Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Η Μαριάνθη της Ερμούπολης

Της Μαρίας Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Η Μαριάνθη ήταν η μοδίστρα στη Σύρα, σε μιαν εποχή, που το πρετ α πορτέ βρισκόταν στα σπάργανα.
Είχε το ατελιέ της με τέσσερα κορίτσια μαθητευόμενα σ’ ένα από τα πολλά παλιά αρχοντικά της Ερμούπολης, στο μαρμαρόστρωτο δρόμο, που φέρνει από τον αη Νικόλα στη Νομαρχία. Ήταν κατηφορικός δρόμος μα χωρίς σκαλιά, πράμα σπάνια για τη ρυμοτομία του νησιού.
Η Ερμούπολη, για όποιον δεν έτυχε αν δε τη φωτογραφία της στα κουτιά των περίφημων λουκουμιών της, είναι χτισμένη σε δυο λόφους, σοφά διαχωρισμένους θρησκευτικά. Ο πρώτος με την Ανάσταση στην κορφή, ορθόδοξος κι ο δεύτερος με το καθολικό μοναστήρι σαν κάστρο πάνω πάνω, πιο απόκεντρα ήταν για τους καθολικούς που αφθονούν στο νησί.
 
Η Σύρα είναι από τα λίγα νησιά που δέχθηκε τόσο ένθερμα τον καθολικισμό απ’ τους κατακτητές του και τον κράτησε τόσο πιστά. Όλα τα χωριά είναι καθολικά, όλοι οι καθολικοί επίσκοποι Ελλάδας βγαίνουν από τη Σύρα και είναι φυσικό να υπάρχει ένας ανταγωνισμός στα δόγματα, κάτι σαν πάθιασμα με τις ποδοσφαιρικές ομάδες, που εκφράζονταν με συναγωνισμό στο στολισμό των ναών και τη λαμπρότητα στις θρησκευτικές εκδηλώσεις.
Η Σύρα είχε πολλούς εφοπλιστές κι εργοστασιάρχες και ο άγιος Νικόλαος έγινε θαυμάσιο οικοδόμημα για δόξα της ορθοδοξίας, σε μιαν εποχή που ο καθολικισμός πια στην Ελλάδα είχε πάρει την κάτω βόλτα. Μα φρόντιζαν να πάρουν τη ρεβάνς οι καθολικοί με την αίθουσα θεάτρου, που -την εποχή του το ιστορικό θέατρο του νησιού ήταν ερειπωμένο- διέθεταν με ευγένεια πάντα για τις σχολικές παραστάσεις των Γυμνασίων, που ήταν σημαντικά γεγονότα για την πνευματική κίνηση του τόπου.
Η Μεγάλη Παρασκευή, όποτε συνέπιπταν τα δυο Πάσχα ήταν η μεγάλη μάχη ανάμεσα στη φαντασμαγορία των επιταφίων, την επισημότητα της πομπής, το πλήθος των πιστών. Στην ορθόδοξη Ελλάδα, στη Σύρα πια όλη η αριστοκρατία και οι αρχές ήταν ορθόδοξοι, ενώ οι παρακατιανοί, οι δουλευτάδες κι ανοιχτόκαρδοι Συριανοί, χωρικοί κι εργάτες ήταν καθολικοί, πιστοί και ταχτικοί στις θρησκευτικές τους εκδηλώσεις.

Είχαν παράξενα ξενόφερτα έθιμα που τα τηρούσαν κατά γράμμα. Προίκα δεν έδινε η νύφη. Ο γαμπρός αντίθετα ήταν υποχρεωμένος να ετοιμάσει το σπιτικό του για να την κάνει κυρία. Μιας και δεν υπήρχε διαζύγιο και λένε ακόμη «ο Θεός να σε φυλάει από ορθόδοξη νηστεία και από καθολικό γάμο», έκαναν μακρόχρονους αρραβώνες και δεν ήταν σπάνιο να κάνουν και πολλούς. Οι κοπέλες από μικρές ξενοδούλευαν στα σπίτια ή είχαν κάποιο επάγγελμα πριν ακόμη γενικευθεί η χειραφέτηση της γυναίκας και δεν θεωρούσαν κανένα επάγγελμα υποτιμητικό ή κοπιαστικό. Έτσι οι αρχοντοκυρίες δεν είχαν έλλειψη από εργατικά χέρια και όταν ακόμη αλλού ήταν σπάνια.
Όλοι τις θαύμαζαν τις καθολικές κοπέλες, καθαρές ευγενικές, πρόθυμες, λες κι έβγαζαν κολλέγιο πριν δουλέψουν, αντίθετα με τις ορθόδοξες, που ήταν και είναι τεμπέλες και αυθάδεις. Τούτη η έντονη διαφορά πολιτισμού ίσως οφειλόταν στη διαφορά στη μόρφωση των παπάδων των δυο δογμάτων γιατί κα οι δυο κοινότητες ζούσαν μιαν έντονη θρησκευτική ζωή, όσο επιπόλαια κι επιφανειακή κι αν ήταν. Ο χριστιανισμός στη Σύρα δεν έχει τίποτε από τον πουριτανισμό, που συναντάς σε άλλα μέρη. Είναι μια ζωντανή κοινωνική εκδήλωση και όλοι ευχάριστα συμμετέχουν σε αυτή.

Η Μαριάνθη ήταν καθολική, όπως όλες οι προκομμένες γυναίκες της Σύρας. Το ατελιέ της διώροφο ήταν χτισμένο στη μεριά της θάλασσας, έτσι που τα θεμέλια του τα έγλυφε το κύμα. Το ανατολικό μπαλκόνι της ατένιζε το πέλαο και τα καλοκαίρια η πορτούλα της κουζίνας άνοιγε συχνά για να περνούν γνωστοί και φίλοι να κάνουν το μπάνιο τους στην ιδιωτική της πλαζ.

Το ισόγειο ήταν το ατελιέ. Το σαλόνι με τα φιγουρίνια και τα δυο δωμάτια, ένα για τις πρόβες κι ένα για ράψιμο. Όλος ο καλός κόσμος ράβονταν σε αυτή. Στην εποχή των φουρό και των ντεκολτέ τα φουστάνια της έκαναν θραύση στην κυριακάτικη βόλτα, στην πλατεία και το αριστοκρατικό καφενείο «Πάνθεον».

Ήταν όμορφη γυναίκα, αν και είχε πατήσει τα τριάντα. Κοντούλα, γεμάτη, με κάτασπρο πρόσωπο και κατακόκκινα χείλια, αιώνια χαμογελαστή, με ήρεμο βλέμμα και ύφος γεμάτο περηφάνια αξιοπρέπειας και όχι εγωισμού, είχε κατακτήσει τις αριστοκράτισσες, που ευχάριστα πλήρωναν όσα τους ζητούσε. Άλλωστε υπήρχε κι ένας ακόμη λόγος πούκανε τη Μαριάνθη σικ. Ήταν η ερωμένη του γιατρού Γιαννούλη, του χειρουργού, του μόνου που είχε ιδιωτική κλινική στη Σύρα. Και αυτό την ανέβαζε πολύ στα μάτια της αριστοκρατίας. Ήταν η πιθανή κα Γιαννούλη. Γιαυτό και πάντα εκφράζονταν γιαυτή με θαυμασμό.

Ο Γιαννούλης δεν ήταν συριανός. Ήταν πολύ καλός γιατρός, υφηγητής στη Χειρουργική, είχε παντρευτεί και μια γιατρίνα αναισθησιολόγο, ζούσε άνετα στην Αθήνα και είχε μεγάλη φήμη στους ιατρικούς κύκλους. Μα η γυναίκα του τάμπλεξε με τον καθηγητή της Χειρουργικής -ποιος ξέρει; Ίσως έλπιζε να πάρει καμιά θέση- κι εκείνος τόριξε στο πιοτό, το ουίσκι δεν ήταν ακόμη στη μόδα, κι εγκατέλειψε τα πάντα, ώσπου ένας φίλος του συριανός τον έφερε για παραθερισμό στη Σύρα. Εκεί, στο «Πάνθεον» την ώρα πούπινε γρανίτα γνώρισε τη Μαριάνθη, ζεστάθηκε απ’ το γλυκό της χαμόγελο κι έμεινε στη Σύρα, έστρωσε τη δουλειά του, ζούσε την κοινωνική ζωή Σύρας, με τους χορούς και τα τσάγια και γλυκαίνονταν στην αγκαλιά της Μαριάνθης. Θα την παντρεύονταν από την πρώτη τη στιγμή, ήταν πάντα επιπόλαιος, μα ήταν και πεισματάρης και αυτό τον έβλαψε. Τόσο καιρό δεν είχε δώσει διαζύγιο στη γιατρίνα από πείσμα κι εκείνη όταν έμαθε τα νέα για τη Μαριάνθη, μιας κι είχε χαλάσει το ειδύλλιο με τον καθηγητή και προτιμούσε τις πρόσκαιρες περιπέτειες, μουλάρωσε και δεν τούδινε πια εκείνη διαζύγιο. Έτσι, μια και το «αυτόματο» δεν είχε ακόμη εφευρεθεί και η Τζάκι δεν είχε πάρει ακόμη τον Ωνάση για να θεωρεί η καθολική εκκλησία νόμιμο το γάμο μιας καθολικής με ένα διαζευγμένο, το ζευγάρι συζούσε παράνομα. Όμως η αριστοκρατία, όπως πάντα έδειχνε κατανόηση σε τέτοιες περιπτώσεις. Είναι χρήσιμες, άλλωστε σπάνε και τη μονοτονία σε μια μικρή πόλη.

 
Η Μαριάνθη θα μπορούσε ν’ αφήσει τη δουλειά της. Μα μια και δεν ήταν σύζυγος, θα γινόταν έτσι μαιτρέσα του και αυτό δεν της το επέτρεπε η αξιοπρέπειά της. Άλλωστε τι θάκανε τις ατέλειωτες ώρες που εκείνος χειρουργούσε; Μονάχα ανέβασε τις τιμές και λιγόστεψε κάπως η πελατεία, μα για ένα διάστημα μόνο, μια κι έτσι την προτίμησαν όλες οι σνομπ κυράδες κι από σνομπισμό η κοινωνία της Σύρας δεν υστερεί διόλου από το Παρίσι.

Της Μαριάνθης δεν ήταν ο πρώτος της έρωτας ο γιατρός. Στη Σύρα δεν πρέπει να υπάρχον γεροντοκόρες. Μόλις κατεβεί από το καράβι μια κοπέλα νιώθει σα να βρέθηκε σ’ άλλο πλανήτη, τόσο στενά την πολιορκούν οι ντόπιοι καζανόβες. Για μιαν αθηναία είναι ίσως δυσάρεστο, μα για τις ντόπιες θεωρείται κολακευτικό και είναι σπάνιο μια κοπέλα να μην υποκύψει έπειτα από τόσο επίμονη πολιορκία.

Η Μαριάνθη γνώρισε τον έρωτα πριν ακόμη κλείσει τα δεκαπέντε, μα στάθηκε άτυχη. Εκείνος, ένας ναυτικός μόλις στα εικοσιπέντε κάηκε ζωντανός σαν πήρε φωτιά το τάνκερ που ταξίδευε κι από τότε η Μαριάνθη γιομάτη συμπάθεια για το ανθρώπινο γένος έραβε ρούχα για τις κυράδες, έραβε αδιάκοπα να ξεχάσει τη γλύκα του έρωτα, έραβε για να ξεχνάει τους καημούς της, ώσπου μετά δεκαπέντε ολάκερα χρόνια γνώρισε το γιατρό. Δεν τον ερωτεύτηκε, τον πόνεσε για τη θλίψη του και τούδωσε ότι είχε, το κορμί και την καρδιά της. Δεν τον ρώταγε για την πρώτη του γυναίκα, δεν του μίλησε ποτέ για την πρώτη της αγάπη. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να κρύβει στις γωνιές της ψυχής του θησαυρούς από συναισθήματα που τα ξόδεψε ή τα ξοδεύει όπου θέλει. Είναι τόσο απίθανο σε μια σχέση να υπάρχει το απόλυτο για ν’ ανοίξουν λεύτερα οι κρουνοί των συναισθημάτων, να πλημμυρίζουν οι καρδιές με όλες τις αποχρώσεις των συγκινήσεων όμοια με ανταύγειες πετραδιού στο άπλετο φως, όμοια με τη θριαμβευτική προστασία του ουράνιου τόξου στην καθαρότητα της γης μετά το αγριοβρόχι. Δεν ήταν ο μεγάλος της έρωτας ούτε ο ναυτικός, ούτε ο γιατρός. Από τον πρώτο γεύτηκε την πρώτη αίσθηση της ηδονής, πλάστηκε στα χέρια του γυναίκα, από το δεύτερο δέχθηκε την απάντηση στη στοργική προσοχή που του χάρισε απλόχερα. Χαίρονταν την τρυφεράδα της φιλίας του, το ενδιαφέρον και το σεβασμό που της πρόσφερε. Ο πρώτος ήταν ορμητικός σαν τη θάλασσα τη χειμωνιάτικη νυχτιά. Την αγκάλιαζε ορμητικά, τη φίλαγε με πάθος. Ποτέ δε στάθηκε να της χαϊδέψει τα μαλλιά, να την κοιτάξει στα μάτια, να ζεστάνει στις χούφτες του τα παγωμένα δάχτυλά της. Τα δώρα πούφερνε από τα ταξίδια ήταν όλα για το σπίτι τους, για τα παιδιά που θάκαναν. Είχε τόσα όνειρα για το μέλλον τους! Τίποτε γι αυτή την ίδια, ούτε ένα δαχτυλίδι. Κι έπειτα εκείνη στ’ ατέλειωτα χρόνια της απελπισίας γαλήνευε στη σκέψη πως ίσως καλύτερα έτσι που ήλθαν τα πράγματα, Τόσα χρόνια μαζί του και ποτέ δεν έπιασε παιδί. Ίσως ήταν στείρα και τότε, τότε η ζωή κοντά του δε θάχε πια κανένα νόημα.

Ήταν αψύς, συχνά της θύμωνε, της έκανε παρατηρήσεις τόσο αγροίκα πούνοιωθε σουβλιές να της ματώνουν την καρδιά. Κι όμως τον αγαπούσε. Στην αγκαλιά του ήταν τόσο ευτυχισμένη!

Ο γιατρός ήταν τόσο τρυφερός μαζί της! Στα χέρια του ένιωθε σα τρυφερό λουλούδι, σαν εύθραυστο πολύτιμο βάζο. Την άγγιζε απαλά, πάντα τη ρώταγε αν θέλει να κάνουν κάτι, της πρόσφερε τόσα δώρα, δώρα μικρά και μεγάλα, μα πάντα γεμάτα στοργικό ενδιαφέρον. Θυμόταν τα γενέθλιά της και όποτε πήγαινε στην εξοχή έτρεχε να της μαζεύει λουλούδια για να στολίζει τα ανθοδοχεία της. Ένιωθε σίγουρα κοντά του. Του είχε εμπιστοσύνη, μα -πράγμα παράλογο- πάντα φοβόταν πως κάποτε θα τον έχανε κι αυτόν.

Πέρασαν τα πέντε κρίσιμα χρόνια - είχε προλήψεις, πίστευε ότι ο άλλος θα τον έπαιρνε σα ζούσε κοντά της όσο έζησε κι αυτός- κι ένιωσε ότι λευτερώθηκε από την κατάρα. Μα έπειτα από άλλα δυο μόλις χρόνια, ο γιατρός σκοτώθηκε σε -σπάνιο τότε- αυτοκινητιστικό ατύχημα. Η αριστοκρατία ανατρίχιασε από συγκίνηση. Τι δραματικό τέλος σε αυτό το ρομάντζο! Και το χειρότερο, ο γιατρός δεν περίμενε ότι θα πέθαινε τόσο γρήγορα, δεν είχε φτιάξει διαθήκη κι έτσι όλη την περιουσία και την κλινική την κληρονόμησε η νόμιμη κληρονόμος, η σύζυγος, η γιατρίνα.

Η Μαριάνθη πόνεσε βαθειά. Τούτη τη φορά είχε πιστέψει την ευτυχία της κι ήταν οδυνηρό να βλέπει για δεύτερη φορά τη ζωή να την προδίδει. Κάποιες ρυτίδες φάνηκαν στο μέτωπό της, μια γεύση πίκρας απλώθηκε στο χαμόγελο της, μα δεν έπαψε να χαμογελά.

 
Οι δουλειές λιγόστεψαν σιγά σιγά. Για την καλή κοινωνία έπαψε νάναι σικ, άλλωστε το πρετ α πορτέ βασίλευε πια. Τα μαγαζιά έφερναν μανεκέν από την Αθήνα, έκαναν επιδείξεις μόδας. Η Μαριάνθη όλο κι έβρισκε πιο πολύ καιρό να κάθεται στο μπαλκόνι της και ν’ αγναντεύει τη θάλασσα, τα βαπόρια που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι σφυρίζοντας, το νησάκι με το φάρο που αναβόσβηνε, τις βαρκούλες με τους ρομαντικούς περιπάτους. Πρόσεξε πόσα χρώματα άλλαζε η θάλασσα, πόσα πρόσωπα άλλαζε και όμως ήταν πάντα η ίδια, μυστήρια, αιώνια, ακατάλυτη. Δεν έβγαινε πια στις κοσμικές συγκεντρώσεις, ούτε και στο «Πάνθεον» ήθελε να πηγαίνει. Η πολυκοσμία την κούραζε, η φασαρία την πίκραινε.

Σιγά σιγά οι μικρές ξεσκόλισαν, άνοιξαν δικά τους ραφτάδικα. Μόνη της πια έβγαζε τη δουλειά, αλλά έφθανε και περίσσευε. Έριξε τις τιμές, μα πάλι τίποτε. Τα ρούχα πια δεν είχαν το μεράκι που άλλοτε τους έδινε, δεν είχαν πια την ψυχή της.

Ο παπάς της ενορίας της στο τέλος της έκανε τα προξενιά με το γραμματέα της ενορίας. Ήταν ιταλός, είχε ζήσει και στο Βατικανό. Την έβλεπε στη λειτουργία τόσο τακτική, τόσο σεμνή κι ενάρετη. Βέβαια ήταν 60 χρόνων και λίγο άρρωστος, μα είχε αξιοπρεπές επάγγελμα και ήθελε να την παντρευτεί.

Η Μαριάνθη δεν είχε άλλα περιθώρια. Ξαναγύρισε στους κόλπους της εκκλησίας. Ο ιταλός ήταν γκρινιάρης και κατσούφης, δεν ήξερε τίποτε από έρωτα, πίστευε πως είναι παρθένα κι εκείνη ποτέ δε σχολίασε τους ισχυρισμούς του. Είχε πια πατήσει τα σαράντα. Σε αυτή την κοινωνία δεν υπάρχει χειρότερο πράμα απ’ τη μοναξιά, και τη μισούσε τη μοναξιά η Μαριάνθη.

Ο ιταλός της απαγόρευσε να δουλεύει. Δεν ήταν λέει χριστιανικό επάγγελμα. Με τα λεφτά που έβγαζε εκείνος δεν έφθανε να νοικιάζουν το αρχοντικό πλάι στη θάλασσα, έτσι περιορίστηκαν σε ένα δυάρι σε μια από τις πολυκατοικίες που τότε πρωτοξεφύτρωσαν. Δεν είχε θέα στη θάλασσα, ήτα σε ένα στενό δρομάκι κι αντίκριζε τους απέναντι τοίχους.

Η Μαριάνθη αγόρασε ένα καναρίνι, το έβγαζε κάθε πρωί στο παράθυρο κι εκείνο κελαηδούσε. Και τότε μόνο η Μαριάνθη χαμογέλαγε πικραμένα. Τα μαλλιά της είχαν πια ασπρίσει, το μέτωπό της βαθιές τ’ αυλάκωναν ρυτίδες, με τα μάτια της κοιτούσαν όλο στοργή τη μικρή ζωούλα στο κλουβί πούχε το κουράγιο να κελαηδάει.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.