Έβρεχε. Γελούσες. Τα βήματα της νοσταλγίας να κοροϊδεύουν τις σκάλες, που μιλούν με τους μεγάλους διαδρόμους του ξενοδοχείου, μια σιωπή που ταιριάζει με την κακόγουστη καφέ βαλίτσα που κρατάω, έχω τελειώσει τις διατυπώσεις για την παράσταση, χωρίς ηλικία, με σιγουριά αλήθειας αιχμαλώτου.
«Γιατί τρέμεις;»
Κόκκινοι σκορπιοί ανάμεσα στα χρόνια της απουσίας σου, αναγγελίες αποβιβάσεων να κρύβονται πίσω από σακούλες, χωρίς την ανάγκη να σκεφτούμε, χωρίς υψωμένα ποτήρια προσευχών, αλλάζουμε ονόματα, αλλάξαμε πρόσωπα, η κατάρα των μονολόγων της Αυγουστιάτικης πανσέληνου, επανάληψη προγράμματος, η δολοφονία μας.
Νεκροί, σφαίρες, διήγηση, μίσος, εκδίκηση, αδιαφορία, ο ήλιος ένστολος με τρομάζει, οι ημερομηνίες στις εφημερίδες με τρομάζουν, κινήσεις που βγήκαν από κάποιο καθαρτήριο, το κάδρο ήτανε πάντα λίγο στραβό στον τοίχο σαν να άδειαζε σιγά σιγά τα χρώματα στο πάτωμα, το τραγούδι λέει κάτι για τον έρωτα, φεύγω παίζοντας ένα παιχνίδι που φωνάζουν τ’ όνομα μου, κρυώνω, το τζάμι κρύβει τις ρυτίδες της βροχής.
Η ανεμόσκαλα ανηφόριζε, μια υποψία μονοπατιού, το φθινόπωρο είχε φτάσει νωρίτερα, είχε αφήσει μήνυμα, δυο φύλλα χαρτιού διπλωμένα στα τέσσερα. Μιλούσες αργά, καθαρά, κάθε σου λέξη κουνούσε τον αέρα, άγγιζε το φρεσκοσιδερωμένο τραπεζομάντιλο, χανόταν στη μυρωδιά των χεριών σου, στο φουλάρι με το ελάφι που φορούσες στο λαιμό, ήρεμη απέναντι από την αυλή του στρατοπέδου. Ανθυγιεινό επάγγελμα να ξύνεις ολημερίς την υγρασία των φωνών, να βάζεις υπογραφές στα ράφια με τα μισοκοιμισμένα δέματα, να βαδίζεις προς το ελάχιστο φως με μάτια πρησμένα απ’ το ξενύχτι.
Έσπρωξα το φλιτζάνι κοντά στην εφημερίδα, ο καφές ράντισε το χαρτί, ένα αντρικό γεννητικό όργανο έκανε βόλτα πάνω στις ειδήσεις για νέες μειώσεις μισθών, βούτηξα το δάχτυλο μου στο φλιτζάνι, του ζωγράφισα χέρια και μαλλιά, μια τεράστια μύτη με γυαλιά, γέλασα, λευτερώθηκα από την καθημερινή φωτιά. Πέταξα την εφημερίδα στα σκουπίδια, γέμισα καπνό το δωμάτιο, χάθηκα στις λακκούβες του νεροχύτη.
«Γιατί τρέμεις;»
Το φεγγάρι παίζει με τις κουρτίνες, το πιάνο κολυμπάει μέσα στα αφρισμένα του κύματα, το κάτω μέρος του κορμιού μου είναι βυθισμένο μέσα σε ένα βάλτο που βουίζει. Με μια απεγνωσμένη κίνηση ξεφεύγω απ’ τα δάχτυλα του, σκούπισα το μέτωπο μου και κοίταξα γύρω μου. Ο γκρίζος κόσμος του χαλιού μπροστά στο τζάκι έχει ανεβεί κοντά μου. Αρπάζει τα ρούχα μου και προσπαθεί να με φέρει πιο κοντά στο πιάνο, γονατίζω, κοιτάζω αβοήθητος την κουρτίνα, ήταν σαν να είχε τη ζωή μου στα χέρια της, τα ρούχα μου είναι σκορπισμένα στο πάτωμα, παρακολουθώ το ασημένιο νερό να αναβλύζει από παντού, μόλις και μετά βίας μπορώ να σαλέψω. Το ρολόι της Παναγιάς χτύπησε πέντε. Ξημερώματα. Θέλω απεγνωσμένα να θυμηθώ το πρόσωπό της.
«Σου φτιάχνω καφέ.»
«Άσε καλύτερα, πρέπει να φύγω», μουρμούρισα.
«Πρέπει;»
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑΣ
chrisdem@in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.