Δεν είχαν περάσει ούτε τρία χρόνια από τη μόνιμη εγκατάστασή του Μάκη Φρέρη στην Ερμούπολη, όταν εντάχθηκε στο δυναμικό του ερασιτεχνικού
Θεατρικού Πολιτιστικού Ομίλου «Απόλλων». Νοέμβρη του 1982 επιστρέφει οριστικά στη Σύρο, Σεπτέμβρη του 1985 γίνεται μέλος του Απόλλωνα.
Η εμπλοκή του στην ερασιτεχνική θεατρική δραστηριότητα της Ερμούπολης μόνο συμπτωματική δεν ήταν. Ο Μάκης είχε περάσει τα 15 χρόνια των σπουδών και της επαγγελματικής του δραστηριοποίησης στην Αθήνα,
πηγαίνοντας στο θέατρο δύο με τρεις φορές κάθε εβδομάδα. Και παρακολουθούσε τα πάντα : από έργα του κλασικού ρεπερτορίου, μέχρι σύγχρονα νεοελληνικά έργα και από αναγεννησιακές ερωτικές κωμωδίες μέχρι μπουλβάρ. Από παραστάσεις σκηνοθετημένες από τον Αλέξη Σολωμό ή τον Κάρολο Κουν, μέχρι έργα με πρωταγωνίστρια την Τζένη Καρέζη ή τη Νόνικα
Γαληνέα.
Από το 1967 μέχρι και το 1982 κράτησε αυτή η συστηματική σχέση και όχι μόνο παγίωσε το πάθος που από έφηβος έτρεφε για το θέατρο, όχι μόνο όξυνε την αντίληψή του ως θεατή, αλλά και τον ώθησε στην εις βάθος μελέτη του αντικειμένου. Προγράμματα παραστάσεων, θεατρικά έργα,θεατρολογικές μελέτες, συγγράμματα για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου και βιογραφίες ηθοποιών και σκηνοθετών, γίνονταν αντικείμενο σπουδής από εκείνο το αφοσιωμένο και φανατικό μελετητή του θεάτρου.
Από τη στιγμή, όμως, που εγκαθίσταται στην Ερμούπολη κι έχει τη
δυνατότητα μέσα από τον Απόλλωνα να συμμετάσχει ενεργά σε όσα
παρακολουθούσε ως τότε σαν θεατής, αντ' αυτού ο Μάκης παραμένει στα
παρασκήνια για μία δεκαετία. Για δέκα χρόνια, δεν ανεβαίνει στο σανίδι,
δεν αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία των παραστάσεων και δεν έχει την παραμικρή
εμπλοκή στο mis-en-scene των έργων του Απόλλωνα. Αναλαμβάνει μονάχα την
επιμέλεια των προγραμμάτων των παραστάσεων κι επιφορτίζεται το πιο
θεωρητικό μέρος της σκηνοθετικής δουλειάς.
Δηλαδή, στις πρώτες αναγνώσεις των έργων, ο Μάκης επικουρώντας το
σκηνοθέτη, φροντίζει για τη θεωρητική διαφώτιση του ερασιτεχνικού
θιάσου. Τοποθετεί το έργο στο ιστορικό του πλαίσιο, παρουσιάζει στους
ηθοποιούς μία ολοκληρωμένη εικόνα για τη δραματουργία του κάθε θεατρικού
συγγραφέα και εκθέτει αναλυτικά τις τόσο καλά οργανωμένες στο μυαλό του
πληροφορίες της προηγούμενης παραστασιογραφίας. Πόσες φορές έχει ανέβει
το κάθε έργο στην Ελλάδα, από ποιους συντελεστές, ποια σκηνοθετικά
ευρήματα επιστρατεύτηκαν σε κάθε παράσταση κλπ.
Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Μάκης ομολογούσε πως οι αρχικοί του ενδοιασμοί
να μετακινηθεί από τα παρασκήνια στο προσκήνιο του θεάτρου, οφείλονταν
στο φόβο του μήπως η επαγγελματική του ιδιότητα ήταν ασύμβατη με το
πάθος του για το θέατρο.
Υποκύπτοντας, ωστόσο, στην πίεση που του άσκησε τόσο ο συστηματικός
σκηνοθέτης του Απόλλωνα, Γιώργος Πάχος, όσο και ο στενός του φίλος και
συνεργάτης Ανδρέας Τζίνης, συμφωνεί να παίξει στο «Παιχνίδι της Τρέλας
και της Φρονιμάδας» του Γιώργου Θεοτοκά το 1995. Δεδομένου ότι επρόκειτο
για την πρώτη του θεατρική εμφάνιση, ανέλαβε να ερμηνεύσει το Δούκα της
Παροναξίας. Ένα ρόλο που αφενός του ταίριαζε φυσιογνωμικά, αφετέρου λόγω
της περιορισμένης του έκτασης δε θα παρουσίαζε ανυπέρβλητες υποκριτικές
δυσκολίες.
Από την επόμενη χρονιά, ωστόσο, ο Μάκης καταλαμβάνει μία πιο κυρίαρχη
θέση ανάμεσα στο σταθερό καστ του Απόλλωνα, ερμηνεύοντας το ρόλο του
Διευθυντή Σκηνής στην «Μικρή μας Πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ. Και σ'
αυτό το έργο του Ουάιλντερ, που έχει μείνει στο παγκόσμιο δραματολόγιο
κυρίως για την κατάργηση της σύμβασης του 4ου τοίχου, ο ρόλος του
Διευθυντή Σκηνής είναι ο πλέον απαιτητικός της διανομής, δεδομένου ότι
απαιτεί πολύ μεγάλη ετοιμότητα από τον ηθοποιό, για το συντονισμό της
δράσης ανάμεσα στη σκηνή και την πλατεία.
Μετά τη «Μικρή μας Πόλη», ακολουθούν αρκετοί σημαντικοί ρόλοι από το
παγκόσμιο δραματολόγιο. Ρόλοι που ακόμη και όταν λόγω έκτασης δεν
μπορούν να χαρακτηριστούν πρωταγωνιστικοί, σίγουρα είναι οι πιο
αβανταδόρικοι του έργου.
Ο ρόλος του Όμπερον στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ, ο
Τσιμπουκόφ στην Αίτηση σε γάμο του Τσέχωφ, ο Δημήτρης Χαρίτος στο Φον
Δημητράκη του Ψαθά ή ο Δήμαρχος στην Ελίζα της Ξένιας Καλογεροπούλου.
Αυτούς τους ρόλους ερμήνευσε ο Μάκης μέχρι το 2000, όσο δηλαδή ήταν
μέλος του Απόλλωνα, ενώ από το 2001 συνέχισε την υποκριτική του
δραστηριότητα στη θεατρική ομάδα «Μπαστιάς», με το ρόλο του Ποντανιάκ
στο Κούκου του Φεντό, το Ψευτοθόδωρο στο Ζητείται Ψεύτης του Ψαθά, τον
Ντοτόρε στον Υπηρέτη Δύο Αφεντάδων του Γκολντόνι, τον Πρόσπερο στην
Τρικυμία του Σαίξπηρ και τον τελευταίο ρόλο της ζωής του που δεν ήταν
άλλος από τον Αιδεσιμότατο Χέιλ στις Μάγισσες του Σάλεμ του Άρθουρ
Μίλερ.
Εντελώς διαφορετικοί ρόλοι, από τελείως διαφορετικά είδη θεάτρου, που
ταιριάζουν στο σκηνικό παράστημα του Μάκη, ενώ υπό το υποκριτικό του
πρίσμα, ήταν σα να αποτελεί ο ένας ρόλος τη συνέχεια του άλλου. Γιατί
σαν έμπειρος θεατής, που εν συνεχεία έγινε ερασιτέχνης ηθοποιός, ο Μάκης
είχε επινοήσει μία δική του μέθοδο προετοιμασίας, που διέφερε από όλα τα
γνωστά συστήματα υποκριτικής άσκησης και την εφάρμοζε κάθε φορά που
καλούταν να ερμηνεύσει ένα ρόλο.
Πάνω στη σκηνή του θεάτρου, ο Μάκης εμφάνιζε το χαρακτήρα, όπως τον είχε
συλλάβει κατά την πρώτη ανάγνωση του έργου. Ούτε έτσι όπως τον είχε δει
σε προηγούμενες παραστάσεις, ούτε έτσι όπως τον είχε φανταστεί ο
σκηνοθέτης.
Επίσης, ο ήρωας είτε προερχόταν από ένα ελισαβετιανό δράμα είτε από μία
νεοελληνική φαρσοκωμωδία, έπρεπε να ζωντανέψει στη σκηνή με τη λιγότερη
δυνατή σωματική συμμετοχή και τη γλαφυρότερη δυνατή εκφορά του λόγου : ο
χρωματισμός της φωνής, οι παύσεις ανάμεσα στις λέξεις, τα αριστοτεχνικά
τονισμένα επιφωνήματά. Με αυτά τα μέσα έπρεπε να γίνει ζωντανό πλάσμα ο
κάθε θεατρικός ήρωας. Και παρά την αντίθεση των περισσοτέρων σκηνοθετών
του, που πίεζαν για εντονότερη σωματική δραστηριότητα πάνω στη σκηνή, ο
Μάκης με το «είμαι ερασιτέχνης κι όχι επαγγελματίας», κατάφερνε να περνά
την άποψή του για ένα θέατρο του λόγου κι όχι του σώματος. Με το λόγο
εκφράζονταν, κατά το Μάκη, τα συναισθήματα, οι αγωνίες και οι
ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων σε όλα τα θεατρικά είδη.
Και μάλλον γι' αυτό το λόγο, δεν καταπιάστηκε ποτέ με μη ρεαλιστικό
ρεπερτόριο. Ενώ απολάμβανε να παίζει Ψαθά, Θεοτοκά, Σαίξπηρ ή Μίλλερ,
δεν είχε την παραμικρή φιλοδοξία να ερμηνεύσει ήρωες του Μπέκετ, του
Ιονέσκο, του Ζενέ ή του Ανταμόφ. Όχι επειδή θεωρούσε τους ερασιτεχνικούς
ομίλους του Απόλλωνα ή του Μπαστιά ανεπαρκείς. Ούτε επειδή πίστευε πως
το κοινό θα δυσκολευόταν να παρακολουθήσει. Αλλά επειδή πίστευε ότι οι
δυνατότητές του τού επέτρεπαν να ζωντανεύει πιο παραστατικά και πειστικά
στη σκηνή τους πραγματικούς ανθρώπους. Ανθρώπινους τύπους υπαρκτούς, με
χαρίσματα πραγματικά, μειονεκτήματα πραγματικά, πραγματικές αδεξιότητες,
πραγματικές αγωνίες.
AΓΓEΛIKH ΠANTAΛEΩN
Θεατρολόγος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.