Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Τα Νησιά και η Πόλη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΛΗΣ
Από την γενιά του 30’ και την ποίηση του Ελύτη έως τις μέρες μας, τα νησιά του Αιγαίου κατέχουν εξέχουσα θέση στο Ελληνικό φαντασιακό.
 Η ανάπτυξη του τουρισμού και του παραθερισμού, κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έχει επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στα περισσότερα από αυτά. Το χάσμα μεταξύ των νησιών ενός φαντασιακού «εχθές» και των νησιών του πραγματικού σήμερα, με τις 2 εκατομμύρια αφίξεις (το νούμερο είναι για την Σαντορίνη), όλο και μεγαλώνει. Οι επισκέψεις μου σε αγαπημένα νησιά τα τελευταία καλοκαίρια συνοδεύεται από την πια τελετουργική ανταλλαγή νοσταλγικών αναμνήσεων με τους άλλους τακτικούς επισκέπτες.
«Θυμάσαι τότε που...». «Πάει, έκλεισε κι αυτός...». «Ποιος σου ζήτησε 100 ευρώ για το δωμάτιο, η κυρά Ειρήνη που με κοίμιζε στον κήπο της τζάμπα;» «Χάλασε ο κόσμος, αυτοί που έρχονται τώρα δεν εκτιμούν το νησί για αυτό που είναι». Η Αθηναϊκή μας αφήγηση των νησιών είναι μία αφήγηση «παραδείσων υπό εξαφάνιση», παραδείσων που άρχισαν να καταστρέφονται από τότε που εμείς οι ίδιοι τους ανακαλύψαμε.
Η αφήγηση αυτή περί παραδείσων «πριν την ανάπτυξη» απέχει παρασάγγας από την αφήγηση πολλών ντόπιων, οι οποίοι χρόνια τώρα μιλούν για υπανάπτυξη και ζητούν «ανάπτυξη και πάλι ανάπτυξη». Δρόμους ασφαλτωμένους, καλύτερα λιμάνια και επικοινωνία με την Αθήνα, αεροδρόμια, νοσοκομεία, ηλεκτρισμό. Ενώ οι νησιώτες θέλουν τα νησιά τους να γίνουν πιο πολύ πόλη, να εκμηδενίσουν δηλαδή τις διαφορές και τις αποστάσεις από την Αθήνα, κάποιοι από εμάς στην Αθήνα θέλουμε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή το νησί να μείνει όσο πιο διαφορετικό γίνεται από την πόλη, ει το δυνατόν οι δρόμοι να είναι χωμάτινοι, τα φώτα κλειστά για να βλέπουμε τα άστρα, και η κυρά-Ειρήνη να μας φιλοξενεί τζάμπα στρωματσάδα.
Ξύνοντας φυσικά κάποιος κάτω από την επιφάνεια θα βρει μια πολύ πιο πολύπλοκη κατάσταση από την καρικατούρα που παρουσίασα, πόσο μάλλον αφού ο διαχωρισμός ντόπιος-Αθηναίος όλο και λιγότερο υφίσταται. Οι γηγενείς περνάν όλο και πιο πολύ καιρό, κυρίως τον χειμώνα, στην Αθήνα, αν όχι στην Καραϊβική, για διακοπές με τα χρήματα που έβγαλαν δουλεύοντας το καλοκαίρι. Πολλοί Αθηναίοι από την άλλη πλευρά, κυρίως συνταξιούχοι, αλλά και όλο και περισσότεροι νέοι ως αποτέλεσμα της κρίσης, περνάν μεγάλο μέρος του χρόνου στα νησιά.
Έτσι κάπως η Μύκονος της ελευθερίας της γενιάς του Ελύτη, έγινε σήμερα ένα τεράστιo mall, όπου το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να καταναλώνεις, παγιδευμένος στα δαιδαλώδη στενά της
Στις υβδριδικές νησιώτικες κοινωνίες οι οποίες διαμορφώνονται υπάρχει ποικιλία απόψεων για το τι συνιστά τελικά ανάπτυξη. Πληθώρα νέων ανθρώπων αγωνίζονται απεγνωσμένα, ενάντια σε παγκόσμιες αλλαγές τις οποίες δεν μπορούν να ελέγξουν, για να διατηρήσουν και να ανανεώσουν αυτά που αγαπούν στον τόπο τους, από τις τσαμπούνες και τα πανηγύρια, έως τους αγροτόκηπους και τους παραδοσιακούς οικισμούς. Παρά τα χρήματα που έχει φέρει ο τουρισμός, ακόμα κι αυτοί που πλουτίζουν, ακόμα κι αυτοί που από κεκτημένη ταχύτητα ζητάν κι άλλη άσφαλτο κι άλλα πλοία το καλοκαίρι, αισθάνονται ότι κάτι πάει λάθος, όσο και αν αδυνατούν να εκφράσουν ή ακόμα και να φανταστούν το τι και πως θα μπορούσε να αλλάξει.
Δεν θα ασχοληθώ εδώ με το τι μπορεί να γίνει στα νησιά. Ιδέες έχω, αλλά αυτό είναι ζήτημα πρωτίστως αυτών που ζουν και παράγουν εκεί και όχι εμένα και του κάθε περιστασιακού επισκέπτη που θέλει να βρίσκει τα νησιά όπως τα άφησε για τις διακοπές του. Αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι το τι σημαίνουν τα νησιά για την «πόλη» όπου εγώ ζω και παράγω. Αν τα νησιά θέλουν να γίνουν περισσότερο πόλη, μήπως θα έπρεπε κι εμείς που ζούμε στην πόλη να σκεφτούμε πως μπορούν να γίνουν οι πόλεις μας περισσότερο σαν τα νησιά της φαντασίας μας; Ίσως μόνο έτσι να υπάρχει και μια μικρή ελπίδα και τα νησιά να μείνουν νησιά.
Πολλοί Αθηναίοι, φίλοι των νησιών, θα βρουν αυτή την αναζήτησή μου θεωρητική και αχρειάστη. Θα πουν ότι η ομορφιά της καλοκαιρινής εμπειρίας έγκειται ακριβώς στην προσωρινότητά της. Δεν ζήτησαν να ζουν όπως το Καλοκαίρι όλο το χρόνο, ούτε τους νοιάζει να αλλάξει η πόλη. Το καλοκαίρι θέλουν απλά να «γεμίσουν τις μπαταρίες τους». Διακοπές θέλουν να κάνουν, όχι πολιτική.
Δυστυχώς όμως η επιθυμία αυτή για προσωρινή διαφυγή δεν μπορεί παρά να οδηγήσει, αργά ή γρήγορα στην ίδια την αναίρεσή της. Το καλοκαίρι στο νησί υπήρξε ο κύριος τρόπος με τον οποίο γενιές νέων Ελλήνων γεύτηκαν την μη-αλλοτριωμένη ζωή  - γυμνοί στην παραλία, χωρίς να τους νοιάζει τι ώρα είναι, χωρίς χρήματα, ψαρεύοντας στην θάλασσα την τροφή τους. Ο καπιταλισμός όμως, ο οποίος μπορεί να βγάζει από τα πάντα κέρδος, βρήκε ευκαιρία στην ίδια την γενικευμένη επιθυμία για απόδραση από αυτόν, και σταδιακά άρχισε να την χρεώνει αδρά. Το ελεύθερο κάμπινγκ έγινε ενοικιαζόμενα και η φιλοξενία τουρισμός. Η ίδια η διαφυγή από τον καπιταλισμό έγινε καπιταλιστικό εμπόρευμα, και η ζωή στα νησιά εμπορευματοποιήθηκε, με την όποια διαφορετικότητά της σιγά σιγά να εξαφανίζεται. Έτσι κάπως η Μύκονος της ελευθερίας της γενιάς του Ελύτη, έγινε σήμερα ένα τεράστιo mall, όπου το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να καταναλώνεις, παγιδευμένος στα δαιδαλώδη στενά της.
Αν η διαφυγή δεν αποτελεί λύση, τότε πως θα μπορούσαμε να φέρουμε το νησί στην πόλη; Αξίζει τουλάχιστον να θέσουμε αυτό το ερώτημα. Τι είναι αυτό το διαφορετικό που μας φαντασιώνει στο νησί και πως θα μπορούσαμε να το έχουμε για όλους στην πόλη; Ο άλλος βιορυθμός; Το δικαίωμά στην τεμπελιά; Το ότι μπορούσαμε να φάμε φυσικά, αμόλυντα προϊόντα από τη γη και τη θάλασσα; Το ότι γνωριζόμαστε ο ένας με τον άλλον και μπορούμε να πούμε καλημέρα; Το ότι έχει πλατείες και πλακόστρωτα στενάκια όπου οι άνθρωποι έρχονται κοντά ο ένας με τον άλλο; Το ότι μπορείς να ζήσεις εκεί με λίγα και δεν σου λείπουν τα πολλά; Γιατί είναι αδύνατο να τα μεταφράσουμε όλα αυτά σε αλλαγές στην πόλη; Γιατί δεν τολμάμε να φανταστούμε ένα σύστημα το οποίο θα παράγει αυτές τις συνθήκες τόσο στις πόλεις όσο και τα νησιά; (Ένα τέτοιο όραμα πρεσβεύει η ιδέα της αποανάπτυξης, με το λεξιλόγιο της).
Ας κλείσω πιο αισιόδοξα. Ίσως δεν χρειάζεται καν να φανταστούμε τίποτα, απλά να προσέξουμε τι συμβαίνει ήδη γύρω μας. Τα «νησιά» ήδη αλλάζουν την πόλη γιατί ως Αθηναίοι φέρνουμε κάτι πίσω μαζί μας κάθε Φθινοπωρο. Πολλοί από μας πρώτη φορά στο νησί καταλάβαμε την έννοια του περιττού, απλοποιώντας την ζωή μας στην πόλη. «Δεν έχω τηλεόραση πια, τι να την κάνω;», ακούω συχνά. Έχω δει φίλους να αλλάζουν ριζικά την ζωή τους μετά από ένα μακρύ καλοκαίρι στην παραλία, να αφήνουν την δουλειά τους στις τράπεζες και τα υπουργεία, να αλλάζουν τον βιορυθμό τους χωρίς να λογαριάζουν τις θυσίες που αυτό απαιτεί. Κάποιοι λίγοι από αυτούς τριγυρνούν σαν ξωτικά τον χειμώνα. Περιμένουν το καλοκαίρι, κάθε καλοκαίρι και πιο μακριά, στα τελευταία νησιά, στους τελευταίους παραδείσους, τους οποίους αυτοί οι ίδιοι θα αλλάξουν πρώτοι. Άλλοι όμως, που είναι πια και οι περισσότεροι, δεν περιμένουν το καλοκαίρι για την προσωπική τους επανάσταση. Φέρνουν τα νησιά στην τέχνη τους. Φέρνουν τις αξίες και τους ρυθμούς των νησιών στην δουλειά τους. Βρίσκουν άλλους και συνεργάζονται για να φτιάξουν αγρούς και πλατείες μέσα στην πόλη. Φτιάχνουν δίκτυα δώρων και ανταλλαγής χωρίς χρήματα, συναιτερίζονται με παραγωγούς στην εξοχή για να φέρουν βιολογικά προϊόντα στην πόλη. Κατεβαίνουν σε διαδηλώσεις για το δικαίωμα στην πόλη και κατασκηνώνουν στις πλατείες σαν να ήταν στο νησί.
Κάτω από την άσφαλτο ίσως να κρύβεται κι η άμμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.