Το μυθιστόρημα της Αγγλίδας λογοτέχνιδος Τζένιφερ Λας «ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ» - τίτλος πρωτοτύπου «ON PILGRIMAGE”, ομόσημη η ελληνική απόδοσή του – μ’ελληνικό υπότιτλο «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ» (μετάφραση Εύης Ρούτουλα, εκδόσεις «ΚΑΛΕΝΤΗ», 2008 – σήμερα από τον εκδοτικό «ΦΙΛΝΤΙΣΙ») πρωτοεκδοθέν στην Αγγλία το 1991, δύο έτη πριν αποδημήσει η συγγραφέας του, αποτελείται από 344 σελίδες, περιλαμβάνον επί πλέον 49 Σημειώσεις της μεταφράστριας, ιδιαζόντως κατατοπιστικές για πρόσωπα και «πράγματα» υπαρκτά της ευρωπαϊκής ιστορίας και κουλτούρας, εκ των οποίων βρίθει το βιβλίο τής, αγαπημένης από τις φίλες της «Τζην» όπως την έλεγαν, συγγραφέως και 6 φωτογραφίες απ’το οδοιπορικό της, το οποίο καταγράφεται στο μυθιστόρημα. Διακρίνεται σε Πρόλογο και 13 Κεφάλαια, τα οποία φέρουν ως τίτλους τα τοπωνύμια των περιοχών, τις οποίες περιηγήθηκε, εκκινώντας από την πατρίδα της, στη Γαλλία – τα 12 πρώτα – και στην καταληκτική Ισπανία – το τελευταίο, ήτοι: 1. Αλανσόν και Λιζιέ, 2. Μεγάλη εβδομάδα στο Παρίσι, 3. Μπασί Αν Οτέ, 4. Βεζελέ και Νεβέρ, 5 Παρέ-λε-Μονιάλ, 6. Τεζ, 7. Λε Πηί – Άγιος Μιχαήλ της Εγκουίγ – Λα Σιεζ Ντε – Μπριούντ, 8. Νιμ. Το λιοντάρι του Ιούδα, 9. Οι άγιες Μαρίες της θάλασσας και ο Άγιος Ιούλιος, 10. Ροκαμαντούρ, 11. Ντάκπο Κάγιου Λινγκ, 12. Λούρδη, 12. Σαντιάγκο Ντε Κομποστέλα.
Η Τζένιφερ, αφού μαθαίνει το 1986 ότι πάσχει από την επάρατη νόσο και υποβάλλεται σε επώδυνη εγχείρηση, αποφασίζει, αφήνοντας την αγαπημένη της οικογένεια, το σύζυγό της Μαρκ και τα επτά παιδιά τους (το ένα υιοθετημένο μετά τη γέννηση των 6), ανάμεσά τους οι διάσημοι ηθοποιοί Ρέιφ, Τζόζεφ και Σόφι Φάινς, να τελέσει μόνη της, και υποφέρουσα, καθώς μεταφέρει τις αποσκευές της από τραίνα σε λεωφορεία πολλάκις – το ομολογεί στο μυθιστόρημα -, αυτό το προσκυνηματικό ταξίδι στους παλαιούς, προσκυνηματικούς δρόμους και τόπους και χώρους λατρείας, μεσαιωνικούς και υστερότερους, όπως έπρατταν οι απειράριθμοι απ’την υφήλιο Χριστιανοί Καθολικοί. Κρατά σημειώσεις και στην επιστροφή της συγγράφει «ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ» αυτό.
Εντρυφώντας στην ανάγνωση και μελέτη του «ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ» θα σταχειολογούσα ως βασικότερες αποτιμήσεις μου γι’αυτό τις κατωτέρω – κάποιος άλλος σίγουρα θα βρει κι άλλες πλευρές και λειτουργίες του –, οι οποίες εν συνθέσει ευελπιστώ ότι στοιχειοθετούν την πεποίθησή μου για ένα πολύ σημαντικό έργο. Αποτιμήσεις εκπηγάζουσες από το ίδιο το κείμενο.
Η Τζένιφερ θέλει να ζήσει τη ζωή της έντονα – καθώς έχει συνειδητοποιήσει το εγγύς τέλος – και πραγματοποιεί το 1990 το ταξίδι. Προσωπικότητα βασιζομένη στον, στη βάση όλων των ιδανικών, Ανθρωπισμό, πιστεύει ακράδαντα ότι ο μοχλός του είναι η Αγάπη κι αποφασίζει να βιώσει το βίωμα αυτό, όπως το νοιώθουν οι προσκυνητές Καθολικοί Χριστιανοί κατά τη διαδρομή τους σ’αυτήν τη θρυλική ιστορικώς και θρησκευτικώς πορεία από την Αλανσόν έως την Κομποστέλα. Ως Καθολική δεν πιστεύει τόσο, ίσως και καθόλου, στη θρησκευτική ιδιότητα αλλά την αναζητεί ως επαναβίωση, κυρίως να νοιώσει πώς Αγαπά ο Άνθρωπος μέσω της θρησκευτικής πίστης. Ενίοτε αμφιταλαντεύεται. Το ζητούμενο όμως το αποζητά μέσα στις κοινές ευρωπαϊκές ρίζες μας, στις αρχετυπικές ιδέες, βιώματα και συναισθήματα του ευρωπαϊκού, προφανώς και παγκοσμίου, ανθρωπίνου είδους. Κι αυτό της δίνει άπειρες δυνατότητες συγγραφικής σημασιολογίας, θεματικής αποτελεσματικότητας, η οποίες όμως ταιριαστά αλληλοπλέκονται με το προσωπικό είδος γραφής της.
Έτσι το «ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ», σ’ένα ύφος λιτό και με γλώσσα απλή – δεν ταιριάζει με το «κυνήγι της Αγάπης» ως βίωσης; - έχει πάμπολλα γνωρίσματα. Είναι ταξιδιωτική λογοτεχνία για Γαλλία-Ισπανία, καθώς περιγράφει διαδρομές, τόπους, τοπία, κτήρια, διαπιστώσεις της εκεί καθημερινότητας, και τόσο όμορφα, ώστε λειτουργεί παρορμητικώς, για ν’ανοίξεις τον χάρτη. Είναι ιστορική λογοτεχνία, μιας και σκιαγραφούνται τόποι ιστορικής σημασίας υπό το πρίσμα της ιστορίας του Καθολικισμού. Είναι, ειδικότερα, ιστορία αυτού του χριστιανικού δόγματος. Ανοίγει, εν είδει βεντάλιας, ως ανθολόγιο αυτούσιων παραθεματικών κειμένων σημαντικών προσωπικοτήτων, του αρχαίου-του μεσαιωνικού-του σύγχρονου ακόμα, όχι μόνο του νεώτερου, κόσμου: καλλιτεχνών, επιστημόνων, διανοουμένων αλλά και πολιτικών, τα οποία συνειρμικώς εμφυτεύει η αφηγηματική πέννα – ένα γενικότερο, γοητευτικό ασφαλώς, μοδάτο ρεύμα, των εσχάτων δεκαετιών, της παγκοσμίου, και ελληνικής, μυθιστορηματικής παραγωγής. Είναι αποτύπωση και αποτίμηση καλλιτεχνικών έργων, κυρίως τής, εν πολλοίς γοτθικής, αρχιτεκτονικής. Είναι μια νέα διαδρομή στους μυθικούς προσκυνηματικούς χώρους, οι οποίοι αναβιώνουν υπό το πρίσμα της συγγραφέως. Η εκκλησιαστικο-θρησκευτική ιστορία της Γαλλίας ή Ισπανίας ευφυώς και ευλυγίστως προσδένονται στην ολική ευρωπαϊκή και εν συνόλω ιστορία των ανθρώπων. Αλλά όλα αυτά διατρέχονται από μια «κόκκινη κλωστή» πανταχόθεν: Αυτή που υφαίνει ένα «γυναικείο μυθιστόρημα»: Η αφηγήτρια γυναίκα, οι συνάνθρωποι με του οποίους έρχεται σ’επαφή η «ηρωίδα» είναι κυρίως γυναίκες και μάλιστα, καθώς το έργο πρωτίστως είναι αφηγηματικό, οι λίγοι διάλογοι ή μονολογικές διατυπώσεις κυριαρχούνται από γυναίκες, τις πολλές, εξ όλων των εθνών, γυναίκες τις οποίες γνώρισε, με προεξάρχουσες τις συνταξιδιώτισσες ή τις μοναχές κάποιου Τάγματος κάθε φορά.
Όμως η Τζένιφερ, πολιτικός νους οξύς κι εμφορούμενος από δυναμικώς διεισδυτικό δημοκρατισμό, ουδόλως χαρίζεται στα κοινωνικά και πολιτικά «κακώς κείμενα»: Καυτηριάζει τη θρησκευτική δεισιδαιμονία, την εμπορευματοποίηση της πίστης από την Εκκλησία ή εμπόρους, την αντιφεμινιστική «πίστη» του καθολικού Ιερατείου, τις γενοκτονικές κατά των Τσιγγάνων θηριωδίες επί αιώνες έως αυτές του Χίτλερ, αλλά και συγχρόνους της πολιτικούς, ας είναι και γυναίκες. Κάτω από την επιφάνεια μιας «θρησκευτικής γραφίδος» κινείται ένα βαθύνοο πνεύμα αναγεννησιακού επιστήμονα διαχρονικών και καθολικών στοχεύσεων, το οποίο κρίνει, με μέσο και στόχο, τον Ανθρωπισμό, την ανθρώπινη Αγάπη.
Αλλά η Τζένιφερ αποτυπώνει ένα ύφος, το οποίο συνθέτουν πολλά συστατικά: Χιούμορ, συχνάκις υποδορροίως έως σαρκασμού, υπαρξιακή αγωνία και προβληματισμός, συνειρμικές μεταπηδήσεις – θ’αποτολμούσα να το χαρακτηρίσω ως «πρότυπο συνειρμικού μυθιστορήματος -, παντογνώστρια αφηγήτρια σ’α΄ ενικό πρόσωπο, φιλοσοφικές διαπιστώσεις μ’έναν διατυπωμένο καθημερινότητας «απλό» λόγο, μ’έναν εκπληκτικό τρόπο να κάνει τον αναγνώστη ν’αναλογιστεί πόσο όμορφα είναι τα απλά πράγματα της ζωής μας, ιδίως της Φύσης και, εξωκειμενικώς, να τα χαίρεται πλέον ως τέτοια, να δει τη ζωή του ως όμορφη, να τη ζήσει κάθε δευτερόλεπτο με χαρά. Άλλη μία – ανεξιχνίαστη όμως – σκέψη που γεννάται στον αναγνώστη είναι το δίλημμά του, το οποίο δεν μπορεί να απαντήσει, αν τα συναισθήματα της αφηγήτριας, θετικά τη μία – αρνητικά την άλλη, την οδηγούν να αποτιμήσει αντιστοίχως θετικά-αρνητικά τον τάδε προσκυνηματικό χώρο ή αν, αντιστρόφως, η «ενέργεια» του χώρου της προξενεί τα ομώνυμα συναισθηματικά σκιρτήματα.
Τελικώς η Τζένιφερ μ’έναν αδιόρατο τρόπο οδηγεί τον αναγνώστη της από το’να στ’άλλο υφολογικό της γνώρισμα ή θεματικό της αντικείμενο, ενορχηστρώνοντας ένα μουσικό σύνολο, ισορροπημένο κι ευαίσθητο, ποιοτικότατο με «προστιθέμενη αξία», στο οποίο συγκαταλέγονται και οι οικογενειακές στιγμές με το Μαρκ ή τα παιδιά τους ως αναμνήσεις ή και οπτασίες, με βαρύνουσες τις μαγικές στιγμές ως βιώματα, και εν είδει και ταξιδιωτικού ημερολογίου εν συνόλω, τον εξωθεί ευγενώς να διαβάσει και πάλι το μυθιστόρημα και – γιατί όχι; - ν’αποφασίσει να κάνει στην πραγματικότητα το ίδιο προσκυνηματικό ταξίδι της με το βιβλίο της υπό μάλης. Δεν ξέρω αν η Τζένιφερ έγινε πιο πιστή στη θρησκευτική της συνείδηση με το προσκύνημά της – κι Ορθόδοξη μονή επισκέφτηκε και τη χάρηκε. Πιστεύω όμως ακραδάντως ότι αυτό της το μυθιστόρημα «εκκλησιαστικο-θρησκευτικού τουρισμού» κατ’επίφαση, το οποίο ρέει στην αναγνωστική του λειτουργία, χρησιμοποιεί τις θρησκείες, εισχωρεί εντός τους, για να καταδείξει ότι «θείο είναι το ανθρώπινο» ή «ανθρώπινο είναι το θείο», στέκεται άνωθεν των θρησκειών, ώστε να συνειδητοποιηθεί ότι ο Ανθρωπισμός, η Αγάπη είναι η Ουσία της ζωής αλλά και η Ουσία των θρησκειών. Συμπεραίνω ότι επέτυχε να βιώσει την επιδιωκομένη βίωση της Αγάπης και θαυμάζω κι εγώ αυτήν τη γενναία ψυχή που ένα χρόνο μετά εξέδωσε «ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ», ένα βιβλίο που θ’Αγαπήσουν οι κάθε λογής θρησκευόμενοι ή και άθρησκοι, είτε άθεοι.
Εν κατακλείδι και μόνον εξ αυτού του βιβλίου της η Τζένιφερ Λας επέτυχε να εισαχθεί στο διεθνώς προσκυνηματικό Ιερό της σημαντικής λογοτεχνίας κι εύχομαι η μεταφράστριά του – πέραν του βιβλίου «Δεσμοί Αίματος» της συγγραφέως («ΚΑΛΕΝΤΗΣ», 2004) – να κατορθώσει να εκδώσει και τα άλλα έργα της, τα οποία έχει μεταφράσει, στην Ελλάδα. Ευελπισθώ ομοίως τα παιδιά τής αγαπημένης μου – και κάθε αναγνώστη της – «Τζην» να συναινέσουν σ’αυτήν την εκδοτική ευόδωση και πάλιν.
Σύρα 16-10-2011
Ανδρέας Τζίνης
Φιλόλογος, Δημοτικός Σύμβουλος Σύρου-Ερμούπολης
(Το παρόν κείμενο εγράφη στηριχθέν, στην προφορικώς διατυπωθείσα, παρουσίαση απ’τον Ανδρέα Τζίνη «ΤΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ» σ’εκδήλωση στη Σύρα, της 7ης/10ου/2011, συνδιοργανωθείσα απ΄τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Σύρου και τον Εκδοτικό Οίκο «Φίλντισι», με τη συμμετοχή της μεταφράστριάς του, για την Παρουσίαση του βιβλίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.