Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

KOΛOMBIA Στο τροπικό δάσος του San Cipriano

Tου ΓIANNH ΣOΦIΛOY
   Το σκοτάδι αργοπέθαινε κι εγώ γύριζα στο Iguάna. To προηγούμενο
βράδυ, κέφι και χορός στη Mr Babilla (Salsoteca της Avenida Sexta), είχαν βάλει θαρρείς στοίχημα, να δουν παρέα το πρώτο φως. Η Cali είναι φημισμένη εδώ στην Κολομβία, για τη νυχτερινή ζωή της, τις ωραιότερες γυναίκες, καιΙ τα καρτέλ. Χρόνος για έναν σύντομο ύπνο δεν υπήρχε, άσε που θα διακινδύνευα να χάσω την πρωινή δράση. Στο Iguάna τα μέλη της παρέας, που είχαν πάει για ύπνο κατά τις 3:00, είχαν ήδη ξυπνήσει και ετοιμαστεί. Ήταν οι: Nadia: Ελβετίδα. Δασκάλα κολύμβησης. Επτά γλώσσες. Ήδη ταξίδευε έξι μήνες στη Ν. Αμερική... και θα συνέχιζε για αρκετό διάστημα ακόμα...
Sabine: Γερμανίδα. Τραπεζική υπάλληλος. Παρότι πάνω από 1.80, χορεύει
καταπληκτική Salsa. Έτσι κέρδισε σ' ένα διαγωνισμό χορού στο Βερολίνο,
το εισιτήριό της για Bogota.
Carsten: Δανός. Ηλεκτρ/γος μηχ/κός. Ταξιδεύει κάθε χρόνο 3-5 μήνες. Το
υπόλοιπο διάστημαΙ δουλεύει, τι άλλο.
   Oι αγαπημένοι προορισμοί τους είναι φυσικά, η Λατινική Αμερική και η
Ν.Α. Ασία. Όλοι τους καινούργιοι φίλοι. Τους είχα γνωρίσει κι αυτούς,
στο cool ξενοδοχείο-στέκι μας, τo Iguάna. Να ένας από τους λόγους που μ'
αρέσει να ταξιδεύω μόνος: αποκτάς καινούργιους φίλους. Συμπορεύεσαι με
όποιους θέλεις, όπου κι όταν θέλεις. Δεν είναι ανάγκη να τους συναντάς
κάθε μέρα. Όταν βλέπεις τα ίδια πρόσωπα, καταλήγεις στο να γίνουν
κομμάτι της ζωής σου. Κι όταν γίνουν κομμάτι της ζωής σου, επιδιώκουν να
την αλλάξουν. Αν δεν ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες τους, γκρινιάζουν.
Αυτό, γιατί όλοι οι άλλοι νομίζουν ότι ξέρουν πώς πρέπει να ζεις τη δική
σου ζωή. Κανείς όμως δεν γνωρίζει, πώς πρέπει να ζει τη ζωή τουΙ
   Κυριακή ξημέρωμα ο σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων της Cali δεν
είχε το συνηθισμένο ανθρωποβουητό. Μπαρκάραμε με το πρώτο mini bus που ο
δρόμος το έφερνε απ' το San Cipriano. Υποβλητική η διαδρομή, σε πολλά
σημεία συμπορευόταν μ' ένα εντυπωσιακό φαράγγιΙ Για αρκετή ώρα
μεταμορφώθηκα σε άπληστο δέκτη των φευγαλέων εικόνων που περνούσαν απ'
το κρύσταλλο του παραθύρου. Τα μαύρα σύννεφα που χόρευαν πάνω απ' τους
λόφους στα νότια της Cali, είχαν πια καλύψει όλο τον ουρανό και μας
υποδέχτηκαν με μια ψιλή βροχή λίγο πριν κατέβουμε στο δρόμο. Πιο πέρα
μια ξύλινη ανεμογέφυρα οδηγούσε πάνω από ένα ποτάμι στο φυσικό σύνορο
του τροπικού δάσους. Τα μαδέρια, μόλις 60 εκ πλάτος, ήταν βρεγμένα και
γλιστρούσαν, ενώ η γέφυρα πηγαινοερχόταν σαν κούνια, Φυσικά ούτε σκέψη
για υποχώρηση! Κρατηθήκαμε απ' τα σχοινιά και περάσαμε σε πείσμα όποιου
δισταγμού. O δισταγμός κρύβει φοβίες κι αυτές είναι για να τις
ξεπερνάμε. Το ζητούμενο δεν είναι να γίνουμε νωθροί κι αδιάφοροι
άνθρωποι, που τίποτα δεν τους συναρπάζει, αλλά να ζήσουμε μια ζωή
θαυμάσια και συναρπαστική.

Bamboo
   Επιβιβαστήκαμε σ' ένα βαγονέτο με σχήμα πλαισίου 1x1,2m πάνω στην
εγκαταλειμμένη σιδηροδρομική γραμμή. Κινητήριος δύναμη ήταν ένας ντόπιος
που προωθούσε τ' όχημα μ' ένα καλάμι bamboo. Κάτι παρόμοιο με κουπί στη
στεριά. Η ταχύτητα στις κατηφόρες ήταν ιλιγγιώδης. Στις ανηφόρες η ισχύς
δεν επαρκούσε, οπότε το βάρος απορριπτόταν και προχωρούσε βαδίζοντας,
ενώ το όχημα με τον οδηγό ανέβαινε αργά. Όταν διασταυρώνονταν δύο
βαγονέτα κινούμενα αντίθετα στη γραμμή, ο ένας από τους δύο αναβάτες σήκωνε το δικό του απ' τις ράγες και παραμέριζε, μέχρι να περάσει το άλλο. Εμείς που ήμασταν πέντε (με τον οδηγό), παραμέναμε πάντα καθιστοί.

   Η βροχή δυνάμωσε πολυ (τροπικό δάσος γαρ = rain forest). Όλοι, εκτός
από έναν, είχαν ελαφρά αδιάβροχα που προσέφεραν υπερπολύτιμη προστασία.
Αυτός ο ένας έγινε μούσκεμαΙ
   O προορισμός ήταν το χωριό San Cipriano στην καρδιά του δάσους. San
Cipriano, ονομάζεται και ολόκληρος ο Δρυμός. Τα μικροσκοπικά βαγονέτα
παρέχουν τη δυνατότητα ταχείας μεταφοράς για ανθρώπους και εμπορεύματα
στο ομώνυμο χωριό, αλλά και σε διάφορους άλλους οικισμούς διάσπαρτους
στο δάσος. Έτσι κι αλλιώς το τραίνο ήταν ασύμφορο και είχε προ πολλού
εγκαταλειφθεί, όταν έπαψε και η μαζική κοπή ξυλείας.
   Φτάσαμε σε 45' περίπου. Στάση για ένα πλήρες πρωινό στο μοναδικό
restaurant-cafe του χωριού, το El Buen Gusto, και ως εκ θαύματος, η
βροχή σταμάτησε. Ευκαιρία βρήκα να στεγνώσω. Σύντομα βρήκαμε έναν οδηγό,
ικανό να μας ξεναγήσει σε διαδρομές μοναδικές, μες το δασωμένο πέλαγος.
Πάνω από μήνα είχε να φανεί ξένος στο χωριό, μας πληροφόρησε. Ξεκινήσαμε
χωρίς χρονοτριβές το οδοιπορικό μέσα απ' την πυκνή τροπική βλάστηση. O
οδηγός συχνά αναγκαζόταν να «κόβει δρόμο» μ' ένα μεγάλο μαχαίρι, μια και
τα κλαδιά ανταγωνίζονταν να εξαφανίσουν το στενό μονοπάτι. Διασχίσαμε
κάμποσα τρεχούμενα νερά κι έτσι τα μποτάκια πήραν ανάσες απ' τα
λασπόλουτρα. Η λάσπη μας δυσκόλευε αφάνταστα. Σε κάποια ανηφοριά η
Sabine γλίστρησε και έπεσε. Ψηλή και αδέξια σκέφτηκα, μέχρι που ήρθε και
η δική μου σειρά κι ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα στα μαλακά. Η Minolta
ανά χείρας κρατήθηκε στο ύψος της και σώθηκε.

Tucάn
   Η ζέστη, η υγρασία και η κούραση επιδρούσαν αθροιστικά στα πόδια μας.
Ευτυχώς, τα κουνούπια τήρησαν την εκεχειρία. Σε κάποια στιγμή ο οδηγός
μας έκανε νόημα να ξεμακρύνουμε απ' το μονοπάτι και να συρθούμε ήσυχα,
μέσα από κάτι θάμνους που μας περνούσαν στο ύψος. Μας έδειξε ένα σημείο
που υποθέσαμε ότι βρίσκεται κάποια φωλιά. Για κάνα μισάωρο καθίσαμε και
περιμέναμε. Βρήκαμε την ευκαιρία να ξαποστάσουμε και να αφουγκραστούμε
τους ήχους του δάσους. Τα πουλιά κελαηδούσαν σαν να γεννήθηκε μόλις ο
κόσμος. Τα δέντρα ολόγυρα είχαν ένα έντονο πράσινο χρώμα, λες κι ο
Δημιουργός δεν είχε τελειώσει ακόμα με το ανακάτεμα των χρωμάτων. O
ήλιος είχε ανέβει ψηλά. O φωτεινός του δίσκος μόλις που ξεπρόβαλλε πάνω
από δέντρα που μερικές φορές περνούσαν σε ύψος ακόμα και πολυκατοικία.
Ένα ξαφνικό φτερούγισμα μας αιχμαλώτισε την προσοχή σα μαγνήτης: ήταν
ένα Tucάn! Προσγειώθηκε πολύ κοντά μας, στον τομέα ενέδρας. «Τι
καλό!!!», ήταν το μοναδικό πράγμα που βρήκε να ψελλίσει η Nadia. Μείναμε
ακίνητοι, καθηλωμένοι, διστάζοντας και ν' αναπνεύσουμε ακόμα, για να μην
θρυμματίσουμε τη απροσδόκητη αυτή τύχη. Το Tucάn ξαναπέταξε και χάθηκε
στα ψηλά φυλλώματα μετά από λίγο. O οδηγός μας γνώριζε τα λημέρια του
δάσους πολύ καλά.
   Συνεχίσαμε την πορεία ενθουσιασμένοι απ' το συμβάν. Σε αντίθεση με τα
Tucάn, οι παπαγάλοι έδειχναν χαρακτηριστική αδιαφορία για την αδιάκριτη
παρουσία μας και δεν εξαφανίζονταν απ' τα κλαδιά τους. Μοίραζα αδιάκοπα
την προσοχή μου ανάμεσα στις δεκάδες μικρολεπτομέρειες της διαδρομής.
Πέρασε αρκετή ώρα όταν διακρίναμε κάτι γαλάζιο ανάμεσα στους κορμούς των
δέντρων. Έμοιαζε με λίμνη και όσο πλησιάζαμε δυνάμωνε μια βουή νερού που
πέφτει από ψηλά. Η πυκνή βλάστηση άνοιξε σαν αυλαία αποκαλύπτοντας
καταρράκτη και λίμνη, ένα ονειρεμένο σκηνικό βγαλμένο από τη φαντασία. Η
λίμνη έγινε η ιδιωτική μας πισίνα, ο καταρράκτης το υδρομασάζ. Το νερό
ήταν όπως όλα στην Κολομβία Hot! Δεν θέλαμε να φύγουμε. Δε γινόταν
αλλιώς όμως;, η ώρα περνούσε κι είχαμε επιστροφή. Το ζεστό περιβάλλον
στέγνωσε για μια ακόμα φορά, κορμί και ρούχα. Γι' αυτό και ποτέ δεν
παίρνω αδιάβροχο!Ι

Eπιστροφή

   Η επιστροφή έγινε όπως πάντα, πιο γρήγορα. Τα μάτια δεν παρατηρούσαν
τόσο. Oι σκέψεις ακόμα θολές, αντανακλούσαν τις ώρες και τα βιώματα του
πηγαιμού. Η κούραση κυριαρχούσε και ο εφησυχασμός παραιτούσε. O Malori
έπεσε απ' την «κίτρινη ζώνη» του Έβερεστ ενώ επέστρεφε. Γι' αυτό η
επιστροφή εγκυμονεί περισσότερους κινδύνους.
   Το γεύμα στο El Buen Gusto, ήταν πλούσιο και ενώ η τετράδα μας
αντάλλασσε απόψεις από οδοιπορικά βιώματα, έγινε παραδίπλα ένας
απολαυστικός καυγάς ανάμεσα σε μια γαλοπούλα και τρεις κόκορεςΙ Η Nadia
που είχε περπατήσει σε κάμποσα μέρη της γης, μας είπε ότι, το «Torres
del Paine» στη Χιλή ήταν το εντυπωσιακότερο! Η πληροφόρηση ανάμεσα στους
συνταξιδιώτες αποδεικνύεται πάντα πολύτιμη.
   Η διαδρομή με το βαγονέτο έγινε λίγο πριν χαθεί ο ήλιος. O καιρός
ήταν αίθριος πια, το κιτρινωπό απογευματινό φως μεταμόρφωνε την όψη των
σιδηροτροχιών, των δέντρων, των όρθιων ασβεστολιθικών υψωμάτων, των
διάσπαρτων σπιτιών και ανθρώπων σε εικόνες μιας υπέροχης, φανταστικής
πραγματικότητας. Η χώρα των ξωτικών του Tolkin μετακόμισε στο San
Cipriano, σκέφτηκα χαμογελώντας.
   Στην Cali φτάσαμε όταν το σκοτάδι της νύχτας είχε πια παραλάβει τη
σκυτάλη. Oι ήχοι της Salsa και του Merengue πλημμύριζαν για άλλη μια
φορά την ατμόσφαιρα της Avenida Sexta. Καμία σκέψη για νυχτερινή έξοδο.
Μόνο μια σύντομη επίσκεψη σ' ένα 24 hours internet cafe για να ανταλλάξω
e-mail με την Αγγελική, που βρισκόταν στην Κυπαρισσία εκείνες τις μέρες.
Ήταν μια κοπιαστική και συνάμα εκπληκτική μέρα. Τι κρίμα που οι
περισσότεροι φυλακίζονται (για διάφορους λόγους) βαθιά μέσα στην
επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα και θάβουν μια για πάντα την έκπληξή
τους για τη ζωή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.