Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΡΙΤΑ ΜΠOΥΜΗ - ΠΑΠΑ Μια αιγαιοπελαγίτικη λυρική παρουσία (1906-1984)

Tου ΜΑΝOY ΧΩΡΙΑΝOΠOΥΛOY

«Πέθανε η μέλισσα η χρυσή και τα μερμήγκια
μέσα απ' τα βρύα τα χλωρά
τη νεκρική της σέρνουν εκφορά...»
P.M. - Π.

   Κυκλαδίτισσα, από τη Σύρα, ήταν η Ρίτα Μπούμη-Παπά. Μια λεπταίσθητη
ποιήτρια, τρυφερότατη κι εκφραστική, με έντονη λυρική πνοή και σπάνια
εικονοπλαστική δεξιοσύνη.
   Η Ρίτα Μπούμη, εμπνέεται γόνιμα από την πλούσια ευαισθησία της και
διαρκώς τραγουδεί. Όλη η ποίησή της ή τουλάχιστο στο μεγαλύτερο μέρος
της, είναι μια πολύστιχη, μελαγχολική μπαλάντα, που περνά από το φίλτρο
της καρδιάς και γίνεται πονεμένο τραγούδι, με όλα τα γνωρίσματα της
γνήσιας και εσώψυχης λυρικής δημιουργίας.
   Από πατέρα Υδραίο (ναυπηγό ισποφόρων) και μητέρα Πάτμια, ήρθε στον
κόσμο η ποιήτρια. O προπάππος της Νίκος Μπούμης, ήταν από τους ναυτικούς
που βοήθησαν σημαντικά στον μεγάλο αγώνα, αφού πρόσφερε, τότε, ένα
καράβι που είχε. Γι' αυτό, η εγγονή - ποιήτρια, περήφανη, σημειώνει:
   «Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, κλήθηκε ο
παππούς στο Ναύπλιο, για την απονομή ειδικού διπλώματος στους αγωνιστές.
Δεν αρνήθηκε, βέβαια. Το παρέλαβε ο ιδιος, αλλά γυρνώντας σπίτι του, το
'ριξε και το 'καψε, στο πυρακτωμένο μαγκάλι, λέγοντας: Εγώ, δεν δάνεισα
το Ναυτικό της πατρίδας μου, για να πληρωθώΙ».
   Η μητέρα της Ρίτας Μπούμη -άνθρωπος με πολλά ψυχικά και πνευματικά
προσόντα- γεννήθηκε στην Πάτμο, όπου ο θείος της Ιεζεκιήλ, ήταν
βιβλιοθηκάριος στην περίφημη Μονή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπου
φυλάσσονται (σαν πολύτιμη κληρονομιά) τα χειρόγραφα του Ευαγγελίου και
της «Αποκαλύψεως».
   Η Ρίτα Μπούμη, παρουσίασε τις πρώτες πνευματικές της ανησυχίες σε
πολύ μικρή ηλικία. Μόλις 10 ετών, ζωγράφιζε κι έγραφε στίχους ενώ στα
δεκατρία, ήταν απόφοιτη της Γαλλικής Σχολής Σύρου. Τα παιδικά χρόνια της
ποιήτριας, ήταν φτωχά και στερημένα. Αλλά, η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε
ακόμη περισσότερο, με τον πρόωρο χαμό της μητέρας της, που της είχε
ιδιαίτερη αδυναμία.
   Ωστόσο, το 1920, ζώντας πάντα στο ίδιο ζοφερό περιβάλλον, αναγκάσθηκε
να πάει στην Ιταλία, με τον μεγαλύτερο αδελφό της που ήταν εκεί
εγκατεστημένος. Ως το 1928, μπόρεσε να μείνει εκεί, αυστηρά απομονωμένη
- αλλά κατάφερε να σπάσει τον «αποκλεισμό» του αδελφού της και να
επιστρέψει στην Ελλάδα.
   Δεν ήταν καθόλου ευχάριστη η διαβίωση της νεαρής ποιήτριας, με την
προστατευτική ασπίδα του αδελφού, που θεωρούσε πάντα πολύ τολμηρή,
οποιαδήποτε επικοινωνία της Ρίτας με τον πνευματικό περίγυρο. Μολαταύτα,
εκείνη κατάφερε έστω κρυφά, να διατηρεί επαφές και αλληλογραφία με την
ιταλική παιδαγωγική σχολή «Μοντεσόρι» ενώ παράλληλα μελετούσε, τότε,
συστηματικά την ιταλική και τη γαλλική λογοτεχνία.

Η «νέα Σαπφώ»
   Το 1924, η P.M. - Π. έγινε συνεργάτιδα του περιοδικού της εποχής
«Διάπλασις των Παίδων» και αργότερα, το 1928, ανέλαβε διευθύντρια
σύνταξης στο περιοδικό «Ιόνιος Ανθολογία». Το 1920, απέσπασε το Α'
βραβείο Διηγήματος, σε σχετικό διαγωνισμό του περιοδικού μας «Ναυτική
Ελλάς».
   Διοικητικά καθήκοντα, άσκησε το 1930, αφού ανέλαβε τη διεύθυνση του
Βρεφοκομικού Σταθμού Σύρου «Περίθαλψη του Παιδιού». Και μέσα στον ίδιο
χρόνο, κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική συλλογή της «Τραγούδια στην
αγάπη». Oι κριτικές υπήρξαν τότε, ενθουσιαστικές για τη νεαρή μούσα.
«Νέα Σαπφώ» την αποκάλεσαν με την ευκαιρία αυτή, δύο εξέχοντες
πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, ο καθηγητής Ν. Τωμαδάκης και ο Φώτης
Μιχαλόπουλος, που διατηρούσαν και οι δυο, ειδικές στήλες, σε αθηναϊκές
εφημερίδες.
   Τώρα πια, μετά τις ευμενέστατες κριτικές των «Τραγουδιών της αγάπης»
η Ρίτα Μπούμη, δραστηριοποιείται ευρύτερα. Και με την Κατίνα Μπάιλα -οι
δυο καλές φίλες- εκδίδουν το περιοδικό «Κυκλάδες» - από το 1930 ως το
1933. Ενώ στα 1935, ακολούθησαν οι «Σφυγμοί της σιγής μου», μια συλλογή
με νεώτερα ποιήματα.
   Από την εξαίρετη αυτή συλλογή, είναι: «Η κηδεία της μέλισσας». Ένα
τρυφερότατο και ανθρώπινο ποίημα, γεμάτο αγάπη και θλίψη για την αδόκητη
απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου. Διαβάστε το:

Πέθανε η μέλισσα η χρυσή και τα μερμήγκια
μέσα απ' τα βρύα τα χλωρά
τη νεκρική της σέρνουν εκφοράΙ

Γκρεμίζεται ως τη γνώρισε απ' το φράχτη
τ' άγριο τριαντάφυλλο, κι ως ότου
η πένθιμη πομπή περάσει,
μαδάει απαρηγόρητο το πρόσωπό του, τα μαλλιά του.
Πόσα ευαίσθητα δεν πήρε μυστικά του,
από τ' αβρά τα πέταλα και την καρδιά τουΙ

Η δρόσο η πιο αγαπημένη φίλη,
απ' τα εκστατικά βλέφαρα της πρωινής μαργαρίτας
στον τάφο της βαρύ το μεγαλύτερο της δάκρυ χύνει,
που ανάβει ευθύς ο ήλιος σαν καντήλι
από σμαράγδι και ρουμπίνιΙ

Πέθανε η μέλισσα η χρυσή και οι κήποι
φόρεσαν μαύρα από τη λύπη.

(Oι Σφυγμοί της Σιγής μου)

   Για την ποιητική αυτή συλλογή, -όπως σημειώνω στο βιβλίο μου
«Κορυφαίες Μορφές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (τόμος Β' - σελ.
217-224)- γράφτηκαν επίσης κολακευτικά σχόλια στον τύπο. Και η Ακαδημία
Αθηνών απένειμε στην ποιήτρια τιμητικό έπαινο.
   Από τα πρώτα ποιήματα «Τραγούδια στην αγάπη», ξεχωρίζουμε ένα τρυφερό
σονέτο - από τα 29 της συλλογής. «Μη φεύγεις, στάσου!Ι

Ας ήταν και τότε που τα χρόνια
θα κάμουν το κορμί μου να λυγίσει
και θα 'χουν τα μαλλιά μου γινει χιόνια
και θα 'χει στην καρδιά μου η φλόγα σβήσει.
Ας ήταν έστω ακόμη από συμπόνια
να 'ρχόταν η άνοιξη σου ν' αναστήσει
της νιότης μου τα μαδημένα κλωνιά
που μόνο απ' την πνοή σου είχαν ανθίσει,
Να 'ρχόσουν έστω τότε, να σκορπούσες
μια λάμψη εαρινή με τ' άγγισμά σου
και τη νεκρή καρδιά μου να ξυπνούσεςΙ
Ναι, ας ήταν τρυφερά στα γόνατα σου
μ' ένα φιλί σου Αγάπη να ρουφούσες
τη στερνή μου πνοή. Μη φεύγεις, στάσου!

   Το 1936 ήταν χρονιά - σταθμός στη ζωή της Ρίτας Μπούμη, αφού «άλλαξε»
όνομα ή πιο σωστά το μεγάλωσε: Ρίτα Μπούμη - Παπά, όπως υπογράφει από
τότε - μετά τον ευτυχισμένο γάμο της με τον γνωστό ομότεχνό της Νίκο
Παπά.
   Στα 1939 - μετά την 8χρονη διαμονή της στη Σύρο και στα Τρίκαλα,
εγκαταστάθηκε πια, μόνιμα στην Αθήνα. Λίγο αργότερα, ζώντας μέσα στα
δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς και του αντιστασιακού αγώνα η ποιήτρια
διαμόρφωσε έναν αρρενωπό, μαχητικό χαρακτήρα κι εντάχθηκε στο λεγόμενο,
τότε «λαϊκό κίνημα», χωρίς όμως ν' αδιαφορήσει ποτέ, για τα πνευματικά
της ενδιαφέροντα. Oπωσδήποτε, οι κριτικοί της εποχής της καταλογίσουν
κάποιο πνευματικό συμβιβασμό που δεν φαίνεται να είχε ευτυχισμένο
αποτέλεσμα. (Σ.σ.: Με το βραβείο Εθνικής Αντιστάσεως βραβεύθηκε, το
συνθετικό ποίημα της «Αθήνα» (1945).
   Στα 1949 η P.M. - Π. κυκλοφόρησε μια νέα συλλογή, την «Καινούργια
Χλόη», για ν' ακολουθήσει, μετά από λίγο, η έκδοση του περιοδικού «Νέοι
Ρυθμοί» (1950).
   Από την «Καινούργια Χλόη» σταχυολογούμε το ωραίο «Πρωινό»:

Μάγουλο ιτιάς εγέλασε κι ευτύς το μετανιώνει
πάνω στο γέλιο έσπασε η αργυρή της ζώνη
στη μαρμαρένια την αυλή τίναξε τα φλουριά της
που εικοσι χρόνια φυλακή κρατεί τη λευτεριά της.

Τρία περιστέρια κολυμπούν τρία περιστέρια
τρια καλοκαίρια πέρασαν τρία καλοκαίρια
Βαθύ γαλάζιο πάρε με και λούσε με κι εμένα
περιστεράκια δόστε μου απ' τα φτερά σας πένα
ν' ανάψω ανθό να βάψω αφρό να γράψω τ' όνομά μου
και να τεντώσω ένα κλωνί μετάξι απ' τα μαλλιά μου.

Τρία περιστέρια κολυμπούν τρία περιστέρια
τρία καλοκαίρια πέρασαν τρία καλοκαίρια.

Τ' αλώνια του καλοκαιριού στο γύρο της ποδιάς μου
τρία περιστέρια τσίμπησαν το φύτρο της καρδιάς μου
στον Υμηττό ήλιε μη βιαστείς να κάψεις το θυμάρι
μια μέλισσα δεν πρόφτασε τ' αλεύρι να της πάρει.

Τρία περιστέρια κολυμπούν τρία περιστέρια
Τρία καλοκαίρια πέρασαν τρία καλοκαίρια.

(Καινούργια Χλόη)

Αισθαντική ποιήτρια
   Από το πλατύ έργο της Ρίτας Μπούμη - Παπά, σε ποίηση και πεζογραφία,
σημειώνουμε: τη «Μαγική Φλογέρα» (τραγούδια για παιδιά), «Χίλια
εννιακόσια σαράντα ένα» (συλλογή διηγημάτων από την πείνα της Κατοχής),
«O παράνομος λύχνος», (ηρωικό ποίημα των αγώνων και θυσιών του λαού μας
1941-44), «Χίλια σκοτωμένα κορίτσια», «Η συμφωνία του Νέου Κόσμου»,
(συνθετικό ποίημα για την απελευθέρωση) και «H Χρυσώ» (μυθιστορηματική
βιογραφία της μητέρας της).
   Έχει μεταφράσει πολλούς ξένους ποιητές (Ρώσους, Γάλλους κ.ά.) καθώς
και αρκετά ξένα έργα που «ανέβηκαν» με επιτυχία σε αθηναϊκές σκηνές.
Πήρε μέρος σε διεθνή συνέδρια γυναικών και ποιήσεως, ενώ ποιήματά της
μεταφράστηκαν στην ιταλική, αγγλική, φινλανδική και άλλες γλώσσες. Το
1950 η Ρίτα Μπούμη διακρίθηκε σε διεθνή διαγωνισμό ποίησης, στις
Συρακούσες με την «Επιστροφή στην Oρτυγία». Την ίδια εποχή, έκανε την
πρώτη της εμφάνιση, ως συνεργάτιδα αθηναϊκών εφημερίδων.
   Η P.M. - Π. έχει περάσει στη συνείδηση των φίλων της τέχνης σαν
ευαίσθητος δέκτης των ερεθισμάτων και των συγκινήσεων που δέχεται από
τον τριγυρινό κόσμο. Είναι πράγματι, μια τρυφερή, λεπταίσθητη φύση η
ποιήτρια της «Καινούργιας Χλόης» και πάλλεται σύψυχα, έμπλεος από τη
χαρά της ζωής -κυρίως, του έρωτα και της φυσικής ομορφιάς- κι άλλοτε
πάλι οδύρεται, βυθισμένη σε θλίψη βαριά -αλλά περήφανη πάντα- κάτω από
την απειλή των θεριών της ζούγκλας και μέσα στην παγωνιά που σκορπιέται
γύρωθε, από το πλησίασμα του θανάτου.
   Θα έπρεπε επ' ευκαιρία εδώ να τονίσουμε ότι η πολιτική τοποθέτηση της
ποιήτριας -ταγμένης πάντα στο χώρο τη αριστεράς- και παρότι έντονα
ενεργός κάποτε (στη διάρκεια της κατοχικής περιόδου) δεν νόθεψε, την
ποιότητα του στίχου της, μεταπολεμικά.
   Χωρίς αμφιβολία, οποιαδήποτε κείμενα πεζά ή ποιητικά, τονισμένα με
μεγαλόστομους υπερβολικούς αίνους και εμφανείς πολιτικές σκοπιμότητες,
δημιουργούν, αναπόφευκτα κάποιες επιφυλάξεις στον αναγνώστη και φυσικά,
κάποιο μικρό ή μεγάλο ρήγμα, στο βάθρο του ποιητή.
   Ευτυχώς, στην περίπτωση της P.M. - Π. δεν υπήρξε ποτέ, τέτοιο ρήγμα.
Αντίθετα μάλιστα υπάρχουν κάποιες συνθέσεις (κατοχικές), υψηλού λυρικού
τόνου, αφιερωμένες στον ανώνυμο αγωνιστή, σαν σπονδή ιερή, στη λευτεριά:

ΝΙΚOΣ ΠΑΠΑΣ: «Η Ρίτα ήταν μια και μόνη για μένα, σε τούτη τη γη»
   Με την αλησμόνητη Μαργαρούλα μου - τη γνωστότατη και κοσμοαγάπητη
Ρίτα Μπούμη-Παπά, γνωριστήκαμε το 1932. Δυο χρόνια πριν, το 1930, ήμουν
άρρωστος στο Περτούλι της Πίνδου κι εκεί δέχτηκα ένα απρόσμενο, πολύτιμο
δώρο. Ήταν ένα βιβλιαράκι με τίτλο «Τραγούδια στην αγάπη» της Ρίτας Ν.
Μπούμη.
   Έτσι άρχισε την αφήγηση για τη Μαργαρούλα του -όπως λέει ακόμα την
αξέχαστη σύζυγό του, ο Νίκος Παπάς- και πρόσθεσε φανερά συγκινημένος στη
θύμησή της:
   «Μέσα μου κάτι αναστατώθηκε - είπε. Το όνομα της νεαρής ποιήτριας
ήταν κιόλας γνωστό από δημοσιεύματα της στη «Νέα Εστία», στη «Διάπλαση
των Παίδων», στην «Ιόνιο Ανθολογία» -που διεύθυνε η ίδια για ένα μικρό
διάστημα- καθώς και στο περιοδικό του Κωστή Μπαστιά «Ελληνικά Γράμματα».
Πρέπει να σας πω ότι η μικρή εκείνη συλλογή όπως προβλέψαμε - έγινε
δεκτή μ' ενθουσιασμό από την κριτική. Ειδικά μάλιστα ο Φάνης
Μιχαλόπουλος σ' επιφυλλίδα του στην «Βραδυνή», αποκαλουσε τη Ρίτα «νέα
Σαπφώ»!
   Το 1941 -συνεχίζει πάντα ο εκλεκτός συνομιλητής μας- εξέδωσα στα
Τρίκαλα το πρώτο μου βιβλίο «Μάταια λόγια» και το 15θήμερο περιοδικό
«Επαρχία». Η Ρίτα εξάλλου, εξέδωσε τότε, το περιοδικό «Κυκλάδες» για δυο
χρόνια. Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1932 η Ρίτα με το μικρόν αδελφό της
Ήλεκτρο, ήρθαν στα Τρίκαλα. Τους φιλοξενήσαμε και περάσαμε υπέροχα μια
εβδομάδα γνωριμίας. Από τότε άρχισε μια τακτικότατη, φλογερή
αλληλογραφία. Oλάκερη στοίβα τα γράμματα, αλλά δεν υπάρχουν πια. Η Ρίτα,
όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, σε μια στιγμή οργής ή σωφροσύνης, τα 'ριξε
όλα στη φωτιά!Ι
   Παντρευτήκαμε στις 6 Ιουλίου 1936 -λέει ο πάλλευκος σεβαστός
ποιητής,- κι ανατρέχει ο νους του στην ευτυχισμένη εκείνη εποχή.
Εγκατασταθήκαμε και μείναμε τρία χρόνια στα Τρίκαλα. - Εκείνο τον καιρό,
έγγραφα, κάθε Δευτέρα, στη φιλολογική «Καθημερινή» διάφορα κριτικά κι
αισθητικά δοκίμια, ενημερώνοντας το κοινό πάνω στα πιο ενδιαφέροντα
ρεύματα της Ευρώπης.

«Ήταν φαινόμενο»
   · Η Ρίτα -συνεχίζει ο ποιητής- ήταν φαινόμενο. Συγκέντρωνε όλες τις
θετικές και αντικρουόμενες απόψεις για τη ζωή, με κυρίαρχο, πάντοτε,
στοιχείο, την τρομερή και απίστευτη αγάπη της για τον άνθρωπο.
   · Όλο της το έργο, από τα πιο λυρικά και καθαρά όπως θα λέγαμε
-τονίζει μια-μια τις λέξεις- δεν είναι τίποτα άλλο παρά κραυγές αγάπης,
αγωνίας, συμπαράστασης κι ευγενούς ποιότητας, για το ον εκείνο, που
ονομάζουμε άνθρωπο, σε οποιαδήποτε εποχή, σ' οποιοδήποτε τόπο, με
οποιαδήποτε καλλιτεχνική έκφραση.
   · Το ίδιο υπήρξε η Ρίτα σαν σύζυγος, σαν αδελφή ή σαν εργάτης, που
επί 40 χρόνια, δεν έλειψε από το γραφείο της από τις 6 το πρωί ως τις 7
το βράδυ, γεμίζοντας με τα περίφημα εκείνα γράμματά της, που θυμίσουν
βυζαντινή γραφή, τις αμέτρητες σελίδες ποίησης, στοχασμού και έρευνας.
Που σε μια ρεαλιστική αρίθμηση συμποσούνται σε χιλιάδες χειρόγραφα.
   · Τι αγαπούσε περισσότερο στη ζωή, η P.M.- Π.;
   · Αγαπούσε με πάθος τις νέες και τους νέους ποιητές. Γι' αυτό
αμέτρητοι έραναν τον τάφο της με λουλούδια. Στην κορδέλα ενός στεφανιού,
μάλιστα, ήταν γραμμένο: «Στη μεγάλη ποιήτρια - Ένα από τα 1.000,
σκοτωμένα κορίτσια».
   · Στον κύκλο των αγαπημένων φίλων του ζεύγους, αναφέρονται τα ονόματα
του Παλαμά και του Ξενόπουλου, ενώ από τους νεώτερους, ιδιαίτερο δεσμό
είχαν με τους Ελύτη, Βρεττάκο, Καραντώνη, Ρίτσο, Πρεβελάκη, Χουρμούζιο
κ.ά.
   · Η P.M.- Π. αγαπούσε με πάθος την όμορφη γενέτειρά της και πήγαινε
εκεί, ταχτικά για προσκύνημα. Στην πλατεία Μιαούλη, μαζί με τις
προτομές: Σουρή, Ροΐδη και Βικέλα, είναι στημένη και η δική της - σε
περίοπτη θέση. Κι εκεί, διαβάζει κανείς στη βάση της μαρμάρινης
προτομής:
   «Ρίτα Μπούμη - Παπά, ποιήτρια, 1906-1984. Και παρακάτω: Σ' ευχαριστώ
πατέρα που με φύτεψες σαν ένα δέντρο».

«Μια και μόνη!»
   Η ποιήτρια, εύθυμος τύπος καθώς ήταν, λάτρευε την εξοχή και το
γραφικό ήσυχο τοπίο. Ήταν αξιόλογος ζωγράφος. Ακόμη, της άρεσε πολύ το
τραγούδι. Και τραγουδούσε η ίδια σωστά: βλάχικα, σαρακατσανέικα,
καμπίσια και περτουλιώτικα. Επίσης της άρεσαν και οι λαϊκοί χοροί. Στο
Περτούλι, χόρευε ανήμερα στης Παναγίας κάθε χρόνο. Και της Αγίας
Κυριακής -7 Ιουλίου- έξω από το Περτούλι, που γίνεται λαμπρό πανηγύρι
στη μνήμη της.
   · Το ζεύγος Νίκου και Ρίτας Παπά έχουν ταξιδέψει αρκετές φορές στα
Βαλκάνια και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Η P.M.- Π. έχει δημοσιεύσει
τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις της, στον «Ριζοσπάστη» και πιο πολύ στην
«Αυγή».
   · Η P.M.- Π. δούλεψε ως δημοσιογράφος (στο εξωτερικό δελτίο) της
«Αυγής» 25 ολόκληρα χρόνια. Ακόμη στη «Δημοκρατική Αλλαγή» είχε αναλάβει
το καθημερινό χρονογράφημα με το ψευδώνυμο: ο εκλεκτικός.
   · Τελευταία ερώτηση: Τι σας λείπει πιο πολύ στη ζωή μετά το χαμό της
«Μαργαρούλας» σας;
   · Απάντηση: Η απλή παρουσία της. Το περπάτημά της μέσα στο σπίτι. O
ύπνος της στο διπλανό από το δικό μου κρεβάτι― και προ παντός, οι
στιγμές που εκείνη απάγγειλε δικά μου ποιήματα, για να με τιμήσει,
παραμελώντας τα δικά της. Η Ρίτα ήταν για μένα το παν. Ήταν αυτή, μια
και μόνη για μένα, σε τούτη τη γη. Κι όμως, πρώτη φορά -από τότε που
σμίξαμε- μ' άφησε, μόνο, και έφυγεΙ Κι έφυγε αλίμονο, για το
ανεπίστρεπτό της ταξίδιΙ Και μένω, τώρα, στην πληκτική μοναξιά μου,
απαρηγόρητος κι άλλο, δεν καρτερώ, παρά την ώρα, που θ' ανταμώσουμε
πάλιΙ

ΣΤΗ ΡΙΤA
(του Νίκου Παπά)
Το άσπρο φλιτζανάκι σου, μόνο του καρτερεί
σαν να ποθεί να το γεμίσω
όπως σου το 'φερνα αχνιστό, γεμάτο αφράτες φούσκες
στα τόσα ευτυχισμένα μας απογεύματα.

Δεν τ' αγγίσει κανένας, ούτε τ' άλλα πράγματά σου,
μονάχα εγώ συνομιλώ μαζί τους, σαν να 'χω ανθρώπους με φωνή.
Αν σε θυμούνται;
Είναι σα να 'σαι κάπου εδώ, κρυμένη μες στο σπίτι,
μα δε ρωτούν. Oύτε και τους μιλώ.

Θαρρείς εν τούτοις κάποτε πως έχουν μιαν αλλιώτικη θερμοκρασία
όταν με βλέπουν τόσο μόνον,
τόσο δυστυχισμένο
που τρίζουν, σα να προσπαθούν να γίνουν μόνα τους συντρίμματα.

   Η Ρίτα Μπούμη-Παπά, πέθανε τον Αύγουστο του 1984. Κι από τότε, ο
Νίκος Παπάς ζει πάντα με τη σκιά της, στο ίδιο σπίτι που στέγασε την
ευτυχία τους, πάνω από πενήντα χρόνια. Τώρα πια όμως, ο λεπταίσθητος
ποιητής δεν ζει -κατά πως μας εξομολογιέται- παρά μόνον για να θυμάται
εκείνη. Και να «συνομιλεί» με την ανάερη πνοή της, καθώς και με όλα τα
άψυχα πράγματα -φωτογραφίες και μικρά χαριτωμένα μπιμπελό- που μένουν
απείραχτα, αμετακίνητα και σαν θλιμμένα, γύρω-τριγύρω στην κάμαρα και
στα ράφια της βιβλιοθήκης όπως τάχε στολίσει η ίδια.

Aναδημοσίευση από το περ. NAYTIKH EΛΛAΣ, Σεπτέμβριος 1996. 











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.