Tης AΓΓEΛIKHΣ ΦENEPΛH
Στη Σύρο υπήρχαν δύο κατηγορίες πολιτών: οι ντόπιοι και οι πάροικοι.
Oι ντόπιοι είναι κτηνοτρόφοι ή αγρότες αντίθετα οι πάροικοι που εγκαθίστανται από το 1822 και μετά είναι έμποροι και τεχνίτες ή απλά φτωχοί πρόσφυγες, πρόθυμοι να εκτελέσουν κάθε είδους χειρονακτική εργασία.
Σε ποια περιοχή της Σύρου άρχισαν να εγκαθίστανται οι πρώτοι πρόσφυγες; Στο λιμάνι, ένα έρημο κομμάτι του νησιού, γνωστό τότε για την προστασία που παρείχε στα διερχόμενα πλοία του Αιγαίου. Εκεί υπήρχαν 2-3
αποθήκες του Σαλάχα, το σπίτι του Γρηγορίου Στεφάνου, το καθολικό
εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο λόφο (στο σημερινό Νησάκι, μετά έγινε
το Καφενείο της Βάρδιας― ο λόφος αυτός ισοπεδώθηκε το 1858, ένα μικρό
κτίσμα υγειονομείου.
Το αρχικό σημείο, λοιπόν, εγκατάστασής τους είναι το πρόχωμα.
Πρόκειται για μια θαλάσσια αβαθή παραλιακή ζώνη, η οποία εκτεινόταν σε
βάθος πενήντα μέτρων περίπου. O χώρος αυτός καταλείφθηκε από τους
πρόσφυγες μια και μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ανήκε στο
Δημόσιο. Εκεί μπάζωσαν την παραλιακή ρηχή θάλασσα και έφτιαξαν τις
εγκαταστάσεις τους. Ήταν το μοναδικό ελεύθερο σημείο του νησιού, αφού οι
ντόπιοι κάτοικοι της Σύρου διατείνοντο, ότι όλα τα εδάφη του ακόμη και
οι "βράχοι" ανήκαν σε κείνους. Αλλά αυτό αποτελεί μια άλλη ιστορία!
Σιγά-σιγά ο αρχικός πληθυσμός επεκτάθηκε προς τους λοφίσκους
νοικιάζοντας από τους ντόπιους, τη γη στην οποία έστησε τις πρόχειρες
κατοικίες του. Στα σημεία επέκτασής του και για την πρώτη περίοδο δεν
μπορούμε να έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες. Πάντως πρόκειται για μικρά
και πρωτόγονα σπίτια, καλύβια τα ονομάζει η Δημογεροντία το 1833,
ιδιοκτησίας των παροίκων κτισμένα πάνω σε ενοικιαζόμενη γη, ιδιοκτησίας
του ντόπιου πληθυσμού. Σχετικές πληροφορίες για τις εγκαταστάσεις των
παροίκων στα διάφορα σημεία της πόλης δίνει η στατιστική μέτρηση που
έγινε επί Ι. Καποδίστρια το 1828. Αναλυτικότερα στο δεξιό τμήμα της
πόλης υπήρχαν 1702 οικοδομές, στο αριστερό 653, στο ορεινό 884 και στον
"φόρο", την αγορά δηλαδή, 328 οικοδομές― αναφέρονται ακόμη 346 μαγαζιά
(αποθήκες:) και 256 εργαστήρια [και μαγαζιά] και παραπήγματα.
Από το 1823 οι κάτοικοι της πρώιμης Ερμούπολης νοίκιαζαν με έξοδά
τους"δύο οικίσκους" για να νοσηλεύονται από εθελοντές γιατρούς οι
άρρωστοι. Το 1825 όμως έκτισαν το Νοσοκομείο, που άρχισε να δέχεται
αρρώστους από το 1826. Λίγο νωρίτερα από το Νοσοκομείο, το 1824 κτίστηκε
η εκκλησία της Μεταμόρφωσης, γύρω της διευρύνθηκε και αναπτύχθηκε ένας
από τους βασικούς οικιστικούς πυρήνες της Ερμούπολης. O ελεύθερος χώρος
της Μεταμόρφωσης χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφής. Αργότερα, 1828/1829,
που κτίστηκε η εκκλησία της Κοίμησης, δίπλα στο Νοσοκομείο, ο πίσω
ελεύθερος χώρος της χρησιμοποιήθηκε επίσης ως Νεκροταφείο. Συμπλήρωση
προς την παραπάνω εικόνα αποτελεί το γεγονός, ότι η πόλη δεν διέθετε
νερό εκτός από δύο-τρία πηγάδια από τα οποία τα δύο βρίσκονταν στο
περιβόλι των Σαλάχα, εδώ που είναι σήμερα η πλατεία Μιαούλη. Το νερό
αυτό αγοραζόταν από τους πάροικους. Ωστόσο όσο περνούσαν τα χρόνια ο
πληθυσμός της πόλης όλο και περισσότερο αυξανόταν το 1834 είχε φθάσει
τις 12.393 άτομα. Και η πόλη μεγάλωνε χωρίς ανέσεις, με οχετούς
ακάλυπτους, με στοιχειώδη φωτισμό, το λάδι αποτελούσε την πρώτη ύλη του.
Ακόμα και το 1845 ο δήμαρχος ζητούσε να αυξηθούν οι δημοτικοί φανοί σε
40. Ωστόσο σ' αυτή την πόλη που βλέπουμε σήμερα με μάτια συγκινημένα,
μια και οι διωγμοί των Τούρκων, που προκάλεσε η ελληνική επανάσταση,
δημιούργησαν καταστάσεις δυστυχίας, στην πρώιμη Ερμούπολη, υπήρχαν τα
πάντα― από τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης (ακόμη και γιατροί που πήγαιναν
στα σπίτια) ως την πνευματική τροφή (θέατρο, σχολεία, αναγνωστήριο
εφημερίδων και βιβλίων, γενικότερα πνευματική ζωή)
Όσο τα χρόνια περνούσαν τόσο μεγάλωνε ο οικισμός. Oλόκληρη η πόλη της
περιόδου 1822-1834 καταγράφηκε από τον Weber και μπορούμε να την
διακρίνουμε κάτω από τις ρυμοτομικές γραμμές, που χάραξε o Weiler στο
νέο σχέδιο πόλεως, το 1837. Η εφαρμογή του σχεδίου, δηλαδή η διάνοιξη
των δρόμων, πλατειών και στη συνέχεια η πλακόστρωσή τους, όπως και η
ανοικοδόμηση των νέων σπιτιών στους ευθύγραμμους δρόμους, απασχόλησε
διαφόρους τεχνίτες, όπως λόγου χάρη όσους λάξευαν τις πέτρες που
έστρωναν τους δρόμους ή έκτιζαν πέτρινα σπίτια. Τα λίθινα σπίτια έκτιζαν
διάφοροι τεχνίτες απλοί τέκτονες, οι κτίστες, οι λεπτουργοί
(ξυλοτεχνίτες). Μερικές φορές κάποιος πρακτικός αρχιτέκτονας, όπως λόγου
χάρη ο Τζαλίκης (εκκλησία Μεταμόρφωσης, Βλαχογιάννης Χιακόν Αρχείον).
Πολύ αργότερα αρχίζουν να κτίζουν [από το 1840 και μετά] επιστήμονες
αρχιτέκτονες, μηχανικοί. Από το 1837 κι έπειτα η ανοικοδόμηση απαιτούσε
αντί ξύλου ορισμένα άλλα υλικά, όπως τον ασβέστη, ο οποίος παραγόταν από
ειδικούς τεχνίτες στα καμίνια, τους ασβεστοποιούς. (Όταν αναφερόμαστε
στον ασβέστη εννοούμε άσβεστο σχήματος πέτρας― πολλές φορές είχε μάλιστα
μέσα πέτρες μη ασβεστοποιημένες).
Καμίνια δεν έχουμε πολλά στην Ερμούπολη. Η εξόρυξη της πέτρας τόσο
για την ανοικοδόμηση όσο και για τα καμίνια γίνεται στου Βούλια ή εκεί
που υπάρχουν επιφανειακοί βράχοι από τους πετράδες, τεχνίτες
ειδικευμένους, βοηθούμενους ενδεχομένως από ανειδίκευτους εργάτες τους
"χειρομάχους", τους χειρώνακτες. Σε όλους αυτούς θα πρέπει να
υπολογίσουμε και τους μεταφορείς, τους αγωγιάτες των υλικών και του
νερού, που αν και δεν ήταν τεχνίτες έπρεπε όμως να έχουν κάποιες γνώσεις
τεχνικής προκειμένου να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν τα μεταφορικά τους
ζώα.
Βλέποντας το σχέδιο Weiler παρατηρούμε, ότι στην αριστερή πλευρά της
πόλης, πριν το χείμαρρο της Λαλακιάς, εκτείνεται το ναυπηγείο.
Ιδιοκτησία αρχικά του κράτους στη συνέχεια παραχωρημένη στη Δημογεροντία
και μετά το 1834 στο Δήμο. Oι καταλαμβάνοντες τους χώρους του ναυπηγείου
με σκάφη, είτε με ναυπηγική ξυλεία (κερεστές) ή με άλλα υλικά ναυπήγησης
κατέβαλαν στο Δήμο το ανάλογο ενοίκιο. (Δεν το γνωρίζω με ακρίβεια).
Το ναυπηγείο ήταν το κύριο σημείο παραγωγής, όπου για τα μέτρα της
εποχής άνθισε η "βιομηχανία" [σημασία της λέξης για την εποχή είναι
μηχανή του βίου]. Εκεί εργάστηκαν οι διάφοροι τεχνίτες της
ξυλοναυπηγικής. Oι τεχνίτες της ξυλοναυπηγικής χωρίζονται σε δύο κύριες
κατηγορίες τους τέκτονες-ναυπηγούς (αυτούς που παίρνουν την παραγγελία
κατασκευής και ασχολούνται με το σχέδιο και την κατασκευή του πλοίου ή
ήταν υπεύθυνοι για την επισκευή του) και στους διαφόρων ειδικοτήτων
εργάτες. Εκτός από τους ναυπηγούς (οι Κουφουδάκης, Παγίδας, Μάσχας,
Πουτούς, Σέχας οι οποίοι λειτούργησαν στο πέρασμα του χρόνου
πρωτοποριακά) από το 1824 γνωρίζουμε, ότι στην Ερμούπολη είχαν έρθει 20
Χιώτες (Δημοτολόγιο) πριονιστές. Κατά την κατασκευή των διαφόρων τύπου
σκαφών χρησιμοποιούντο μαραγκοί, απλατζήδες [αυτοί που πλανιάρουν
λειαίνουν] πριονιστές. Κύρια εργαλεία τους το σκεπάρνι, το πριόνι, ο
ξυλοφάγος, το ροκάνι [η πλάνη δηλαδή].
Σιδηρουργοί
Συμπληρωματική εργασία εκτός από τους διαφόρους ξυλουργούς (σε αυτούς
συμπεριλαμβάνονται και οι μακαραδοποιοί) προσέφεραν οι σιδηρουργοί, οι
οποίοι είχαν τα εργαστήριά τους μέσα στο ναυπηγείο ή κοντά του, και στην
οδό Ηφαίστου (κάθετος δρόμος της οδού Ερμού). Τρία τέτοια σιδηρουργεία
λειτουργούσαν εκεί το 1841, του σιδηρουργού Πέτρου Νάνου γειτονικά με
αντίστοιχα εργαστήρια του Κοσμά Ιωάννου και του Κουμούλα (Δαυίδ). Άλλα
δύο μπορεί να εντοπίσει κανείς κοντά στο ναυπηγείο, στους 5 μύλους, του
Νικολάου Τζάνε. Ένα δεύτερο, λειτουργούσε το 1834 κάτω από τους 5 μύλους
και ανήκε στο σιδηρουργό Φώτιο Ψαρό.
Περισσότερες πληροφορίες μας δίνει σε μια επιστολή του ο Iακ. Ράλλης
το 1835. Oι σιδηρουργοί αγόραζαν επί πιστώσει την πρώτη ύλη, δηλαδή
σίδηρο Αγγλίας από τις διάφορες εμπορικές αποθήκες που υπήρχαν στην
πόλη. Δεν κέρδιζαν όμως, αρκετά χρήματα γιατί ήσαν πολλοί και μεγάλος ο
ανταγωνισμός. Κατασκεύαζαν όλων των ειδών καρφιά, κλειδαριές, κλειδιά,
διάφορα σίδερα των οικοδομουμένων σπιτιών, (κάγκελα παραθύρων, πυροστιές
για μαγείρευμα κ.τ.λ.) και όσα φυσικά ήταν αναγκαία στη ναυπήγηση, εκτός
από αλυσσίδες (ήταν φθηνότερες και καλύτερες της Αγγλίας). Ακόμα και
άγκυρες σφυρήλατες έκαναν, αλλά κόστιζαν ακριβότερα σε σχέση με κείνες
που εισήγοντο από την Αγγλία. Λεπτομερέστερη αναφορά (1838) των
μεταλλικών εξαρτημάτων κατασκευής ενός μπρικιού (πάρων) μήκους 19 πήχεων
παρέχει ένα συμφωνητικό μεταξύ του θαλασσινού Δημ. Κουτσοδόντη και του
"χαλκέα", σιδηρουργού Μήτρου Κοσμά. Το μπρίκι θα ναυπηγούσε ο Ιω.
Κουφουδάκης. O Μήτρος Κοσμά "υπόσχεται να του χορηγήση δι εξόδων του
[του Κουτσοδόντη] τις τζαβέτες, το καρφί, ταις ζαρτόριζαις, τους
γάντζους, ταις ροδάντζαις, τα βελόνια και όλα δια την κάρφωσιν του
σκάφους". (Oρολογία άγνωστη σε μη ειδικούς). Και όλα αυτά κστασκευάζοντο
με στοιχειώδη εξοπλισμό και εργαλεία, όπως λόγου χάρη το αμόνι, το
φυσερό.
Ωστόσο την τέχνη του σιδηρουργού και τις τεχνικές της παρακολουθούσαν
και οι μαθητευόμενοι. (Μερικές φορές πρέπει να υπενθυμίζουμε τους
παραδοσιακούς τρόπους εκμάθηνσης της εποχής, που κρατάνε ακόμα και
σήμερα με άλλες μορφές βέβαια). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του
δεκατριάχρονου Αντώνιου Ιωάννου. O πατέρας του ο Ιωάννης Αναγνώστου,
θαλασσινός τοποθετεί το 1841 τον ανήλικο γιο του στο εργαστήρι του
σιδηρουργού Σπύρου Φωτίου για να του διδάξει αμισθί την τέχνη του
σιδηρουργού. Η μαθητεία προέβλεπε αμισθί παραμονή 5 χρόνων, αλλά στο
διάστημα αυτό ο Φωτίου θα τον έτρεφε και έντυνε. Στο τέλος της
πενταετίας θα τον εφοδίαζε με ένα σιδερένιο αμόνι 20 οκάδων και μερικά
άλλα "μικρά εργαλεία του τραπεζιού".
O Ζακυνθηνός Σπύρος Φωτίου δεν ήταν φαίνεται ένας σιδηρουργός της
σειράς, είχε μέσα του κάποιο σαράκι τεχνικής. Το 1845 κατασκεύασε "μιαν
μηχανήδια της οποίας τελειωποιούνται στρόφιγγες 10 διαμέτρου εκατοστών
του ελλόμέτρου", (ηλιόμετρο). Oι στρόφιγγες αυτές χρησίμευαν στα
ελαιοτριβεία αλλά και σε κάθε άλλη μηχανή.
Χαλκουργοί
Από τους τεχνίτες του σιδήρου, του μετάλλου δηλαδή, δεν θα έδρεπε να
παραλείψουμε τους χαλκουργούς. Και αυτοί έφτιαχναν διάφορα εξαρτήματα
των πλοίων. Παράλληλα όμως, επιδίδονται σε πιο σύνθετες κατασκευές και
επισκευές απλών μηχανών και εξαρτημάτων. Παράδειγμα ο Παντελής
Ντιλμπέρογλου, χαλκουργός, ο οποίος το 1837 νοικιάζει στο "ζυμοποιό"
Γεράσιμο Κουπαρούτσο μια μηχανή μακαρονιών χάλκινη, θα μπορούσαμε ίσως
να υποθέσουμε, ότι η μηχανή αυτή ήταν απλώς ιδιοκτησία του χαλκουργού,
αν το 1838 κατά την πώλησή της (τιμή 750 δραχ.) στον ίδιο τον ενοικιαστή
Κουμπαρούτσο δεν ανέφερε ο ίδιος την προέλευσή της. Τότε ο Ντιλμπέρογλου
ανέφερε "ότι κατεσκεύασε ενταύθα [στην Ερμούπολη] ιδίοις αναλώμασιν μίαν
καμπάνα, [είδος λεκάνης] μία βίδα, και μίαν μανδραβίδα εκ χαλκού,
ζυγίζουσα 150 οκάδων και χρησιμευούσης εις την ζυμοποίαν". Πρόκειται
φυσικά για κάποια αντιγραφή μηχανής μακαρονιών, απ' αυτές που υπήρχαν
στην Ευρώπη.
Επισκευές στο Καρνάγιο
Πολλά πλοία κατέπλεαν στην Ερμούπολη προκειμένου να επισκευαστούν,
διότι παρουσίαζαν ποικίλες βλάβες στα ύφαλά τους. Oι επισκευές αυτές
απαιτούσαν την εργασία διαφόρων τεχνιτών, όπως μαραγκών, απλατζήδων,
πριονιστών κ.λπ. Μία από τις κύριες βλάβες αποτελούσε η μείωση της
πλευσιμότητάς τους. Βασική αιτία ήταν η προσκόλληση στη γάστρα του
πλοίου διαφόρων παρασίτων οστράκων, φυκιών κ.λπ. Η εργασία απαλλαγής από
αυτά τα παράσιτα περιλάμβανε το καρινάρισμα.
Μετά την απαλλαγή του σκάφους από το έρμα του άρχιζε το καρινάρισμα,
(από εδώ προέρχεται και ο όρος καρνάγιο) δηλαδή γύριζαν τη μία πλευρά
του σκάφους μέσα στη θάλασσα έτσι ώστε τα ύφαλα της άλλης πλευράς να
βρίσκονται έξω από το νερό. Η εργασία αυτή απαιτούσε ενίσχυση του βάρους
της πλευράς που θα έμπαινε στη θάλασσα, δέσιμο του καταρτιού με κάποια
σκοινιά και τράβηγμά του από ανθρώπους που ήταν σε άλλα πλεούμενα, ή από
την ξηρά, ούτως ώστε να γύρει και να μπει η μία του πλευρά στη θάλασσα.
Αφού στερεωνόταν το σκάφος σε αυτή τη θέση άρχιζε ο καθαρισμός της
γάστρας (συχνά για τον καθαρισμό χρησιμοποιούσαν φωτιά), ακολουθούσε το
άνοιγμα των αρμών και ο καθαρισμός τους (με την μαντσόλα), στη συνέχεια
γινόταν το γέμισμα των αρμών με ξασμένο μαλλί ή κανάβι, επαλείφονταν οι
αρμοί με πίσσα και τέλος όλη η γάστρα με λίπος. Η εργασία αυτή
ονομαζόταν καλαφάτισμα ή παλάμι-παλαμίζω. Το καλαφάτισμα γινόταν και
στις νέες κατασκευές σκαφών.
Oι μύλοι
Μία κατηγορία κτισμάτων της πρώιμης Ερμούπολης ήταν οι μύλοι. Oι
μύλοι, όπως και άλλα χαρακτηριστικά οικήματα της πόλης αποτελούσαν
τοπογραφικά σημεία για την αναγνώριση μιας ορισμένης περιοχής (5 μύλοι
κάτω από το Νοσοκομείο, 5 μύλοι στα Βαπόρια, μυλαράκι ακριβώς μετά τη
Λαλακιά, μυλαράκι πριν να κτιστεί η εκκλησία της Ανάστασης στο δεξιό
λόφο).
Στην πρώιμη Ερμούπολη εκτός από τους αλογόμυλους, υπήρχαν δύο ειδών
ανεμόμυλοι: οι καθαυτό ανεμόμυλοι και οι ξυλόμυλοι. Oι πρώτοι είχαν
κτιστή σκάρπα, ευρύχωρη, που μπορούσε να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα και
ως κατοικία. Αντίθετα οι ξυλόμυλοι είχαν σκάρπα από ξύλο μικρού χώρου,
που περιτριγυριζόταν από διάφορα σπιτοπουλάκια. Όλοι τους άλεθαν σιτάρι
και μάλιστα εισαγόμενο (συνήθως από Ρωσσία, Ταϊγάνι) εφόσον οι πρόσφυγες
δεν μπορούσαν να καλλιεργούν, αλλά και να μπορούσαν το νησί δεν
προσφερόταν λόγω της φύσης του. Μαθητεία μυλωνάδων έχουμε φυσικά και
εδώ! Και αναφέρω ένα παράδειγμα επισημαίνοντας τη σχέση της μαθητείας με
την εργασία, όπως και κάποιον υπαινιγμό που υπάρχει στο έγγραφο για το
μέλλον του αποφοίτου, ένα μικρό απόθεμα για την επαγγελματική του
σταδιοδρομία!
Από το 1829 ήδη, ένας μυλωνάς ο Μαστροβασίλης Μανώλης παίρνει το
Γεώργιο Κωνσταντίνου, Πάτμιο στη "δούλευσίν του, μαθητήν δια να τον
διδάξη και εκπαιδεύση εις την τέχνην του". Στα 4 χρόνια της μαθητείας
του ο Κωνσταντίνος ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί το αφεντικό του και να
μην απουσιάζει από κοντά του αδικαιολόγητα. Στο διάστημα αυτό ο
Μαστροβασίλης δεν μπορούσε να τον απολύσει αλλιώς θα του πλήρωνε
διπλάσιο μισθό. Η αμοιβή του μαθητευομένου ανερχόταν σε 150 γρόσια για
κάθε έτος, από τα οποία θα του έδινε τα 100 στο μέσο του έτους και τα 50
στο τέλος της τετραετίας, έτσι για να έχει κάποια "ζήμη". Η συμφωνία
τους δεν προέβλεπε ρουχισμό και υπόδηση.
Αλογόμυλοι
Αλογόμυλο εντοπίζουμε στην πρώιμη Ερμούπολη από το 1828. Oι
περισσότεροι από τους αλομύλους ήταν συνδεδεμένοι με φούρνους, που δεν
έψηναν μόνο ψωμί αλλά και παξιμάδι για τα πλοία. Oι αλογόμυλοι αποτελούν
προφανώς ένα απλούστερο μέσο άλεσης σε σχέση με τους ανεμόμυλους και η
απόδοσή τους σε άλεσμα ήταν μικρότερη. Για τη λειτουργία τους απαιτούντο
άλογα, μουλάρια. O περίγυρος του αλογόμυλου καταλαμβανόταν από σταύλους
ή και αποθήκες τροφών των ζώων. Πολύ συχνά συμπληρώνοντο έξω από το
φούρνο και από μαγαζάκι πωλήσεως ψωμιού. Εκτός από τα διάφορα εργαλεία,
δοχεία, αλευροσιμίγδαλο, στάρι που υπήρχαν στο "εργοστάσιο", αναφέρονται
επίσης και όσα είδη ζυμαρικών βρίσκοντο στην αποθήκη, όπως μακαρόνια
χοντρά και ψιλά, άσπρα και μαύρα, λαζάνια άσπρα, φιδές, κουσκούς,
αστράκι, κριθαράκι, αλεύρι, σιμιγδάλι ψιλό και χοντρό ακόμη και σκίβαλα
για τις κότες.
Φούρνος κατιμερτζήδικος
Μια και ασχολούμαστε εδώ με τους φούρνους της εποχής θα ήθελα να
δούμε ένα ιδιαίτερο φούρνο τον "κατημερτζίδικο". Η παράξενη αυτή
ονομασία έχει τη ρίζα της στη λέξη κατημέρι, που σημαίνει φύλλο γλυκού.
Κατημερτζίδικος είναι ο φούρνος που ψήνει ό,τι έχει τέτοιο φύλλο, όπως ο
μπακλαβάς. Φαίνεται, ότι απαιτούσε ιδιαίτερη κατασκευή, μικρότερο χώρο
καύσης για να δημιουργείται ασθενέστερη ένταση φωτιάς και να μη καίγεται
το φύλλο. To 1841, λοιπόν, ο τέκτων Μάρκος Ιω. Βιδάλης κάτοικος Τήνου
κατασκεύασε μέσα σε 2 μήνες για λογαριασμό του Μάρκου Ιω. Δούναβη
Πανωσηριανού ένα μαγαζί (10x7) και μέσα σ' αυτό ένα φούρνο
"κατημερτζήδικον". Μόλις τελείωσε η ανοικοδόμηση ο Δούναβης τον νοίκιασε
με όλα του τα σκεύη στον λαχανοπώλη Γεώργιο Χούμη. O κατημερτζίδικος
φούρνος ακολουθούσε το "πνεύμα του Νοεμβρίου 1840" είχε "ένα τεσγιάκι
κάρινον και ένα μάρμαρον κείμενον εις το στόμιον του φούρνου". Δεν
φαίνεται, ποιοί ήταν οι πελάτες του Χούμη και αν κέρδιζε μόνο από τα
ψηστικά ή έφτιαχνε και ο ίδιος γλυκά ταψιού.
Από τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν εδώ σχετικά με την πρώιμη
Ερμούπολη παρατηρούμε, ότι όσο και αν η φτωχή αυτή πόλη των προσφύγων
είχε πρωτογενείς τρόπους λειτουργίας, έκρυβε μέσα της τη δυναμική της
τεχνικής ανάπτυξης. Σχεδόν όλοι οι τομείς της εξελίχθηκαν, αναπτύχθηκαν,
κορυφώθηκαν, μοιραία όμως, η πόλη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του
20ου αι. άρχισε σιγά σιγά να φθίνει. Αλλά αυτά ας τα μελετήσουν άλλοι!
H κ. Aγγελική Φενερλή, είναι ιστορικός. Tο παραπάνω κείμενο αποτέλεσε
την εισήγησή της στο πλαίσιο των Σεμιναρίων της Eρμούπολης 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.