Tου IΩΣHΦ ΣTEΦANOY |
Το εργαστήριο πολεοδομικής σύνθεσης το οποίο διευθύνω στο Πολυτεχνείο ασχολείται τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ με τα θέματα της φυσιογνωμίας της πόλης. Η τελευταία έρευνα την οποία επεξεργαζόμαστε ακόμα έχει να κάνει με την αντιμετώπιση ιστορικών πόλεων και αφορά «Πρότυπη Πολεοδομική Αντιμετώπιση Ιστορικών Πόλεων» με πιλοτική εφαρμογή την Ερμούπολη της Σύρου. Μπορώ να πω λοιπόν ήδη ότι παρά την τεράστια πια εμπειρία μας πάνω σ' αυτά τα θέματα της προστασίας, εν τούτοις εντοπίζουμε ακόμα πολλά προβλήματα στη διασαφήνιση θέσεων, κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί τα πιο πολλά λάθη που γίνονται, γίνονται ακριβώς επειδή δεν έχουμε ξεκαθαρίσει ορισμένες θέσεις. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Oι οικολόγοι, ύστερα από τόσα χρόνια που έχει εμφανιστεί το περίφημο οικολογικό κίνημα κ.λπ., εξακολουθούν να αρέσκονται και να περιορίζονται στον όρο «πράσινος». Τι θα πει «πράσινος», γιατί ο οικολόγος πρέπει να είναι μόνο πράσινος; Δηλαδή μόνο κάποιοι φυσικοί πόροι και μάλιστα ένα μέρος εξ αυτών είναι αυτό που τους ενδιαφέρει; Γιατί αρέσκονται και περιορίζονται στον όρο «πράσινοι»; Όταν μιλάμε για οικολογία μιλάμε ακριβώς γι' αυτό το σύστημα, το οικοσύστημα δηλαδή που πρωταρχικό παράδειγμα έχει τον άνθρωπο γιατί οίκος είναι ο χώρος που αυτός κατοικεί. Η οικολογία λοιπόν έχει να κάνει με την κατοικία του ανθρώπου κατ' αρχήν και μετά με όλα τα άλλα στοιχεία που τον περιβάλλουν. Το ίδιο συμβαίνει και με το θέμα της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και της φυσικής. Έχουμε έναν όρο που τον χρησιμοποιούμε πάρα πολύ και γύρω απ' αυτόν στρέφεται κάθε προσπάθεια προστασίας. Είναι ο όρος «παραδοσιακός οικισμός». Κάποια στιγμή το Σ.τ.Ε έδωσε έναν ορισμό, οριοθέτησε τον όρο και δέχτηκε ότι παραδοσιακός οικισμός είναι «το προϊόν της λαϊκής ανώνυμης αρχιτεκτονικής». Αρκεστήκαμε σ' αυτό και ικανοποιηθήκαμε και με βάση αυτό προσπαθούμε να λύσουμε τα προβλήματά μας. Έλα όμως που δε φτάνει. Η Ερμούπολη της Σύρου είχε ένα διάταγμα από το 1976, ειδικό διάταγμα για την Ερμούπολη, που καθόριζε τους όρους δόμησης και τον τρόπο πολεοδόμησής της και εν πάση περιπτώσει μ' αυτό δούλευε παρά τις ατέλειές του, όταν το 1978, δυο χρόνια αργότερα χαρακτηρίστηκε «παραδοσιακός οικισμός», μαζί με τους άλλους οικισμούς των Κυκλάδων. Παραδοσιακός οικισμός Δεν αντιδράσαμε διότι αυτό σήμαινε ότι θα είχαμε μία προστασία πιο εξασφαλισμένη, πιο θεσμοθετημένη αν θέλετε, εφ όσον χαρακτηριζόταν παραδοσιακός οικισμός. Το 1983-1985 έγινε το Γενικό Πολεοδομικό της Ερμούπολης, καταγράφηκαν όλα τα αξιόλογα κτίρια κ.λπ. Το 1986 θεσμοθετήθηκε αυτο τo Γ.Π.Σ., το 1989 και οι ZOE του ενώ το ίδιο έτος εγκρίθηκαν και το 1989 βγήκε ένα διάταγμα το οποίο όριζε τους όρους δόμησης στους παραδοσιακούς οικισμούς. Δηλαδή, με βάση πια τη νέα θέση ότι παραδοσιακός οικισμός είναι όπως προανέφερα το προϊόν της λαϊκής ανώνυμης αρχιτεκτονικής, ερχόταν ν' αντιμετωπίσει και την Ερμούπολη απρόσωπα σαν έναν παραδοσιακό οικισμό τέτοιου τύπου. Ως επρόκειτο δηλαδή για τη Φολέγανδρο, την Ηρακλειά, ή ακόμα την Παροικιά ή τη Σαντορίνη. Εδώ λοιπόν είναι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, διότι η Ερμούπολη δεν παύει να είναι παραδοσιακός οικισμός ούτε κανείς θέλει να την αποχαρακτηρίσει. Η Ερμούπολη έχει μια παράδοση ισχυρότατη, αλλά η παράδοσή της είναι ειδικής μορφής, δεν είναι σαν τις άλλες. Δε στηρίζεται σε μια παραδοσιακή μορφή οικονομίας, σ' έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής και επομένως εκφράζεται και στον χώρο με παραδοσιακούς αντίστοιχους τρόπους και με ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική. Η Ερμούπολη είναι το πρώτο ιστορικό αστικό κέντρο της νεότερης Ελλάδας. Η πόλη αυτή ανέπτυξε μία βιομηχανική και εμπορική παράδοση εκπληκτικά έντονη και ανέδειξε μέσα απ' αυτήν την παράδοση έναν εξαιρετικά ισχυρό πολιτισμό. Όλα αυτά είναι που συγκροτούν αυτό που θα ονομάσουμε φυσιογνωμία της πόλης και που θα έρθουμε να το εξετάσουμε. Δεν μπορούμε εμείς σήμερα εν ονόματι της προστασίας των παραδοσιακών οικισμών ν' αντιμετωπίσουμε την Ερμούπολη ως προϊόν λαϊκής ανώνυμης αρχιτεκτονικής. Διότι εάν ακολουθήσουμε αυτό το θεσμικό πλαίσιο των παραδοσιακών οικισμών η πόλη θα πρέπει να χτίζεται με συντελεστή 0,8 και θα πρέπει να απαγορεύονται οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις μέσα σ' αυτήν κι οποιαδήποτε βιομηχανική δραστηριότητα. Πού είναι λοιπόν η προστασία της παραδοσιακής μορφής της πόλης, της παραδοσιακής της οικονομίας, της παραδοσιακής της δραστηριότητας, της παραδοσιακής της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομικής έκφρασης; Εάν πάμε να την κάνουμε να «μυκονιάσει», να μοιάσει με τη Μύκονο για να έχει τουριστική απόδοση. Όπως σας είπα είναι πολύ μεγάλο το πρόβλημα κι ένας λόγος που ανέλαβε το Πολυτεχνείο, υπό μορφή έρευνας, να προχωρήσει στην επίλυση αυτού του προβλήματος ήταν το γεγονός ότι δεν θα ήταν πολύ εύκολο σε μια ιδιωτική μελέτη να αντιμετωπίσει ένα ΣτΕ το οποίο θα ερχόταν να πει δικαίως ότι εδώ υπάρχει ένα καθεστώς παραδοσιακών οικισμών που σας επιβάλλει 0,8 συντελεστή και ζητείται κάτι διαφορετικό που θα «επιβαρύνει» το περιβάλλον. Γιατί πράγματι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερος συντελεστής και θα πρέπει να επιτρέψει δομήσεις που δεν αρμόζουν στους «παραδοσιακούς οικισμούς». Προστασία και ανάπτυξη Όπως θα ξέρετε, η προστασία και η ανάπτυξη ήταν δυο έννοιες που πριν μερικά χρόνια όταν πρωταρχίσαμε ν' ασχολούμαστε με τα θέματα αυτά βρίσκονταν σε δύο στρατόπεδα τελείως αντίθετα και οι διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς της ανάπτυξης, τους προοδευτικούς και τους οπαδούς της προστασίας, τους συντηρητικούς ήταν τεράστιες. Σιγά σιγά σε μια επόμενη φάση οι αναπτυξιακοί άρχισαν ν' ανακαλύπτουν ότι το να διατηρήσουν ορισμένα παλιά κελύφη ήταν οικονομικότερο κι επομένως βοήθαγε στην ανάπτυξη. Αυτό βόλευε κι εξυπηρετούσε και τους συντηρητικούς διότι διατηρούντο έτσι κτίρια και κάποια στιγμή βρεθήκαμε σ' ένα σημείο όπου οι δύο τάσεις αυτές συνέκλιναν και σήμερα μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχουν πια δύο τάσεις, υπάρχει μία θέση κοινά παραδεχτή σ' όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ε.Ε. που μιλάει γι' αυτή τη λεγόμενη βιώσιμη ανάπτυξη. O όρος βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει προστασία κατ αρχάς της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, των φυσικών και πολιτιστικών πόρων και στη συνέχεια αξιοποίηση όλης αυτής της κληρονομιάς και των πόρων για την ανάπτυξη του τόπου με τρόπο που να νέμονται και οι επόμενες γενιές. Μέσα απ' αυτή την ανάπτυξη προστατεύεται η πολιτιστική και φυσική κληρονομιά. Πώς όμως αυτό θα μεταφραστεί στην πραγματικότητα όταν έρθουμε να πιάσουμε μία πόλη σαν την Ερμούπολη και να πάμε να την εξετάσουμε; Εμείς βρίσκουμε ότι αυτός ο όρος, «βιώσιμη ανάπτυξη», μπορεί ν' αποδώσει αν θέλουμε στην πραγματικότητα μόνον όταν οποιαδήποτε πολεοδομική προσέγγιση έχει σαν κύριο άξονα, σαν κύριο στόχο, αυτό που ονομάζουμε φυσιογνωμία. Τι είναι φυσιογνωμία πρώτα πρώτα, για να το ξεκαθαρίσουμε. Φυσιογνωμία σημαίνει, κυριολεκτικά, η γνώμη που σχηματίζουμε για τη φύση της πόλης αν αυτή την εκλάβουμε ως μία οντότητα. Δηλαδή είναι η γνώμη, και μάλιστα μας ενδιαφέρει η καλή γνώμη, που μπορούμε να σχηματίσουμε για τη φύση μιας πόλης, ως οντότητας. Πότε λοιπόν η πόλη εκλαμβάνεται σαν οντότητα; Σαν ένας ζωντανός οργανισμός; Όταν πραγματικά τη θεωρήσουμε σαν μία Χώρα. Τι σημαίνει Χώρα; Είχαμε ξεχάσει ότι στους παραδοσιακούς μας οικισμούς ο όρος υπάρχει έντονος και λέμε η Χώρα της Νάξου, η Χώρα της Άνδρου, η Χώρα της Σύρου κ.λπ., η Άνω Σύρος ακόμα Χώρα λέγεται. Χώρα είναι κατά τον Πλάτωνα, και ήρθε να μας το θυμίσει ένας Ντεριντά, η μήτρα κάθε δημιουργίας. Το χωρικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο δημιουργείται κάθε δημιουργία. Όταν λοιπόν μιλάμε για Χώρα, μιλάμε ακριβώς για την πόλη, σαν τόπο, όπου αθροίζεται σ' αυτό τον τόπο ο λόγος και ο μύθος του τόπου και επομένως δημιουργεί τις υποθέσεις δημιουργίας. Ποια είναι η δημιουργία που παράγει μια πόλη; Μα, μέσα στην πόλη αναπτύσσεται η ατομική και στη συνέχεια η συνολική συνείδηση των πολιτών και αυτό που βγαίνει προς τα έξω και εκφράζεται δεν είναι τίποτα άλλο απ' αυτό που ονομάζουμε πολιτισμός. Άρα το προϊόν που παράγεται, η δημιουργία που εκφράζεται και βγαίνει μέσα απ' την πολεοδομική πρακτική είναι ο πολιτισμός. Αυτό τον πολιτισμό πρέπει να διατηρήσουμε, αν μιλάμε για πραγματική προστασία δε μας ενδιαφέρει να διατηρήσουμε τα ακροκέραμα και τα φουρούσια τα οποία, στο κάτω κάτω, δεν διατηρούνται όταν τα χρησιμοποιούμε για πόδια τραπεζιού ούτε όταν εμφυτεύουμε τα ακροκέραμα στο πάτωμα για να το διακοσμήσουμε. Aκροκέραμα Τον πολιτισμό που έκανε και δημιούργησε τα ακροκέραμα και τα φουρούσια, αυτόν πρέπει να συνεχίσουμε για να δημιουργήσουμε τα δικά μας ακροκέραμα και φουρούσια μέσα σε μια εξέλιξη και να διατηρήσουμε και την κληρονομιά που μας άφησαν οι παλαιοί μας πρόγονοι σαν πολύτιμη κληρονομιά και για τους επόμενους. Όταν λοιπόν ερχόμαστε ν' αντιμετωπίσουμε μια πόλη σαν την Ερμούπολη, η φυσιογνωμία της Ερμούπολης είναι εκείνη που θα αποτελέσει τον βασικό, κυρίαρχο οδηγό μας για το πώς θα την πλησιάσουμε, κι αυτό ισχύει για όλους τους οικισμούς, για όλες τις πόλεις. Μιλάω για την Ερμούπολη γιατί ακριβώς εγώ υποστηρίζω ότι είναι παραδοσιακός οικισμός, με την έννοια του ότι έχει μια ισχυρότατη παράδοση, μια ισχυρή οικονομική παράδοση, μια ισχυρή βιομηχανική και εμπορική παράδοση, μια ισχυρότατη πολιτισμική παράδοση. Αυτό είναι που πρέπει να διατηρήσουμε, γι' αυτό και ήδη στην έρευνα αυτή καθορίσαμε και ζητάμε να βγει και στο διάταγμα ότι οι παραδοσιακοί οικισμοί, θα πρέπει τουλάχιστον να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες. Σ' αυτούς που πράγματι είναι προϊόντα λαϊκής ανώνυμης αρχιτεκτονικής, σ' αυτούς που είναι ιστορικά αστικά κέντρα με επώνυμη αρχιτεκτονική όπως στην Ερμούπολη, όπου όλοι οι διάσημοι αρχιτέκτονες του 19ου αιώνα έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους εκεί και ακόμη σε μια τρίτη κατηγορία πιο ειδική που αφορά ειδικές περιπτώσεις όπως π.χ. θρησκευτικής ή στρατιωτικής ή άλλης τάξεως ας πούμε. Το Άγιον Όρος π.χ. θα έπρεπε να πούμε ότι είναι ένας παραδοσιακός χώρος, ας πούμε παραδοσιακός οικισμός μιας ειδικής μορφής. Για να μπορεί λοιπόν ο όρος παραδοσιακός οικισμός να προστατεύει όλα αυτά τα σύνολα θα πρέπει να αναλυθεί και να κατηγοριοποιηθεί σ' αυτές τις κατηγορίες. Μια άλλη καινοτομία που δοκιμάζουμε σ' αυτό το πλησίασμα, σ' αυτή την αντιμετώπιση, είναι η αντιμετώπιση της έννοιας της μορφής χρήσης. Oι χρήσεις γης, εν γένει, προστατεύονται και προστατεύουν με τη σειρά τους τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα των παραδοσιακών οικισμών. Όμως με το να καθορίσουμε ότι στην παλιά αγορά της Σύρου, στην οδό Χίου, παραμένει εμπορική χρήση, δε λέει τίποτα. Διότι εμπόριο συνεχίζει να είναι αλλά, ήδη στην αρχή της οδού, μόλις πας να μπεις τώρα αντί για μανάβικο βλέπεις ένα χρυσοχοείο. Το επόμενο μαγαζί πουλάει γυναικεία είδη, το επόμενο τουριστικά είδη, το άλλο απέναντι πουλάει εξευγενισμένα, σε ζελατίνες πλέον, προϊόντα τοπικής παραγωγής, το μέλι και διάφορα τέτοια συριανά προϊόντα πάλι για χρήση των τουριστών. Λίγο παρακάτω το ψαράδικο, με τα ωμά, φρέσκα ψάρια που μυρίζουν χαρακτηριστικά κι απέναντι ένα χασάπικο και μετά πάλι δίπλα ένα κατάστημα με γυναικεία εσώρουχα. Τι κάνουμε εδώ όταν το χρυσοχοείο αρχίζει να πιέζει ισχυριζόμενο ότι το ψαράδικο ενοχλεί και χαλάει την ατμόσφαιρα διότι μυρίζει άσχημα; Θα διώξουμε το ψαράδικο; Η αγορά όμως τότε της Σύρου δεν θα είναι η αγορά που ξέραμε. Θα είναι απλά ένας ακόμα δρόμος τουριστικού εμπορίου. Κι όμως οι ιστορικές πόλεις που σέβονται τον εαυτό τους όπως η Βαρκελώνη, στον πιο χαρακτηριστικό, στον ωραιότερο θα λέγαμε πεζόδρομο της Ευρώπης, αν όχι της υφηλίου, στη Ramplas, έχει διατηρήσει την ιστορική αγορά του Αγίου Ιωσήφ με όλες τις οσμές και τα άλλα στοιχεία. Γιατί θα πρέπει να ξέρουμε ότι πραγματικά όταν μιλάμε για φυσιογνωμία, μιλάμε γι' αυτή την έκφραση όλων των εντυπώσεων που βγαίνουν προς τα έξω κι έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε, και το αντιμετωπίζουμε στην έρευνα αυτή της Σύρου και στις προτάσεις, το ακουστικό τοπίο, το οσμητικό τοπίο, το τοπίο των γεύσεων και της αφής, δηλαδή κάθε είδος τοπίου και όχι μόνο το εικαστικό. Έτσι λοιπόν η προστασία της μορφής χρήσης, όχι απλά του είδους της χρήσης, είναι επίσης κάτι το οποίο είναι απαραίτητο αν θέλουμε να διατηρήσουμε τη φυσιογνωμία ενός τόπου. Μια άλλη καινοτομία που προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε εδώ είναι το θέμα των όψεων του οικισμού. Κατ' αρχάς αντιμετωπίζουμε την πόλη, ίσως και λόγω ιδιαιτέρων χαρισμάτων της Ερμούπολης, που είναι αμφιθεατρικά χτισμένη και φαίνεται και ολόκληρη από το πλοίο κ.λπ., αντιμετωπίζουμε την προστασία των όψεων της πόλης, απ' όλες τις πλευρές. Σ'αυτό το σημείο γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει κι ένα πέμπτο επίπεδο όψης όχι μόνο για την πόλη ολόκληρη αλλά και για τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της. Δηλαδή εκτός από τις τέσσερις όψεις που είναι απαραίτητες να μελετηθούν για κάθε κτίριο, υπάρχει και η πέμπτη των δωμάτων, γιατί με το ανάγλυφο που έχει αυτή η πόλη, και αυτό ισχύει για πάρα πολλές πόλεις και οικισμούς, έχουμε και τα δώματα, τις ταράτσες που είναι ορατές από πολλά σημεία και που αλίμονο αν δε λάβουμε πρόνοια να τα προστατεύσουμε. Μπορεί κανείς να δει από πάνω ένα σωρό ενοχλητικά στοιχεία, μόνωση σε χρώμα αλουμινίου, μόνωση σε χρώμα μαύρο, μόνωση σε χρώμα άσπρο κ.ο.κ. όπως επίσης και εξοπλισμούς επάνω στις ταράτσες από κεραίες δορυφορικές, κεραίες διαφόρων ειδών, θερμοσίφωνες και οτιδήποτε άλλο σε βαθμό ώστε η όψη αυτή να είναι απελπιστική ενώ είναι μια όψη που προσφέρεται για εκπληκτικές εντυπώσεις εάν πραγματικά προσεχθεί. Στη συνέχεια, ένα άλλο πρόβλημα που έπρεπε ν' αντιμετωπίσουμε ήταν το θέμα των βαθμών προστασίας. Κατά καιρούς έχουμε μιλήσει για βαθμούς προστασίας, πρώτο, δεύτερο ή τρίτο βαθμό. Απόλυτη προστασία, σημαντική προστασία, περιορισμένη προστασία όπως είναι αποδεκτή διεθνώς, αλλά αυτοί οι βαθμοί δεν υπάρχουν θεσμοθετημένοι πουθενά. Δηλαδή αυτή τη στιγμή μπήκε στο διάταγμα της Ερμούπολης η καθιέρωση, η θεσμοθέτηση αν θέλετε, αυτών των βαθμών προστασίας. Oρίζουμε ορισμένες περιοχές ότι θα είναι πρώτου βαθμού προστασίας. Αυτό συνεπάγεται μια αυστηρότατη προστασία. O πρώτος βαθμός θα πλησιάζει τη μουσειακή προστασία, τόσο πολύ αυστηρός είναι. O δεύτερος βαθμός είναι πολύ πιο ελαστικός και ο τρίτος βέβαια ακόμη ελαστικότερος. Όμως αν αυτά δεν καθιερωθούν, αν δεν οριοθετηθούν, να ξέρουμε τι σημαίνει πρώτος βαθμός και τι επιπτώσεις έχει, ποια χαρακτηρίζονται με τον βαθμό αυτό και τι επιπτώσεις θα έχει, ποια θα είναι η μορφή προστασίας του καθενός, δε θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο ως προς την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μας. Zώσα πόλη Έτσι λοιπόν, πιστεύουμε ότι μέσα απ' αυτές τις προσεγγίσεις για τη φυσιογνωμία της Ερμούπολης μαζί με την ενίσχυση των χρήσεων εκείνων που της δίνουν το χαρακτηριστικό ύφος της ζώσας πόλης, της πόλης που έχει δευτερογενή και τριτογενή τομέα να επιδείξει, θα αποφύγουμε την τουριστικοποίηση. Θα αποφύγουμε την ισοπέδωση, την ομογενοποίηση της Ερμούπολης με την τάση αυτή που έχουν σήμερα όλες οι πόλεις που θέλουν ν' αναπτύξουν τουρισμό, που πρέπει να μοιάσουν στη Μύκονο. Τέλος, κλείνω με την πρόταση που κάνουμε για ένα Ειδικό Γραφείο Εουούπολης όπως έχει γίνει στη Ρόδο ή στο Ρέθυμνο, όπως ανέφερα πριν. Εκεί θα βοηθήσει πολύ αυτό το γραφείο που προτείνει το υπουργείο. Πιστεύουμε ότι κάθε πόλη τελικά, κάθε Δήμος όπως ανέφερε και η κ. Χ. Καλλιγά, θα πρέπει να έχει το γραφείο της. Όσο μικρό κι αν είναι αυτό. θα πρέπει να έχει. Ήδη προχθές το Δ.Σ. της Ερμούπολης υιοθέτησε την αλλαγή του κανονισμού του, του λειτουργικού κανονισμού, έτσι ώστε να μπει ένα τέτοιο γραφείο προστασίας και παρακολούθησης της Ερμούπολης το οποίο βέβαια δεν θα περιορίζεται μόνο στον έλεγχο αλλά θα έχει μία επιθετική αν θέλετε πολιτική απέναντι στα θέματα προστασίας με την έννοια του ότι πρώτα πρώτα θα ενημερώνει, θα βοηθά τον κόσμο, τους μηχανικούς κ.λπ., θα εκπαιδεύει, θα μετεκπαιδεύει ή και θα καταρτίζει ακόμη τεχνίτες κ.λπ. Δηλαδή όταν μιλάμε για τέτοιου είδους πλησιάσματα πρέπει πραγματικά ν' ανοιχτούμε πάρα πολύ και να ενσωματώσουμε μέσα στη διαδικασία και στη στρατηγική της προστασίας, όλους όσοι εμπλέκονται στα θέματα αυτά. Αυτή τη στιγμή στη Σύρο. οι εργολάβοι έχουν μάθει να δουλεύουν μ' έναν τρόπο. Άντε να τους μάθεις πώς να κάνουν μια καμινάδα παραδοσιακή, δε γίνεται. Πρέπει να είσαι συνεχώς από πάνω. Όταν καθίσουν μια, δυο, τρεις, πέντε φορές και δουν πώς θα το φτιάξεις εσύ θα το μάθουν κι αυτοί. Έχουμε λοιπόν πολλά τέτοια θέματα που αντιμετωπίζουμε 30 χρόνια, όταν ξεκινούσαμε την ιστορία του αρχιτεκτονικού ελέγχου με την ίδρυση της πρώτης Επιτροπής Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και πειραματικά δοκιμάζαμε να κάνουμε τότε τη Σύρο, να έχει έναν σταθερό πυρήνα, έναν άνθρωπο μόνιμο, μαζί με τους υπαλλήλους του σχεδίου πόλεως, τον εκπρόσωπο του Επιμελητηρίου, του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων κ.λπ. για να μπορέσουμε πραγματικά να δώσουμε τον τύπο ενός τέτοιου γραφείου παρακολούθησης. Η Ελληνική Εταιρεία, προς τιμήν της, προσέλαβε τότε έναν άνθρωπο, άνοιξε ένα γραφείο στη Σύρο και βοηθούσε τον κόσμο με το να υποδεικνύει λύσεις σε μια εποχή που τα θέματα προστασίας ήταν κόκκινο πανί. Σε μια εποχή που με απειλούσαν να μην κατέβω στο νησί γιατί θα με έριχναν στη θάλασσα και τα εργατικά σωματεία με περίμεναν με αξίνες. φτυάρια και στει-λιάρια. Τότε εκείνη τη στιγμή εγκαταστάθηκε ένας άνθρωπος που είναι εδώ παρών, ο αγαπητός συνάδελφος Τάσος Κάρτας, ο οποίος πολιτογραφήθηκε πλέον Συριανός αφού έμαθε πάρα πολύ καλά την αρχιτεκτονική της Σύρου κι αφού απ' ό,τι ξέρω βραβεύτηκε κιόλας σε μια αρχιτεκτονική προσπάθεια που έκανε για ήπιες μορφές ενέργειας. Yποσημείωση: To παραπάνω κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο: Νησιά του Αιγαίου. Προστασία του περιβάλλοντος. (Πρακτικά διημερίδας). Συμβούλιο αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελληνικής Εταιρείας για την προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αθήνα 2004 ,σελ.43-46 |
Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012
Η πολεοδομική αντιμετώπιση ιστορικών πόλεων.Η περίπτωση της Ερμούπολης.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.