Του Τέου Ρόμβου
Πνεύμα Εμμανουήλ Ροΐδου
Εις την ωραιοτάτην νήσον Σύρον, φιλτάτη πατρίδα τοσούτων μεγίστων ανδρών, μεγαλεμπόρων τινων, λουκουμοποιών, λαθρεμπόρων, εντίμων τοκιστών και κιβδηλοποιών, καραβοκυραίων πειρατικών σκουνών, γη φυομένων ακάνθων, αίτινες εταλαιπώρησαν τόσον τα πέλματα όσον και τα πνεύματα τέκνων ερασμίας πατρίδος, του ευφυούς και σπινθηροβόλου Δημητρίου Βικέλα, μεταφραστού Γαίτε και Σαιξπήρου και δημιουργού του Λουκή Λάρα, του καταληπτοτέρου και δημοτικωτάτου των ποιητών μας Γεωργίου Σουρή, γενέτειρα του σουρεαλοποέτα Νικολάου Κάλας, πατρίς δι’ έτη συναπτά του μακεδόνος μελανοσταγούς Γεωργίου Μελισταγούς, τυπογραφέως, τόπος όστις παρέσχε φιλοξενίαν εις τον Ιάκωβον Πιτσιπιόν, διάσημον άνδρα, πέραν του επέκεινα ευρισκόμενον σήμερον, ο οποίος εξέδωκεν εν Ερμουπόλει την πνευματικώς πολυτιμωτάτην δια κάθε νέον σειράν της Βιβλιοθήκης των Ωφελίμων Γνώσεων και απωλεσθείς ανευρέθη επιπλέων τυμπανιαίος, πνιγείς υπόπτω τρόπω εις τα ύδατα του Βοσπόρου, γη ήτις εφιλοξένησε τον Θεόδωρον Ορφανίδην καθώς και διαφόρους περιφερομένους πιθήκους Ξουθ και άλλους τερπνούς Τίρι λίρι, όμως κακή τη μοίρα ενέσκηψεν επ’ αυτής ως επιδρομούσα ακρίς, την εποχήν των κυνικών καυμάτων, μάστιξ τις γηγενών τε και αλλοδαπών περιηγητών εκ των περάτων της γης ερχομένων, από τας όχθας του Ροδανού και του Δουνάβεως έως του Νείλου, του Γάγγου και του Μισισιπή, τους οποίους βεβαίως σαφώς περιέγραψεν εις τας ποιήσεις του ως «Βαρβάρους» ο σοφός Έλλην της μακρινής πατρίδος των ιερέων και των κροκοδείλων.
Μολονότι η Νήσος εξακολουθεί να είναι τόσον μικρά, ώστε δεν υπάρχει ανάγκη να είναι τις Ποσειδών δια να την διατρέξη με δύο πηδήματα από το Νησάκι έως τα Βαπόρια, εντούτοις τα αυτοκινούμενα οχήματα, τα πολυύμνητα τούτα δώρα του πολιτισμού παντός χρώματος και μεγέθους, τα οποία είναι περισσότερα της θαλασσίας άμμου, κινούνται διαρκώς εις τας κεντρικάς οδούς του λιμένος. Γηγενείς εφημέριοι ανήκοντες εις το ανατολικόν θρησκευτικόν δόγμα οδηγούν εκκλησιαστικά τετράτροχα ανεμίζοντες τους ποδογύρους των ράσων των ομιλούντες ενίοτε ταχέως εις τα κινητοφώνια -Σύριοι οπωροπώλαι επιβαίνοντες επί ημιφορτηγών διαπληκτίζονται φωνασκούντες μετά Ερμουπολιτών πωλητών οψαρίων και άλλων τινων εποχουμένων καταστηματαρχών εξ αιτίας της τροχοπλημμυρίδος εν τω μέσω της τύρβης της παρακειμένης του λιμένος οδού Θυμάτων Σπερχειού και Πρωίου- σταθμευμένα αγοραία και ιδιωτικά οχήματα επί της οδού Ερμού αναβοσβήνουν τους οδικούς φανούς αλάρμ, καθώς μυστακοφόροι εκδορείς από την άνω Μουσουνίτσαν Παρνασσίδος, περιποιηταί κομών εκ Παρισίων, Λονδρέζαι χειρομαλάκτριαι ομού μετά συμβίων, Αθηναίοι φαρμακοτρίβαι, άνδρες τε και γυναίκες περιερχόμενοι φύρδην μίγδην τας αγιυάς και τας στενωπούς, τόσον της επάνω όσον και της κάτω πόλεως, συνωθούνται ως αι βδέλλαι εντός φιάλης ύδατος και καταλήγουν εις τα παρά την προκυμαίαν μαγειρεία, εις τα οποία συγκατελέγονται μετά των φαγωσίμων ειδών ο τράγος, αι μυίγαι, τα τριήμερα οψάρια και οι απόμαχοι πετεινοί, ενώ άλλοι ρευόμενοι και κοιλιαλγούντες αναζητούν ενοικιαζομένας κάμαρας, με προτεινομένας πλείστας ανέσεις, ήγουν απαραιτήτως δοχεία νυκτός, κλανιόλας διπλάς και υπαίθρια κολυμβητήρια.
Εις το ροδίζον εσπέρας της Άνω Πόλεως των Συρίων πολυπληθής λιτανεία περιέρχεται τας οδούς ψάλλουσα με ιδιαιτέραν κατάνυξιν υστερόβουλας δεήσεις προς τον δυτικόν ύψιστον επί τη ελλείψει υδατοπτώσεων και οσονούπω την άμεσον βροχόπτωσιν, ίνα οι ευάριθμοι περιηγηταί δυνηθούν να αποσαπωνίσωσι τας ιδρωτσίλας εκ των σαρκίων των.
Αργότερον, μετά την εξάπλωσιν του ερεβώδους σκότους κι αφού οι παραθερισταί χορτάσωσιν κεφτέδες, στουφάδα, καπαμάδες και κοιλέντερα, εξέρχονται ούτοι εις τα νυκτερινά κέντρα, πεπληρωμένα ηλεκτρικών φανών και προβολέων, και υπό τα φάλτσα συρίγματα εγχόρδων εμβουζουκίων, βιολιών, φλαούτων, δεφιών, τρομπών και πιφέρων, μανδολίνων, κορνών και κλαρινέτων στροβιλίζονται πέρδοντες, άδοντες και χορεύοντες, μεθύουν χαριεντιζόμενοι και ερωτοτροπούντες δίπλα εις την γαλήνιαν θάλασσαν ήτις κοιμάται ως επίσκοπος μετά το γεύμα. Άπαντες οι έχοντες ονύχια επί της νήσου ετοιμάζονται να κατασπαράξωσι τους έχοντας πτερά.
Οι πάντες γνωρίζουσι ότι τα βουνά της Σύρου είναι γυμνώτερα του Αδάμ, το χόρτον είναι τελείως άγνωστον και η βλάστησις περιορίζεται εις ψωριώσας τινάς το φθινόπωρον φασκομηλέας και ηλιοκαείς κατά το θέρος ακάνθας, πλην όμως οι εξοχικοί οίκοι της νήσου πολλαπλασιάζονται ταχέως, των όνων μειουμένων, διότι τα συμπαθή κτήνη προ πολλού χρόνου εστάλησαν εις Ιταλίαν και εφαγώθησαν παρά των Ιταλών. Επαρουσιάσθη, ως ήτο φυσικόν, χρεία μέσων μεταφορικών, δια τούτο ευφυής τις Συριανός εισήγαγε εν τη νήσω στρουθοκαμήλους, ώστε πλείστοι επισκέπται περιηγούμενοι κατά το θέρος τον τόπον, καθήμενοι επί ειδικών σαγμάτων ιππηλατούν αστεϊζόμενοι, ελαύνοντες επί των διπόδων εις τας εξοχάς και διασχίζοντες ατσάλως αποξηραμένους χειμάρρους, κλιτύς και πρανή εις τα οποία συναγελάζονται αι έρημοι εξοχικαί κατοικίαι πλείστων όσων κατοίκων του κλεινού άστεως, περισφίγγουσαι τα παράλια της νήσου πανταχόθεν, ως νέαι σεμεντοβαθμίδαι, και συγκρατούσαι εν τη βαθεία αγνοία των τον πολύτιμον και ελαχιστότατον χουν, ίνα μην αποδράμη εις τας θαλασσίους αβύσσους. Οι δε ιππεύοντες τας στρουθοκαμήλους, μετά το πέρας του περιηγητικού των γύρου, έχουν το προνόμιον να παραγγείλωσι την άμεσον παρασκευήν στρουθοκοκορετζίου ή autruche au vin εκ της ανυποτάκτου μεγαόρνιθος.
Έτεροι, εναλλακτικώς περιηγούμενοι προτροπάδην, κάμνουν στάσεις εις τα ειδικώς διαμορφωμένα δημοτικά παρατηρητήρια δια να απολαύσουν τας πτήσεις των αγρίων συνθετικοπλαστικών σακκουλών, που ίπτανται προς νότον περιφούσκωτοι από τον επερχόμενον υετόν, και να τας φωτογραφήσουν.
Εις τα ενδότερα της νήσου, μακράν των τρισμακαρίστων παραθεριστών, τέκνα άλλοτε συριανών γεωργών, την «ιεράν» γην των προγόνων μετονομάζουν εις οικοδομικά γήπεδα και την μοσχοπωλούν δια το «ιερόν» χρήμα, ενώ παραγγελιοδόχοι, επιτηδευματίαι, μεσίται μετακλεπτικών εταιριών, εργολήπται χερσέων μεγακτίσεων και επιγείων ουρανοδρομίων και αεροδιαδρόμων, ως νέοι στρατηλάται, οδηγούν σμήνη βαρελκούμενων προβοσκιδοφόρων, αγέλας ερπυστριοφόρων τεράτων μετ’ οδόντων και στομάτων και εκβραχίζουν, καταβροχθίζουν, λιθοκόπτουν, παρθενοφθορούν και ασελγούν παρά φύσιν οριζοντίως και καθέτως διεμβολίζοντες το Τοπίον με ρύμας, οδούς και ονόδους προφασιζόμενοι προσβάσεις και ράμπας προσπελάσεων εις τα τελευταία χορτολιβαδικά γήπεδα, όπου ανεγείρονται οικιστικά εξαμβλώματα κάθε γούστου και βαλαντίου δια τους εξαποδώ ερχομένους θερινούς οικιστάς, οίτινες αναζητούν μετ’ εμμόνου μανίας τας πανακείας, τα αγαπόχορτα και τα πορδόχορτα.
Κατόπιν όλων αυτών, ουδ’ αυτός ο φανατικώτατος της προόδου πανηγυριστής θα ετόλμα τω όντι να ισχυρισθή ότι ηλαττώθη το ποσόν της λυμαινομένης τον κόσμον κερδοσκοπίας και τα ιερά των προαναφερομένων προγόνων οστά και οστάρια θα τρίζουν ως ώριμος υδροπέπων εν τινι του Αυγούστου νυκτί.
Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 – 1904)
Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από το θάνατό του
Πνεύμα Εμμ. Ροΐδου
Πέννα Τέου Ρόμβου
Πνεύμα Εμμανουήλ Ροΐδου
Εις την ωραιοτάτην νήσον Σύρον, φιλτάτη πατρίδα τοσούτων μεγίστων ανδρών, μεγαλεμπόρων τινων, λουκουμοποιών, λαθρεμπόρων, εντίμων τοκιστών και κιβδηλοποιών, καραβοκυραίων πειρατικών σκουνών, γη φυομένων ακάνθων, αίτινες εταλαιπώρησαν τόσον τα πέλματα όσον και τα πνεύματα τέκνων ερασμίας πατρίδος, του ευφυούς και σπινθηροβόλου Δημητρίου Βικέλα, μεταφραστού Γαίτε και Σαιξπήρου και δημιουργού του Λουκή Λάρα, του καταληπτοτέρου και δημοτικωτάτου των ποιητών μας Γεωργίου Σουρή, γενέτειρα του σουρεαλοποέτα Νικολάου Κάλας, πατρίς δι’ έτη συναπτά του μακεδόνος μελανοσταγούς Γεωργίου Μελισταγούς, τυπογραφέως, τόπος όστις παρέσχε φιλοξενίαν εις τον Ιάκωβον Πιτσιπιόν, διάσημον άνδρα, πέραν του επέκεινα ευρισκόμενον σήμερον, ο οποίος εξέδωκεν εν Ερμουπόλει την πνευματικώς πολυτιμωτάτην δια κάθε νέον σειράν της Βιβλιοθήκης των Ωφελίμων Γνώσεων και απωλεσθείς ανευρέθη επιπλέων τυμπανιαίος, πνιγείς υπόπτω τρόπω εις τα ύδατα του Βοσπόρου, γη ήτις εφιλοξένησε τον Θεόδωρον Ορφανίδην καθώς και διαφόρους περιφερομένους πιθήκους Ξουθ και άλλους τερπνούς Τίρι λίρι, όμως κακή τη μοίρα ενέσκηψεν επ’ αυτής ως επιδρομούσα ακρίς, την εποχήν των κυνικών καυμάτων, μάστιξ τις γηγενών τε και αλλοδαπών περιηγητών εκ των περάτων της γης ερχομένων, από τας όχθας του Ροδανού και του Δουνάβεως έως του Νείλου, του Γάγγου και του Μισισιπή, τους οποίους βεβαίως σαφώς περιέγραψεν εις τας ποιήσεις του ως «Βαρβάρους» ο σοφός Έλλην της μακρινής πατρίδος των ιερέων και των κροκοδείλων.
Μολονότι η Νήσος εξακολουθεί να είναι τόσον μικρά, ώστε δεν υπάρχει ανάγκη να είναι τις Ποσειδών δια να την διατρέξη με δύο πηδήματα από το Νησάκι έως τα Βαπόρια, εντούτοις τα αυτοκινούμενα οχήματα, τα πολυύμνητα τούτα δώρα του πολιτισμού παντός χρώματος και μεγέθους, τα οποία είναι περισσότερα της θαλασσίας άμμου, κινούνται διαρκώς εις τας κεντρικάς οδούς του λιμένος. Γηγενείς εφημέριοι ανήκοντες εις το ανατολικόν θρησκευτικόν δόγμα οδηγούν εκκλησιαστικά τετράτροχα ανεμίζοντες τους ποδογύρους των ράσων των ομιλούντες ενίοτε ταχέως εις τα κινητοφώνια -Σύριοι οπωροπώλαι επιβαίνοντες επί ημιφορτηγών διαπληκτίζονται φωνασκούντες μετά Ερμουπολιτών πωλητών οψαρίων και άλλων τινων εποχουμένων καταστηματαρχών εξ αιτίας της τροχοπλημμυρίδος εν τω μέσω της τύρβης της παρακειμένης του λιμένος οδού Θυμάτων Σπερχειού και Πρωίου- σταθμευμένα αγοραία και ιδιωτικά οχήματα επί της οδού Ερμού αναβοσβήνουν τους οδικούς φανούς αλάρμ, καθώς μυστακοφόροι εκδορείς από την άνω Μουσουνίτσαν Παρνασσίδος, περιποιηταί κομών εκ Παρισίων, Λονδρέζαι χειρομαλάκτριαι ομού μετά συμβίων, Αθηναίοι φαρμακοτρίβαι, άνδρες τε και γυναίκες περιερχόμενοι φύρδην μίγδην τας αγιυάς και τας στενωπούς, τόσον της επάνω όσον και της κάτω πόλεως, συνωθούνται ως αι βδέλλαι εντός φιάλης ύδατος και καταλήγουν εις τα παρά την προκυμαίαν μαγειρεία, εις τα οποία συγκατελέγονται μετά των φαγωσίμων ειδών ο τράγος, αι μυίγαι, τα τριήμερα οψάρια και οι απόμαχοι πετεινοί, ενώ άλλοι ρευόμενοι και κοιλιαλγούντες αναζητούν ενοικιαζομένας κάμαρας, με προτεινομένας πλείστας ανέσεις, ήγουν απαραιτήτως δοχεία νυκτός, κλανιόλας διπλάς και υπαίθρια κολυμβητήρια.
Εις το ροδίζον εσπέρας της Άνω Πόλεως των Συρίων πολυπληθής λιτανεία περιέρχεται τας οδούς ψάλλουσα με ιδιαιτέραν κατάνυξιν υστερόβουλας δεήσεις προς τον δυτικόν ύψιστον επί τη ελλείψει υδατοπτώσεων και οσονούπω την άμεσον βροχόπτωσιν, ίνα οι ευάριθμοι περιηγηταί δυνηθούν να αποσαπωνίσωσι τας ιδρωτσίλας εκ των σαρκίων των.
Αργότερον, μετά την εξάπλωσιν του ερεβώδους σκότους κι αφού οι παραθερισταί χορτάσωσιν κεφτέδες, στουφάδα, καπαμάδες και κοιλέντερα, εξέρχονται ούτοι εις τα νυκτερινά κέντρα, πεπληρωμένα ηλεκτρικών φανών και προβολέων, και υπό τα φάλτσα συρίγματα εγχόρδων εμβουζουκίων, βιολιών, φλαούτων, δεφιών, τρομπών και πιφέρων, μανδολίνων, κορνών και κλαρινέτων στροβιλίζονται πέρδοντες, άδοντες και χορεύοντες, μεθύουν χαριεντιζόμενοι και ερωτοτροπούντες δίπλα εις την γαλήνιαν θάλασσαν ήτις κοιμάται ως επίσκοπος μετά το γεύμα. Άπαντες οι έχοντες ονύχια επί της νήσου ετοιμάζονται να κατασπαράξωσι τους έχοντας πτερά.
Οι πάντες γνωρίζουσι ότι τα βουνά της Σύρου είναι γυμνώτερα του Αδάμ, το χόρτον είναι τελείως άγνωστον και η βλάστησις περιορίζεται εις ψωριώσας τινάς το φθινόπωρον φασκομηλέας και ηλιοκαείς κατά το θέρος ακάνθας, πλην όμως οι εξοχικοί οίκοι της νήσου πολλαπλασιάζονται ταχέως, των όνων μειουμένων, διότι τα συμπαθή κτήνη προ πολλού χρόνου εστάλησαν εις Ιταλίαν και εφαγώθησαν παρά των Ιταλών. Επαρουσιάσθη, ως ήτο φυσικόν, χρεία μέσων μεταφορικών, δια τούτο ευφυής τις Συριανός εισήγαγε εν τη νήσω στρουθοκαμήλους, ώστε πλείστοι επισκέπται περιηγούμενοι κατά το θέρος τον τόπον, καθήμενοι επί ειδικών σαγμάτων ιππηλατούν αστεϊζόμενοι, ελαύνοντες επί των διπόδων εις τας εξοχάς και διασχίζοντες ατσάλως αποξηραμένους χειμάρρους, κλιτύς και πρανή εις τα οποία συναγελάζονται αι έρημοι εξοχικαί κατοικίαι πλείστων όσων κατοίκων του κλεινού άστεως, περισφίγγουσαι τα παράλια της νήσου πανταχόθεν, ως νέαι σεμεντοβαθμίδαι, και συγκρατούσαι εν τη βαθεία αγνοία των τον πολύτιμον και ελαχιστότατον χουν, ίνα μην αποδράμη εις τας θαλασσίους αβύσσους. Οι δε ιππεύοντες τας στρουθοκαμήλους, μετά το πέρας του περιηγητικού των γύρου, έχουν το προνόμιον να παραγγείλωσι την άμεσον παρασκευήν στρουθοκοκορετζίου ή autruche au vin εκ της ανυποτάκτου μεγαόρνιθος.
Έτεροι, εναλλακτικώς περιηγούμενοι προτροπάδην, κάμνουν στάσεις εις τα ειδικώς διαμορφωμένα δημοτικά παρατηρητήρια δια να απολαύσουν τας πτήσεις των αγρίων συνθετικοπλαστικών σακκουλών, που ίπτανται προς νότον περιφούσκωτοι από τον επερχόμενον υετόν, και να τας φωτογραφήσουν.
Εις τα ενδότερα της νήσου, μακράν των τρισμακαρίστων παραθεριστών, τέκνα άλλοτε συριανών γεωργών, την «ιεράν» γην των προγόνων μετονομάζουν εις οικοδομικά γήπεδα και την μοσχοπωλούν δια το «ιερόν» χρήμα, ενώ παραγγελιοδόχοι, επιτηδευματίαι, μεσίται μετακλεπτικών εταιριών, εργολήπται χερσέων μεγακτίσεων και επιγείων ουρανοδρομίων και αεροδιαδρόμων, ως νέοι στρατηλάται, οδηγούν σμήνη βαρελκούμενων προβοσκιδοφόρων, αγέλας ερπυστριοφόρων τεράτων μετ’ οδόντων και στομάτων και εκβραχίζουν, καταβροχθίζουν, λιθοκόπτουν, παρθενοφθορούν και ασελγούν παρά φύσιν οριζοντίως και καθέτως διεμβολίζοντες το Τοπίον με ρύμας, οδούς και ονόδους προφασιζόμενοι προσβάσεις και ράμπας προσπελάσεων εις τα τελευταία χορτολιβαδικά γήπεδα, όπου ανεγείρονται οικιστικά εξαμβλώματα κάθε γούστου και βαλαντίου δια τους εξαποδώ ερχομένους θερινούς οικιστάς, οίτινες αναζητούν μετ’ εμμόνου μανίας τας πανακείας, τα αγαπόχορτα και τα πορδόχορτα.
Κατόπιν όλων αυτών, ουδ’ αυτός ο φανατικώτατος της προόδου πανηγυριστής θα ετόλμα τω όντι να ισχυρισθή ότι ηλαττώθη το ποσόν της λυμαινομένης τον κόσμον κερδοσκοπίας και τα ιερά των προαναφερομένων προγόνων οστά και οστάρια θα τρίζουν ως ώριμος υδροπέπων εν τινι του Αυγούστου νυκτί.
Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 – 1904)
Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από το θάνατό του
Πνεύμα Εμμ. Ροΐδου
Πέννα Τέου Ρόμβου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.