Κώστας Παλούκης
ιστορικός
ιστορικός
Η Σύρος και η πρωτεύουσά της Ερμούπολη αποτελεί για την ελληνική επικράτεια του 19ου
αιώνα έναν πολύ ιδιαίτερο κοινωνικό σχηματισμό. Με το ξέσπασμα του
πολέμου της ελληνικής ανεξαρτησίας ο πληθυσμός του νησιού ήταν περίπου
4.000 καθολικοί κάτοικοι και εντοπιζόταν κυρίως στον οικισμό της Άνω
Σύρου. Η καταστροφή όμως της Χίου το 1822, αλλά και οι διώξεις των
επαναστατημένων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες, τη Ρόδο, τα Ψαρά και
την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Από αυτούς θα
δημιουργηθεί ένας νέος οικισμός, η Ερμούπολη. Αυτό συνέβη διότι οι
καθολικοί της Σύρου που βρίσκονταν σε προνομιακό καθεστώς υπό την
προστασία της Γαλλίας και της Αγίας Έδρας, δε συμμετείχαν στην
επανάσταση και συνέχισαν να εκτελούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον
Σουλτάνο. Εκτός από κάποιες εξαιρέσεις στο σύνολό τους κράτησαν ουδέτερη
στάση απέναντι στους εξεγερμένους. Ο συνδυασμός αυτός της ουδετερότητας
του νησιού σε μια περίοδο καταστροφής των εμπορικών κέντρων του
ελληνοχριστιανικού κεφαλαίου εκτιμήθηκε ως ευνοϊκή από ένα μεγάλο αριθμό
προσφύγων που ήταν έμποροι – κεφαλαιούχοι για την επανακίνηση του
εμπορίου. Στα 1924 ιδρύθηκε η πόλη του εμπορίου, «η πόλη του Ερμή», για
να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας τον 19ο αιώνα έως την παραχώρηση αυτής της πρωτιάς στον Πειραιά στις αρχές του 20ου.
Εμπόριο και Βιομηχανία
Η πρωτεύουσα της Σύρου –
βασικός συνδετικός κρίκος του εμπορίου ανάμεσα στη «Δύση» και την
«Ανατολή» καθώς αποτελούσε το σημαντικότερο διαμετακομιστικό κέντρο της
Ανατολικής Μεσογείου μέχρι το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, «αποθήκη της
Ανατολικής Μεσογείου» την ονομάζει η Αγριαντώνη – είχε αναμφισβήτητα όλα
τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης, για τα δεδομένα της εποχής, «δυτικής»
πόλης ή μάλλον καλύτερα μιας «δυτικής» πόλης στην «Ανατολή» ή στις
«παρυφές» της «Ανατολής». Ήταν ένα λιμάνι που λειτουργούσε μέσα στον
ενιαίο οικονομικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά παράλληλα ήταν
ενταγμένο πολιτικά στην Ελλάδα, ένα κράτος με αστικές δομές. Η
ιδιαιτερότητα αυτή έδωσε βέβαια μια προνομιακή θέση στην Ερμούπολη στον
ευρύτερο οικονομικό χώρο της Εγγύς Ανατολής. Με την απογραφή του 1870 η
Ερμούπολη έχει περίπου 21.000 κατοίκους και είναι η δεύτερη πόλη σε
πληθυσμό μετά την Αθήνα που έχει μόλις τους διπλάσιους (44.000).
Το
εμπόριο εισαγωγικό και διαμετακομιστικό, αποτελούσε για το μεγαλύτερο
μέρος του αιώνα το κέντρο της οικονομίας της «πόλης του Ερμή» και
κυριαρχούσε ολοκληρωτικά επί των άλλων τομέων της οικονομίας. Κι όπως
ήταν επόμενο, η τάξη των εμπόρων κεφαλαιούχων, εφοπλιστών και τραπεζιτών
αποτελούσε την άρχουσα τάξη της πόλης. Συγκεκριμένα επί τέσσερις
δεκαετίες η Ερμούπολη θα είναι το πρώτο εισαγωγικό λιμάνι της χώρας. Την
περίοδο 1840-1860, το 50% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών σε αξία
περνά από τη Σύρα. Επιπλέον είναι αδύνατο να καταμετρηθεί το
διαμετακομιστικό εμπόριο που ούτως ή αλλιώς διαφεύγει στη στατιστική,
αφού μεγάλο τμήμα των ανταλλαγών πραγματοποιούνται στο λιμάνι της Σύρου
με απευθείας μεταφορτώσεις από το ένα καράβι στο άλλο. Εδώ οι εμπορικές
και τραπεζικές πράξεις αποτελούν μέρος της καθημερινότητας. Η Σύρα θα
γίνει και το κέντρο της ιστιοφόρου εμπορικής ναυτιλίας που
ανασυγκροτείται ταχύτατα, μετά τις καταστροφές του πολέμου, και
ξαναβρίσκει την κυρίαρχη θέση της στην ακτοπλοϊα του Αιγαίου, αλλά και
στη μεταφορά των δημητριακών από τη Μαύρη Θάλασσα και τις εκβολές του
Δούναβη στη Μασσαλία και το Κάδιξ. Ο στόλος των παλαιών ναυτιλιακών
κέντρων, που ανθούσαν ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα, είχε
στο μεγαλύτερο μέρος του καταστραφεί κατά την επανάσταση. Η Σύρα
συγκεντρώνει τώρα τα καινούργια και τα μεγαλύτερα ιστιοφόρα. Στο λιμάνι
της είναι νηολογημένα 468 πλοία το 1840 και 635 το 1855, δηλαδή το 15%
του συνόλου των πλοίων με ελληνική σημαία και στις δύο χρονολογίες. Αλλά
στο σύνολο της χωρητικότητας το τμήμα του στόλου της Ερμούπολης περνά
από το 285 στο 62% από τη μια χρονολογία στην άλλη. Αυτή η νέα εμπορική
ναυτιλία εγκαταλείπει σιγά σιγά το παλαιό σύστημα των «μεριδίων», σε
όφελος των μισθωτών σχέσεων.
Δε
συγκροτούσε όμως μόνο το εμπόριο την παραγωγική βάση της Ερμούπολης κατά
τις πρώτες δεκαετίες, αντίθετα επρόκειτο για μια πόλη με σημαντικό
βαθμό καταμερισμένης κοινωνικής εργασίας. «Η Ερμούπολη είναι το πρώτο –
και το μόνο, στο πρώτο μισό του αιώνα – αστικό κέντρο της Ελλάδας με την
πλήρη σημασία του όρου: με μια οικονομία αγοράς ανεπτυγμένη και
κυρίαρχη, με νέες σχέσεις παραγωγής και με διαφοροποιημένη κοινωνική
δομή. Ανάμεσα στους πρόσφυγες που την εποίκισαν, βρίσκονται πλήθος
άποροι άνδρες και γυναίκες, τεχνίτες, ναυτικοί, χειρώνακτες, που θα
σχηματίσουν τον πρώτο πυρήνα εργατικού πληθυσμού. Ένα εργατικό δυναμικό
σταθερό και συχνά ειδικευμένο, που θα στηρίξει την ανάπτυξη των πρώτων
βιοτεχνιών της πόλης: βιοτεχνίες τροφίμων, σαπουνιού, κατεργασίες
μετάλλων, βαφής υφασμάτων» και ναυπηγικής.
Κατά τη διάρκεια των μέσων του 19ου
αιώνα θα μεταβεί σε ένα διαφορετικό στάδιο, εκείνο του βιομηχανικού
καπιταλισμού. Από τη δεκαετία του 1840 η πόλη αρχίζει να ζει σε κλίμα
προσωρινότητας υπό διαρκή αναστολή κατά κάποιο τρόπο. Ο ενιαίος
οικονομικός και γεωγραφικός χώρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον
οποίο συνεχίζει να συμμετέχει συντηρείται πάνω σε μια εύθραυστη
ισορροπία που ήδη έχει αρχίσει να ανατρέπεται καθώς η πολιτική ρήξη
επεκτείνεται. Επίσης, είναι από πολύ νωρίς ορατός ο κίνδυνος να απολέσει
η Ερμούπολη την προνομιακή της θέσης λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας
και της αντικατάστασης της ιστιοφόρος ναυσιπλοΐας, αν και σε μια πρώτη
φάση καταφέρνει να επιβιώσει. Τη δεκαετία του 1840 συρρικνώνεται το
διαμετακομιστικό εμπόριο, τη δεκαετία του 1860 μένει στάσιμο το
εσωτερικό εμπόριο και στα 1885/6 καταρρέει. «Η επέκταση των ατμοπλοϊκών
συγκοινωνιών στην Ανατολική Μεσόγειο επέφερε αλλαγή στους όρους που
αποκλειστικά είχαν καθορίσει την ανάπτυξη της Σύρου σε διαμετακομιστικό
λιμάνι της περιοχής. Και αυτό διότι οι διεθνείς ατμοπλοϊκές γραμμές
συνέδεσαν απευθείας τα λιμάνια της Δυτικής Ευρώπης με τα μεγάλα εμπορικά
κέντρα της Ανατολής και κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Η
διαμεσολάβηση της Σύρου έγινε περιττή.
Η ναυτιλία παρακμάζει
Η ναυτιλία παρακμάζει
Αρχικά
λοιπόν συρρικνώνεται το εμπόριο ήδη από τη δεκαετία του 1840, τη
δεκαετία του 1860 μένει στάσιμο και τη δεκαετία του 1880 καταρρέει και η
ναυτιλία παρακμάζει ανεπιστρεπτί. Κι όμως κάθε φορά η Σύρα ξαναγενιέται
σε νέες βάσεις μεταφέροντας τους πόρους από τον έναν τομέα στον άλλο
διευρύνοντας τη βιοτεχνική, εργαστηριακή και τέλος τη βιομηχανική της
βάση. Πρώτα με τα ναυπηγεία,στα χρόνια 1830-1850, ύστερα με τα μεγάλα
εργαστήρια και τα πρώτα εργοστάσια, βυρσοδεψεία και αλευρόμυλους, από τα
μέσα του αιώνα. Και τέλος, με την κλωστουφαντουργία στο γύρισμα του
αιώνα.
Ανάμεσα
στους πρόσφυγες που την εποίκισαν, βρίσκονται πλήθος άποροι άνδρες και
γυναίκες, τεχνίτες, ναυτικοί, χειρώνακτες, που θα σχηματίσουν τον πρώτο
πυρήνα εργατικού πληθυσμού. Ένα εργατικό δυναμικό σταθερό και συχνά
ειδικευμένο, που θα στηρίξει την ανάπτυξη των πρώτων βιοτεχνιών της
πόλης: βιοτεχνίες τροφίμων, σαπουνιού, κατεργασίας μετάλλων, βαφής
υφασμάτων.
Η
πρώτη «βιομηχανία» της Ερμούπολης είναι η ναυπηγική. Στη νέα πόλη
εγκαθίστανται από πολύ νωρίς οι πιο φημισμένοι αρχιναυπηγοί των νησιών
του Αιγαίου και κυρίως της Χίου. 30 καράβια το χρόνο κατασκευάζονται
κατά μέσον όρο στα 1830 και 75 μια δεκαετία αργότερα. Κατασκευάζονται
από μικρά πλοία μέχρι 60 τόνων, και τρικάταρτα των 350 τόνων και πάνω.
Το πιο συνηθισμένο ιστιοφόρο είναι το μπρίκι, καράβι με 2 κατάρτια και
με χωρητικότητα από 150 ως 400 τόνους. Η ατμοπλοΐα θα είναι ο
μεγαλύτερος αντίπαλος. Η ελληνική ιστιοπλοΐα θα αντισταθεί 3 δεκαετίες
ακόμα και το ναυπηγεί θα γνωρίσει κάποιες μικρές αναλαμπές. Το
πλεονέκτημά της να προσφέρει χαμηλά ναύλα θα χαθεί και αυτό σύντομα.
Έτσι τη δεκαετία του 1860 η ήδη στάσιμη παραγωγή πλοίων καταρρέει. Η
παράδοση που έχει όμως δημιουργηθεί θα περάσει στο πρώτο μεγάλο
εργοστάσιο μηχανοκατασκευών της Εταιρίας της Ελληνικής Ατμοπλοΐας.
Όμως
η πρώτη πραγματική βιομηχανία θα είναι η βυρσοδεψία που αναπτύσσεται
επί μισόν αιώνα αρμονικά με το μεγαλεμπόριο. Τα ακατέργαστα και
κατεργασμένα δέρματα αποτελούν σημαντικό κομμάτι αυτού του εμπορίου,
οπότε δημιουργείται χώρος για την ανάπτυξη της κατεργασίας τους. Αρκετοί
τεχνίτες δέρματος εγκαταστάθηκαν στην πόλη ως πρόσφυγες. Στα 1852
υπάρχουν 7 βυρσοδεψία που εργάζονται τακτικά και απασχολούν συνολικά 200
εργάτες. Οι δύο μεγαλύτερες επιχειρήσεις απασχολούν από 50 ως 100
εργάτες και οι άλλες από 4 η καθεμιά. Ο αριθμός αυτός δημιουργεί μια νέα
πραγματικότητα για την Ελλάδα της εποχής. Τη δεκαετία 1860-1870 η
βυρσοδεψία θα κάνει ένα δεύτερο άλμα. Στα μέσα του 19ου αιώνα
τα δέρματα είναι πρώτο μη αγροτικό εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1860 θα κάνει τα πρώτα της βήματα και η
αλευροβιομηχανία. Η Ερμούπολη αριθμεί 4 μεγάλους ατμόμυλους που
απασχολούν συνολικά 150 εργάτες και συγκεντρώνουν 150 εργάτες συνολικά.
Την ίδια εποχή η Ερμούπολη διαθέτει κιόλας 10 περίπου μηχανικά
εργοστάσια, ενώ στο βιομηχανικό δυναμικό της πρέπει να προστεθούν
ισάριθμα σχεδόν μεγάλα εργαστήρια. Ο μεγάλος αντίπαλός της στη
βιομηχανία θα εξελιχθεί ο Πειραιάς.
Η
παρακμή του εμπορίου λοιπόν θα οδηγήσει σε παρακμή και την ναυπηγική
και την βυρσοδεψία. Έτσι η βιομηχανία της Ερμούπολης θα μετασχηματιστεί
για να επιβιώσει μέσα στα νέα πλαίσια. Το 1887 ιδρύεται η πρώτη
κλωστοϋφαντουργία. Τον ίδιο χρόνο ιδρύθηκε και το πρώτο βαμβακουργείο.
Σύντομα η βαμβοκοβιομηχανία της Ερμούπολης, βασικός πλέον πνεύμονας της
πόλης και τελευταίο της χαρτί αριθμεί 15 – 17 εργοστάσια το 1905, 14 το
1923 καμιά δεκαριά το 1954. Αυτός ο μετασχηματισμός της βιομηχανικής
δομής της Ερμούπολης δεν έγινε με τρόπο γραμμικό: δεν εκμηχανίστηκαν
ούτε εκσυγχρονίστηκαν οι παλαιοί κλάδοι, αλλά ο μετασχηματισμός
πραγματοποιήθηκε μέσω της μετατόπισης από τον έναν στον άλλο κλάδο.
πηγή(απόσπασμα): http://raskolnikovgr.blogspot.gr/search/label/%CE%95%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.