Στην Παροικιά, τη σημερινή πρωτεύουσα της Πάρου, στα ΒΑ. της πόλης κοντά στο αρχαίο λιμάνι, στη θέση Βίτζι, επισημάνθηκε από τον Ν. Ζαφειρόπουλο πριν από 35 χρόνια ένα αρχαίιο νεκροταφείο. Είχαν βρεθεί μερικοί τάφοι και όστρακα μεγάλων αγγείων της λεγόμενης μηλιακής κατηγορίας, που τώρα πλέον έχει αποδειχθεί ότι είναι παριανή, καθώς και μία μεγάλη μαρμάρινη στήλη, ύψ. 1,19 μ. και πλάτ. 0,46 μ., στην οποία «εις ταπεινόν ανάγλυφον και εν μέρει δια χαράξεων εικονίζεται γυναικεία μορφή καθημένη επί θρόνου― φέρει πέπλον με βραχείας χειρίδας και έχει τας χείρας καθειμένας κατά μήκος του σώματος»1. Το 1983, ύστερα από αίτηση του δήμου για δημιουργία πολιτιστικού κέντρου, άρχισε η ανασκαφή του χώρου, που με ορισμένες περιόδους διακοπών συνεχίζεται ως σήμερα. Έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο νεκροταφείο, το οποίο ήταν σε χρήση από το τέλος του 8ου αι. π.Χ. ως τον 3ο-4ο αι. μ.Χ. Το σημερινό επίπεδο της ανασκαφής βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, γεγονός που προϋποθέτει, όχι μόνο για τη διενέργεια της ανασκαφής αλλά και για τη διατήρηση του χώρου σε υπέργεια μορφή, τη λειτουργία συστήματος αποστραγγιστικών έργων που πρέπει να λειτουργεί σε μόνιμη βάση― σε αντίθετη περίπτωση όλη η περιοχή πλημμυρίζει σε λίγες ώρες και μετατρέπεται σε έλος2.
Πρόκειται μάλλον για το κύριο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, που δημιουργήθηκε στο τέλος του 8ου αι. π.Χ., ύστερα από κάποια πολεμική σύγκρουση, στην οποία έπεσαν γύρω στους 200 άνδρες. Για την ταφή τους χρειάστηκε να κατασκευάσουν δύο ορύγματα: ένα ορθογώνιο, διαστ. 4x1,45 μ., βάθ. 1-1,20 μ., και ένα τραπεζιόσχημο, μήκ. 6,90 μ., πλάτ. 1,20-1,70 μ., βάθ. περίπου 0,50 μ. Και τα δύο είχαν επένδυση από σχιστόπλακες, πολύ μεγάλες στο ορθογώνιο και μικρότερες στο τραπεζιόσχημο, το οποίο είχε και πλακόστρωτο δάπεδο, ενώ στο άλλο είχε αφεθεί το φυσικό έδαφος. Βαριές μεγάλες πλάκες έκλειναν και τα δύο ορύγματα, ενώ στο μεγάλο, στο ορθογώνιο, υπήρχε στη μέση του εσωτερικού μια όρθια σχιστόπλακα, ύψ. 0,80 μ., πλάτ. 0,37 μ. και πάχ. 0,07 μ., άγνωστης χρήσης (γύρω της στηρίζονταν αγγεία αλλά και οι καλυπτήριες πλάκες, στο σημείο αυτό). Τα δύο ορύγματα είχαν σκαφτεί σε θέσεις που σχημάτιζαν περίπου ορθή γωνία μεταξύ τους: το μεγάλο είχε τον μακρύ άξονα από Β. προς Ν. και το άλλο από ΒΔ. προς ΝΑ. Το ορθογώνιο όρυγμα περιλάμβανε περί τα 130 αγγεία, ενώ το τραπεζιόσχημο περιείχε περί τα 40, κυρίως αμφορείς, μέσα στους οποίους είχαν φυλάξει τα καμένα οστά νέων ανδρών, γύρω στα 30, όπως έδειξαν οι σχετικές εξετάσεις που έγιναν παλιότερα στα οστά― συνήθως το στόμιο των αμφορέων έκλειναν ρηχοί σκύφοι και σε λίγες περιπτώσεις χάλκινες βαθιές φιάλες. Τα αγγεία ήταν πυκνά τοποθετημένα, στο μεγάλο όρυγμα σε δύο επάλληλες σειρές, ενώ στο μικρότερο, το τραπεζιόσχημο, σε μία σειρά, και αυτή ως περίπου τη μέση, καλύπτοντας έτσι μόνο το ανατολικό τμήμα του ορύγματος. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι όταν γέμισε το μεγάλο με τις δύο σειρές των αγγείων, θα έσκαψαν και το δεύτερο για όσα είχαν περισσέψει και δεν χωρούσαν στο μεγάλο. Πρόκειται φυσικά για δύο πολυάνδρια της ύστερης γεωμετρικής εποχής, μοναδικό ως σήμερα εύρημα για την περίοδο αυτή.
Στο μεγάλο πολυάνδριο, στη νότια στενή πλευρά του εξείχαν από τις δύο επάλληλες σειρές δύο αγγεία και ένα τρίτο λίγο χαμηλότερα, γύρω από τα οποία είχαν σχηματίσει ένα στρογγυλό άνοιγμα, που το είχαν καλύψει με στρογγυλεμένη πλάκα και από πάνω άλλες καλυπτήριες σε τρεις επάλληλες σειρές― στο άλλο στενό του άκρο, το βόρειο, είχε σχηματιστεί ένας μικρός τύμβος ύψ. περίπου 50-60 εκ. από στρώματα εναγικών πυρών, χωρίς να αποκλείεται παρόμοιες πυρές να γίνονταν και σε όλο το μήκος του πολυανδρίου, επάνω από τις καλυπτήριες πλάκες, στο μέσο των οποίων υπήρχε μια μικρή κατασκευή με σχιστολιθικές πλάκες σαν θήκη και στη μέση ένα χαμηλό σχετικά σήμα (ύψ. 57,5 εκ., πλάτ. 56,5 εκ., πάχ. 10 εκ.). Έξω από το βόρειο αυτό στενό άκρο του πολυανδρίου θα είχε στηθεί στην αρχή περίπου του 7ου αι. η στήλη με την ανάγλυφη καθιστή γυναικεία μορφή που πρέπει μάλλον να είναι κάποια χθόνια θεότητα (;), όπως συμπεραίνεται τώρα από τα νέα ευρήματα. H στήλη αυτή θεωρείται ως το παλιότερο ανάγλυφο έργο στην ιστορία της γλυπτικής των ιστορικών λεγόμενων χρόνων, με αποτέλεσμα η δημιουργία της τεχνικής του ανάγλυφου να αποδίδεται, και σωστά, στους Πάριους καλλιτέχνες.
Γύρω από τα δύο πολυάνδρια αναπτύχθηκαν ομάδες τάφων (οι περισσότεροι είχαν τη μορφή θήκης, κατασκευασμένοι από σχιστόπλακες για να περικλείουν συνήθως το οστεοδόχο αγγείο ή και τα μισοκαμένα οστά του νεκρού) κατά οικογένειες ή κατά γένη, ακολουθώντας πάντα τη φορά του ενός ή του άλλου πολυανδρίου. Τοίχοι, πιθανότατα χαμηλοί, χώριζαν τον χώρο της κάθε ομάδας τάφων, ενώ κάπως μεγαλύτεροι περιέβαλλαν όλη την έκταση του γεωμετρικού νεκροταφείου, κοντά στη νοτιοδυτική γωνία του οποίου έστησαν στην αρχή της αρχαϊκής εποχής ένα μοναδικό ως σχήμα σήμα, δηλαδή μια μαρμάρινη στήλη ύψ. 2,30 μ. και πλάτ. 80-90 εκ. με ορθογώνια επίστεψη της οποίας η προς τα κάτω επιφάνεια μοιάζει με οροφή. H στήλη ήταν στραμμένη προς το μεγάλο πολυάνδριο και σε ευθεία προς Δ. του μακρού άξονα του άλλου, του τραπεζιόσχημου.
Τα αγγεία των δύο πολυανδρίων περιείχαν τα καμένα οστά ενός νεκρού (σύμφωνα με τα ως σήμερα στοιχεια που διαθέτουμε από τον καθαρισμό των πρώτων αγγείων) και το καθένα είχε το δικό του ξεχωριστό σχήμα και κατά το δυνατόν διαφορετικό διάκοσμο― ένα άλλο επίσης αξιοσημείωτο στοιχείιο είναι ότι τα αγγεία, σκύφοι κυρίως που είχαν χρησιμοποιηθει ως καλύμματα των οστεοδόχων αγγείων, είχε ληφθεί μέριμνα να συμφωνούν ως προς το χρώμα και τον διάκοσμο με τα οστεοδόχα, δηλαδή τους αμφορείς το στόμιο των οποίων κάλυπταν π.χ. αν το γάνωμα του αμφορέα ήταν κόκκινο ή μελανό ή καστανόμαυρο με λεπτή ή παχιά γραμμή σχεδίασης των γεωμετρικών διακοσμητικών θεμάτων και τα κοσμήματα ήταν κυκλικά ή επιμήκη, αντίστοιχα κατά το δυνατόν ήταν και τα στοιχεία των αγγείων που είχαν τοποθετηθεί στο στόμιό τους.
Το σημαντικότερο όμως και εκπληκτικό για τα ως τώρα δεδομένα, όχι μόνο στον κυκλαδικό χώρο αλλά και γενικότερα στον ελληνικό, είναι οι παραστάσεις που κοσμούν δύο από τα αγγεία, διαφορετικού εργαστηρίου και καλλιτέχνη το καθένα. Σκηνές μάχης, αφού φυσικά πρόκειται για νεκρούς που έπεσαν σε πολεμική σύρραξη, αλλά με τελείως πρωτότυπο και «ζωντανό» τρόπο δοσμένες. Στο ένα αγγείο οι παραστάσεις περιβάλλουν το επάνω μέρος της κοιλιάς σε μια πλατιά συνεχή ζώνη όπου αναπτύσσονται όλες οι σκηνές σε ένα πεδίο μάχης: ο αρχηγός μάλλον, σε μεγαλύτερη κλίμακα από τις άλλες μορφές, κρατεί μεγάλη οκτώσχημη ασπίδα, δόρυ και κάποιο άλλο όπλο, αδιάγνωστο προς το παρόν υπάρχουν νεκροί πεσμένοι στο έδαφος, καθώς και δόρατα, ενώ άλλα δόρατα αιωρούνται στον αέρα, πάνω από τα κεφάλια των πολεμιστών υπάρχουν επίσης άρματα με όρθιους πάνοπλους ηνιόχους, ενώ πάνοπλοι ιππείς με στρογγυλές ασπίδες επισείουν τα όπλα τους (δόρυ ή σπαθί), έτοιμοι για την επίθεση. Στο δεύτερο αγγείο εκπλήσσει όχι μόνο η σύνθεση της παράστασης, αλλά και η τεχνική― στην κύρια όψη του υπάρχει, νομίζω για πρώτη φορά, από την κοιλιά ως τον λαιμό συνεχής διηγηματική εξιστόρηση ενός συμβάντος: ο νεκρός εκτάδην και από πάνω βέλη μεγάλα που εκτοξεύονται από τους τοξότες, που εικονίζονται στα αριστερά του αντιμέτωποι με πολεμιστές οπλισμένους με μεγάλες σφεντόνες― ακολουθούν ιππείς και πεζοί πάνοπλοι― στον ώμο, ακριβώς πάνω από το σημείο όπου εικονίζεται ο νεκρός της κοιλιάς, ένας πελώριος νεκρός εκτάδην και εμπρός του, δηλαδή στα πόδια του, καθώς και πίσω από το κεφάλι του από ένας όρθιος πολεμιστής με δόρυ και ασπίδα― στον λαιμό μια πολυπρόσωπη παράσταση πρόθεσης με τον νεκρό στην κλίνη, πάνω ακριβώς από την αντίστοιχη απεικόνιση του νεκρού στον ώμο και στην κοιλιά. H παράσταση του ώμου δεν είναι όμως με τη συνήθη τεχνική της γεωμετρικής κεραμικής (μελανή σκιαγραφία σε εδαφόχρωμο βάθος) αλλά διακρίνεται για την πρωτότυπη και νομίζω μοναδική ως σήμερα τεχνική γι ' αυτήν την εποχή: σε επιφάνεια με καλά σωζόμενο μαύρο θαμπό γάνωμα απλώνεται η σκηνή με τις μορφές ζωγραφισμένες με λευκό επίθετο χρώμα. H πρωτόγνωρη αυτή συνεχής διηγηματική απεικόνιση από κάτω προς τα επάνω του ίδιου επεισοδίου τονίζεται επίσης με την απεικόνιση του μεγάλου βέλους, ομοίου με αυτά που αιωρούνται πάνω από το νεκρό σώμα στη σκηνή της κοιλιάς, στο χέρι της όρθιας ανδρικής μορφής που σκύβει πάνω από το κεφάλι του νεκρού στη σκηνή της πρόθεσης και μοιάζει σαν να το τραβά (;) ή να το ακουμπά στο κεφάλι του νεκρού, ίσως παραστατική μνεία του τρόπου με τον όποιο σκοτώθηκε ο νεκρός πολεμιστής.
Αν ο Αρχίλοχος είχε ζήσει έναν αιώνα νωρίτερα θα ήταν δυνατό να υποτεθεί ότι οι παραστάσεις στα δύο αυτά αγγεία αποτελούν «κλασικά εικονογραφημένα» των σκηνών πού περιγράφονται από τον σπουδαίο αυτόν ποιητή, αλλά και δεινό πολεμιστή, στους στίχους των ελεγειών του που σώθηκαν:
ου τοι πόλλ' επί τόξα τανύσσεται ουδέ θαμειαί
σφενδόναι, ευτ ' αν δη μώλον Άρης συνάγη
εν πεδίω― ξιφέων δε πολύστονον έσσεται έργον―
ταύτης γαρ κείνοι δαίμονες εσι μάχης
δεσπόται Ευβοίας δουρικλυτοί. (Πλούτ. Θησ. 5,3)
Πυκνές σφεντόνες, τόξα απανωτά πια δεν τινάζονται,
παρά συνάζει την οργή του σ' ανοιχτή πεδιάδα ο Άρης.
Ώρα ν' αρχίσει των ξιφών σφαγή πολύκλαυστη―
γιατί θεοί τούτης της μάχης τώρα oι άρχοντες
της Εύβοιας είναι, ονομαστοί κονταρομάχοι3.
Όμως φαίνεται ότι τις πολεμικές αυτές σκηνές που περιγράφει ο Αρχίλοχος, τις έζησαν και άλλοι άνθρωποι της τέχνης, πρόγονοί του Παριανοί, που εκφράστηκαν με το πινέλο και όχι με την πέννα, αλλά εξίσου ζωντανά και με μεγάλη αμεσότητα, απεικονίζοντας στο ένα αγγείο το πρώτο μέρος της μάχης εξ αποστάσεως με τόξα και σφεντόνες, που ειναι και η λιγότερο φονική. Στο άλλο αγγείο παριστάνεται η μάχη εκ του συστάδην, που αναπτύσσεται στο μεγαλύτερο μέρος του σώματος του αμφορέα, με κάθε λεπτομέρεια. Oι ζωγράφοι βέβαια αυτοί, ανεξάρτητα, αν έζησαν ή όχι παρόμοιες καταστάσεις, τις γνώριζαν από τα ομηρικά έπη που αποτελούσαν τη ζωντανή παράδοση της εποχής τους, παρά το γεγονός ότι η σφεντόνα ως όπλο αναφέρεται μόνο μία φορά (Ν 600) χωρίς να υπάρχει περιγραφή μάχης με σφεντόνες, όπως στον Αρχίλοχο. Αντίθετα, σκηνές μάχης γύρω από τον νεκρό ήρωα αποτελούν κοινό τόπο στην Iλιάδα (η γνωστότερη είναι γύρω από το σώμα του Πατρόκλου στο Ρ), η παράσταση όμως στον ώμο του δεύτερου αμφορέα είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ακριβέστατη ζωγραφική απόδοση ενός κειμένου σαν αυτό της συμπλοκής επάνω από το σώμα του Κεβριόνη, ετεροθαλή αδελφού του Έκτορα, από τον οποίο, προσπαθεί να το αποσπάσει ο Πάτροκλος που σκότωσε τον Κεβριόνη με πέτρα: Έκτωρ μεν κεφαλήφιν επεί λάβεν, ουχί μεθίει― | Πάτροκλος δ' ετέρωθεν έχεν ποδός (Π 762-763). Ακολουθεί στον λαιμό του ίδιου αγγείου η τελική φάση της ανθρώπινης φροντίδας και του χρέους απέναντι στον νεκρό - πρόθεση και θρήνος - πριν το σώμα δοθεί στο θείον πυρ, στην φροντίδα του Ηφαίστου, κατά τον Αρχίλοχο στις ελεγείες του ει κείνου κεφαλήν και χαρίεντα μέλεα | Ήφαιστος καθαροίσιν εν είμασιν αμφεπονήθη.
Με τα εκπληκτικά νέα αυτά ευρήματα αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά μέσα στα τελευταία χρόνια ότι στην Πάρο είχαν από πολύ νωρίς αναπτυχθεί οι καλές τέχνες με ένα πρωτοπόρο τρόπο που δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό των Πάριων δημιουργών που άνοιξαν νέους ορίζοντες στην αρχαία ελληνική τέχνη.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΝΙΚOΥ ΖΑΦΕΙΡOΠOΥΛOΥ
Σημειώσεις
1 Ν. Ζαφειρόπουλος, ΑΔ 1960 (1962), Β, 245 και εικ. 215. Βλ . επίσης G. Neumann, Probleme des grie-chischen Weihreliefs (1979) 5 κε ., Ph. Zaphiropoulou, Une necropole a Paros , στο Necropoles et societes antiques (Cahiers du Centre Jean Berard XVIII, 1994), 143 κε ., εικ . 31, Φ . Ζαφειροπούλου , Πάρος (1998) 59 και εικ . 58 στη σ . 57.
2 Φ . Ζαφειροπούλου , ΑΔ 47, 1992, Β 2, 541 και σημ . 2, Zaphiropoulou, Necropoles 129 κε . και σημ . 1, Ph. Zaphiropoulpu, Paros , Nuove preziose conoscenze da una essezionale necropoli, Magna Grecia XXVII, αρ . 5-6, Ιούνιος 1992, 14 κε ., Υ . Kouraghios στο Bug. Lanzillotta - Dem. Schilardi, Le Cicladi ed il Mondo Egeo, 19-21 Novembre 1992 (1996) 214 κε ., Ζαφειροπούλου , Πάρος 20 και εικ . 15 στη σ . 22.
3 Μετάφραση Γ. Δάλλα, Aρχαίοι λυρικοί (έκδ. Νεφέλη 1993).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.