ΣTA IXNH THΣ OYTOΠIAΣ. TO ΦIΛEΛΛHNIKON ΠAIΔAΓΩΓEION ΣYPOY KAI H ΠPOTEΣTANTIKH OMOΓENOΠOIHΣH THΣ OIKOYMENHΣ KATA TON 19ο ΑΙΩΝΑ Σμυρναίος Αντώνης |
Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων,2006,σελ.462 Στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η κάθοδος των προτεσταντικών ιεραποστολών άρχισε ουσιαστικά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Η περιοχή αυτή βρισκόταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και οι μουσουλμάνοι ήταν ο δεύτερος, μετά τους ειδωλολάτρες, στόχος των ιεραποστόλων. Η απευθείας πρόσβαση όμως σε αυτούς σύντομα αποδείχτηκε τελείως απαγορευμένη από τον ισλαμικό νόμο και κάθε προσπάθεια για τον εκχριστιανισμό τους ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Έτσι οι ιεραποστολικοί σύμβουλοι συνέλαβαν την ιδέα ότι μόνο μια δίοδος απέμενε πλέον ανοιχτή σε αυτή την πορεία, ο εκπροτεσταντισμός δηλαδή των Ανατολικών, Χριστιανικών Εκκλησιών, όπως επίσης και των Εβραίων, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν ως Δούρειος Ίππος στην άλωση του Ισλάμ. Έτσι αρκετά σχολεία ιδρύθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά, στη Μικρά Ασία, στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο, θέτοντας συχνά τα θεμέλια της εγγραμματοσύνης στις περιοχές αυτές και λειτουργώντας επίσης ως πρότυπα για τα υπόλοιπα σχολεία. Η εκπαίδευση που παρείχαν περιλάμβανε κυρίως την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής με την κυρίαρχη τότε αλληλοδιδακτική μέθοδο, αλλά και μαθηματικά, φυσική ιστορία, γεωγραφία, ιστορία, σχέδιο, χειροτεχνήματα, φωνητική μουσική, ενώ μεγάλο μέρος του προγράμματος αφιερωνόταν στην ιερά ιστορία, στην αγιογραφική κατήχηση, στις προτεσταντικές προσευχές και τους ύμνους. Τα βιβλία που χρησιμοποιούσαν προέρχονταν κυρίως από τα ιεραποστολικά τυπογραφεία της Μάλτας και της Σμύρνης και αποτελούσαν συνήθως μεταφράσεις από αγγλικά ή γερμανικά έργα . Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και μέσα στο χώρο της δικαιοδοσίας του συναντάμε τέτοια σχολεία στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Τήνο, στο Άργος και στη Μάνη. Τα μακροβιότερα ήταν το «Φιλελληνικό Παιδαγωγείο» Σύρου και η Σχολή Hill στην Αθήνα, στα οποία φοίτησαν χιλιάδες ελληνόπουλα και των δύο φύλων και αρκετές δασκάλες και δάσκαλοι απέκτησαν στα Σεμινάριά τους την επαγγελματική τους κατάρτιση . Τα εκπαιδευτικά αυτά ιδρύματα έγιναν συνήθως αποδεκτά από την νεοελληνική κοινωνία. Απολάμβαναν την υποστήριξη της Αντιβασιλείας και αργότερα του βασιλιά, των κυβερνήσεων, των τοπικών Αρχών, της αστικής τάξης, λογίων της εποχής, μεγάλου μέρους του τύπου αλλά και της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Ο εκπροτεσταντικός στόχος των ιεραποστόλων ήταν κρυμμένος πίσω από την έντονη εκπαιδευτική τους δραστηριότητα, που είχε ως αποδέκτη ένα λαό διψασμένο για μάθηση και στερημένο συνήθως από τα μέσα για την απόκτησή της. Η αποκάλυψη της ιεραποστολικής σκευωρίας από μερίδα του τύπου, την Ιερά Σύνοδο και μεμονωμένους κληρικούς ή λαϊκούς, έχανε έτσι συχνά τη δυναμική της, γιατί προσέκρουε σε αυτήν την ¨εκζήτηση παιδείας¨ στην οποία υποκλινόταν η εποχή, αλλά και γιατί αντιμετώπιζε παράλληλα την εύκολη μομφή της ρωσικής ραδιουργίας. Η υποβολιμαία ένταξη αυτής της σύγκρουσης μέσα στο έντονο πολιτικό παρασκήνιο της περιόδου εκείνης είχε δεσμεύσει καταλυτικά τη διαπραγμάτευσή της και είχε διαστρέψει τους όρους μιας ωριμότερης προσέγγισης του ζητήματος. Οι αιτίες για την αποτυχία των προτεσταντικών προσπαθειών εντοπίζονταν συνήθως από τους ίδιους τους ιεραποστόλους σε δύο επίπεδα : στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των Ελλήνων και στην «αλλοπρόσαλλη» νεοελληνική πραγματικότητα. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, συχνές ήταν οι αναφορές τους στην ισχυρογνωμοσύνη των Ελλήνων, σε εκείνο το επιπόλαιο, γι' αυτούς, αίσθημα υπεροχής απέναντι στους δυτικοευρωπαίους λόγω της αρχαιοελληνικής τους καταγωγής και στην έντονα ανορθολογική συμπεριφορά τους, χαρακτηριστική άλλωστε ολόκληρης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα . Αυτή ακριβώς τους εμπόδιζε να αποδεχθούν με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη, ως όφειλαν, την δωρεάν, αφειδώλευτη προσφορά των ιεραποστόλων. Ως αχάριστοι εκμεταλλεύτηκαν τις θυσίες των ξένων για να αποκτήσουν απλά μια αξιόλογη και δυσεύρετη εγκύκλια μόρφωση, ξαναγυρνώντας μετά την αποφοίτησή τους πλέον, χωρίς σοβαρούς ενδοιασμούς, στην ίδια τη «δεισιδαίμονα» Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία ποτέ βέβαια δεν είχαν εγκαταλείψει. Οι Έλληνες λοιπόν είχαν επιτελέσει μιαν ασυνείδητη διύλιση, ενέργεια που φαίνεται ότι συνιστούσε και την ελληνική εκδοχή του ωφελιμισμού! Σε αυτήν την παγίδευση των ιεραποστόλων συνεισέφερε όμως και το ιδιαίτερο πολιτικο-ιδεολογικό κλίμα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Η ¨Μεγάλη Ιδέα¨ του Ελληνισμού για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο ασαφής , πολύσημη και χιμαιρική και αν ήταν, αδρανοποίησε την προτεσταντική επιρροή. Η επιζητούμενη εθνικο-θρησκευτική ενότητα των Ελλήνων, αναγκαία προϋπόθεση για την εκπλήρωση των αλυτρωτικών τους επιδιώξεων, δεν άφηνε περιθώρια για προτεσταντικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι, η παράδοξη και απρόβλεπτη σύγκρουση δύο αυτοκρατορικών ιδεωδών , του ελληνοβυζαντινού και του αγγλοσαξονικού, μέσα στο νεοελληνικό κράτος, έφθειρε τις ιεραποστολικές προσπάθειες. Παρά το γεγονός ότι και τα δύο αυτά μεσσιανικά οράματα αγκυροβολούσαν στο Βόσπορο, προσφέροντας επιπλέον ¨μια κάποια λύση¨ στο Ανατολικό Ζήτημα, η ισχύς του παγκοσμιοποιημένου εκφυλίστηκε μπρος στην αταβιστική συμπάγεια ενός βαθιά ριζωμένου θρύλου. Το προτεσταντικό, ιεραποστολικό έργο στην Ελλάδα απέτυχε λοιπόν το στόχο του, αλλά και η παγκόσμια διάσταση του κινήματος είχε επίσης πενιχρά αποτελέσματα, σε σχέση με τις γιγαντιαίες επενδύσεις της. Η ιστορικά πρώτη όμως απόπειρα εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης είναι γεγονός ότι είχε ως αποτέλεσμα την ευρεία διασπορά των εγκυκλίων γνώσεων και παράλληλα βεβαίως του δυτικού πολιτισμικού κώδικα. Η ιεραποστολική «έξοδος» του αγγλοσαξονικού κόσμου στην παγκόσμια περιφέρεια, πρωτότοκος καρπός ενός «επαγγελματικού» έκτοτε μεσσιανισμού, αποκάλυψε παράλληλα τον αθεράπευτο ρομαντισμό του εγχειρήματος. Από αυτή τη φιλόδοξη και πολυδάπανη ιεραποστολική μεταμφίεση είναι αλήθεια ότι συχνά έμεινε μόνο το προτεσταντικά διαποτισμένο εκπαιδευτικό ένδυμα να μαρτυρεί την τραγική μοίρα κάθε προσωπιδοφορίας : να αυταπατάται ενώ σκηνοθετεί, να παγιδεύεται ασυνείδητα μέσα σε μια τόσο ορθολογικά κατεργασμένη παρενδυσία, ώστε να αναγκάζεται στο τέλος να υπηρετεί την χρησιμοθηρία του προσχήματος. Η ευρεία και απρόβλεπτη απορρόφηση του ιερού από το κοσμικό περιεχόμενο αυτού του ιεραποστολικού μηνύματος ήταν μια χαρακτηριστική έκφραση της αρχόμενης εκκοσμίκευσης του 19ου αιώνα. ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ |
Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012
Το Φιλελληνικόν Παιδαγωγείο Σύρου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.