Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

H Σύρα, η Xάνσα και ο ελλείπων κρίκος

Tου Γ.B. ΔEPTIΛH 
 Aπό την κοσμοκράτειρα νήσο του Bορρά, επιστρέφουμε στην ελληνική χερσόνησο, εστιάζουμε στο Αιγαίο και διακρίνουμε -δύσκολα - μιαν άλλη νήσο τη Σύρο. Σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου: αυτό το νησάκι είναι πράγματι ένα σταυροδρόμι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κυριολεκτικά: γεωγραφική διασταύρωση. Μεταφορικά: διασταύρωση των τρόπων σκέψης που μας μαθαίνει η Ιστορία.(1)
 Η Σύρος δεν υποκύπτει σε κανένα ιστορικό πρότυπο, δεν επιδέχεται καμιά θεωρητική απλούστευση. Επειδή στο έδαφος της, μεταίχμιο δύο κόσμων συναντώνται και αναμετρώνται άνθρωποι, αγαθά και ιδέες πολλαπλών προελεύσεων και με πολλαπλούς προορισμούς, σε κοινωνικές και οικονομικές
λειτουργίες κάθε είδους: εσωτερικό και διεθνές εμπόριο ελληνική,
οθωμανική και παγκόσμια αγορά, οθωμανική ξυλεία και μέταξα, στάρι από
τον Δούναβη και την Ουκρανία, υφάσματα και μεταλλουργικά από την Αγγλία,
ασημένια δραχμή, κίβδηλα οθωμανικά νομίσματα, δουκάτα και δολάρια,
τραπεζογραμμάτια της Εθνικής και συναλλαγματικές πληρωτέες στο Λονδίνο,
την Μασσαλία, την Οδησσό, μεγαλοαστοί επιχειρηματίες που έχουν πατρίδα
την Μεσόγειο χτίζουν την νεοκλασική Ερμούπολη, περιφρονούν τους
σταφιδέμπορους της Πάτρας, καθυβρίζουν την Εθνική Τράπεζα και αδιαφορούν
για το ελληνικό κράτος.
 Σε ποιες αναλυτικές κατηγορίες, σε ποια πρότυπα μπορεί να υποταχθεί ένα
τέτοιο υλικό; Όλες οι γνωστές κατηγορίες είναι στενές, άβολες,
αταίριαστες: εθνική οικονομία, κράτος, νόμισμα, αστική τάξη, και
οποιαδήποτε αναχρονιστική, ανιστόρητη προσέγγιση θα ήταν επικίνδυνη:
ποιος θα μπορούσε να μιλήσει για συριανό «ισοζύγιο πληρωμών» χωρίς
αλλεπάλληλες αχρηστευτικές επιφυλάξεις; Και όμως, αυτό το παράδοξο
φαινόμενο, αυτός ο πυρετός, όλη αυτή η ιδιότυπη ενέργεια και
ενεργητικότητα, οδηγούν σε μιαν ακμή πρόσκαιρη, σε έναν πλούτο βραχύβιο:
1830-1890. Γιατί;
 Το 1926, ο Thomas Mann δίνει μια διάλεξη στο Λύμπεκ, στην γενέτειρα
του. Στην ομιλία του σχολιάζει ένα από τα μυθιστορήματα του. Είναι το
Buddenbrooks, η επική μυθιστορία μιας μεγαλοαστικής οικογένειας του
Λύμπεκ, δημοσιευμένη 25 χρόνια νωρίτερα, το 1902. Μυθιστορία οιονεί
αυτοβιογραφική: οι Buddenbrooks είναι, κατά κάποιον τρόπο, η οικογένεια
του συγγραφέα.(2)
 Εκεί, στην παλιά χανσεατική πόλη, με το θέμα της ομιλίας του βαθιά
βιωμένο, ο Thomas Mann συσχετίζει την Χάνσα με την Μεσόγειο. Μιλάει για
τις ομοιότητες του Λύμπεκ με δύο αρχετυπικά λιμάνια: με την Μασσαλία,
μεσογειακό κέντρο από την κλασική Αρχαιότητα έως τις μέρες του και με
την Βενετία, κέντρο της παγκόσμιας οικονομίας από τον 12ο έως τον 16ο
αιώνα.
0 Mann δεν αρκείται στις διαφορές, πρόδηλες άλλωστε, ανάμεσα στους
δυοκόσμους, τον περίκλειστο κόσμο της Μεσογείου και τον κόσμο της
Βαλτικής,ανοιχτό προς την απεραντοσυνη και τον πλούτο του Ατλαντικού.
Διακρίνει καιτις θεμελιώδεις ομοιότητες τους. Η μία είναι η μακρότατη
ιστορική διάρκεια, ησυνέχεια μιας οικονομικής ζωής στηριγμένης γερά στο
εμπόριο και την ναυσιπλοΐα. Η άλλη είναι η ταξική συγκρότηση αυτών των
ξέμακρων κοινωνιών.
Αυτό είναι, λοιπόν, το σημείο επαφής των δύο κόσμων, των χανσεατικών
πόλεων και της Βενετίας: η ιστορική συνέχεια, η μακρότατη διάρκεια μιας
κοινωνικής τάξης. Είναι ο κρίκος που τις συνδέει. Αυτός είναι και ο
ελλείπων κρίκος στην ιστορία της Σύρου ― και, γενικότερα, των ελλήνων
αστών.
Αν ήθελε κανείς, ξεκινώντας από τον συνειρμό με την Χάνσα, να
αποτολμήσει αντίστοιχες παραπομπές στην ελληνική αστική ζωή και στην
ελληνική λογοτεχνία, τότε η αίσθηση που αποπνέει αυτή η ζωή, αυτή η
λογοτεχνία, θα τον οδηγούσαν, αναπόδραστα και γι' αυτό ειρωνικά, στην
Σύρο και στην «Νοοτροπία συριανού συζύγου» του Εμμανουήλ Ροΐδη.
Η ειρωνεία προχωρεί και βαθύτερα. Είναι γνωστοί οι πολλαπλοί δεσμοί
τηςΣύρου με την Κωνσταντινούπολη, με τα άλλα κέντρα του εμπορικού
ελληνισμού, αλλά και με την Δύση - π.χ. με την Μασσαλία, ακριβώς.
Ωστόσο, οι δεσμοί αυτοί δείχνουν καθαρά τις ιδιοτυπίες και τις
διαστάσεις του συριανού και του ελληνικού φαινομένου. Οι Έλληνες της
Σύρου και της Μασσαλίας είναι έμποροι, είναι χρηματιστές αλλά οι γάλλοι
επιχειρηματίες της Μασσαλίας δεν είναι μόνο έμποροι και χρηματιστές:
στην πρώτη μεγάλη βιομηχανία στην Ελλάδα, στην μεταλλουργία του Λαυρίου,
συμμετέχει μία από τις αρχαιότερες και ισχυρότερες γαλλικές οικογένειες
της Μασσαλίας, οι Roux.
Και στην Σύρο υπάρχει, φυσικά, βιομηχανία. Υπάρχουν, όμως, διαφορές
εμβέλειας ανάμεσα στις μεταποιητικές πρωτοβουλίες των Συριανών και την
βιομηχανική δραστηριότητα των μεγαλοαστών της Μασσαλίας είναι
αντίστοιχεςμε τις διαφορές που ξεχωρίζουν την Σύρο από την Χάνσα στο
εμπόριο και τηνναυτιλία. Στην Δύση, η εμβέλεια, η έκταση των
δραστηριοτήτων, η πυκνότητα τους, επομένρς και τα αποτελέσματα τους,
αυξάνονται γεωμετρικά με την μακρά διάρκεια. Ακριβώς η διάρκεια λείπει
στην συριανή περίπτωση: έλλειψη αισθητή όχι μόνο στα εξήντα - τόσα
χρόνια της ακμής, αλλά και πριν από το 1820 και μετά το 1890.
Τι ήταν η Σύρος πριν από τα 1820 -1830; Ένα μικρό και τοπικό εμπορικό
κέντρο, με περιορισμένη εμβέλεια και με ελάχιστες δυνατότητες
οικονομικής ανάπτυξης. Με την έλευση των προσφύγων από την Χίο και την
Ανατολή, συγκέντρωσε αναπάντεχα ένα κεφάλαιο, σε χρήμα και σε
επιχειρηματική πείρα. Με τις επενδύσεις τους, οι πρόσφυγες την
μετέτρεψαν σύντομα σε ένα μικρό, αλλά διεθνές κέντρο διαμετακόμισης και
μεταποίησης. Μπορούμε, άραγε, να πούμε ότι την μετέτρεψαν σε μια
μικρογραφία χανσεατικής πολιτείας στην Μεσόγειο; Βεβαίως όχι. Πριν από
το 1830, οποιαδήποτε σύγκριση με την πρώιμη Χάνσα θα ήταν αστεϊσμός.
Αλλά και μετά το 1830, η σύγκριση παραείναι τολμηρή. Τίποτε στην Σύρο
δεν θυμίζει την τεράστια συγκέντρωση κεφαλαίοτεχνογνωσίας, αλλά και την
βαθιά συμπύκνωση των αστικών νοοτροπιών η Χάνσα και οι μεγάλες γαλλικές
πολιτείες είχαν βιώσει τουλάχιστον επί οκτώ αιώνες. Η Χάνσα, χάρη στην
κυριαρχία της στο εμπόριο της Βαλτικής και τη συμμετοχή της στην
ναυτιλία των βορείων θαλασσών και του Ατλαντικού. Oι πόλεις του γαλλικού
νότου, χάρη στην εκμετάλλευση του μεσογειακού ευηρίου, των μεγάλων
εμποροπανηγύρεων του Εξαγώνου και της πρωτοβιομηχανικής παραγωγής της
Λυώνος. Οι αιώνες της διαχρονίας σε σύγκριση με τις δεκαετίες της
συγκυρίας πως να συγκριθούν είκοσι και τριάντα γενιές με τις δύο ή τρεις
γενιές που βιώνουν και νέμονται τα 60 χρόνια της συριανής ακμής; (3)
Αλλά και μετά το 1890, η εξέλιξη της Σύρου δείχνει τον εφήμερο χαρακτήρα
της ευμάρειας και της πρωτοπορίας. Η επενδυτική ορμή κοπάζει, η
τεχνολογία της βιομηχανίας απολιθώνεται, αρσανάδες κλείνουν, τα νέα
ναυπηγεία παραπαίουν, οι κλωστοϋφαντουργίες απαρχαιώνονται. Κεφάλαια
διοχετεύονται σε χρεόγραφα, επιχειρηματίες γίνονται ραντιέρηδες, οι
περιουσίες παύουν ν' αυξάνονται. Κάμψη που θα ανασταλεί προσωρινά, στις
ευνοϊκές συγκυρίες γύρω από τον μεγάλο πόλεμο, για να επανέλθει,
καταστρεπτική, στην δεκαετία του 1930.
 Εξήντα χρόνια ακμής, ύστερα τριάντα ακόμη έως τον μαρασμό. Για την
Σύρο,η ακμή ήταν συγκυριακή, εφήμερη, στηριγμένη στον διεθνικό
προσανατολισμότων αστών επιχειρηματιών. Παρήλθε όταν πια οι άνθρωποι
αυτοί έγιναν εσωστρεφείς, όταν εγκλείστηκαν σε όρια στενά: στα όρια ενός
ελλαδικού ορίζοντα περιορισμένου από τις παρωπίδες των μικρών ευκαιριών
ενός προστατευτισμού πότε άτολμου και πότε θανάσιμα προστατευτικού,
μιας απομονωτικής, εθνοκεντρικής ιδεολογίας και ενός πλέγματος εξουσίας
κρατιστικού, ικανού πάντα ν' αποχαυνώνει με μικρά, πρόσκαιρα οικονομικά
προνόμια και με μικρά μερίδια πολιτικής ισχύος.
 Υπάρχει, φυσικά, και η άλλη όψη του νομίσματος. Ίσως να μην υπήρχε άλλη
οδός γι' αυτήν την τάξη. Πώς αλλιώς μπορούσε να κινηθεί μέσα σε τόσο
λίγα χρόνια, και μάλιστα σε αυτά τα χρόνια, έχοντας ως ορμητήριο την
Ανατολή, ως καταφύγιο την Ελλάδα; Και είχε, έστω, τελικά, μια έξοδο
κινδύνου; Την είχε. Ήταν η μετεγκατάσταση σε άλλα σταυροδρόμια, άλλων
θαλασσών.. Για να επιβιώσουν, οι κεφαλαιούχοι επιχειρηματίες της Σύρου
έπρεπε να φύγουν. Ορισμένοι, πολύ λίγοι, το έπραξαν. Αυτοί έχτισαν τα
καράβια της ναυτιλίας του 20ού αιώνα, μαζί με τους χιώτες συγγενείς
τους, και όχι μόνο με αυτούς. Θα επανέλθω. Εδώ, η απλή μνεία της
ναυτιλίας ήταν αρκετή, και μας οδηγεί σε ένα συμπέρασμα σύντομο,
επιγραμματικό: η καμπύλη την οποία διαγράφει η Σύρος σε 90 χρόνια
μοιάζει με αυτήν που διαγράφει η Ελλάδα σε 170, ή ο Ελληνισμός σε
δυόμισι αιώνες.
(1) Eνα μέρος του κειμένου αυτού, σε πρώτη μορφή, δημοσιεύθηκε ώς
πρόλογος σε βιβλίο του B. Kαρδάση, Σύρος, 1832 -1857: σταυροδρόμι της
Aνατολικής Mεσογείου
(2) Thomas Mann, «Lubeck, forme de vie spirituellle", 1926 ( στο
L'artste et la societe, Grasset Paris, 1973, σ.36, 42-44)
(3) Ωστόσο, τι θα γινόταν άραγε αν η πρωτεύουσα του νέου ελληνικού
βασιλείου μεταφερόταν από το Nαύπλιο όχι στην Αθήνα, αλλά στην Σύρο; Τι
θα γινόταν αν οι πρόσφυγες από την Χίο και την Ανατολή είχαν καταφύγει
όχι στην Σύρο, αλλά στον Πειραιά; «Το σφάλμα που ανέτρεψε την
αυτοκρατορική οικονομία της Ισπανίας την καταδίκασαν να περιοριστεί στην
Σεβίλλη, μια πόλη διαβρωμένη, την οποία ήλεγχε μία διεφθαρμένη
«δημοσιοϋπαλληλίαΣ, όπου κυριαρχούσαν ανέκαθεν ξένοι κεφαλαίουχοι και
όχι σε μια πόλη ισχυρή, ελευθέρη, ικανή να δημιουργήσει και να εφαρμόσει
με την δική της, ανεξάρτητη βούληση, μια πραγματική οικονομική πολιτική»
(F. Braudel, Le Temps du Monde..., σ. 22,85 και 87-88). Η πιθανολόγηση
εναλλακτικών ιστορικών γεγονότων δεν είναι αποδεκτή μέθοδος της
ιστορικής επιστήμης (ονομάζεται μάλιστα, περιφρονητικά «counter-factual
history».) Ωστόσο, η πιθανολόγηση είναι ένας γόνιμος τρόπος να
ανανεώνεται η ιστορική «αίσθηση» ενός φαινομένου. Το ίδιο γόνιμος, παρ'
όλους τους κινδύνους που παρουσιάζει, ειναι και ο παραλληλισμός με
τόπους και χρόνους πολύ μακρινούς και εκ πρώτης όψεως μάλλον άσχετους.

Tο παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Iστορία του
Eλληνικού Kράτους του Γ.B. Δερτιλή, εκδ. EΣTIA 2005, σελ. 516-519

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.