Αργό περπάτημα κι ο ήχος να κοιτά τις βιτρίνες με τα γοβάκια και τα χριστουγεννιάτικα μπλουζάκια του ξωτικού με τα άσπρα γένια και το κόκκινο παλτό, που πίνει αναψυκτικό χωρίς αλκοόλ και λέει στα παιδιά να γελάνε μόλις βλέπουν τους κερατάδες συνοδούς του, σαν κλακαδόροι στο πορνείο των γιορτών, με ναύτες τους ξέμπαρκους γονείς των επετείων και τσατσάδες τους φύλακες των δήθεν συνειδήσεων.
Δήθεν με έναν «θ» μεγάλο, με την κοιλιά του ευανάγνωστη από τα θηλυκά που γουστάρουν τους επιβήτορες, που μεγαλώσανε με φόβο μαστιγίου και τιμωρίας, με ευκολία συνεύρεσης, χωρίς αντιπάλου ιδρώτα στο ρουθούνι, χωρίς σημάδια μάχης στο κορμί, καθόλα καθαροί διεκδικήσεων, καθόλα νόμιμοι, αποδεκτοί γαμιάδες και αγιασμένοι ιππότες του παραμυθιού της σωτηρίας, σίγουρα γενναίοι μέσα στα άδεια μάτια των χαρούμενων θεατών του ιπποφορβείου, των ήσυχων πολιτών, των νομοταγών ηλιθίων, αυτών που η κλεψύδρα συνεχώς θα λέει αλλαγή βάρδιας, χωρίς η ώρα να καλεί, χωρίς η θάλασσα να προστάζει, συνεχώς θεατές του Κολοσσαίου, των θελκτικών εικόνων, τύραννοι οι ίδιοι, γνωρίζοντας, σιωπώντας.
Και του ρυθμού τα τύμπανα ζηλέψαν, χορεύουν στων ματιών τα άδεια βλέφαρα και γέρνουν ηδονικά ρωτώντας των χρωμάτων τα μυστήρια.
Μυστήρια φρικτά, φυλακισμένα σε πιθάρια και σε όχθες ποταμών, σε κορυφές βουνών και των αγίων τα φωτοστέφανα και της γιαγιάς που ξεσπυρίζει ρόδια τα χέρια τα ανίκητα.
Χέρια με του ανέμου τον αγιασμό και τ’ άρωμα απ’ το χώμα, που πότε το σπέρνει και πότε θάβει αγαπημένους και τ’ όνειρα μιας κάμαρας, πότε χαϊδεύει του γιασεμιού τις άκρες και πότε χαδεύει ένα τσουλούφι της εγγονής πού ‘ναι η ελπίδα της.
Σιωπή, ήρθες με δυο κεριά για αντάμωμα, τα δυο κεριά που πάντα συντροφεύουν τα δάκρυα και τις ευχές, το κατευόδιο και το φοβάμαι.«Φίλα με στις άκρες των χειλιών, μη λιώσει το κερί που μ’ έχουνε στεριώσει.»
Τα δυο κεριά, που όλο κοιτούνε τις εικόνες μας κι όλο σαν τα φανάρια φορτηγού φεύγουν μακριά και προσπερνούν.
Πάντα αυτό που ανάβουνε τα χέρια προσπερνά, μένει μονάχα μια μυρωδιά εκεί στην άκρη των δαχτύλων, σαν τ’ άρωμα από το μαντήλι που αγγίξαμε χωρίς να νιώσει ο ιδιοκτήτης την ανάγκη, περαστικά σαν οπτασία το βασίλεμα, σαν ψέμα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣ
chrisdem@in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.