Ένα κλαράκι στα χυμένα μαλλιά, δόξα των χεριών που τ’ ανακάτεψαν κάτω από το φρούριο του φεγγαριού, δίπλα στα στήθη των φονιάδων με τα ζευγαρωμένα γεράκια στο πέτο, ξανθά μαλλιά σαν ξεκάθαρη εικόνα βγαλμένη από τα βάθη της γενιάς μας, από τα μουρμουρίσματα του καλαμιώνα, απ’ τις φλογέρες μιας ξεχασμένης χαραυγής, κορμί που φύτεψαν με φλογισμένη δέηση, στο ουζερί του Αντρίκου, καλοκαίρι, Αύγουστος, Νίσυρος, ο Αη σεισμός να κερνάει τον ουρανό με χρώμα.
Πουλάγαμε το θάνατο, χρεώναμε τα όνειρα, και τα βήματα παίρνανε τη σιωπή στο κλείσιμο των ματιών, στο ζεϊμπέκικο της απόγνωσης, στο καράβι που μας ξύπνησε νωρίς, στο «δεν χανόμαστε», στο τρίξιμο της καρέκλας του ιππότη που νομίσαμε ότι κερδίσαμε στο σκάκι, στο βήχα του φούρναρη στην πρωινή προσευχή, στην ανατολή που μπορέσαμε να δούμε.
Κελιά οι ανθρώποι χωρίς φωλιά, χωρίς Βαρδάρη, κεριά σε Παναγιές, κεριά σε μικρές γκαρσονιέρες στις συνοικίες που ακούνε ακόμη ραδιόφωνο, αγκίστρια σε βάρκα του Γενάρη, Θεσσαλονίκη , υπήρχαν ακόμη τα Λαδάδικα, , μύριζε Μικρά Ασία, λέγαμε «καλημέρα», βλέπαμε πάνω στα ποδήλατα να νικάνε οι καλοί, κλεμμένα τσιγάρα.
Μάτια, μάτια κοριτσιών, χέρια που άγγιζαν τα δικά μας, ένα περβόλι βαθιά μέσα στη θάλασσα, μηχανικός η Τραμουντάνα, και οι φωνές να στραγγίζουνε στην άβυσσο, μια Πανσέληνο σε ένα μπουκάλι τεκίλα, μια Πανσέληνος να καθρεφτίζεται στα μάτια της, γεμάτη με τον ιδρώτα του έρωτα, γεμάτη με τη λευκότερη απόχρωση του φεγγαριού.
Σε είδα πάλι, στη Σύρα, άλλες στιγμές, άλλες φωνές, οι άγγελοι δόλωναν παραγάδι, ο Θεριστής έγραφε στα άστρα τα παραλειπόμενα της μέρας, κέρναγες και χαμογελούσες, σχοινιά οι ανθρώποι, δένουν και λύνουν κατά βούληση.
Τέλειωσε ο χειμώνας Νίκο, σε αυτή τη στάση το λεωφορείο θα σε αρπάξει με εκείνη που αγαπάμε, με εκείνη που ονειρευτήκαμε να ζωγραφίσουμε το κορμί της. άγριος καιρός και η φλόγα κρυμμένη στα ρούχα των τοίχων της φωτιάς, χανόμαστε και τα σπίρτα τελειώνουν.
«Σου έβαλα προσφάι, και μια καινούρια αλλαξιά, και ένα πλεχτό για το κρύο, έχει νοτιά και πρέπει να φυλάγεσαι, και μακριά απ’ τα παραπέτα, μην σε πάρει η θάλασσα, άντε και μη φοβάσαι, οι καταραμένοι έχουν δικό τους Παράδεισο.»
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣ
chrisdem@in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.