«Γράφω για όσους δεν έχουν το κράτος να ξεδιαλύνουν/τα μεγαλεία των μικρών πραγμάτων και τα πολλά των ολίγων./Γι’αυτούς απομένει το μέγα θέλγητρο της αναμονής./Γι’αυτούς απομένει ο λαμπρός Ήλιος της Επιούσης». Παπατσώνης
Άμστερνταμ. Το γωνιακό σπίτι του Rijk και του Πέτρου, από τα μεγάλα παράθυρά του, βλέπει ολόγυρα τα ομορφότερα κανάλια της πόλης. Οι τοίχοι βαμμένοι στο γκρίζο μιας ημέρας που υπόσχεται λιακάδα. Τα έπιπλα, στίγματα υπέροχης αισθητικής προγόνων. Η Έλενα, ξαπλωμένη στον άσπρο με μπλέ ραφή καναπέ, τον ανετότερο που ο σβέρκος έχει νοιώσει, διαβάζει την «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση, ένα βιβλίο που χρωματίζει την αστική Ερμούπολη.
Οι Έλληνες πάντα συγκρίνουμε: Κοιτάζοντας τα φλαμανδικά κτήρια απέναντι απ’το κανάλι, συγκρίνω τις δύο πόλεις, αυτή που βλέπω και την πόλη της «Μεγάλης Χίμαιρας»: Σ’αυτήν, η τετράχρονη Αννούλα, κόρη ατυχήσαντος Συριανού εφοπλιστή, που σκυλοπνιγόταν σε ξένη θάλασσα για να ξεχρεώσει, πέθαινε λοιωμένη από πυρετό, ενώ η μητέρα της έλοιωνε από ηδονή κάτω απ’τον απωθημένο έρωτά της Μηνά στο διπλανό δωμάτιο.
Θα μου πείτε, τι σχέση έχει το Άμστερνταμ με την Ερμούπολη; Έχει.
Και οι δύο πόλεις, κοσμήματα χτισμένα από θεληματικά χέρια απέναντι στην πιο στην εχθρική φύση: Το Άμστερνταμ στην υγρή λάσπη, η Ερμούπολη στην ξερή πέτρα. Και οι δύο μεγάλα λιμάνια. Μεγάλη σχέση με την άγρια θάλασσα. Μεγάλο εμπόριο με την Ανατολή. Μεγάλη οικονομική άνθηση απ’το ναυτικό για περίπου ένα αιώνα. Μεγάλη αστική τάξη. Μεγάλες περιουσίες. Μεγάλη αρχιτεκτονική. Μεγάλη άνθηση της τέχνης γι’αυτά τα εκατό χρόνια. Το Άμστερνταμ στον 17ο-18ο αιώνα, η Ερμούπολη στον 19ο και αρχές του 20ου.
Τι έγινε το Άμστερνταμ μετά την σύντομη εμπορική του ακμή που του έχτισε τα ωραία του σπίτια και τα όμορφα κανάλια; Το διατηρούμενο και εξελισσόμενο μεγαλείο της πόλης και των ανθρώπων το βλέπει κάθε Έλληνας τουρίστας του φθηνότερου γκρουπ. Ίδια η ανοδική ποιοτική πορεία και άλλων παρόμοιων ευρωπαϊκών πόλεων στην Κυανή Ακτή, στην Ιταλική και Κροατική Αδριατική, στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Τι απέγινε η Ερμούπολη, μετά την εμπορική της ακμή που της άφησε τα αδιανότητης ομορφιάς μαρμάρινα μέγαρά της πάνω στον βράχο; Για χρόνια το έβλεπε –μάλλον δεν το έβλεπε- κάθε τουρίστας, και μαζί του πολλοί Αθηναίοι που κάπνιζαν το τσιγάρο τους στο κατάστρωμα όταν το καράβι σταματάει στην ρότα για Μύκονο ή Πάρο.
Δύο οι θεοί της Ερμούπολης. Ο νονός της, ο Ερμής ο κερδώος, προστάτης των πέτρινων εφοπλιστών κι εμπόρων που την έχτισαν, κόσμημα στον βράχο του Αιγαίου. Και ο Απόλλων, ο καταθλιπτικός θεός της τέχνης, πνευματικός ανάδοχος του ωραιότερου θεάτρου της Ελλάδας. Οι δύο ‘Ελληνες θεοί, δούλοι για λίγο της γοητείας των πολυμήτων Συριανών, την ευλόγησαν με μια πρωτόφαντη πνευματική ακμή. Για δεκαετίες, οι γνωστότεροι διεθνείς μουσικοί και καλλιτέχνες ξερνούσαν χειμωνιάτικα στο το πέρασμα του Κάβο Ντ’Ορο χάριν της τιμής να παρουσιασθούν στο Θέατρο Απόλλων, για να ζήσουν λίγες ημέρες χλιδής στα αρχοντικά των Συριανών εφοπλιστών, βιομηχάνων και εμπόρων που συμμετείχαν στιβαρά από τον μακρινό βράχο τους στην οικονομία της Ευρώπης.
Οι δυό θεοί εγκατέλειψαν την Σύρα μετά τον πόλεμο που την στέρησε από τους ανθρώπους της, από το πνεύμα τους και το χρυσάφι τους. Όλοι οι Συριανοί πείνασαν, πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό, πάρα πολλοί πέθαναν, και για τις επόμενες δεκαετίες η Ερμούπολη ήταν ένα έρημο σκηνικό θεάτρου χωρίς ηθοποιούς. Ο μακρινός πατέρας μου πέρασε στην αρχή της δεκαετίας του ‘50 τους μήνες που αναλογούσαν στην εκπαίδευση του εφέδρου αξιωματικού και ερωτεύτηκε την Ερμούπολη που, αν και γυμνή πια από πλούτο και μουσική, έδειχνε σαν ηλικιωμένη κοντέσσα το λαμπερό παρελθόν της.
Τριάντα χρόνια μετά, ο πατέρας μου επέλεξε την Σύρα ως τόπο διακοπών μας. Η έρημη καλλιτεχνικά δεκαετία του ’80 έμοιαζε με την πλατεία Δημαρχείου του Τσίλλερ ένα μεσημέρι καλοκαιριού.
Όπως περνούσε ο καιρός όμως, στην Ερμούπολη άνθιζαν λουλούδια αληθινής τέχνης δίπλα σε σε τηλεοπτικά χόρτα που χρησιμοποιούσαν το μαγικό σκηνικό της. Πρωτοβουλίες από τον Μακρουλάκη, τον Φασιανό, τον Πανιάρα, τον Δρούγκα, και άλλους αγωνιστές της Τέχνης (ζητάω την συγχώρεσή τους για την παράλειψη αναφοράς) ξύπνησαν την ωραία κοιμωμένη, κάνοντας την Ερμούπολη κέντρο σημαντικών εικαστικών εκδηλώσεων. Το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου (με τον ακούραστο πληθωρικό Μαρκουλή), έκανε τις ιδέες πράξη και έδωσε στα παλαιά κτηριακά κοσμήματα τον παλιό τους ρόλο, παράλληλα με την ιδιωτική πρωτοβουλία που ανακαίνιζε τα ρημαγμένα αρχοντικά και τα μεταμόρφωνε σε κατοικίες και ξενώνες πολυτελείας.
Στις αρχές της χιλιετίας, η καλλιτεχνική άνθιση της Ερμούπολης επιταχύνθηκε από την αναγέννηση της μουσικής στο υπέροχα ανακαινισμένο θέατρο Απόλλων (μια εξαιρετική πρωτοβουλία του Δήμαρχου Δεκαβάλλα). Το Φεστιβάλ Κυκλάδων, με την χαρακτηριστική εικαστική σφραγίδα του Αλέκου Φασιανού, έφερε κάθε Αύγουστο τους σημαντικότερους διεθνείς κλασσικούς μουσικούς και γέμιζε μέχρι πέρυσι το νησί με φανατικούς της κλασσικής μουσικής απ’όλο τον κόσμο. Το φεστιβάλ Αιγαίου έδινε ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες της Όπερας. Η Ερμούπολη, καταφύγιο σπάνιας ποιότητας στην Ελλάδα των λαϊφστάιλ διακοπών, άρχιζε να ζει τον δεύτερο Χρυσό Αιώνα: Επισκέπτες υψηλού επιπέδου διάλεγαν την πόλη για κύριο τόπο διακοπών, λόγω της ιδιαίτερης αυτής πολιτιστικής προσφοράς στην καλοκαιρινή Ελλάδα. Κι όλα τούτα, χάρη μόνο στην πρωτοβουλία μερικών εραστών της Τέχνης, με το Κράτος να δυσθυμεί όταν χρειαζόταν να δώσει τα επαιτούμενα ψιχία για την μετάβαση στην Σύρο των σημαντικότερων καλλιτεχνών της Οικουμένης.
Αυτά μέχρι πολύ πρόσφατα, μόλις μέχρι πέρυσι: Φέτος το Νεοελληνικό Κράτος, πιστό στο μίσος του κατά της αισθητικής, φαίνεται ότι γύρισε την πλάτη στον αληθινό πολιτισμό και άφησε τα σπάνια άνθη να ξεραίνονται. Προτίμησε την οθωμανική του πεπατημένη, να διαμοιράζει εκατομμύρια σε ανά την χώρα πολιτιστικούς συλλόγους κωμοπόλεων ημετέρων πολιτευτών, οι εκδηλώσεις των οποίων έχουν ως σημαντικότερη επίτευξη την τσίκνα στα ρούχα, την κώφωση από τα ηχεία και τις στομαχικές διαταραχές από το χύμα αρετσίνωτο.
Σαν το κοριτσάκι της Μεγάλης Χίμαιρας, η άνθηση της Τέχνης και της Ανάπτυξης στην Ερμούπολη πεθαίνει γιατί η μάνα Ελλάς συνουσιάζεται με την μετριότητα. Και ο Ερμής και ο Απόλλων, αηδιασμένοι, για άλλη μια φορά εγκαταλείπουν την πόλη τους και μεταναστεύουν στο Άμστερνταμ.
* Ο Φώτης Α. Καραγιαννόπουλος είναι Δικηγόρος, Πρόεδρος του Διεθνούς Φεστιβάλ Μουσικής Κυκλάδων
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=6096
Άμστερνταμ. Το γωνιακό σπίτι του Rijk και του Πέτρου, από τα μεγάλα παράθυρά του, βλέπει ολόγυρα τα ομορφότερα κανάλια της πόλης. Οι τοίχοι βαμμένοι στο γκρίζο μιας ημέρας που υπόσχεται λιακάδα. Τα έπιπλα, στίγματα υπέροχης αισθητικής προγόνων. Η Έλενα, ξαπλωμένη στον άσπρο με μπλέ ραφή καναπέ, τον ανετότερο που ο σβέρκος έχει νοιώσει, διαβάζει την «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση, ένα βιβλίο που χρωματίζει την αστική Ερμούπολη.
Οι Έλληνες πάντα συγκρίνουμε: Κοιτάζοντας τα φλαμανδικά κτήρια απέναντι απ’το κανάλι, συγκρίνω τις δύο πόλεις, αυτή που βλέπω και την πόλη της «Μεγάλης Χίμαιρας»: Σ’αυτήν, η τετράχρονη Αννούλα, κόρη ατυχήσαντος Συριανού εφοπλιστή, που σκυλοπνιγόταν σε ξένη θάλασσα για να ξεχρεώσει, πέθαινε λοιωμένη από πυρετό, ενώ η μητέρα της έλοιωνε από ηδονή κάτω απ’τον απωθημένο έρωτά της Μηνά στο διπλανό δωμάτιο.
Θα μου πείτε, τι σχέση έχει το Άμστερνταμ με την Ερμούπολη; Έχει.
Και οι δύο πόλεις, κοσμήματα χτισμένα από θεληματικά χέρια απέναντι στην πιο στην εχθρική φύση: Το Άμστερνταμ στην υγρή λάσπη, η Ερμούπολη στην ξερή πέτρα. Και οι δύο μεγάλα λιμάνια. Μεγάλη σχέση με την άγρια θάλασσα. Μεγάλο εμπόριο με την Ανατολή. Μεγάλη οικονομική άνθηση απ’το ναυτικό για περίπου ένα αιώνα. Μεγάλη αστική τάξη. Μεγάλες περιουσίες. Μεγάλη αρχιτεκτονική. Μεγάλη άνθηση της τέχνης γι’αυτά τα εκατό χρόνια. Το Άμστερνταμ στον 17ο-18ο αιώνα, η Ερμούπολη στον 19ο και αρχές του 20ου.
Τι έγινε το Άμστερνταμ μετά την σύντομη εμπορική του ακμή που του έχτισε τα ωραία του σπίτια και τα όμορφα κανάλια; Το διατηρούμενο και εξελισσόμενο μεγαλείο της πόλης και των ανθρώπων το βλέπει κάθε Έλληνας τουρίστας του φθηνότερου γκρουπ. Ίδια η ανοδική ποιοτική πορεία και άλλων παρόμοιων ευρωπαϊκών πόλεων στην Κυανή Ακτή, στην Ιταλική και Κροατική Αδριατική, στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Τι απέγινε η Ερμούπολη, μετά την εμπορική της ακμή που της άφησε τα αδιανότητης ομορφιάς μαρμάρινα μέγαρά της πάνω στον βράχο; Για χρόνια το έβλεπε –μάλλον δεν το έβλεπε- κάθε τουρίστας, και μαζί του πολλοί Αθηναίοι που κάπνιζαν το τσιγάρο τους στο κατάστρωμα όταν το καράβι σταματάει στην ρότα για Μύκονο ή Πάρο.
Δύο οι θεοί της Ερμούπολης. Ο νονός της, ο Ερμής ο κερδώος, προστάτης των πέτρινων εφοπλιστών κι εμπόρων που την έχτισαν, κόσμημα στον βράχο του Αιγαίου. Και ο Απόλλων, ο καταθλιπτικός θεός της τέχνης, πνευματικός ανάδοχος του ωραιότερου θεάτρου της Ελλάδας. Οι δύο ‘Ελληνες θεοί, δούλοι για λίγο της γοητείας των πολυμήτων Συριανών, την ευλόγησαν με μια πρωτόφαντη πνευματική ακμή. Για δεκαετίες, οι γνωστότεροι διεθνείς μουσικοί και καλλιτέχνες ξερνούσαν χειμωνιάτικα στο το πέρασμα του Κάβο Ντ’Ορο χάριν της τιμής να παρουσιασθούν στο Θέατρο Απόλλων, για να ζήσουν λίγες ημέρες χλιδής στα αρχοντικά των Συριανών εφοπλιστών, βιομηχάνων και εμπόρων που συμμετείχαν στιβαρά από τον μακρινό βράχο τους στην οικονομία της Ευρώπης.
Οι δυό θεοί εγκατέλειψαν την Σύρα μετά τον πόλεμο που την στέρησε από τους ανθρώπους της, από το πνεύμα τους και το χρυσάφι τους. Όλοι οι Συριανοί πείνασαν, πολλοί έφυγαν στο εξωτερικό, πάρα πολλοί πέθαναν, και για τις επόμενες δεκαετίες η Ερμούπολη ήταν ένα έρημο σκηνικό θεάτρου χωρίς ηθοποιούς. Ο μακρινός πατέρας μου πέρασε στην αρχή της δεκαετίας του ‘50 τους μήνες που αναλογούσαν στην εκπαίδευση του εφέδρου αξιωματικού και ερωτεύτηκε την Ερμούπολη που, αν και γυμνή πια από πλούτο και μουσική, έδειχνε σαν ηλικιωμένη κοντέσσα το λαμπερό παρελθόν της.
Τριάντα χρόνια μετά, ο πατέρας μου επέλεξε την Σύρα ως τόπο διακοπών μας. Η έρημη καλλιτεχνικά δεκαετία του ’80 έμοιαζε με την πλατεία Δημαρχείου του Τσίλλερ ένα μεσημέρι καλοκαιριού.
Όπως περνούσε ο καιρός όμως, στην Ερμούπολη άνθιζαν λουλούδια αληθινής τέχνης δίπλα σε σε τηλεοπτικά χόρτα που χρησιμοποιούσαν το μαγικό σκηνικό της. Πρωτοβουλίες από τον Μακρουλάκη, τον Φασιανό, τον Πανιάρα, τον Δρούγκα, και άλλους αγωνιστές της Τέχνης (ζητάω την συγχώρεσή τους για την παράλειψη αναφοράς) ξύπνησαν την ωραία κοιμωμένη, κάνοντας την Ερμούπολη κέντρο σημαντικών εικαστικών εκδηλώσεων. Το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου (με τον ακούραστο πληθωρικό Μαρκουλή), έκανε τις ιδέες πράξη και έδωσε στα παλαιά κτηριακά κοσμήματα τον παλιό τους ρόλο, παράλληλα με την ιδιωτική πρωτοβουλία που ανακαίνιζε τα ρημαγμένα αρχοντικά και τα μεταμόρφωνε σε κατοικίες και ξενώνες πολυτελείας.
Στις αρχές της χιλιετίας, η καλλιτεχνική άνθιση της Ερμούπολης επιταχύνθηκε από την αναγέννηση της μουσικής στο υπέροχα ανακαινισμένο θέατρο Απόλλων (μια εξαιρετική πρωτοβουλία του Δήμαρχου Δεκαβάλλα). Το Φεστιβάλ Κυκλάδων, με την χαρακτηριστική εικαστική σφραγίδα του Αλέκου Φασιανού, έφερε κάθε Αύγουστο τους σημαντικότερους διεθνείς κλασσικούς μουσικούς και γέμιζε μέχρι πέρυσι το νησί με φανατικούς της κλασσικής μουσικής απ’όλο τον κόσμο. Το φεστιβάλ Αιγαίου έδινε ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες της Όπερας. Η Ερμούπολη, καταφύγιο σπάνιας ποιότητας στην Ελλάδα των λαϊφστάιλ διακοπών, άρχιζε να ζει τον δεύτερο Χρυσό Αιώνα: Επισκέπτες υψηλού επιπέδου διάλεγαν την πόλη για κύριο τόπο διακοπών, λόγω της ιδιαίτερης αυτής πολιτιστικής προσφοράς στην καλοκαιρινή Ελλάδα. Κι όλα τούτα, χάρη μόνο στην πρωτοβουλία μερικών εραστών της Τέχνης, με το Κράτος να δυσθυμεί όταν χρειαζόταν να δώσει τα επαιτούμενα ψιχία για την μετάβαση στην Σύρο των σημαντικότερων καλλιτεχνών της Οικουμένης.
Αυτά μέχρι πολύ πρόσφατα, μόλις μέχρι πέρυσι: Φέτος το Νεοελληνικό Κράτος, πιστό στο μίσος του κατά της αισθητικής, φαίνεται ότι γύρισε την πλάτη στον αληθινό πολιτισμό και άφησε τα σπάνια άνθη να ξεραίνονται. Προτίμησε την οθωμανική του πεπατημένη, να διαμοιράζει εκατομμύρια σε ανά την χώρα πολιτιστικούς συλλόγους κωμοπόλεων ημετέρων πολιτευτών, οι εκδηλώσεις των οποίων έχουν ως σημαντικότερη επίτευξη την τσίκνα στα ρούχα, την κώφωση από τα ηχεία και τις στομαχικές διαταραχές από το χύμα αρετσίνωτο.
Σαν το κοριτσάκι της Μεγάλης Χίμαιρας, η άνθηση της Τέχνης και της Ανάπτυξης στην Ερμούπολη πεθαίνει γιατί η μάνα Ελλάς συνουσιάζεται με την μετριότητα. Και ο Ερμής και ο Απόλλων, αηδιασμένοι, για άλλη μια φορά εγκαταλείπουν την πόλη τους και μεταναστεύουν στο Άμστερνταμ.
* Ο Φώτης Α. Καραγιαννόπουλος είναι Δικηγόρος, Πρόεδρος του Διεθνούς Φεστιβάλ Μουσικής Κυκλάδων
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=6096
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.