήσει για δεύτερη χρονιά τα ίδια βιβλία. Απλά, επιθυμούσε σταδιακά να στρώσει το έδαφος. Φέτος, λοιπόν, όπως αναφέραμε νωρίτερα, προχώρησε στην κατάργηση του ΟΕΔΒ και, από τη συγχώνευση του με το ΕΑΙΤΥ, προχώρησε στην ίδρυση του ινστιτούτου ψηφιακής πολιτικής και εκδόσεων για την εκπαίδευση. Οι τυμπανοκρουσίες για το ψηφιακό βιβλίο της νέας εποχής κάλυψαν επιμελώς το γεγονός ότι το νέο αυτό ινστιτούτο έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα του ψηφιακού εκπαιδευτικού αποθέματος, όχι όμως και του έντυπου! Επίσης, κάλυψαν το γεγονός ότι ο νέος αυτόςοργανισμός χρηματοδοτείται κατά ένα μέρος από τον κρατικό προϋπολογισμό και κατά το υπόλοιπο από την ΕΕ μέσω του εσπα. Τρίτη πηγή εσόδων του αποτελεί η “παροχή υπηρεσιών και διάθεση προϊόντων”. Τα κοινοτικά προγράμματα τύπου εσπα δεν υπάρχουν αιώνια και ο προϋπολογισμός δεν αποτελεί αξιόπιστη πλέον πηγή εσόδων. Ποιος άραγε μπορεί ακόμα με σιγουριά να ισχυριστεί ότι τα έντυπα βιβλία θα εξακολουθούν να παρέχονται δωρεάν ή δεν θα ενταχθούν στην κατηγορία των “προϊόντων”;
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ
Πρώτα ο μαθητής λέει το υπουργείο και βεβαίως από σλόγκαν αλλό τίποτα.
Αν το σχολείο ήταν απο καταναγκαστικό ως αδιάφορο μία φορά για τους μαθητές, τώρα πλέον μπορεί να γίνει δύο και τρεις. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα προγράμματα και το περιεχόμενο σπουδών ήταν τα πλέον θελκτικά και ενδιαφέροντα, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα σχολεία ήταν βαθιά δημοκρατικά και ανεκτικά στην παιδική ιδιαιτερότητα και ψυχοσύνθεση, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα σχολεία αποτελούν μια γυάλα ιδεατά αποκομμένη και απαλλαγμένη από την αλλοτρίωση, τα πρότυπα, τις στάσεις και συμπεριφορές που κοινωνικά επιβάλλονται και αναπαράγονται, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα σχολεία είχαν πληρότητα τεχνικών μέσων και εξοπλισμού, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι οι καθηγητές (εμείς δηλαδή) δουλεύαμε πάντα μαζί τους με το μέγιστο της διάθεσης μας, ακόμα κι αν..., τι επιπλέον θα μπορούσε να κάνει το υπουργείο για να βελτιώσει αυτόν τον υπέροχο μικρόκοσμο του σχολείου που μόλις περιγράψαμε;
Ναι, σωστά μαντέψατε! 30άρια τμήματα!
Τονίσαμε ήδη νωρίτερα ότι η πολιτική του υπουργείου οδηγεί στη δημιουργία πολυδύναμων σχολείων τα οποία, για κακή τους τύχη, θα στεγάζονται σε μικρά και ανεπαρκή κτίρια. Στις δεδομένες σχολικές αίθουσες θα αναγκαστούν να επιμεριστούν περισσότεροι μαθητές. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι συνεχείς ελλείψεις καθηγητών, που μελλοντικά θα ενταθούν, δημιουργεί την ανάγκη για περισσότερους μαθητές ανά καθηγητή. Η κουβέντα που έχει ανοίξει εδώ και καιρό, λοιπόν,ούτε αβάσιμη είναι, ούτε αστεία. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η μαθησιακή διαδικασία μπορεί να προωθηθεί σε τμήματα με 30 μαθητές; Ούτε καν το υπουργείο δεν τολμάει.
Κι αν η εκπαιδευτική διαδικασία στα πλαίσια του πρωϊνού προγράμματος φαίνεται ότι δυσχεραίνεται, η διέξοδος που είχαν ορισμένοι μαθητές ονομαζόταν ΠΔΣ. Ονομαζόταν και όχι ονομάζεται μιας και ουσιαστικά, όπως είπαμε νωρίτερα, παύει να υπάρχει. Δεν ισχυριζόμαστε ότι η ΠΔΣ αποτέλεσε ποτέ, σε πανελλαδική κλίμακα, αξιόπιστο ανταγωνιστή των φροντιστηρίων. Αποτέλεσε όμως σημαντικό βοήθημα για μεγάλη μερίδα μαθητών. Ούτε υπερασπιζόμαστε τυφλά τον θεσμό της ΠΔΣ. Θα όφειλε το (σχεδιασμένο από την πολιτική ηγεσία) κανονικό σχολικό πρόγραμμα να είναι ποιοτικά ικανό να εξυπηρετεί το σκοπό του, χωρίς ΠΔΣ, χωρίς φροντιστήρια. Δεν είναι όμως. Και στο βαθμό που δεν μπορεί (και δεν επιθυμεί) να ανταποκριθεί το ίδιο στις απαιτήσεις του, η κατάργηση της ΠΔΣ στερεί από τους μαθητές, ιδίως τους φτωχότερους, ένα σημαντικό εργαλείο.
Εξακολουθούμε να μιλάμε για τους μαθητές και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έννοια του μαθητή στο σχολείο αποκτά το πλήρες της νόημα όταν δίπλα της βρίσκεται η έννοια του δασκάλου/καθηγητή. Σ’ αυτό το δίπολο σχέσεων ο ένας δίνει νόημα στον άλλον, αμφίδρομα, και η ουσιαστική απουσία του ενός οδηγεί στην ολοκληρωτική ακύρωση του άλλου. Αναρωτιόμαστε, σε ποιο βαθμό οι μαθητές θα αισθάνονται όντως μαθητές όταν δίπλα τους έχουν καθηγητές που μαζί με την φυσική τους παρουσία θα σέρνουν την απελπισμένη φιγούρα ενός χαμηλόμισθου, περιπλανώμενου ανά την ελλάδα, που κάποτε θεωρούσε ότι θα αποτελέσει τον μεταλαμπαδευτή της γνώσης και τώρα αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται υπό παρακολούθηση/αξιολόγηση για ένα έργο που δεν του βγαίνει και δεν μπορεί, αντικειμενικά, όχι να το επανακαθορίσει, αλλά ούτε καν να το προσδιορίσει.
Γιατί τα λέμε αυτά;
...ΚΑΙ ΣΕ ΜΑΣ
Τα λέμε γιατί περιγράφουν την κατάσταση μας. Την τωρινή, αλλά πολύ περισσότερο τη μελλοντική. Δεν θα σταθούμε στη μισθολογική μας κατάσταση. Είναι γνωστό, και κυρίως αισθητό, ότι το εισόδημα μας έχει μειωθεί αρκετά και πιθανότατα θα μειωθεί περισσότερο μέσω της σύνδεσης του μισθού με την παραγωγικότητα. Τον ακριβή τρόπο και μέγεθος θα τα δούμε με το νέο μισθολόγιο σε λίγο καιρό. Θα σταθούμε όμως στις αλλαγές των εργασιακών μας σχέσεων.
Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση τους ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: έχουμε πει και παλιότερα ότι οι αλλαγές, όχι μόνο σε μας, αλλά συνολικά στον κόσμο της εργασίας, θα είναι σημαντικές και κυρίως κλιμακωτές. Είναι ο σχετικά ήπιος τρόπος που επέλεξαν για να μετασχηματίσουν το μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Και παλιότερα επίσης, έλεγαν ότι επιδίωκαν την ήπια προσαρμογή, αλλά από την πολλή ηπιότητα κάπου τους διέφευγε η προσαρμογή! Πλέον, θα κρατήσουν και την προσαρμογή. Συνεπώς, όσα είδαμε μέχρι τώρα είναι η αρχή και όσα θα δούμε τους επόμενους λίγους μήνες θα είναι η συνέχεια και σε καμία περίπτωση δεν θα είναι η οριστική κατάληξη στο τι σχεδιάζουν για μας. Αυτή ενδεχομένως να αργήσει.
Κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του και τις σχέσεις εξουσίας που το συνδέουν με τους υπηκόους του, οφείλει πριν την εφαρμογή εκτεταμένων αλλαγών στις ζωές τους να καλλιεργήσει ένα αίσθημα ανασφάλειας και αποσταθεροποίησης. Είναι καθοριστικό αυτό το σημείο μιας και το αίσθημα ανασφάλειας οδηγεί στη συσπείρωση γύρω από το κράτος και στην δημιουργία εθνικών (συνεπώς καθολικής αποδοχής) στόχων, για την επίτευξη των οποίων οφείλουν όλοι να συνεισφέρουν. Η ανασφάλεια πηγάζει από τη δυσχερή οικονονική θέση του κράτους και τελικά αντανακλάται (που αλλού;) στις εργασιακές σχέσεις! Το αίσθημα αυτό έχει αρχίσει να καλλιεργείται στο σύνολο της κοινωνίας. Μένει δρόμος ακόμα μέχρι να παγιωθεί αλλά είναι ήδη στρωμένος!
Μήπως οι εκπαιδευτικοί ξεφεύγουν από αυτό το πλαίσιο της (ειρηνικής) καταστολής; Ασφαλώς όχι! Ας δούμε γιατί:
(αρκετά από όσα θα δούμε παρακάτω βασίζονται, μεταξύ άλλων, στις γνωστές πλέον προτάσεις του ιδρύματος τσάτσου πάνω στις οποίες, σύμφωνα με δημοσιεύματα αλλά και τα λεγόμενα του γ.γ. του υπουργείου, θα νομοθετήσει το υπουργείο)
Εξηγήσαμε νωρίτερα τι συμβαίνει με την αυτοαξιολόγηση και επισημάναμε ότι αυτή αποτελεί το πρώτο βήμα για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, δηλαδή των εκπαιδευτικών. Η αξιολόγηση απασχολεί τον εκπαιδευτικό κόσμο αρκετά χρόνια και κατά καιρούς αρμόδιες επιτροπές του υπουργείου κατέθεταν τα πορίσματα τους για το θέμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το παιδαγωγικό ιστιτούτο έχει προτείνει την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού από τον σύμβουλο και τον διευθυντή διαβαθμίζοντας το αξιολογικό αποτέλεσμα σε 5 βαθμίδες, η τελευταία εκ των οποίων οδηγεί στην απόλυση. Αντίστοιχη πρόταση έχει καταθέσει και το συμβούλιο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ). Η έννοια της αξιολόγησης επίσης έχει εισαχθεί σε διάφορους νόμους με τελευταίο τον πρόσφατο 3848/2010. Αφού λοιπόν η αξιολόγηση έχει τεθεί σε πορίσματα και νόμους χωρίς ποτέ να εφαρμοστεί, γιατί αυτό να συμβεί τώρα; θα ρώταγε κάποιος καλοπροαίρετος! Γιατί η κατάσταση έχει ζορίσει, απαντάμε εμείς! Και γιατί ήδη θεσμοθετούνται τα εργαλεία που σιγά σιγά θα την οριοθετήσουν.
Πέραν της αυτοαξιολόγησης, ο νεοεισαχθείς θεσμός του μέντορα είναι ένα τέτοιο εργαλείο. Αν και στο κείμενο διαβούλευσης που κατατέθηκε δεν αναφέρεται πουθενά η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού από τον μέντορα, αυτή υποβόσκει μιας και ο μέντορας “…ενθαρρύνει …την αυτοαξιολόγηση στα πλαίσια μιας ισότιμης σχέσης”. Η μεντορική σχέση, όπως την αποκαλεί το υπουργείο, ενέχει στοιχεία μιας πρώϊμης και ήπιας αξιολογικής σχέσης η οποία ωριμάζει και εντείνεται στη συνέχεια καθώς (αντιγράφουμε από τις προτάσεις τσάτσου) “ο (διευρυμένων καθηκόντων και εξουσιών) διευθυντής ορίζει τους μέντορες και πρωταγωνιστεί στην αξιολόγηση των νεοδιόριστων”. Πάλι ο καλοπροαίρετος συνομιλητής θα αναρωτηθεί: εντάξει, αυτό αφορά τους νεοδιόριστους για τους οποίους, ούτως ή άλλως, ισχύει η διετής δοκιμαστική περίοδος. Σύμφωνοι, αλλά αφού υπάρχει ήδη αυτή η (κατά βάση τυπική, μην ξεχνιόμαστε!) περίοδος τότε προς τι ο επανακαθορισμός της μέσω του πρωταγωνιστικού ρόλου του διευθυντή; Είναι σαφές ότι, έστω στις προθέσεις, το πλαίσιο για τους νεοδιόριστους γίνεται ελαφρώς πιο αξιολογικό.
Ας έρθουμε όμως και στους παλαιότερους. Έχει ειπωθεί απο χίλιες δυο πλευρές ότι οι μισθοί πλέον στο δημόσιο θα συνδέονται με την παραγωγικότητα. Και ρωτάμε: υπάρχει πιο αξιολογικός όρος από την παραγωγικότητα; Και αν κάποιος κρίνεται μη παραγωγικός, θα εξακολουθεί να αμοίβεται, έστω και χαμηλότερα; Σκεφτείτε το!
Αλλά πριν απαντήσετε, σκεφτείτε κάτι ακόμα: οι προτάσεις τσάτσου έχουν ήδη προσδιορίσει έναν ποσοτικό δείκτη παραγωγικότητας για την αμοιβή του διευθυντή ο οποίος σχετίζεται με τον αριθμό μαθητών – καθηγητών που διευθύνει. Μήπως στην προσπάθεια μας να φανούμε παραγωγικοί οδηγηθούμε στην συνειδητή επιλογή θέσεων εργασίας σε αυτά τα πολυδύναμα σχολικά κέντρα που σχολιάσαμε νωρίτερα; Μήπως στην προσπάθεια ενίσχυσης (και δικαιολόγησης) των μισθών μας αποδεχτούμε την παραγωγικότητα/αξιολόγηση ως αποδεικτικό στοιχείο; Μήπως κινδυνεύουμε να ενσωματώσουμε την αξιολόγηση, αυτοαξιολογώντας τους εαυτούς μας και μάλιστα με τους όρους που (έξυπνα) μας επιβάλλουν; Δεν παραδίδουμε μαθήματα ΜΒΑ. Αυτά, είπαμε, τα κάνει το υπουργείο. Να τα αποδομήσουμε θέλουμε για να χτίσουμε πάνω τους εργατική συνείδηση. Που είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν όσα έρχονται.
Στο βαθμό, λοιπόν, που η αξιολόγηση (με τις μορφές και παραλλαγές της) μας περικυκλώνει από πολλές μεριές, το αίσθημα ανασφάλειας, που μνημονεύσαμε πριν, απλώνεται. Και παγιώνεται με πιο απτούς και τεχνικούς τρόπους. Ας μετρήσουμε:
Μεταθέσεις.
Η υποχρέωση (με το νόμο 3848/2010) τριετούς για τους νεοδιόριστους και διετούς για τους υπόλοιπους παραμονής στον τόπο της οργανικής θέσης δεν εξυπηρετεί κανέναν απολύτως οργανωτικό σκοπό για το υπουργείο. Ούτως ή άλλως, η μετάθεση δεν ήταν ποτέ δικαίωμα απαιτητό, ανεξάρτητο των οργανικών κενών. Δικαίωμα αποτελούσε η αίτηση για μετάθεση και αυτό πλέον χάνεται. Θα μπορούσε κάλλιστα το υπουργείο να δεχτεί τις αιτήσεις και να ικανοποιήσει ελάχιστες. Αλλά τότε δεν θα καλλιεργούσε τον πανικό παρα μόνο τη στιγμή της ανακοίνωσης τους. Τώρα όχι μόνο τον καλλιέργησε αλλά τον εντείνει αφού δημοσιοποιεί επιπλέον τις προθέσεις του για μηδενισμό των μορίων μετά την πρώτη μετάθεση. Τι εξυπηρετεί άραγε αυτή η πρόταση; Τίποτα άλλο πέρα από την προειδοποίηση (και συνειδητοποίηση) ότι οι πολυπόθητες μεταθέσεις θα λιγοστέψουν. Και ότι η περιπλάνηση θα συνεχιστεί. Εθελοντικά ή υποχρεωτικά. Υποχρεωτικά;
Υποχρεωτικές αποσπάσεις.
Ο ίδιος νόμος για την εκπαίδευση ορίζει ότι οι εκπαιδευτικοί που πλεονάζουν θα αποσπώνται ακόμα και εκτός ΠΥΣΔΕ, ακόμα και εκτός περιφέρειας! Προς εφαρμογή αυτής της διάταξης η περιφέρεια θεσσαλίας ήδη απέσπασε εκπαιδευτικούς σε άλλο νομό χωρίς αίτηση τους. Και το υπουργείο πριν λίγες μέρες με εγκύκλιο του δημοσίευσε πίνακα κενών ανά την ελλάδα προκειμένου να καλυφθούν υποχρεωτικά απο τους, επίσης, ανά την ελλάδα υπεράριθμους. Έσπευσε, βέβαια, λίγο αργότερα να μαζέψει την κατάσταση διευκρινίζοντας ότι οι αποσπάσεις θα γίνουν μόνο κατόπιν αίτησης των εκπαιδευτικών. Παρόλα αυτά οι προθέσεις του έγιναν ξεκάθαρες για το μέλλον. Οι υπεράριθμοι δεν θα ξέρουν που και τι τους ξημερώνει. Και όταν μιλάμε για υπεράριθμους ουσιαστικά ανοίγουμε την κουβέντα των οργανικών.
Μείωση των οργανικών θέσεων.
Δεν είναι καινούριο το φαινόμενο οι διευθύνσεις εκπαίδευσης να προσπαθούν να κλείσουν όσο περισσότερες οργανικές μπορούν. Τώρα πλέον, με τις συγχωνεύσεις σχολείων που σχεδιάζουν, θα δώσουν τα ρέστα τους! Το φαινόμενο “διάθεση ΠΥΣΔΕ” όχι μόνο θα ενταθεί αλλά θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Δεν είναι μόνο ότι η οργανική εξασφάλιζε σε κάποιο βαθμό μια σταθερότητα στον τόπο εργασίας. Έχει τη σημασία του και αυτό αλλά τώρα πια διακυβεύονται πολλά περισσότερα.
Καταγραφή υπεράριθμων με σκοπό τη μετάταξη.
Με εγκύκλιο του το υπουργείο εσωτερικών, στις 27/12/2010, προχωρά στην αναλυτική καταγραφή των υπεράριθμων στο δημόσιο με σκοπό τη μετάταξη τους. Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνει ότι η αντίστοιχη καταγραφή για τους εκπαιδευτικούς θα πραγματοποιηθεί με επόμενη εγκύκλιο. Και βέβαια, για όποιον επιθυμεί να βλέπει και λίγο πέρα από τη μύτη του, η υποχρεωτική μετάταξη με την απόλυση συνορεύουν και πιθανόν στο μέλλον να μπλεχτούν μεταξύ τους. Κάτι σαν τον εναέριο χώρο ελλάδας-τουρκίας!
Μετά από όλα αυτά δεν θέλει και πολύ να σκύψει κάποιος το κεφάλι. Από ανασφάλεια, από απογοήτευση, από απόγνωση, από το βάρος. Τότε είναι που οι εργασιακές σχέσεις μπορούν να επαναρρυθμιστούν ευκολότερα.
Ωράριο.
Όλο και περισσότερο ακούγεται η αύξηση του ωραρίου στοδημόσιο. Στην περίπτωση μας έχουμε διπλό ενδιαφέρον. Αφενός έχουμε το διδακτικό ωράριο, αφετέρου το ωράριο υποχρεωτικής παρουσίας στο σχολείο. Στο κείμενο διαβούλευσης του υπουργείου τίθεται το ζήτημα του εξορθολογισμού του ωραρίου πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Υπονοούν την εξίσωση του και βέβαια προς τα πάνω. Προς τα πάνω για τον έναν ή και για τους δύο, αυτό δεν το ξεκαθαρίζουν, αλλά δεν θα μας εκπλήξει καθόλου αν αυτό αφορά και την πρωτοβάθμια. Τονίσαμε προηγούμενα τις μεγάλες ανάγκες για ώρες δασκάλων. Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο να αντιμετωπίζονται ενιαία, όχι μόνο στο ωράριο, οι δύο βαθμίδες είναι ορατό. Βρίσκεται, άλλωστε, στις προτάσεις τσάτσου η ενοποίηση των διευθύνσεων προσωπικού πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Εξισώνουν έτσι το ωράριο και διευκολύνουν, ταυτόχρονα, τις διαθέσεις από τη μία βαθμίδα στην άλλη. Διαθέσεις που φέτος πήραν διαστάσεις και προκάλεσαν ανάλογες αντιδράσεις.
Για να μιλήσουμε για το ωράριο υποχρεωτικής παρουσίας στο σχολείο, θα πρέπει να έχουμε δύο πράγματα στο μυαλό μας. Τα ολοήμερα και την κατάργηση των γραφείων. Είναι δεδομένες και καταγεγραμμένες οι προθέσεις το υπουργείου για ολοήμερα σχολεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον χρονικό ορίζοντα υλοποίησης στο σύνολο τους. Ακόμα, όμως, κι αν αυτά αργήσουν, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι η κατάργηση των γραφείων εκπαίδευσης θα συνοδευτεί από εκχώρηση των περισσότερων αρμοδιοτήτων τους στα σχολεία. Με άλλα λόγια, περισσότερη εξωδιδακτική απασχόληση για καθηγητές και διευθυντές. Αν αυτό συνοδευτεί από την ανάγκη ή την υποχρέωση για περισσότερο χρόνο παραμονήςστο σχολείο είναι κάτι που θα φανεί. Ότι θα προσθέσει πάντως περισσότερο φόρτο εργασίας είναι δεδομένο.
Η εξουσία στους διευθυντές
Φόρτο εργασίας που δεν φανταζόμαστε να τον επωμιστούν στο σύνολο του οι διευθυντές. Σ’ αυτούς θα περάσει κάποιο επιπλέον ποσοστό γραφειοκρατίας, αλλά και ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό εξουσίας. Αυτό σχεδιάζει το υπουργείο προκειμένου να βρεί αυτούς που θα θέσουν σε εφαρμογή και θα επιβλέπουν τη ζοφερή καθημερινότητα. Ο αυξημένος ρόλος στην αξιολόγηση, στη χορήγηση αδειών, στην ανάθεση υπερωριών και ποιος ξέρει σε τι άλλο θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο τον καθηγητή, πράγμα που αποτελεί, άλλωστε, στόχευση. Θα δημιουργήσει/ενισχύσει τις σχέσεις εξάρτησης και υποτέλειας. Στο πλαίσιο αυτό, τέλος, θα επανεξεταστούν (και θα μειωθούν) οι αρμοδιότητες του συλλόγου διδασκόντων ώστε να μην υπάρχουν επικαλύψεις με αυτές του διευθυντή.
Είναι φανερό ότι το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό για τους εκπαιδευτικούς. Όχι ότι το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν ήταν καλύτερα. Είναι κοινός τόπος πλέον ότι ο εκπαιδευτικός, εδώ και χρόνια, έχει κοινωνικά απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής απαξίωσης ήταν και είναι η μισθολογική του καθήλωση. Αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής απαξίωσης ήταν και είναι η σταδιακή απορρύθμιση των εργασιακών του σχέσεων. Έφταιγε άραγε η πρόσφατη οικονομική κρίση γι’ αυτήν την απαξίωση; Όχι βέβαια! Μήπως αυτή η περίφημη δημοσιονομική εξυγίανση, είναι απλά η αφορμή για όσα μας συμβαίνουν τελευταία; Μήπως η αιτία είναι άλλη; Έχουμε βάσιμους λόγους για να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Τι είναι αυτό λοιπόν που πραγματικά προκαλεί αυτή την απαξίωση; Ο εκπαιδευτικός δεν είναι αποκομμένος από το εκπαιδευτικό σύστημα που καλείται να υπηρετήσει. Η απάντηση λοιπόν βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό
ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Διαβάζοντας κανείς αναλύσεις του παρελθόντος για το ρόλο της εκπαίδευσης θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες απ’ αυτές επικεντρώνονταν σε δύο βασικές συνιστώσες. Στον ιδεολογικό και κατανεμητικό ρόλο της εκπαίδευσης. Και δεν είχαν άδικο. Το σχολείο ήταν (μαζί με την οικογένεια) το κατεξοχήν πεδίο κοινωνικοποίησης. Ήταν αυτό που θα πετύχαινε την ομαλή ένταξη των μαθητών στον κοινωνικό ιστό, που θα τους ενσωμάτωνε στην κοινωνία, που θα προσάρμοζε την προσωπικότητα, τις ιδέες, τις αξίες του στις κυρίαρχες αντιλήψεις της κοινωνίας.
Το σχολείο και αργότερα το πανεπιστήμιο ήταν, επίσης, αυτά που θα φρόντιζαν για την μετάδοση των γνώσεων στους μαθητές. Εκείνων των γνώσεων που χρειαζόταν η παραγωγή. Που χρειαζόταν η τότε πορεία εξέλιξης του καπιταλισμού. Η οποία είχε ένα δυναμικό δευτερογενή και έναν πολλά υποσχόμενο αναπτυσσόμενο τριτογενή τομέα. Το εκπαιδευτικό σύστημα είχε να παίξει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού.
Τα χρόνια πέρασαν και το εκπαιδευτικό σύστημα έχασε αρκετή απ’ αυτή την αίγλη του. Ο ιδεολογικός και κατανεμητικός του ρόλος, αν και πάντα υπάρχει, έχει σε μεγάλο βαθμό ξεθωριάσει. Συνέβαλαν πολλοί παράγοντες σ’ αυτό. Στις σύγχρονες κοινωνίες η κοινωνικοποίηση των νέων περνά μέσα από πολλά και διαφορετικά κανάλια, πέρα και έξω από το σχολείο. Media, μαζική διασκέδαση, εξωσχολικές δραστηριότητες είναι μερικά από τα νεόφερτα στοιχεία του σύγχρονου τρόπου ζωής που αγγίζουν την καθημερινότητα των νέων. Κοινωνικοποιεί και το σχολείο, αλλά όχι καθοριστικά, και σίγουρα όχι στο βαθμό που το έκανε.
Απ’ την άλλη, η ανάπτυξη της τεχνολογίας επέφερε τεράστιες αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας. Ο δευτερογενής τομέας αυτοματοποιήθηκε πλήρως. Και συνέβη και το αδιανόητο: άρχισε να μηχανοποιείται και ο τριτογενής! Πολλές από τις υπηρεσίες πλέον απαιτούν καλούς χειριστές και όχι εξειδικευμένους επαγγελματίες ή επιστήμονες. Είναι αδιανόητο ένας μανάβης π.χ. να “κλείσει ισολογισμό”, αλλά είναι λιγότερο αδιανόητο για τον ίδιο μανάβη αν ξέρει το eurofasma! Κι αν δεν το ξέρει, μπορεί το eurofasma σε διαδοχικές εκδόσεις του να φροντίσει ώστε να γίνει πιο φιλικό και εύχρηστο. Κι αν το προηγούμενο παράδειγμα μοιάζει αρκετά ακραίο, ας σκεφτούμε ένα χτίστη που με τη βοήθεια του autocad μετατρέπεται σε αρχιτέκτονα. Και αν κι’ αυτό το παράδειγμα εξακολουθεί να μοιάζει ακραίο, ε, τότε ας σκεφτούμε μια επίδοξη γραμματέα που δεν γνωρίζει καθόλου ορθογραφία αλλά μόλις ανακάλυψε τον ορθογραφικό έλεγχο του word! Χμ, τώρα έδεσε καλύτερα! Η μηχανοποίηση του τριτογενούς έχει κάνει αρκετά βήματα και έχει πολλά ακόμα να διανύσει. Το μοντέλο ανάπτυξης του καπιταλισμού, με τις νέες μορφές εκμετάλλευσης της εργασίας, δείχνει να διαμορφώνει έναν καινούριο δρόμο. Και μπροστά σ’ αυτήν την εξέλιξη το εκπαιδευτικό σύστημα μοιάζει εντελώς, μα εντελώς, ξεπερασμένο. Κινείται στα μονοπάτια του προηγούμενου εξελικτικού σταδίου. Κάποια στιγμή θα προσαρμοστεί, όταν και αν κριθεί απαραίτητο.
Επιπρόσθετα, η ραγδαία ανάπτυξη του internet έχει να προσφέρει τη δική της τεράστια συμβολή. Ο κυβερνοχώρος, ως μια ατελείωτη δεξαμενή αποθήκευσης πληροφοριών, έχει καταστεί μια υπερβιβλιοθήκη στην οποία τείνει να καταχωρηθεί η παγκόσμια γνώση/πληροφορία. Η οποία για να αποκτήσει αξία βέβαια πρέπει ξεδιαλεχτεί, να ανασυρθεί μέσα από βουνά δεδομένων και να αξιοποιηθεί. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να αντιληφθεί κανείς ότι την συλλογή και ταξινόμηση της γνώσης/πληροφορίας ήδη την κάνει η google! Η αξιολόγηση της είναι ζήτημα χρόνου, ούτως ή άλλως με ποσοτικούς όρους θα γίνεται μιας και χρήσιμη γνώση καθίσταται η χρηστική γνώση και η χρηστικότητα είναι εύκολα μετρήσιμος όρος για μηχανές αναζήτησης!
Ποιος επιμένει να αναρωτιέται ακόμα γιατί η εκπαίδευση, και συνακόλουθα ο εκπαιδευτικός ως το κατεξοχήν υποκείμενο αυτής, οδηγούνται σε τέτοια απαξίωση; Ποιος επιμένει να αναρωτιέται ακόμα γιατί τα σχολεία θυμίζουν και λειτουργούν ως parking παιδιών περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο;
φλεβάρης 2011
ΟΜΑΔΑ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ
Εκπαιδευτικοί Θήρας
στο ενδιάμεσο παρατηρούνται ζοφερά φαινόμενα....”
Antonio Gramsci
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως στο πλαίσιο της ευρύτερης δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτεί δραστικό περιορισμό του κόστους του δημοσίου, η εκπαίδευση καλείται να πληρώσει το κομμάτι που της αναλογεί. Σε δομές, σε μέσα, σε ανθρώπινο δυναμικό. Αυτή είναι η μία όψη της πραγματικότητας. Ιδεολογικά ουδέτερη (τουλάχιστον φαινομενικά) και γι’ αυτό το λόγο αρκετά συμπαγής και στέρεη, όπως άλλωστε οφείλουν να είναι όλες οι τεχνοκρατικές, οικονομίστικες προσεγγίσεις κόστους-οφέλους. Συνεπώς, αρκετά ισχυρή ώστε να δικαιολογήσει (και να πείσει για) όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.
Υπάρχει και μια δεύτερη όψη της πραγματικότητας. Όχι αντιθετική κατ’ ανάγκη προς την πρώτη, για την ακρίβεια συμπληρωματική της. Με μια σημαντική διαφορά όμως. Αυτή η δεύτερη όψη είναι ιδεολογικά προσανατολισμένη. Και τοποθετεί το ζήτημα της εκπαίδευσης στη σωστή – και καθοριστική - βάση: ως αντανάκλαση των σχέσεων παραγωγής. Θα μιλήσουμε γι’ αυτήν αργότερα, αφού πρώτα ξεδιαλύνουμε την εικόνα.
ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Έχει γίνει πάρα πολύς λόγος για την τραγική οικονομική κατάσταση του ελληνικού κράτους, την ουσιαστική χρεοκοπία του, την ανάγκη επανακαθορισμού της λειτουργίας του και εν τέλει την ανάγκη αλλαγής παραδείγματος για τον τρόπο οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό το κράτος περικόπτει συνεχώς τις δαπάνες του και μιας και το σύστημα εκπαίδευσης αποτελεί βασική του δραστηριότητα, περικόπτει συνεχώς τις δαπάνες προς το υπουργείο παιδείας. Οι πιστώσεις προς το συγκεκριμένο υπουργείο από τον κρατικό προϋπολογισμό για το 2011 ανέρχονται σε 2,75% του ΑΕΠ ή, για να μιλήσουμε με απόλυτους αριθμούς, σε λίγο πάνω από 6,2 δις €. Το ποσό είναι αρκετά μικρότερο από όσα συνήθως ξοδεύονταν για την παιδεία και αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε ευρείας κλίμακας ανατροπές όσων γνωρίζαμε και ίσχυαν μέχρι σήμερα. Ανατροπές στη διοικητική δομή του υπουργείου, στη λειτουργία του στενού πυρήνα (σχολεία και εσχάτως πανεπιστήμια) αλλά και των συμληρωματικών δομών του εκπαιδευτικού συστήματος, στους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών, στις συνθήκες και το περιβάλλον μάθησης των μαθητών, στην οικονομική επιβάρυνση των γονέων. Με λίγα λόγια, ανατροπές που αγγίζουν ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε εμπλέκεται σε αυτό που αποκαλούμε εκπαίδευση στην ελλάδα. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
ΕΛΑΦΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ
Αρκετά πριν ξεσπάσει επίσημα (έχει τη σημασία του αυτό, μην το παραβλέπουμε) η ελληνική οικονομική κρίση, είχε σχεδιαστεί και αποφασιστεί η μετάβαση σε μια νέα δομή, σύμφωνα με την οποία τα επίπεδα διοίκησης του κράτους θα μειώνονταν από τέσσερα σε τρία, μέσω της κατάργησης των νομαρχιών. Μιλάμε για την εφαρμογή του περίφημου καλλικράτη. Προφανής ο στόχος της μείωσης του κόστους.
Το υπουργείο παιδείας δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα διαφορετικό από αυτό που έκανε το κράτος στο σύνολο του. Να μειώσει δηλαδή τα επίπεδα διοίκησης. Σύμφωνα λοιπόν με προτάσεις που έχει αφήσει να διαρρεύσουν θα προχωρήσει στην κατάργηση όλων των γραφείων εκπαίδευσης ανά την ελλάδα. Δεν επιδιώκει μόνο την μείωση του κόστους αλλά, κυρίως, την αποδέσμευση αρκετά μεγάλου αριθμού αποσπασμένων εκπαιδευτικών με στόχο την επαναπροώθηση τους στα σχολεία. Κίνηση αναγκαστική προκειμένου να καλυφθούν τα κενά στα σχολεία. Μ’ ένα σμπάρο, λοιπόν, δυο τρυγόνια. Την ίδια στόχευση φαίνεται να έχει και η διαφαινόμενη μείωση κατά το ήμισυ του αριθμού διευθύνσεων, τμημάτων και γραφείων της Κ.Υ του υπουργείου. Πέραν αυτών, μια σειρά οργανισμών και φορέων υπό την επίβλεψη του υπουργείου καταργήθηκαν η συγχωνεύθηκαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε το παιδαγωγικό ινστιτούτο, το ΚΕΕ, τον ΟΕΕΚ, τον ΟΕΠΕΚ, τον ΟΕΔΒ κ.α.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι αλλαγές στη γραφειοκρατική δομή του υπουργείου μας αφήνουν αδιάφορους. Σε ένα δεύτερο, όμως, μας αφορούν άμεσα μιας και ορισμένες απ’ αυτές δεν είναι τόσο αθώες όσο φαίνονται. Για παράδειγμα, η κατάργηση των γραφείων εκπαίδευσης συνοδεύεται από μεταφορά των αρμοδιοτήτων τους κατα κύριο λόγο στις σχολικές μονάδες, δηλαδή στους εκπαιδευτικούς και τους διευθυντές των σχολείων. Επίσης, η κατάργηση του ΟΕΔΒ συνοδεύεται από την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων του σε νέο φορέα (ΝΠΙΔ) του οποίου οι οικονομικοί πόροι θα προέρχονται, εκτός του προϋπολογισμού, από το ΕΣΠΑ και την παροχή υπηρεσιών και τη διάθεση προϊόντων. Ας τα κρατήσουμε αυτά στο μυαλό μας. Τις συνέπειες τους θα τις δούμε παρακάτω, όταν η εικόνα θα δέσει περισσότερο.
YΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
ΑΥΤΟΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Είναι πολλά χρόνια που σέρνεται μια κουβέντα περί αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Φαίνεται πως έχει έρθει η ώρα να πάρει σιγά σιγά σάρκα και οστά. Ως πρώτο βήμα το υπουργείο εισήγαγε την εθελοντική αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Κάποιοι ανυποψίαστοι, μάλλον, διευθυντές έσπευσαν να συνδράμουν το νέο αυτό θεσμό εντάσσοντας τα σχολεία τους στο πρόγραμμα αυτοαξιολόγησης. Προσδοκούν πιθανότατα κάποιο βραβείο απο το υπουργείο αντίστοιχο με το “manager of the year” που απονέμει κάθε χρόνο η εεδε (ελληνική εταιρία διοίκησης επιχειρήσεων), ώστε να μπουν στο πάνθεον των αρχόντων της δημόσιας διοίκησης. Όμως, οι νέοι αυτοί επίδοξοι πρακτικοί masters of business administration, μάλλον, λόγω της ανεπάρκειας τους στην κατανόηση των σκοτεινών και σατανικών μεθόδων του ΜΒΑ όχι μόνο δεν θα πάρουν κανένα βραβείο αλλά θα έχουν σκάψει ταυτόχρονα το λάκκο των σχολείων τους και όχι μόνο. Εξηγούμαστε:
Η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων εισάγει ένα καίριο ερώτημα: κατά πόσο το σχολείο ενισχύεται οικονομικά από το δήμο και το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Οι δήμοι υποτίθεται ότι είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν τις λειτουργικές δαπάνες των σχολείων μέσω των σχολικών επιτροπών. Το υπουργείο σαφώς μεν υπονοεί ότι αυτό δεν συμβαίνει στον επιθυμητό βαθμό. Σαφέστερα δε, υποδεικνύει την εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης: το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων!
Αλλά δεν σταματά εδώ. Ζητά να μάθει τα έσοδα ανά μαθητή και ανά κατηγορία πηγών εσόδων και τα έξοδα ανά μαθητή και ανά κατηγορία δαπάνης. Άλλη μια στοίβα χαρτούρα θα γεμίσει τους φακέλους της γραφειοκρατίας, θα σκεφτείτε. Δεν είναι έτσι όμως! Είπαμε, οι προηγούμενοι διευθυντές είναι wannabe manager, αλλά οι εγκέφαλοι του υπουργείου είναι πραγματικοί και με τη βούλα! Βγάζουν, λοιπόν, οι πραγματικοί manager ένα πρότυπο κόστους (ή και εσόδων) ανά μαθητή με βάση τα στοιχεία που έχουν συλλέξει. Και ορίζουν ότι τόση θα είναι η δαπάνη ανά μαθητή που θα δικαιολογεί το υπουργείο. Για οποιαδήποτε απόκλιση προς τα πάνω ας φροντίσει κάθε σχολείο να καλύψει μόνο του το έλλειμμα. Πως; Από το σύλλογο γονέων που είπαμε πριν ή από όποιον άλλο βρει εύκαιρο! Άλλωστε, πάλι μέσω ενός προτύπου εσόδων ανά μαθητή και ανά σύλλογο γονέων, ο σύλλογος θα “οφείλει” να ενισχύσει τα παιδιά του.
Αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα, ότι τα μικρά σχολεία θα είναι αδύνατο να εναρμονιστούν με το πρότυπο κόστους ανά μαθητή μιας και οι λειτουργικές τους δαπάνες θα επιβαρύνουν δυσανάλογα τον περιορισμένο αριθμό μαθητών τους. Αντιλαμβάνεται, επίσης, κάποιος εύκολα ότι τα σχολεία σε υποβαθμισμένες περιοχές δύσκολα θα μπορούν να βρούν την αναγκαία χρηματοδότηση από τους γονείς. Αυτά, βέβαια, δεν τα φανταζόμαστε εμείς. Είναι οι προτάσεις που επεξεργάζεται το υπουργείο και έχει αφήσει να διαρρεύσουν στον τύπο.
Και βέβαια, το κόλπο έχει και συνέχεια. Πρόκειται για το κουπόνι παιδείας που κατά καιρούς απασχολεί ως ιδέα τις ηγεσίες του υπουργείου. Διότι, εφόσον βγεί το πρότυπο κόστους ανά μαθητή, τότε το κράτος θα μπορεί να χρηματοδοτεί απ’ ευθείας τον μαθητή με το ποσό αυτό, μέσω ενός κουπονιού, και ο ίδιος θα επιλέγει σε ποιο σχολείο θα το διαθέσει. Είναι προφανές ότι, προοπτικά, τα μικρά σχολεία θα υπολειτουργούν λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης και συνεπώς οι μαθητές όλο και περισσότερο θα επιλέγουν τα μεγαλύτερα σχολεία. Δημιουργώντας, τελικά, έναν αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο κατά τον οποίο τα μικρά σχολεία (υποβαθμισμένων αλλά και μη περιοχών) θα εξαφανιστούν και τα μεγάλα θα διογκώνονται.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό βέβαια, θα υπάρξει τεράστια φυγή προς τα ιδιωτικά σχολεία τα οποία θα έχουν καταστεί πιο προσιτά αφού μέρος του κόστους τους θα καλύπτεται από το κρατικό κουπόνι παιδείας!
ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙΣ – ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ
Η επιδίωξη του κράτους για το κλείσιμο των μικρών σχολείων και τη γιγάντωση των σχολικών μονάδων δεν προκύπτει μόνο από την προηγούμενη ανάλυση. Είναι ξεκάθαρη από τα επίσημα κείμενα και τις δηλώσεις των αρμόδιων υπουργών για τις καταργήσεις των σχολικών μονάδων. Το θέμα έχει ανακύψει εδώ και δυο μήνες περίπου και προχωρά με γοργούς ρυθμούς. Το υπουργείο περιμένει από τις περιφέρειες να κατονομάσουν τα σχολεία που έχουν λιγότερους από 130-150 μαθητές και να προτείνουν την πιθανή κατάργηση-συγχώνευση τους.
Υποτίθεται ότι το ζήτημα αφορά κατά κύριο λόγο τα σχολεία της ηπειρωτικής ελλάδας και θα εφαρμοστεί μόνο όπου υπάρχει η σύμφωνη γνώμη γονέων και τοπικής κοινωνίας. Παρόλα αυτά, ο περιφερειακός διευθυντής νοτίου αιγαίου ήταν από τους πρώτους (πολύ πριν τους αντίστοιχους της ηπειρωτικής ελλάδας) που έσπευσε με δηλώσεις του (σε τοπικές εφημερίδες στις 1/12 και 3/12) να δώσει κάλυψη στην πολιτική του υπουργείου, προτείνοντας συγχωνεύσεις. Οι σύλλογοι γονέων, από την πλευρά τους, στάθηκαν αμέσως, με ανακοινώσεις τους, απέναντι στις περιπτώσεις όπου πιθανολογήθηκε η συγχώνευση των σχολείων τους. Το θέμα έχει πάρει διαστάσεις και όπως φαίνεται το υπουργείο στοχεύει να προχωρήσει στο σχεδιασμό της νέας χρονιάς με ενσωματωμένες τις προβλέψεις για συγχωνεύσεις και συνεπώς μειωμένες τις ανάγκες για διδακτικό προσωπικό.
Και εδώ είναι το κλειδί. Αφορά, πρωτίστως την πρωτοβάθμια και δευτερευόντως την δευτεροβάθμια. Είναι γνωστό εδώ και κάποια χρόνια ότι οι ανάγκες για δασκάλους είναι τόσο μεγάλες ώστε οριακά καλύπτονται κάθε χρόνο τα δημοτικά. Σύμφωνα με δημοσιεύμα της ελευθεροτυπίας, το υπουργείο φτάνει σε σημείο να προσλαμβάνει, ως αναπληρωτές, δασκάλους που ακόμα δεν έχουν πάρει το πτυχίο τους, την ίδια στιγμή που τα ιδιωτικά δημοτικά καλύπτουν τις ανάγκες τους με καθηγητές δευτεροβάθμιας! Ο δάσκαλος έτεινε να γίνει το επάγγελμα του μέλλοντος καθώς μετά από 4 χρόνια σπουδών, ο πτυχιούχος είχε σχεδόν εξασφαλισμένη θέση στο δημόσιο. Αυτός ήταν και ο λόγος που τα τελευταία χρόνια οι βάσεις των παιδαγωγικών σχολών είχαν εκτοξευθεί φιγουράροντας στις πρώτες θέσεις των ΑΕΙ.
Όλα αυτά μέχρι χθές! Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός αιτήσεων συνταξιοδότησης σε συνδυασμό με τον δραστικό περιορισμό των διορισμών (λόγω του κανόνα 1 προς 5 στο δημόσιο) οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μεγάλες ελλείψεις δασκάλων. Είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν αυτές αν δεν μειωθούν τα δημοτικά. Τα εύσχημα λόγια περί ανεπαρκούς παιδαγωγικού πλαισίου των ολιγοθέσιων σχολείων είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Επειδή, λοιπόν, δεν σκοπεύουμε να ...αγαπηθούμε με το υπουργείο, αποσαφηνίζουμε τις προθέσεις του. Και τονίζουμε ότι τα παραπάνω ισχύουν με τον ίδιο τρόπο, αν και σε μικρότερο βαθμό κατεπείγοντος, και στην δευτεροβάθμια.
ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ – ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ
Μέσα σ’ όλα αυτά δρομολογούνται και οι αλλαγές στα λύκεια και τον τρόπο πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εισάγονται νέα προγράμματα σπουδών στα γενικά λύκεια με περιορισμό των υποχρεωτικών μαθημάτων και διεύρυνση των επιλεγόμενων. Ταυτόχρονα, οι ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ συγχωνεύονται και αποτελούν πλέον το τεχνολογικό λύκειο, το οποίο θα παρέχει (όχι παντού, μόνο σε ορισμένα τεχνολογικά λύκεια) και ένα τέταρτο, μεταλυκειακό, έτος ειδίκευσης.
Δεν είναι η ώρα να ασχοληθούμε με το περιεχόμενο σπουδών του λυκείου. Ούτε με τον τρόπο πρόσβασης στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Αυτά είναι θέματα που θα μπορούσαν απο μόνα τους να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής (και ιδιαίτερης) ανάλυσης. Θα σταθούμε πάλι, ως ενισχυτικό των προηγούμενων, στο γεγονός ότι η νέα του δομή (είτε αφορά το γενικό με την πληθώρα επιλογών, είτε το τεχνολογικό με τις πολλαπλές ειδικότητες και το τετραετές πρόγραμμα) συνηγορεί στα μεγάλα, πολυδύναμα σχολεία που αναφέραμε νωρίτερα.
Και θα συνοψίσουμε: οι μεγάλες πολυδύναμες σχολικές μονάδες χρειάζονται αντίστοιχα μεγάλα σχολικά κτίρια για να λειτουργήσουν. Χρειάζονται ικανό αριθμό αιθουσών και ικανό μέγεθος προαυλίων για να φιλοξενήσουν τους μαθητές. Υπάρχουν άραγε τέτοια στην ελλάδα; Όχι βέβαια! Σκοπεύουν να χτίσουν τέτοια στην ελλάδα; Όχι βέβαια! Εδώ δεν δίνουν χρήματα για πετρέλαιο και φωτοτυπικά, για ανέγερση κτιρίων θα δώσουν; Τότε; Τότε, τι! Στοιβαχτήτε όλοι όπου και όπως μπορείτε, μετατρέψτε τις σχολικές αίθουσες σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, απαγορεύστε το παιχνίδι στα προαύλια και αφήστε ήσυχο το κράτος να ασχοληθεί με τα προβλήματα που πραγματικά το απασχολούν. Πρέπει να πετύχει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, ακόμα να το καταλάβετε; Μην το σκοτίζετε περισσότερο!
ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Και κυρίως μην το σκοτίζετε με παντελώς άχρηστα πράγματα. Τέτοια φαίνεται να αποτελούν όλα αυτά που αποκαλούμε συμπληρωματικές δομές εκπαίδευσης και τα οποία βαίνουν ολοταχώς προς κατάργηση.
Πρώτη στη λίστα η ΠΔΣ. Μετά από μια σύντομη περίοδο όπου α) επιχειρήθηκε η λειτουργία της με εκπαιδευτικούς που δεν συμπλήρωναν ωράριο ώστε να μην δικαιούνται αποζημίωση και β) στις περιπτώσεις που δικαιούταν αποζημίωση ο εκπαιδευτικός, αυτή μειώθηκε δραστικά, κρίθηκε τελικά ότι ο θεσμός της ΠΔΣ εξακολουθεί να είναι αρκετά δαπανηρός ώστε να συνεχίσει να υφίσταται. Έτσι με εγκύκλιο του υπουργείου περιορίζεται σημαντικά και αφορά πλέον μόνο τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα των δυσπρόσιτων σχολείων. Πρακτικά, λοιπόν, αφορά ελάχιστους.
Δεύτερα στη λίστα τα δημόσια ΙΕΚ. Δεν είναι μόνο ότι καταργήθηκε ο ΟΕΕΚ, ο οργανισμός που τα επόπτευε, όπως αναφέραμε νωρίτερα. Αλλωστε στη θέση του μπήκε κάποιος άλλος. Είναι ότι υπάρχει ανάγκη εξοικονόμησης κονδυλίων που οδηγεί σε προσπάθεια εξορθολογισμού του δικτύου των ΙΕΚ, όπως παραδέχεται σε συνέντευξη στην καθημερινή ο πρώην πρόεδρος του ΟΕΕΚ. Και βέβαια, δεν θα είναι καθόλου δύσκολο να κλείσουν σιγά σιγά τα ΙΕΚ μιας και ο μοναδικός πραγματικός λόγος ύπαρξης τους είναι ότι είναι τα μόνα που παρέχουν πτυχίο επιπέδου 3 αφού για τα ΕΠΑΛ εξαντλείται η δυνατότητα τους μέχρι το επίπεδο 2. Αυτό, όμως, αλλάζει μιας και το 4ο μεταδευτεροβάθμιο έτος του νέου τεχνολογικού λυκείου (που προαναφέραμε) θα μπορεί πλέον να παρέχει πτυχία επιπέδου 3 σε αντιστοιχία με τις οδηγίες της ΕΕ, οπότε τα ΙΕΚ θα καταστούν αυτόματα περιττά.
Τρίτα στη λίστα τα σχολεία δέυτερης ευκαιρίας (ΣΔΕ) τα οποία φέτος δεν λειτούργησαν καθόλου ή υπολειτούργησαν μιας και οι αποσπάσεις προς αυτά ήταν μειωμένες στο ένα τρίτο.
Ακολουθούν στη λίστα τα αθλητικά σχολεία (ΤΑΔ-ΕΤΑΔ) για τα οποία το υπουργείο με εγκύκλιο του θέσπισε νέα μεγαλύτερα κατώτατα όρια αριθμού μαθητών επιτρέποντας πλέον σε ελάχιστα, σε σχέση με το παρελθόν, να λειτουργήσουν.
Η λίστα είναι μεγάλη και συμπληρώνεται με την πιθανή κατάργηση ή περιορισμό των (βαθιά ανάσα...) ΚΕΠΛΗΝΕΤ, ΚΠΕ, ΕΚΦΕ, ΓΡΑΣΕΠ, ΓΡΑΣΥ, μουσικών – καλλιτεχνικών σχολείων, σχολικών βιβλιοθηκών κλπ κλπ.
Έχει αρχίσει πιστεύουμε να γίνεται αντιληπτό το εύρος των αλλαγών που πρόκειται να συντελεστούν στο διαχειριστικό-οργανωτικό, έστω, επίπεδο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλαγές που θα επηρρεάσουν προφανώς τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία τα κατεξοχήν υποκείμενα αυτής, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές, και μέσω αυτών σε δεύτερο χρόνο, οι γονείς τους. Θα αναφερθούμε εκτενώς σ’ αυτό ξεκινώντας αντίστροφα.
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ
Οι γονείς δεν έχουν κανέναν άλλο τρόπο να εμπλακούν πέραν του οικονομικού. Λόγω θέσης είναι αυτοί που κατά κύριο λόγο ενδιαφέρονται για την παρεχόμενη, στα παιδιά τους, εκπαίδευση. Είναι αυτοί που κάνουν όνειρα για τα παιδιά τους και στο βαθμό που αυτά τα όνειρα συνδέονται με την εκπαίδευση, είναι αυτοί που προσδοκούν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση γι’ αυτά. Και ασφαλώς, είναι έτοιμοι να την πριμοδοτήσουν στο βαθμό που μπορούν.
Αυτή την ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση το κράτος επιχειρεί να την αξιοποιήσει αποτελεσματικά. Εξηγήσαμε νωρίτερα τον τρόπο με τον οποίο από την (φαινομενικά) αθώα διαδικασία της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας περνάμε στο πρότυπο δαπάνης ανά μαθητή και ενδεχομένως στο κουπόνι παιδείας. Κεντρικό στοιχείο της ανάλυσης είναι ότι για την εκπαίδευση κάθε μαθητή το κράτος θα διαθέτει ένα ποσό, αλλά αν τελικά (να πούμε σίγουρα;) αυτό το ποσό αποδειχθεί ανεπαρκές κάποιος θα πρέπει να καλύψει την οικονομική διαφορά.
Ένα κράτος πρόνοιας (που επενδύει και προσδοκά από το εκπαιδευτικό σύστημα)δεν θα άφηνε ποτέ να υπάρξει διαφορά. Αυτά τα κράτη πρόνοιας όμως γεννήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα ως υποστηρικτικοί θεσμοί του τότε οικονομικού παραδείγματος, της τότε πορείας εξέλιξης του καπιταλισμού. Σήμερα, τα κράτη πρόνοιας εξαφανίζονται, μιας και το οικονομικό παράδειγμα έχει αλλάξει, και για να μην πολυλογούμε, η οικονομική διαφορά που λέγαμε πριν, αναπόφευκτα θα υπάρξει. Ποιοι άραγε είναι οι άμεσα (και μόνοι) ενδιαφερόμενοι να την καλύψουν; Οι γονείς! Αν θελήσουν και μπορούν έχει καλώς, αν όχι, τα παιδιά τους θα λάβουν την ελάχιστη δυνατή εκπαίδευση. Αυτή, δυστυχώς, είναι η ωμή πραγματικότητα.
Ας δούμε ένα πιο άμεσο και απτό παράδειγμα. Εδώ και κάποια χρόνια το υπουργείο με διαδοχικές οδηγίες του προσπαθεί να θέσει το ζήτημα της επαναχρησιμοποίησης των σχολικών βιβλίων. Όχι βέβαια, πως προσδοκούσε να ξαναχρησιμοποιήσει για δεύτερη χρονιά τα ίδια βιβλία. Απλά, επιθυμούσε σταδιακά να στρώσει το έδαφος. Φέτος, λοιπόν, όπως αναφέραμε νωρίτερα, προχώρησε στην κατάργηση του ΟΕΔΒ και, από τη συγχώνευση του με το ΕΑΙΤΥ, προχώρησε στην ίδρυση του ινστιτούτου ψηφιακής πολιτικής και εκδόσεων για την εκπαίδευση. Οι τυμπανοκρουσίες για το ψηφιακό βιβλίο της νέας εποχής κάλυψαν επιμελώς το γεγονός ότι το νέο αυτό ινστιτούτο έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό την διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα του ψηφιακού εκπαιδευτικού αποθέματος, όχι όμως και του έντυπου! Επίσης, κάλυψαν το γεγονός ότι ο νέος αυτόςοργανισμός χρηματοδοτείται κατά ένα μέρος από τον κρατικό προϋπολογισμό και κατά το υπόλοιπο από την ΕΕ μέσω του εσπα. Τρίτη πηγή εσόδων του αποτελεί η “παροχή υπηρεσιών και διάθεση προϊόντων”. Τα κοινοτικά προγράμματα τύπου εσπα δεν υπάρχουν αιώνια και ο προϋπολογισμός δεν αποτελεί αξιόπιστη πλέον πηγή εσόδων. Ποιος άραγε μπορεί ακόμα με σιγουριά να ισχυριστεί ότι τα έντυπα βιβλία θα εξακολουθούν να παρέχονται δωρεάν ή δεν θα ενταχθούν στην κατηγορία των “προϊόντων”;
ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ
Πρώτα ο μαθητής λέει το υπουργείο και βεβαίως από σλόγκαν αλλό τίποτα.
Αν το σχολείο ήταν απο καταναγκαστικό ως αδιάφορο μία φορά για τους μαθητές, τώρα πλέον μπορεί να γίνει δύο και τρεις. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα προγράμματα και το περιεχόμενο σπουδών ήταν τα πλέον θελκτικά και ενδιαφέροντα, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα σχολεία ήταν βαθιά δημοκρατικά και ανεκτικά στην παιδική ιδιαιτερότητα και ψυχοσύνθεση, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα σχολεία αποτελούν μια γυάλα ιδεατά αποκομμένη και απαλλαγμένη από την αλλοτρίωση, τα πρότυπα, τις στάσεις και συμπεριφορές που κοινωνικά επιβάλλονται και αναπαράγονται, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι τα σχολεία είχαν πληρότητα τεχνικών μέσων και εξοπλισμού, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι οι καθηγητές (εμείς δηλαδή) δουλεύαμε πάντα μαζί τους με το μέγιστο της διάθεσης μας, ακόμα κι αν..., τι επιπλέον θα μπορούσε να κάνει το υπουργείο για να βελτιώσει αυτόν τον υπέροχο μικρόκοσμο του σχολείου που μόλις περιγράψαμε;
Ναι, σωστά μαντέψατε! 30άρια τμήματα!
Τονίσαμε ήδη νωρίτερα ότι η πολιτική του υπουργείου οδηγεί στη δημιουργία πολυδύναμων σχολείων τα οποία, για κακή τους τύχη, θα στεγάζονται σε μικρά και ανεπαρκή κτίρια. Στις δεδομένες σχολικές αίθουσες θα αναγκαστούν να επιμεριστούν περισσότεροι μαθητές. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι συνεχείς ελλείψεις καθηγητών, που μελλοντικά θα ενταθούν, δημιουργεί την ανάγκη για περισσότερους μαθητές ανά καθηγητή. Η κουβέντα που έχει ανοίξει εδώ και καιρό, λοιπόν,ούτε αβάσιμη είναι, ούτε αστεία. Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η μαθησιακή διαδικασία μπορεί να προωθηθεί σε τμήματα με 30 μαθητές; Ούτε καν το υπουργείο δεν τολμάει.
Κι αν η εκπαιδευτική διαδικασία στα πλαίσια του πρωϊνού προγράμματος φαίνεται ότι δυσχεραίνεται, η διέξοδος που είχαν ορισμένοι μαθητές ονομαζόταν ΠΔΣ. Ονομαζόταν και όχι ονομάζεται μιας και ουσιαστικά, όπως είπαμε νωρίτερα, παύει να υπάρχει. Δεν ισχυριζόμαστε ότι η ΠΔΣ αποτέλεσε ποτέ, σε πανελλαδική κλίμακα, αξιόπιστο ανταγωνιστή των φροντιστηρίων. Αποτέλεσε όμως σημαντικό βοήθημα για μεγάλη μερίδα μαθητών. Ούτε υπερασπιζόμαστε τυφλά τον θεσμό της ΠΔΣ. Θα όφειλε το (σχεδιασμένο από την πολιτική ηγεσία) κανονικό σχολικό πρόγραμμα να είναι ποιοτικά ικανό να εξυπηρετεί το σκοπό του, χωρίς ΠΔΣ, χωρίς φροντιστήρια. Δεν είναι όμως. Και στο βαθμό που δεν μπορεί (και δεν επιθυμεί) να ανταποκριθεί το ίδιο στις απαιτήσεις του, η κατάργηση της ΠΔΣ στερεί από τους μαθητές, ιδίως τους φτωχότερους, ένα σημαντικό εργαλείο.
Εξακολουθούμε να μιλάμε για τους μαθητές και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η έννοια του μαθητή στο σχολείο αποκτά το πλήρες της νόημα όταν δίπλα της βρίσκεται η έννοια του δασκάλου/καθηγητή. Σ’ αυτό το δίπολο σχέσεων ο ένας δίνει νόημα στον άλλον, αμφίδρομα, και η ουσιαστική απουσία του ενός οδηγεί στην ολοκληρωτική ακύρωση του άλλου. Αναρωτιόμαστε, σε ποιο βαθμό οι μαθητές θα αισθάνονται όντως μαθητές όταν δίπλα τους έχουν καθηγητές που μαζί με την φυσική τους παρουσία θα σέρνουν την απελπισμένη φιγούρα ενός χαμηλόμισθου, περιπλανώμενου ανά την ελλάδα, που κάποτε θεωρούσε ότι θα αποτελέσει τον μεταλαμπαδευτή της γνώσης και τώρα αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται υπό παρακολούθηση/αξιολόγηση για ένα έργο που δεν του βγαίνει και δεν μπορεί, αντικειμενικά, όχι να το επανακαθορίσει, αλλά ούτε καν να το προσδιορίσει.
Γιατί τα λέμε αυτά;
...ΚΑΙ ΣΕ ΜΑΣ
Τα λέμε γιατί περιγράφουν την κατάσταση μας. Την τωρινή, αλλά πολύ περισσότερο τη μελλοντική. Δεν θα σταθούμε στη μισθολογική μας κατάσταση. Είναι γνωστό, και κυρίως αισθητό, ότι το εισόδημα μας έχει μειωθεί αρκετά και πιθανότατα θα μειωθεί περισσότερο μέσω της σύνδεσης του μισθού με την παραγωγικότητα. Τον ακριβή τρόπο και μέγεθος θα τα δούμε με το νέο μισθολόγιο σε λίγο καιρό. Θα σταθούμε όμως στις αλλαγές των εργασιακών μας σχέσεων.
Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση τους ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: έχουμε πει και παλιότερα ότι οι αλλαγές, όχι μόνο σε μας, αλλά συνολικά στον κόσμο της εργασίας, θα είναι σημαντικές και κυρίως κλιμακωτές. Είναι ο σχετικά ήπιος τρόπος που επέλεξαν για να μετασχηματίσουν το μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Και παλιότερα επίσης, έλεγαν ότι επιδίωκαν την ήπια προσαρμογή, αλλά από την πολλή ηπιότητα κάπου τους διέφευγε η προσαρμογή! Πλέον, θα κρατήσουν και την προσαρμογή. Συνεπώς, όσα είδαμε μέχρι τώρα είναι η αρχή και όσα θα δούμε τους επόμενους λίγους μήνες θα είναι η συνέχεια και σε καμία περίπτωση δεν θα είναι η οριστική κατάληξη στο τι σχεδιάζουν για μας. Αυτή ενδεχομένως να αργήσει.
Κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του και τις σχέσεις εξουσίας που το συνδέουν με τους υπηκόους του, οφείλει πριν την εφαρμογή εκτεταμένων αλλαγών στις ζωές τους να καλλιεργήσει ένα αίσθημα ανασφάλειας και αποσταθεροποίησης. Είναι καθοριστικό αυτό το σημείο μιας και το αίσθημα ανασφάλειας οδηγεί στη συσπείρωση γύρω από το κράτος και στην δημιουργία εθνικών (συνεπώς καθολικής αποδοχής) στόχων, για την επίτευξη των οποίων οφείλουν όλοι να συνεισφέρουν. Η ανασφάλεια πηγάζει από τη δυσχερή οικονονική θέση του κράτους και τελικά αντανακλάται (που αλλού;) στις εργασιακές σχέσεις! Το αίσθημα αυτό έχει αρχίσει να καλλιεργείται στο σύνολο της κοινωνίας. Μένει δρόμος ακόμα μέχρι να παγιωθεί αλλά είναι ήδη στρωμένος!
Μήπως οι εκπαιδευτικοί ξεφεύγουν από αυτό το πλαίσιο της (ειρηνικής) καταστολής; Ασφαλώς όχι! Ας δούμε γιατί:
(αρκετά από όσα θα δούμε παρακάτω βασίζονται, μεταξύ άλλων, στις γνωστές πλέον προτάσεις του ιδρύματος τσάτσου πάνω στις οποίες, σύμφωνα με δημοσιεύματα αλλά και τα λεγόμενα του γ.γ. του υπουργείου, θα νομοθετήσει το υπουργείο)
Εξηγήσαμε νωρίτερα τι συμβαίνει με την αυτοαξιολόγηση και επισημάναμε ότι αυτή αποτελεί το πρώτο βήμα για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, δηλαδή των εκπαιδευτικών. Η αξιολόγηση απασχολεί τον εκπαιδευτικό κόσμο αρκετά χρόνια και κατά καιρούς αρμόδιες επιτροπές του υπουργείου κατέθεταν τα πορίσματα τους για το θέμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το παιδαγωγικό ιστιτούτο έχει προτείνει την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού από τον σύμβουλο και τον διευθυντή διαβαθμίζοντας το αξιολογικό αποτέλεσμα σε 5 βαθμίδες, η τελευταία εκ των οποίων οδηγεί στην απόλυση. Αντίστοιχη πρόταση έχει καταθέσει και το συμβούλιο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ). Η έννοια της αξιολόγησης επίσης έχει εισαχθεί σε διάφορους νόμους με τελευταίο τον πρόσφατο 3848/2010. Αφού λοιπόν η αξιολόγηση έχει τεθεί σε πορίσματα και νόμους χωρίς ποτέ να εφαρμοστεί, γιατί αυτό να συμβεί τώρα; θα ρώταγε κάποιος καλοπροαίρετος! Γιατί η κατάσταση έχει ζορίσει, απαντάμε εμείς! Και γιατί ήδη θεσμοθετούνται τα εργαλεία που σιγά σιγά θα την οριοθετήσουν.
Πέραν της αυτοαξιολόγησης, ο νεοεισαχθείς θεσμός του μέντορα είναι ένα τέτοιο εργαλείο. Αν και στο κείμενο διαβούλευσης που κατατέθηκε δεν αναφέρεται πουθενά η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού από τον μέντορα, αυτή υποβόσκει μιας και ο μέντορας “…ενθαρρύνει …την αυτοαξιολόγηση στα πλαίσια μιας ισότιμης σχέσης”. Η μεντορική σχέση, όπως την αποκαλεί το υπουργείο, ενέχει στοιχεία μιας πρώϊμης και ήπιας αξιολογικής σχέσης η οποία ωριμάζει και εντείνεται στη συνέχεια καθώς (αντιγράφουμε από τις προτάσεις τσάτσου) “ο (διευρυμένων καθηκόντων και εξουσιών) διευθυντής ορίζει τους μέντορες και πρωταγωνιστεί στην αξιολόγηση των νεοδιόριστων”. Πάλι ο καλοπροαίρετος συνομιλητής θα αναρωτηθεί: εντάξει, αυτό αφορά τους νεοδιόριστους για τους οποίους, ούτως ή άλλως, ισχύει η διετής δοκιμαστική περίοδος. Σύμφωνοι, αλλά αφού υπάρχει ήδη αυτή η (κατά βάση τυπική, μην ξεχνιόμαστε!) περίοδος τότε προς τι ο επανακαθορισμός της μέσω του πρωταγωνιστικού ρόλου του διευθυντή; Είναι σαφές ότι, έστω στις προθέσεις, το πλαίσιο για τους νεοδιόριστους γίνεται ελαφρώς πιο αξιολογικό.
Ας έρθουμε όμως και στους παλαιότερους. Έχει ειπωθεί απο χίλιες δυο πλευρές ότι οι μισθοί πλέον στο δημόσιο θα συνδέονται με την παραγωγικότητα. Και ρωτάμε: υπάρχει πιο αξιολογικός όρος από την παραγωγικότητα; Και αν κάποιος κρίνεται μη παραγωγικός, θα εξακολουθεί να αμοίβεται, έστω και χαμηλότερα; Σκεφτείτε το!
Αλλά πριν απαντήσετε, σκεφτείτε κάτι ακόμα: οι προτάσεις τσάτσου έχουν ήδη προσδιορίσει έναν ποσοτικό δείκτη παραγωγικότητας για την αμοιβή του διευθυντή ο οποίος σχετίζεται με τον αριθμό μαθητών – καθηγητών που διευθύνει. Μήπως στην προσπάθεια μας να φανούμε παραγωγικοί οδηγηθούμε στην συνειδητή επιλογή θέσεων εργασίας σε αυτά τα πολυδύναμα σχολικά κέντρα που σχολιάσαμε νωρίτερα; Μήπως στην προσπάθεια ενίσχυσης (και δικαιολόγησης) των μισθών μας αποδεχτούμε την παραγωγικότητα/αξιολόγηση ως αποδεικτικό στοιχείο; Μήπως κινδυνεύουμε να ενσωματώσουμε την αξιολόγηση, αυτοαξιολογώντας τους εαυτούς μας και μάλιστα με τους όρους που (έξυπνα) μας επιβάλλουν; Δεν παραδίδουμε μαθήματα ΜΒΑ. Αυτά, είπαμε, τα κάνει το υπουργείο. Να τα αποδομήσουμε θέλουμε για να χτίσουμε πάνω τους εργατική συνείδηση. Που είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν όσα έρχονται.
Στο βαθμό, λοιπόν, που η αξιολόγηση (με τις μορφές και παραλλαγές της) μας περικυκλώνει από πολλές μεριές, το αίσθημα ανασφάλειας, που μνημονεύσαμε πριν, απλώνεται. Και παγιώνεται με πιο απτούς και τεχνικούς τρόπους. Ας μετρήσουμε:
Μεταθέσεις.
Η υποχρέωση (με το νόμο 3848/2010) τριετούς για τους νεοδιόριστους και διετούς για τους υπόλοιπους παραμονής στον τόπο της οργανικής θέσης δεν εξυπηρετεί κανέναν απολύτως οργανωτικό σκοπό για το υπουργείο. Ούτως ή άλλως, η μετάθεση δεν ήταν ποτέ δικαίωμα απαιτητό, ανεξάρτητο των οργανικών κενών. Δικαίωμα αποτελούσε η αίτηση για μετάθεση και αυτό πλέον χάνεται. Θα μπορούσε κάλλιστα το υπουργείο να δεχτεί τις αιτήσεις και να ικανοποιήσει ελάχιστες. Αλλά τότε δεν θα καλλιεργούσε τον πανικό παρα μόνο τη στιγμή της ανακοίνωσης τους. Τώρα όχι μόνο τον καλλιέργησε αλλά τον εντείνει αφού δημοσιοποιεί επιπλέον τις προθέσεις του για μηδενισμό των μορίων μετά την πρώτη μετάθεση. Τι εξυπηρετεί άραγε αυτή η πρόταση; Τίποτα άλλο πέρα από την προειδοποίηση (και συνειδητοποίηση) ότι οι πολυπόθητες μεταθέσεις θα λιγοστέψουν. Και ότι η περιπλάνηση θα συνεχιστεί. Εθελοντικά ή υποχρεωτικά. Υποχρεωτικά;
Υποχρεωτικές αποσπάσεις.
Ο ίδιος νόμος για την εκπαίδευση ορίζει ότι οι εκπαιδευτικοί που πλεονάζουν θα αποσπώνται ακόμα και εκτός ΠΥΣΔΕ, ακόμα και εκτός περιφέρειας! Προς εφαρμογή αυτής της διάταξης η περιφέρεια θεσσαλίας ήδη απέσπασε εκπαιδευτικούς σε άλλο νομό χωρίς αίτηση τους. Και το υπουργείο πριν λίγες μέρες με εγκύκλιο του δημοσίευσε πίνακα κενών ανά την ελλάδα προκειμένου να καλυφθούν υποχρεωτικά απο τους, επίσης, ανά την ελλάδα υπεράριθμους. Έσπευσε, βέβαια, λίγο αργότερα να μαζέψει την κατάσταση διευκρινίζοντας ότι οι αποσπάσεις θα γίνουν μόνο κατόπιν αίτησης των εκπαιδευτικών. Παρόλα αυτά οι προθέσεις του έγιναν ξεκάθαρες για το μέλλον. Οι υπεράριθμοι δεν θα ξέρουν που και τι τους ξημερώνει. Και όταν μιλάμε για υπεράριθμους ουσιαστικά ανοίγουμε την κουβέντα των οργανικών.
Μείωση των οργανικών θέσεων.
Δεν είναι καινούριο το φαινόμενο οι διευθύνσεις εκπαίδευσης να προσπαθούν να κλείσουν όσο περισσότερες οργανικές μπορούν. Τώρα πλέον, με τις συγχωνεύσεις σχολείων που σχεδιάζουν, θα δώσουν τα ρέστα τους! Το φαινόμενο “διάθεση ΠΥΣΔΕ” όχι μόνο θα ενταθεί αλλά θα πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Δεν είναι μόνο ότι η οργανική εξασφάλιζε σε κάποιο βαθμό μια σταθερότητα στον τόπο εργασίας. Έχει τη σημασία του και αυτό αλλά τώρα πια διακυβεύονται πολλά περισσότερα.
Καταγραφή υπεράριθμων με σκοπό τη μετάταξη.
Με εγκύκλιο του το υπουργείο εσωτερικών, στις 27/12/2010, προχωρά στην αναλυτική καταγραφή των υπεράριθμων στο δημόσιο με σκοπό τη μετάταξη τους. Στην ίδια εγκύκλιο επισημαίνει ότι η αντίστοιχη καταγραφή για τους εκπαιδευτικούς θα πραγματοποιηθεί με επόμενη εγκύκλιο. Και βέβαια, για όποιον επιθυμεί να βλέπει και λίγο πέρα από τη μύτη του, η υποχρεωτική μετάταξη με την απόλυση συνορεύουν και πιθανόν στο μέλλον να μπλεχτούν μεταξύ τους. Κάτι σαν τον εναέριο χώρο ελλάδας-τουρκίας!
Μετά από όλα αυτά δεν θέλει και πολύ να σκύψει κάποιος το κεφάλι. Από ανασφάλεια, από απογοήτευση, από απόγνωση, από το βάρος. Τότε είναι που οι εργασιακές σχέσεις μπορούν να επαναρρυθμιστούν ευκολότερα.
Ωράριο.
Όλο και περισσότερο ακούγεται η αύξηση του ωραρίου στοδημόσιο. Στην περίπτωση μας έχουμε διπλό ενδιαφέρον. Αφενός έχουμε το διδακτικό ωράριο, αφετέρου το ωράριο υποχρεωτικής παρουσίας στο σχολείο. Στο κείμενο διαβούλευσης του υπουργείου τίθεται το ζήτημα του εξορθολογισμού του ωραρίου πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Υπονοούν την εξίσωση του και βέβαια προς τα πάνω. Προς τα πάνω για τον έναν ή και για τους δύο, αυτό δεν το ξεκαθαρίζουν, αλλά δεν θα μας εκπλήξει καθόλου αν αυτό αφορά και την πρωτοβάθμια. Τονίσαμε προηγούμενα τις μεγάλες ανάγκες για ώρες δασκάλων. Σε κάθε περίπτωση, το ενδεχόμενο να αντιμετωπίζονται ενιαία, όχι μόνο στο ωράριο, οι δύο βαθμίδες είναι ορατό. Βρίσκεται, άλλωστε, στις προτάσεις τσάτσου η ενοποίηση των διευθύνσεων προσωπικού πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Εξισώνουν έτσι το ωράριο και διευκολύνουν, ταυτόχρονα, τις διαθέσεις από τη μία βαθμίδα στην άλλη. Διαθέσεις που φέτος πήραν διαστάσεις και προκάλεσαν ανάλογες αντιδράσεις.
Για να μιλήσουμε για το ωράριο υποχρεωτικής παρουσίας στο σχολείο, θα πρέπει να έχουμε δύο πράγματα στο μυαλό μας. Τα ολοήμερα και την κατάργηση των γραφείων. Είναι δεδομένες και καταγεγραμμένες οι προθέσεις το υπουργείου για ολοήμερα σχολεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον χρονικό ορίζοντα υλοποίησης στο σύνολο τους. Ακόμα, όμως, κι αν αυτά αργήσουν, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι η κατάργηση των γραφείων εκπαίδευσης θα συνοδευτεί από εκχώρηση των περισσότερων αρμοδιοτήτων τους στα σχολεία. Με άλλα λόγια, περισσότερη εξωδιδακτική απασχόληση για καθηγητές και διευθυντές. Αν αυτό συνοδευτεί από την ανάγκη ή την υποχρέωση για περισσότερο χρόνο παραμονήςστο σχολείο είναι κάτι που θα φανεί. Ότι θα προσθέσει πάντως περισσότερο φόρτο εργασίας είναι δεδομένο.
Η εξουσία στους διευθυντές
Φόρτο εργασίας που δεν φανταζόμαστε να τον επωμιστούν στο σύνολο του οι διευθυντές. Σ’ αυτούς θα περάσει κάποιο επιπλέον ποσοστό γραφειοκρατίας, αλλά και ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό εξουσίας. Αυτό σχεδιάζει το υπουργείο προκειμένου να βρεί αυτούς που θα θέσουν σε εφαρμογή και θα επιβλέπουν τη ζοφερή καθημερινότητα. Ο αυξημένος ρόλος στην αξιολόγηση, στη χορήγηση αδειών, στην ανάθεση υπερωριών και ποιος ξέρει σε τι άλλο θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο τον καθηγητή, πράγμα που αποτελεί, άλλωστε, στόχευση. Θα δημιουργήσει/ενισχύσει τις σχέσεις εξάρτησης και υποτέλειας. Στο πλαίσιο αυτό, τέλος, θα επανεξεταστούν (και θα μειωθούν) οι αρμοδιότητες του συλλόγου διδασκόντων ώστε να μην υπάρχουν επικαλύψεις με αυτές του διευθυντή.
Είναι φανερό ότι το μέλλον προδιαγράφεται ζοφερό για τους εκπαιδευτικούς. Όχι ότι το παρόν ή το πρόσφατο παρελθόν ήταν καλύτερα. Είναι κοινός τόπος πλέον ότι ο εκπαιδευτικός, εδώ και χρόνια, έχει κοινωνικά απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής απαξίωσης ήταν και είναι η μισθολογική του καθήλωση. Αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής απαξίωσης ήταν και είναι η σταδιακή απορρύθμιση των εργασιακών του σχέσεων. Έφταιγε άραγε η πρόσφατη οικονομική κρίση γι’ αυτήν την απαξίωση; Όχι βέβαια! Μήπως αυτή η περίφημη δημοσιονομική εξυγίανση, είναι απλά η αφορμή για όσα μας συμβαίνουν τελευταία; Μήπως η αιτία είναι άλλη; Έχουμε βάσιμους λόγους για να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο. Τι είναι αυτό λοιπόν που πραγματικά προκαλεί αυτή την απαξίωση; Ο εκπαιδευτικός δεν είναι αποκομμένος από το εκπαιδευτικό σύστημα που καλείται να υπηρετήσει. Η απάντηση λοιπόν βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό
ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Διαβάζοντας κανείς αναλύσεις του παρελθόντος για το ρόλο της εκπαίδευσης θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες απ’ αυτές επικεντρώνονταν σε δύο βασικές συνιστώσες. Στον ιδεολογικό και κατανεμητικό ρόλο της εκπαίδευσης. Και δεν είχαν άδικο. Το σχολείο ήταν (μαζί με την οικογένεια) το κατεξοχήν πεδίο κοινωνικοποίησης. Ήταν αυτό που θα πετύχαινε την ομαλή ένταξη των μαθητών στον κοινωνικό ιστό, που θα τους ενσωμάτωνε στην κοινωνία, που θα προσάρμοζε την προσωπικότητα, τις ιδέες, τις αξίες του στις κυρίαρχες αντιλήψεις της κοινωνίας.
Το σχολείο και αργότερα το πανεπιστήμιο ήταν, επίσης, αυτά που θα φρόντιζαν για την μετάδοση των γνώσεων στους μαθητές. Εκείνων των γνώσεων που χρειαζόταν η παραγωγή. Που χρειαζόταν η τότε πορεία εξέλιξης του καπιταλισμού. Η οποία είχε ένα δυναμικό δευτερογενή και έναν πολλά υποσχόμενο αναπτυσσόμενο τριτογενή τομέα. Το εκπαιδευτικό σύστημα είχε να παίξει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού.
Τα χρόνια πέρασαν και το εκπαιδευτικό σύστημα έχασε αρκετή απ’ αυτή την αίγλη του. Ο ιδεολογικός και κατανεμητικός του ρόλος, αν και πάντα υπάρχει, έχει σε μεγάλο βαθμό ξεθωριάσει. Συνέβαλαν πολλοί παράγοντες σ’ αυτό. Στις σύγχρονες κοινωνίες η κοινωνικοποίηση των νέων περνά μέσα από πολλά και διαφορετικά κανάλια, πέρα και έξω από το σχολείο. Media, μαζική διασκέδαση, εξωσχολικές δραστηριότητες είναι μερικά από τα νεόφερτα στοιχεία του σύγχρονου τρόπου ζωής που αγγίζουν την καθημερινότητα των νέων. Κοινωνικοποιεί και το σχολείο, αλλά όχι καθοριστικά, και σίγουρα όχι στο βαθμό που το έκανε.
Απ’ την άλλη, η ανάπτυξη της τεχνολογίας επέφερε τεράστιες αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας. Ο δευτερογενής τομέας αυτοματοποιήθηκε πλήρως. Και συνέβη και το αδιανόητο: άρχισε να μηχανοποιείται και ο τριτογενής! Πολλές από τις υπηρεσίες πλέον απαιτούν καλούς χειριστές και όχι εξειδικευμένους επαγγελματίες ή επιστήμονες. Είναι αδιανόητο ένας μανάβης π.χ. να “κλείσει ισολογισμό”, αλλά είναι λιγότερο αδιανόητο για τον ίδιο μανάβη αν ξέρει το eurofasma! Κι αν δεν το ξέρει, μπορεί το eurofasma σε διαδοχικές εκδόσεις του να φροντίσει ώστε να γίνει πιο φιλικό και εύχρηστο. Κι αν το προηγούμενο παράδειγμα μοιάζει αρκετά ακραίο, ας σκεφτούμε ένα χτίστη που με τη βοήθεια του autocad μετατρέπεται σε αρχιτέκτονα. Και αν κι’ αυτό το παράδειγμα εξακολουθεί να μοιάζει ακραίο, ε, τότε ας σκεφτούμε μια επίδοξη γραμματέα που δεν γνωρίζει καθόλου ορθογραφία αλλά μόλις ανακάλυψε τον ορθογραφικό έλεγχο του word! Χμ, τώρα έδεσε καλύτερα! Η μηχανοποίηση του τριτογενούς έχει κάνει αρκετά βήματα και έχει πολλά ακόμα να διανύσει. Το μοντέλο ανάπτυξης του καπιταλισμού, με τις νέες μορφές εκμετάλλευσης της εργασίας, δείχνει να διαμορφώνει έναν καινούριο δρόμο. Και μπροστά σ’ αυτήν την εξέλιξη το εκπαιδευτικό σύστημα μοιάζει εντελώς, μα εντελώς, ξεπερασμένο. Κινείται στα μονοπάτια του προηγούμενου εξελικτικού σταδίου. Κάποια στιγμή θα προσαρμοστεί, όταν και αν κριθεί απαραίτητο.
Επιπρόσθετα, η ραγδαία ανάπτυξη του internet έχει να προσφέρει τη δική της τεράστια συμβολή. Ο κυβερνοχώρος, ως μια ατελείωτη δεξαμενή αποθήκευσης πληροφοριών, έχει καταστεί μια υπερβιβλιοθήκη στην οποία τείνει να καταχωρηθεί η παγκόσμια γνώση/πληροφορία. Η οποία για να αποκτήσει αξία βέβαια πρέπει ξεδιαλεχτεί, να ανασυρθεί μέσα από βουνά δεδομένων και να αξιοποιηθεί. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να αντιληφθεί κανείς ότι την συλλογή και ταξινόμηση της γνώσης/πληροφορίας ήδη την κάνει η google! Η αξιολόγηση της είναι ζήτημα χρόνου, ούτως ή άλλως με ποσοτικούς όρους θα γίνεται μιας και χρήσιμη γνώση καθίσταται η χρηστική γνώση και η χρηστικότητα είναι εύκολα μετρήσιμος όρος για μηχανές αναζήτησης!
Ποιος επιμένει να αναρωτιέται ακόμα γιατί η εκπαίδευση, και συνακόλουθα ο εκπαιδευτικός ως το κατεξοχήν υποκείμενο αυτής, οδηγούνται σε τέτοια απαξίωση; Ποιος επιμένει να αναρωτιέται ακόμα γιατί τα σχολεία θυμίζουν και λειτουργούν ως parking παιδιών περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο;
φλεβάρης 2011
ΟΜΑΔΑ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ
Εκπαιδευτικοί Θήρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.