Το έτος 1286, όταν στο Δουκάτο της Νάξου ηγεμόνας ήταν ο Μάρκος Β΄ Σανούδος [Sanudo], σε μια εποχή δηλαδή που άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω στον λόφο της Ανω Σύρου οι λιγοστοί ντόπιοι μαζί με όσους ξένους είχαν έλθει από άλλα μέρη, κάποιοι πειρατές είχαν αρπάξει από τους στάβλους του Δούκα της Τήνου, του Γκίζη [Guise], έναν όμορφο επιβήτορα γάιδαρο, από κείνους που οι ιππότες των νησιών τούς είχαν σα στολίδι πολυτελείας.
Επειδή θεώρησαν το απόκτημά τους πολύτιμο, οι πειρατές πήγαν γρήγορα στη Νάξο και πούλησαν το γαϊδούρι που άρπαξαν στον γιο του Δούκα της Νάξου Γουλιέλμου Σανούδου, ο οποίος, καθώς ήταν ακόμα νεαρό αρχοντόπουλο και πρίγκιπας, σκόπευε μ’ αυτό να κάνει τις εκδρομές του στο νησί. Ο Τηνιακός Δούκας μανιάζει μαθαίνοντας την αρπαγή του γαϊδουριού και την πώλησή του στον Γουλιέλμο Σανούδο· υποπτεύεται κάποια μυστική συνεννόηση ανάμεσα στον Ναξιώτη πρίγκιπα και τους πειρατές. Το γεγονός προσλαμβάνει πολιτικές διαστάσεις και, δίχως τελεσίγραφα ή επίσημες αιτήσεις για επανόρθωση, ο Δούκας της Τήνου ετοιμάζεται να πάρει ικανοποίηση ο ίδιος, αρπάζοντας μαζί με το γαϊδούρι κι ένα νησί από το Δουκάτο της Νάξου, και σαν τέτοιο βρήκε το πιο κοντινό του, δηλαδή τη Σύρο, την οποία έλπισε να κατακτήσει χωρίς δυσκολίες και να την προσαρτήσει στο Δουκάτο της Τήνου·* εξοπλίζει λοιπόν τον δουκικό του στόλο, κάτι καΐκια δηλαδή που έδεναν στο λιμάνι της Τήνου, και ξεκινάει για πόλεμο με τη Σύρο, την οποία πολιορκεί, ή, για να το πούμε καλύτερα, αποκλείει το λιμάνι της και καλεί τους Συριανούς να παραδοθούν. Αλλά οι Συριανοί πρόβαλαν άμυνα και ειδοποίησαν για τον κίνδυνο τον Δούκα Μάρκο Σανούδο, που βρισκόταν τότε στην Άνδρο. Στρατιωτική βοήθεια, όμως, δεν ερχόταν· ἡ πολιορκία συνεχιζόταν και εύκολα ίσως θα καταλαμβανόταν η Σύρος από τον Τηνιακό Δούκα, αν δεν λυνόταν η πολιορκία χάρη στην επέμβαση ενός Γάλλου ναυάρχου. Να πώς εξιστορούνται τα γεγονότα σχετικά με τη λύση της πολιορκίας και τη συμφιλίωση των αντίπαλων Δουκών Τήνου και Νάξου: Την εποχή που συνεχιζόταν η πολιορκία της Σύρου από τον Γκίζη, ο αρχιναύαρχος του βασιλιά της Σικελίας Ναρζό Ντε Τουσί (Narjaut De Toucy), όπως έπλεε με τον στόλο του, δηλαδή με τα δυο του κάτεργα και ένα πλοίο, προς την Αντιόχεια, όπου την εξουσία είχε η Λουκία [Lucie de Poitiers, κόμισσα της Τρίπολης], προσάραξε στη Νήσο Μήλο, είτε επειδή εξαναγκάστηκε από τρικυμία είτε από λαχτάρα να επισκεφθεί τη συγγένισσά του Κασσάνδρα Σανούδου, σύζυγο του νεότερου γιου του Σανούδου και ηγεμονίδα της Μήλου. Η Κασσάνδρα, γυναίκα με ικανότητες, συγγενής ισχυρών βαρόνων και πριγκίπων της εποχής εκείνης, θυγατέρα του Βενετού βαρόνου των Καλαβρύτων Γκοντφρουά Ντε Τουρνέ [Godefroy De Tournai], επειδή γνώριζε τον κίνδυνο που διέτρεχε η πολιορκημένη Σύρος, καθώς ανήκε στο Δουκάτο του πεθερού της Σανούδου, επισκέπτεται τον ναύαρχο Ναρζό Ντε Τουσί και τον πείθει να μεσολαβήσει υπέρ των Συριανών, ώστε να λύσει την πολιορκία της Σύρου και να ανακηρυχθεί σύμμαχος του Δούκα Σανούδου.
Ο ναύαρχος κάνει αμέσως πανιά, παραλαμβάνει από την Άνδρο τον Δούκα Σανούδο, που διέμενε εκεί, και φτάνοντας στη Σύρο λύνει την πολιορκία της και συμβάλλει στην ειρήνευση των αντίπαλων Δουκών, του Σανούδου και του Γκίζη, τους οποίους μετέστρεψε επιπλέον και σε φίλους, παίρνοντας και τους δυο μαζί του στον Εύριπο [Χαλκίδα], όπου έκλεισαν ειρήνη με διαιτησία του Βενετού Βάιλου [πρέσβη] Ιάκωβου Δαμολίνου [Jacopo da Molino]. Κι έτσι η Σύρος έμεινε πάλι στον Δούκα της Νάξου· εντούτοις, η πολιορκία αυτή και η άμυνα κόστισαν και στους δυο 300.000 σολδία, τα οποία για εκείνη την εποχή και για τους φτωχούς Συριανούς ήταν βεβαίως πολλά.
* Βεβαίως, σε αυτήν την πολιορκία της Σύρου το μήλο της έριδας δεν ήταν ο γάιδαρος που αρπάχτηκε, αλλά η ίδια η Σύρος. Η αρπαγή του γαϊδουριού ήταν μια βολική αφορμή για να κατακτηθεί το νησί, το οποίο καθώς φαίνεται δεν ήταν σε θέση να διαφυλάξει ο Δούκας του ο Σανούδος, αφού το άφησε να πολιορκείται και να το υπερασπίζονται μόνοι οι κάτοικοί του, που αποτελούσαν μέχρι τότε έναν άτακτο και πολύγλωσσο πληθυσμό συγκροτημένο από όσους ξένους είχαν μαζευτεί εκεί. Ο πολυμαθής φίλος μου Σ.Π. Λάμπρος, αφού εκθέσει χαριτωμένα τα γεγονότα σχετικά με την αρπαγή του γαϊδάρου, προσθέτει: «Αλλά επρόκειτο για σημαντικό ζήτημα. Δεν ήταν μια κοινή αρπαγή ή κλοπή. Αν το γαϊδούρι αγοραζόταν από κάναν Ναξιώτη οπωροπώλη και υποχρεωνόταν να τρώει καμτσικιές όσο κουβάλαγε πορτοκάλια ή σταφύλια, κανένα πρόβλημα! Η τιμωρία του θα ήταν δίκαια, καθότι συγκατατέθηκε στην αρπαγή, εφόσον και για τα γαϊδούρια αληθεύει αυτό που είπε ο Ηρόδοτος για τις γυναίκες, ότι αν αυτές δεν ήθελαν, δεν θ’ αρπάζονταν.
»Το ζήτημα όμως είναι διαφορετικό. Το γαϊδούρι πουλήθηκε στον γιο του γειτονικού Δούκα· οπότε και ο κυρ-Γουλιέλμος, καβάλα στο δασύτριχο αγγελούδι που άρπαξε, στολισμένο με πορφυρόχρωμα και χρυσοποίκιλτα χάμουρα και χαλινάρια, θα κατάφερνε να γοητεύσει τη νησιώτικη καρδιά καμιάς Ναξιώτισσας σε ηλικία γάμου – και οι παραθαλάσσιες καρδιές, μολονότι ψυχρότερες εκείνων από τα ενδότερα λόγω της αύρας που φυσάει, έχουν ωστόσο κάτι από την ευωδιά της θάλασσας και από την αρμονία του κυματισμού, έστω κι αν κάπου κάπου τους αρέσει να μοιάζουν με τα θολωμένα νερά του ταραγμένου γιαλού. Όλα αυτά κι άλλα πολλά, πιο ταιριαστά σε ιππότη και σε δυνάστη, έβαλε με τον νου του ο Τηνιακός Δούκας Βαρθολομαίος, και σκέφτηκε ότι η αγορά του γαϊδουριού από τον Γουλιέλμο ήταν προσβολή που είχε χρέος να μην ανεχθεί.
»Οπότε και, ως άλλος Ναπολέοντας, γρήγορα γρήγορα ετοιμάζει τον στόλο του, δηλαδή όσα καΐκια τού βρέθηκαν πρόχειρα, και ανοίγεται στο πέλαγος... Ενάντια στη Νάξο άραγε, όπου βρισκόταν και το σώμα του εγκλήματος; Όχι! ενάντια στη Σύρο, που ήταν κι αυτή υποτελής στον πατέρα εκείνου που με αυθάδεια αγόρασε το κλεμμένο γαϊδούρι». Ημ. Οικ. 872.
Από την Ιστορία της νήσου Σύρου, του Τιμολέοντος Δ. Αμπελά,
τυπ. Εν Ερμουπόλει Σύρου, 1874
Επειδή θεώρησαν το απόκτημά τους πολύτιμο, οι πειρατές πήγαν γρήγορα στη Νάξο και πούλησαν το γαϊδούρι που άρπαξαν στον γιο του Δούκα της Νάξου Γουλιέλμου Σανούδου, ο οποίος, καθώς ήταν ακόμα νεαρό αρχοντόπουλο και πρίγκιπας, σκόπευε μ’ αυτό να κάνει τις εκδρομές του στο νησί. Ο Τηνιακός Δούκας μανιάζει μαθαίνοντας την αρπαγή του γαϊδουριού και την πώλησή του στον Γουλιέλμο Σανούδο· υποπτεύεται κάποια μυστική συνεννόηση ανάμεσα στον Ναξιώτη πρίγκιπα και τους πειρατές. Το γεγονός προσλαμβάνει πολιτικές διαστάσεις και, δίχως τελεσίγραφα ή επίσημες αιτήσεις για επανόρθωση, ο Δούκας της Τήνου ετοιμάζεται να πάρει ικανοποίηση ο ίδιος, αρπάζοντας μαζί με το γαϊδούρι κι ένα νησί από το Δουκάτο της Νάξου, και σαν τέτοιο βρήκε το πιο κοντινό του, δηλαδή τη Σύρο, την οποία έλπισε να κατακτήσει χωρίς δυσκολίες και να την προσαρτήσει στο Δουκάτο της Τήνου·* εξοπλίζει λοιπόν τον δουκικό του στόλο, κάτι καΐκια δηλαδή που έδεναν στο λιμάνι της Τήνου, και ξεκινάει για πόλεμο με τη Σύρο, την οποία πολιορκεί, ή, για να το πούμε καλύτερα, αποκλείει το λιμάνι της και καλεί τους Συριανούς να παραδοθούν. Αλλά οι Συριανοί πρόβαλαν άμυνα και ειδοποίησαν για τον κίνδυνο τον Δούκα Μάρκο Σανούδο, που βρισκόταν τότε στην Άνδρο. Στρατιωτική βοήθεια, όμως, δεν ερχόταν· ἡ πολιορκία συνεχιζόταν και εύκολα ίσως θα καταλαμβανόταν η Σύρος από τον Τηνιακό Δούκα, αν δεν λυνόταν η πολιορκία χάρη στην επέμβαση ενός Γάλλου ναυάρχου. Να πώς εξιστορούνται τα γεγονότα σχετικά με τη λύση της πολιορκίας και τη συμφιλίωση των αντίπαλων Δουκών Τήνου και Νάξου: Την εποχή που συνεχιζόταν η πολιορκία της Σύρου από τον Γκίζη, ο αρχιναύαρχος του βασιλιά της Σικελίας Ναρζό Ντε Τουσί (Narjaut De Toucy), όπως έπλεε με τον στόλο του, δηλαδή με τα δυο του κάτεργα και ένα πλοίο, προς την Αντιόχεια, όπου την εξουσία είχε η Λουκία [Lucie de Poitiers, κόμισσα της Τρίπολης], προσάραξε στη Νήσο Μήλο, είτε επειδή εξαναγκάστηκε από τρικυμία είτε από λαχτάρα να επισκεφθεί τη συγγένισσά του Κασσάνδρα Σανούδου, σύζυγο του νεότερου γιου του Σανούδου και ηγεμονίδα της Μήλου. Η Κασσάνδρα, γυναίκα με ικανότητες, συγγενής ισχυρών βαρόνων και πριγκίπων της εποχής εκείνης, θυγατέρα του Βενετού βαρόνου των Καλαβρύτων Γκοντφρουά Ντε Τουρνέ [Godefroy De Tournai], επειδή γνώριζε τον κίνδυνο που διέτρεχε η πολιορκημένη Σύρος, καθώς ανήκε στο Δουκάτο του πεθερού της Σανούδου, επισκέπτεται τον ναύαρχο Ναρζό Ντε Τουσί και τον πείθει να μεσολαβήσει υπέρ των Συριανών, ώστε να λύσει την πολιορκία της Σύρου και να ανακηρυχθεί σύμμαχος του Δούκα Σανούδου.
Ο ναύαρχος κάνει αμέσως πανιά, παραλαμβάνει από την Άνδρο τον Δούκα Σανούδο, που διέμενε εκεί, και φτάνοντας στη Σύρο λύνει την πολιορκία της και συμβάλλει στην ειρήνευση των αντίπαλων Δουκών, του Σανούδου και του Γκίζη, τους οποίους μετέστρεψε επιπλέον και σε φίλους, παίρνοντας και τους δυο μαζί του στον Εύριπο [Χαλκίδα], όπου έκλεισαν ειρήνη με διαιτησία του Βενετού Βάιλου [πρέσβη] Ιάκωβου Δαμολίνου [Jacopo da Molino]. Κι έτσι η Σύρος έμεινε πάλι στον Δούκα της Νάξου· εντούτοις, η πολιορκία αυτή και η άμυνα κόστισαν και στους δυο 300.000 σολδία, τα οποία για εκείνη την εποχή και για τους φτωχούς Συριανούς ήταν βεβαίως πολλά.
* Βεβαίως, σε αυτήν την πολιορκία της Σύρου το μήλο της έριδας δεν ήταν ο γάιδαρος που αρπάχτηκε, αλλά η ίδια η Σύρος. Η αρπαγή του γαϊδουριού ήταν μια βολική αφορμή για να κατακτηθεί το νησί, το οποίο καθώς φαίνεται δεν ήταν σε θέση να διαφυλάξει ο Δούκας του ο Σανούδος, αφού το άφησε να πολιορκείται και να το υπερασπίζονται μόνοι οι κάτοικοί του, που αποτελούσαν μέχρι τότε έναν άτακτο και πολύγλωσσο πληθυσμό συγκροτημένο από όσους ξένους είχαν μαζευτεί εκεί. Ο πολυμαθής φίλος μου Σ.Π. Λάμπρος, αφού εκθέσει χαριτωμένα τα γεγονότα σχετικά με την αρπαγή του γαϊδάρου, προσθέτει: «Αλλά επρόκειτο για σημαντικό ζήτημα. Δεν ήταν μια κοινή αρπαγή ή κλοπή. Αν το γαϊδούρι αγοραζόταν από κάναν Ναξιώτη οπωροπώλη και υποχρεωνόταν να τρώει καμτσικιές όσο κουβάλαγε πορτοκάλια ή σταφύλια, κανένα πρόβλημα! Η τιμωρία του θα ήταν δίκαια, καθότι συγκατατέθηκε στην αρπαγή, εφόσον και για τα γαϊδούρια αληθεύει αυτό που είπε ο Ηρόδοτος για τις γυναίκες, ότι αν αυτές δεν ήθελαν, δεν θ’ αρπάζονταν.
»Το ζήτημα όμως είναι διαφορετικό. Το γαϊδούρι πουλήθηκε στον γιο του γειτονικού Δούκα· οπότε και ο κυρ-Γουλιέλμος, καβάλα στο δασύτριχο αγγελούδι που άρπαξε, στολισμένο με πορφυρόχρωμα και χρυσοποίκιλτα χάμουρα και χαλινάρια, θα κατάφερνε να γοητεύσει τη νησιώτικη καρδιά καμιάς Ναξιώτισσας σε ηλικία γάμου – και οι παραθαλάσσιες καρδιές, μολονότι ψυχρότερες εκείνων από τα ενδότερα λόγω της αύρας που φυσάει, έχουν ωστόσο κάτι από την ευωδιά της θάλασσας και από την αρμονία του κυματισμού, έστω κι αν κάπου κάπου τους αρέσει να μοιάζουν με τα θολωμένα νερά του ταραγμένου γιαλού. Όλα αυτά κι άλλα πολλά, πιο ταιριαστά σε ιππότη και σε δυνάστη, έβαλε με τον νου του ο Τηνιακός Δούκας Βαρθολομαίος, και σκέφτηκε ότι η αγορά του γαϊδουριού από τον Γουλιέλμο ήταν προσβολή που είχε χρέος να μην ανεχθεί.
»Οπότε και, ως άλλος Ναπολέοντας, γρήγορα γρήγορα ετοιμάζει τον στόλο του, δηλαδή όσα καΐκια τού βρέθηκαν πρόχειρα, και ανοίγεται στο πέλαγος... Ενάντια στη Νάξο άραγε, όπου βρισκόταν και το σώμα του εγκλήματος; Όχι! ενάντια στη Σύρο, που ήταν κι αυτή υποτελής στον πατέρα εκείνου που με αυθάδεια αγόρασε το κλεμμένο γαϊδούρι». Ημ. Οικ. 872.
Από την Ιστορία της νήσου Σύρου, του Τιμολέοντος Δ. Αμπελά,
τυπ. Εν Ερμουπόλει Σύρου, 1874
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.