Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Nησιά στο δρόμο προς την αειφορία

Tου ΑΠOΣΤOΛOY ΧΑΤΖΗΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ
1. Εισαγωγή
Κομβικό σημείο για την αναδιαμόρφωση και τον αναπροσανατολισμό των
πολιτικών που αφορούν στην ανάπτυξη των κρατών αποτέλεσε η Συνδιάσκεψη
των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, η οποία
πραγματοποιήθηκε στο Ρίο το 1992, όπου υιοθετήθηκε από τη διεθνή
κοινότητα η αειφόρος ανάπτυξη, ως βασική πολιτική επιλογή (Γρηγορίου
κ.ά.,1993). Η βασική στόχευση της αειφόρου ανάπτυξης, όπως προκύπτει από
την Ατζέντα 21, συνίσταται στη διασφάλιση μιας τέτοιας οικονομικής
ανάπτυξης, τα αγαθά της οποίας θα μοιράζονται με δίκαιο τρόπο, χωρίς
ταυτόχρονα να πλήττεται η φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων (UN,
1992).
Στο κεφάλαιο 17 της Ατζέντα 21 προβλέπεται ότι τα παράκτια κράτη
πρέπει να αναπτύξουν πολιτικές που θα αφορούν στην ολοκληρωμένη
διαχείριση του παράκτιου χώρου. Τα μικρά νησιωτικά κράτη και τα
νησιωτικά συμπλέγματα αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό χωρικό πεδίο για
την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης, καθώς αφενός περιλαμβάνουν
πολύτιμους φυσικούς πόρους, ενώ αφετέρου, εξαιτίας της γεωγραφικής τους
θέσης και της ιδιοσυστασίας τους, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην
περιβαλλοντική υποβάθμιση, η οποία μπορεί ακόμα και να απειλήσει την
ίδια την ύπαρξή τους (Τσάλτας, 2005).
H πορεία των νησιωτικών περιοχών προς τη βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι
ευθύγραμμη και προδιαγεγραμμένη. Προκειμένου να αποφευχθούν
καθυστερήσεις και παλινδρομήσεις, εξαιτίας ελλειμμάτων πληροφόρησης,
διαρθρωτικών αδυναμιών, συγκρούσεων μεταξύ συγκεκριμένων στόχων κ.ά.,
κρίνεται απαραίτητη η επισταμένη παρακολούθηση της πορείας αυτής. Η
εκτίμηση της προόδου εφαρμογής της βιώσιμης ανάπτυξης προϋποθέτει την
διαμόρφωση μεθόδων εκτίμησης και αξιολόγησης της βιωσιμότητας μέσω της
χρήσης διαφορετικών εργαλείων ανάλυσης και εξαγωγής συμπερασμάτων, τα
οποία θα χρησιμοποιηθούν στην επαναδιαμόρφωση πολιτικών, βασισμένων σε
αξιόπιστες και επεξεργασμένες πληροφορίες (ΕΚΠΑΑ, 2003, 8).
Πέραν της χρήσης των μεθόδων μέτρησης της βιώσιμης ανάπτυξης κατά τη
διαδικασία λήψης αποφάσεων, όπου είναι αναγκαία η εκτίμηση της
αποτελεσματικότητας και των επιπτώσεων υφιστάμενων πολιτικών, οι μέθοδοι
μέτρησης είναι ιδιαίτερα σημαντικές, όσον αφορά στην πληροφόρηση και
συμμετοχή μη ειδικών. Η ευαισθητοποίηση του κοινού σε ζητήματα
βιωσιμότητας, μέσω της απλοποιημένης πληροφόρησης, που παρέχουν οι
μέθοδοι μέτρησης, οδηγεί στην κινητοποίηση και στη συμμετοχή στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο. Η συμμετοχή του κοινού
στην επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης θεωρείται επιβεβλημένη σύμφωνα με
την Ατζέντα 21, τα Προγράμματα Περιβαλλοντικής Δράσης της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, αλλά και τη σύνοδο του Γιοχάνεσμπουργκ, στην οποία αναγνωρίστηκε
ο κεντρικός ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και της ενεργού συμμετοχής
των μη κυβερνητικών οργανώσεων (Scoullos, 2002, 1).
Η προσέγγιση της αειφόρου ανάπτυξης σε νησιωτικές περιοχές γίνεται με
κριτήρια που ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής
μελέτης. Ανάλογα με τα οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά δεδομένα
της περιοχής παρατηρούμε ότι γίνεται και η ανάλογη επιλογή δεικτών. Oι
τοπικοί φορείς που αναλαμβάνουν αυτές τις πρωτοβουλίες συνεργάζονται με
διεθνείς και περιφερειακούς κυρίως οργανισμούς και επιστημονικά
ιδρύματα, τα οποία έχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία σε θέματα αειφόρου
ανάπτυξης, αλλά και χρήσης συγκεκριμένων δεικτών για την παρακολούθηση
της αειφορίας (ΙSTOS, 2005, 14-15), ενώ διαφοροποιήσεις υφίστανται και
όσον αφορά στο βαθμό και στις μορφές συμμετοχής του τοπικού πληθυσμού, ο
οποίος εμπλέκεται άμεσα ή έμμεσα τόσο στην διαδικασία παρακολούθησης όσο
και στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης.

2. H ανάπτυξη δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης στο Guernsey

Guerney Το Guernsey, ένα από τα νησιά του καναλιού της Μάγχης, βρίσκεται 30μίλια βορειοδυτικά της Γαλλίας και ανήκει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει έκταση 63 τ.χ. και πληθυσμό 60.000 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Tις τελευταίες δεκαετίες το νησί υπέστη μια σειρά κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών, καθώς παραδοσιακές δραστηριότητες,
όπως η αλιεία και η ανθοκομία, παρήκμασαν, ενώ τα τελευταία χρόνια οι οικονομικές υπηρεσίες υπερσκέλισαν τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 77% των απασχολούμενων εργάζονται στον τριτογενή τομέα, έναντι 13% στον πρωτογενή και 10% στον δευτερογενή τομέα.
Το Guernsey σήμερα έχει αναδειχθεί σε ένα διεθνές οικονομικό κέντρο με προεξάρχοντα το ρόλο των ασφαλειών και των τραπεζών, που αποφέρουν το45% του συνολικού εισοδήματος του νησιού (Policy Council, 2004).
Στο Guernsey εφαρμόστηκε μεταξύ 1994 και 1998 η μεθοδολογία του
οικολογικού αποτυπώματος από το Τμήμα Δομημένου Περιβάλλοντος του
πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, προκειμένου να αξιολογηθεί η περιβαλλοντική
βιωσιμότητα του νησιού. Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο νησί,
χρησιμοποιήθηκε ως μελέτη περίπτωσης (case study) για την καθιέρωση του
οικολογικού αποτυπώματος ως έγκυρης μεθόδου μέτρησης της βιωσιμότητας σε
τοπικό επίπεδο (Barrett, 1998, Simmons et al 2000, Chambers et al,
2004).
Το 2001 η κυβέρνηση του νησιού αποφάσισε να μην εφαρμόσει τη
μεθοδολογία του οικολογικού αποτυπώματος, αλλά να αναπτύξει μια σειρά
δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης, προκειμένου να παρακολουθήσει την ποιότητα
ζωής και να συμβάλλει στη διαμόρφωση πολιτικής. Η ανάπτυξη δεικτών
ξεκίνησε το 2002, όταν οι φορείς του νησιού αφιέρωσαν ένα χρόνο στη
δημόσια και ιδιωτική διαβούλευση, προκειμένου να επιλέξουν
δείκτες-κλειδιά, οι οποίοι θα μετρούσαν τις κοινωνικές, οικονομικές και
περιβαλλοντικές πλευρές της βιώσιμης ανάπτυξης. Στην αρχή της
διαδικασίας οι τοπικοί φορείς επέδειξαν απροθυμία, όσον αφορά στη
συμμετοχή στην ανάπτυξη δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης, δεδομένου και του
σκεπτικισμού των μικρών κοινοτήτων για πολιτικές που επιβάλλονται έξω
από αυτές. Το μειωμένο ενδιαφέρον της τοπικής κοινότητας είχε ως
συνέπεια το κύριο βάρος της αρχικής εργασίας να το αναλάβει το Τμήμα
Έρευνας και Πολιτικής της κυβέρνησης του νησιού, το οποίο καθόρισε 17
κύριους και 51 στρατηγικούς δείκτες, η παρακολούθηση των οποίων δείχνει
την πορεία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη (Mc Alpine, 2003).
Oι βασικοί δείκτες αναφέρονται στις εξής κατηγορίες: πληθυσμός,
υγεία, εκπαίδευση, κοινοτική συμμετοχή, νοικοκυριά, έγκλημα, οικονομική
απόδοση, κατανάλωση ενέργειας, διεθνείς μεταφορές, ανάπτυξη εργατικού
δυναμικού, βιοποικιλότητα, κατάσταση ατμόσφαιρας, κατάσταση υδάτων,
υδάτινοι πόροι, χρήση γης, οικιακά και εμπορικά απόβλητα, τοπικές
μεταφορές.
Για τους δείκτες του 2004 εισήχθη ένα τμήμα στην αναφορά της μελέτης υπό
τον τίτλο «διασυνδέσεις», το οποίο αναφέρεται στις αλληλεπιδράσεις
μεταξύ οικονομίας-κοινωνίας και περιβάλλοντος (ΕΤΝΑ, 2005, 59). Η
παρουσίαση των αποτελεσμάτων των δεικτών μέτρησης γίνεται μέσω της
χρήσης μετρητών υπό τη μορφή πυξίδας και τις ενδείξεις «καλύτερος»,
«χειρότερος», «σταθερός» και «άγνωστο» (Policy Council, 2005, 2-5). Τα
στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνονται γιʼ αυτούς τους δείκτες
δημοσιεύονται στην ετήσια έκθεση «Βιώσιμο Guernsey» («Sustainable
Guernsey»), η οποία, παράλληλα με τη δημοσίευση του Σχεδίου Πολιτικής
και Πόρων (Policy and Resource Plan), καθορίζει την ετήσια στρατηγική
σχεδιασμού της τοπικής κυβέρνησης. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη
δημοσιοποίηση της έκθεσης μέσω των τοπικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, της
ταχυδρομικής αποστολής της σε μεγάλο αριθμό παραληπτών και της
ηλεκτρονικής έκδοσής της στο διαδίκτυο.
H έκθεση «Βιώσιμο Guernsey», η οποία δημοσιεύεται για τέταρτη συνεχή
χρονιά (2005), δεν αποτυπώνει μόνο τάσεις, αλλά συμβάλλει σημαντικά στην
παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της πολιτικής που ακολουθεί η τοπική
κυβέρνηση. Σε συνάρτηση με το Σχέδιο Πολιτικής και Πόρων δημιουργεί έναν
κύκλο διαμόρφωσης και αξιολόγησης πολιτικής, που παρέχει στην κυβέρνηση
μια σαφή εικόνα των επιπτώσεων των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Αξίζει δε να
σημειωθεί ότι η έκθεση χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του
2004 ως κείμενο συζήτησης από την τοπική κυβέρνηση και μη κυβερνητικές
οργανώσεις (Policy Council, 2005 B, 2333).
O διάλογος, στον οποίο έλαβαν μέρος όχι μόνο εκπρόσωποι κρατικών
υπηρεσιών αλλά και μη κυβερνητικών οργανώσεων, επικεντρώθηκε όχι μόνο
στην εκτίμηση της βιωσιμότητας, αλλά και στην πρόοδο της διαδικασίας
παρακολούθησης. Oι αλλαγές που προτάθηκαν έγιναν αποδεκτές στην τελική
μορφή της έκθεσης και αντανακλούν το θετικό αποτέλεσμα της διαβούλευσης,
η οποία συνέβαλε στην καλύτερη κατανόηση της έκθεσης ως εργαλείου
παρακολούθησης της βιώσιμης ανάπτυξης (Policy Council, 2005 A, 1). Η
έκθεση συνοδεύεται από την έκδοση του πληροφοριακού φυλλαδίου «Guernsey
facts and figures», το οποίο τυπώνεται σε σχήμα τσέπης. Περιέχει
στατιστικά στοιχεία, τα οποία αφορούν στην κοινωνία, την οικονομία και
το περιβάλλον του νησιού, με τη μορφή χαρτών και πινάκων, ενώ
παρατίθενται ακόμα σύντομος σχολιασμός και παραπομπές για εκτενέστερη
ενημέρωση (Policy Council, 2004).
Όσον αφορά στη συμμετοχή της τοπικής κοινότητας, αξίζει να σημειωθεί
ότι η αρχική αδιαφορία, που επεδείχθη κατά τη διαδικασία ανάπτυξης
δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης, έδωσε σταδιακά τη θέση της στην άμεση
εμπλοκή, η οποία επιτεύχθηκε αφού πρώτα τέθηκαν σε ισχύ οι δείκτες
μέτρησης. Στο Guernsey δεν υπήρχε ομάδα Τοπικής Ατζέντα 21, ωστόσο
λειτουργούσε ένα ισχυρό δίκτυο τοπικών οργανώσεων σε κοινοτική βάση.
Θέτοντας σε ισχύ τους δείκτες μέτρησης, η τοπική κυβέρνηση κατάφερε να
κερδίσει την κοινοτική υποστήριξη, μέσω θεμάτων που σχετίζονταν άμεσα με
οργανώσεις του νησιού. Το Τμήμα Ερευνών και Πολιτικής, το οποίο είναι
επιφορτισμένο με την ανάπτυξη των δεικτών, αποφάσισε να επιτρέψει την
τροποποίηση των στρατηγικών δεικτών εκ μέρους των ληπτών αποφάσεων του
νησιού, προκειμένου να υπάρχει ανάδραση, όσον αφορά στις διαρκώς
διαφοροποιούμενες απόψεις της κοινότητας σε ζητήματα βιωσιμότητας. Η
«ελαστική» αυτή πολιτική στοχεύει στην αποδοχή των φορέων του νησιού και
στην υποστήριξη του πληθυσμού στην εν εξελίξει διαδικασία ανάπτυξης
δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και στην παροχή δεδομένων για τους ήδη
επιλεγμένους δείκτες.
Παρόλο που ίσως είναι πρόωρο να προβούμε στην αξιολόγηση της
διαδικασίας ανάπτυξης δεικτών στο Guernsey, μια πρώτη εικόνα δείχνει ότι
η υφιστάμενη προσέγγιση λειτουργεί ήδη θετικά, αν κρίνουμε από το
γεγονός της διαρκώς αυξανόμενης συμμετοχής της κοινότητας, αλλά και από
το ότι, ενώ το 2002 υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για τους 34 από τους 51
στρατηγικούς δείκτες, το 2003 για τους 47 και το 2004 για όλους τους
δείκτες. Γενικότερα, η διαδικασία ανάπτυξης δεικτών ώθησε την τοπική
κοινότητα σε μια ανοιχτή και διαφανή διαδικασία σχεδιασμένη για να
αξιολογήσει και να βοηθήσει τον σχεδιασμό πολιτικής του νησιού. Η
ανάπτυξη των προκαταρκτικών δεικτών από τεχνοκράτες και κυβερνητικούς
υπαλλήλους, λόγω της διστακτικότητας των τοπικών φορέων, για την οποία
κάναμε λόγο παραπάνω, δεν απέτρεψε στη συνέχεια την ολοένα και
μεγαλύτερη εμπλοκή της τοπικής κοινότητας, η οποία κλήθηκε όχι μόνο να
εκφράσει τις απόψεις της, αλλά και να συνεισφέρει τόσο στη συμπλήρωση
ελλιπών δεδομένων όσο και στη βελτίωση της δυνατότητας πληροφόρησης,
ανταποκρινόμενη στο σχετικό αίτημα της Τοπικής Ατζέντα 21 (Μc Alpine,
2005 A).
Η θετική συνολικά αξιολόγηση της μέχρι τώρα διαδικασίας ανάπτυξης
δεικτών στο Guernsey, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, δε φαίνεται να
εφησυχάζει την τοπική κοινότητα, η οποία θέτει τους εξής στόχους για το
εγγύς μέλλον:
· Την αναθεώρηση των ήδη υφισταμένων δεικτών και την ανάπτυξη νέων
· Τη διαμόρφωση πολιτικής σε σχέση με τους δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης
· Την συνεχή ενίσχυση της συμμετοχής των κοινοτικών οργανώσεων και του
τοπικού πληθυσμού στην όλη διαδικασία
· Την αντιμετώπιση δυσκολιών, όπως για παράδειγμα η έλλειψη στατιστικών
δεδομένων
· Την ενίσχυση της καμπάνιας ενημέρωσης-ευαισθητοποίησης του τοπικού
πληθυσμού μέσω των Μ.Μ.Ε. και προγραμμάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης
(Mc Alpine, 2005 Β)

3. O oικολογικός δήμος του Γκότλαντ
To νησί του Gotland (Γκότλαντ) βρίσκεται στο μέσο της Βαλτικής
Θάλασσας και απέχει 90 χλμ. από τη Σουηδία -στην οποία και ανήκει- και
130 χλμ. από τις χώρες της Βαλτικής. O δήμος του Γκότλαντ δημιουργήθηκε
το 1971 από τη συνένωση 12 αγροτικών δήμων και των πόλεων Βίσμπυ και
Σλίτε. Αριθμεί περίπου 60.000 κατοίκους, εκ των οποίων 23.000 ζουν στη
μεσαιωνική πρωτεύουσα Βίσμπυ. Το νησί δέχεται 700.000 επισκέπτες
ετησίως, κυρίως από τη Σουηδία και τη Γερμανία, ενώ το 1999 κέρδισε το
βραβείο καλύτερου προορισμού στη Σουηδία. Στο νησί δραστηριοποιούνται
6.800 επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων βιομηχανίες τσιμέντου, ξύλου και
κατασκευής σκαφών. Ιδιαίτερα αναπτυγμένος είναι ο τομέας των υπηρεσιών
και ειδικότερα της εκπαίδευσης και της υγείας-πρόνοιας, ενώ ο
μεγαλύτερος εργοδότης στο νησί είναι ο δήμος του Γκότλαντ, στον οποίο
απασχολούνται άνω των 7.000 εργαζόμενοι. O τουρισμός και η γεωργία
αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές εσόδων για το νησί (Gotlands Commun,
2005).
Η προστασία του περιβάλλοντος έχει πολύ μεγάλη σημασία για όλους τους
κατοίκους του Γκότλαντ και η δημοτική αρχή έχει
δεσμευθεί ότι μέσα σε μία γενιά (25-30 χρόνια) το νησί θα έχει πλήρως
εναρμονιστεί με τις αρχές της αειφορίας και θα αποτελεί ζώνη μηδενικών
εκπομπών (zero emission zone), ενώ η βιωσιμότητα πρέπει να αντανακλάται
στη δομή της κοινότητας, στη χρήση της γης, του νερού και στην
ανακύκλωση. Κάθε κάτοικος του Γκότλαντ καθίσταται υπεύθυνος για τη
βιωσιμότητα του νησιού και ενθαρρύνεται από την κοινότητα να συμβάλλει
προς αυτή την κατεύθυνση και να αποτελέσει το «καλό παράδειγμα»
(Gotlands Commun, 2005, 28).
Η πορεία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη ξεκίνησε το 1992 με την πρώτη
δέσμευση από το δήμο να ακολουθήσει τις αρχές της Ατζέντα 21 και να
καταστεί οικολογικός δήμος. Το 1995 ψηφίστηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο
το κείμενο εργασίας «Vision 2010» («Όραμα 2010»). Πρόκειται ένα πολύ
σημαντικό έγγραφο, για την σύνταξη του οποίου έγιναν ειδικές
συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και συναντήσεις εργασίας με όλους
τους εμπλεκόμενους φορείς. Το τελικό κείμενο αποτελείται από στόχους
(aims) και σκοπούς (objectives) για την επίλυση ζητημάτων μείζονος
σημασίας. Το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε τον Oκτώβριο του 1996 το
Oικο-Πρόγραμμα (Εko-Programm), το οποίο θέτει ως στόχο τη βιωσιμότητα σε
τοπικό επίπεδο και μαζί με τα Σχέδια Βιωσιμότητας (Sustainability Plans)
αποτελούν την Τοπική Ατζέντα 21 (Gotlands Kommun, 1996). Μια ειδική
ομάδα οικολογίας δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Διεύθυνσης Τοπικής
Ανάπτυξης, με στόχο την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική συνεργασία
μεταξύ δήμου, τοπικών επιχειρήσεων και εθελοντικών οργανώσεων. Oι
μέθοδοι εργασίας της ομάδας χαρακτηρίζονται από μια «από τα κάτω»
(bottom-up) προσέγγιση, την επικέντρωση στη δημιουργία δικτύων, την
πληροφόρηση και την εκπαίδευση (ΕURISLES, 2002, 100). Η ενέργεια, η
γεωργία, ο τουρισμός, τα απόβλητα και το υδατικό δυναμικό αποτελούν
ζητήματα πρώτης προτεραιότητας για την κοινότητα (Gotlands Kommun,
1998).
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην ευαισθητοποίηση του τοπικού πληθυσμού
και ειδικότερα της μαθητιώσας νεολαίας, μέσω προγραμμάτων
περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, τα οποία επικεντρώνονται στα πλεονεκτήματα
της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και της ανακύκλωσης. Αξίζει
επίσης να σημειωθεί ότι τα μαθήματα, που αφορούν στο περιβάλλον,
πραγματοποιούνται εκτός αιθουσών διδασκαλίας, ενώ το αρμόδιο τμήμα
εκπαίδευσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, είναι υπεύθυνο για την
πιστοποίηση των οικολογικών σχολείων. Τα τελευταία χρόνια νηπιαγωγεία
και δημοτικά σχολεία του νησιού δραστηριοποιούνται προκειμένου να
αποκτήσουν την «πράσινη σημαία» και να καταστούν οικολογικά (Gotlands
Commun, 2005, 29).
Iδιαίτερα αναπτυγμένος είναι ο αγροτουρισμός στο νησί και αρκετά
δημοφιλής είναι η διαμονή σε αγροτικά καταλύματα και η συμμετοχή σε
ταξίδια με οικολογικό προσανατολισμό (eco-safaris), τα οποία
διοργανώνουν τοπικά ταξιδιωτικά γραφεία. Tην εικόνα του οικολογικά
προσανατολισμένου δήμου συμπληρώνουν η ευρεία χρήση βιοκαυσίμων, η
δενδροφύτευση και ο ανθοστολισμός δρόμων, καθώς και η επανάχρηση
ακάθαρτων νερών σε ειδικές οικιακές δεξαμενές, στην οποία συμμετέχουν
5.800 κάτοικοι του νησιού. O δήμος του Γκότλαντ δίνει ιδιαίτερη έμφαση
στη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στη μείωση της κατανάλωσης
φυσικών πόρων. Ήδη το 15% της ενέργειας που καταναλώνεται στο νησί
προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ στόχος είναι ως το 2025
το 100% της ενέργειας του νησιού να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές
(EURISLES, 2002, 98). Αξιοσημείωτο είναι ότι 2000 νοικοκυριά του νησιού
κατέχουν μερίδιο σε σταθμούς παραγωγής αιολικής ενέργειας, ενώ οι
κάτοικοι του νησιού συμμετέχουν και στη διαχείριση του τοπικού
συστήματος θέρμανσης (Stockholm Environment Institute, 1999, 53-55).
Το Γκότλαντ χρησιμοποιεί σήμερα ένα σύστημα 12 δεικτών, οι οποίοι
υιοθετήθηκαν από την Εθνική Ένωση Σουηδικών Oικολογικών Δήμων (SEKom,
2002). O στόχος που έχει τεθεί είναι να παρακολουθείται η ανάπτυξη και
να αναπτύσσονται δείκτες σχετικοί με τη βιωσιμότητα, εναρμονισμένοι με
τους αντίστοιχους εθνικούς δείκτες. Oι περιβαλλοντικοί δείκτες, οι
οποίοι χρησιμοποιούνται από το δήμο του Γκότλαντ είναι οι εξής:
· Εκπομπές CO2
· Ποσότητα επικίνδυνων αποβλήτων
· Ποσοστό βιολογικά καλλιεργημένης γης
· Ποσοστό δασοκάλυψης
· Ποσοστό προστατευομένων περιοχών
· Συγκέντρωση οικιακών αποβλήτων για ανακύκλωση
· Συνολικό ποσοστό οικιακών αποβλήτων
· Ποσοστό βαρέων μετάλλων στα απόβλητα
· Ποσοστό χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
· Καταναλώσιμη ενέργεια για μεταφορές
· Δαπάνες αγοράς βιολογικών προιόντων
· Ποσοστό οικολογικά πιστοποιημένων σχολείων και ημερήσιων κέντρων
φροντίδας
Η έκθεση με τους 12 περιβαλλοντικούς δείκτες ενσωματώνεται στον
ετήσιο οικονομικό απολογισμό και στις δραστηριότητες του δήμου. Κάθε
δημοτικό τμήμα πρέπει να δώσει στοιχεία σε 4 δείκτες που είναι στο
επίπεδο τμημάτων, ενώ οι υπόλοιποι περιγράφουν τη δημοτική οργάνωση ή το
δήμο ως γεωγραφική περιοχή (ISTOS, 2005, 29).

4. H ανάλυση προοπτικών βιωσιμότητας στη Μάλτα
Η Μάλτα είναι ανεξάρτητο κράτος και μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες
χώρες στον κόσμο. Αποτελείται από τρία νησιά με
πρωτεύουσα την Βαλέτα, έχει συνολική έκταση 310 τ. χλμ. και πληθυσμό
376.000 κατοίκους. Η Μάλτα διαθέτει τουριστική περίοδο που εκτείνεται
καθ' όλη την διάρκεια του χρόνου και την περιοχή επισκέπτονται περίπου
1.120.000 επισκέπτες με κυριότερες χώρες αποστολής το Ηνωμένο Βασίλειο,
τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία. O τουρισμός αποτελεί την
κυριότερη πηγή εσόδων για το νησί και αντιπροσωπεύει το 40% του Α.Ε.Π.
Τις τελευταίες δεκαετίες το νησί έχει υποστεί μια σειρά ραγδαίων
δημογραφικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών με συνέπεια να υπάρχουν
αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Η εντατική και σε μεγάλο βαθμό μη
σχεδιασμένη ανάπτυξη προκάλεσε την υποβάθμιση του θαλάσσιου
περιβάλλοντος, τη μείωση της βιοποικιλότητας, την υπερεκμετάλλευση των
φυσικών πόρων και την αύξηση της ρύπανσης (UNEP, 2000, 2).
Στο πλαίσιο του Μεσογειακού Σχεδίου Δράσης (MAP) των Ηνωμένων Εθνών
και ειδικότερα του Προγράμματος Διαχείρισης Παράκτιων Περιοχών (CAMP)
εγκρίθηκε το 1993 και άρχισε να εφαρμόζεται το 2000 το Σχέδιο «Μάλτα»,
το οποίο αφορούσε στις παράκτιες περιοχές της βορειοδυτικής περιοχής του
νησιού και ειδικότερα στις εξής θεματικές περιοχές: βιώσιμη διαχείριση
ακτών, προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές, διαχείριση υδατικών πόρων,
έλεγχος/διαχείριση διάβρωσης εδάφους, τουρισμός και υγεία. Παράλληλα
πραγματοποιήθηκαν προγράμματα συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας και
διαχείρισης δεδομένων, ενώ εφαρμόστηκε η συστημική ανάλυση βιωσιμότητας
και ανάλυση προοπτικών (systemic and prospective sustainability
analysis-SPSA) για την ανάπτυξη δεικτών βιωσιμότητας. Η μέθοδος
χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για τη βιώσιμη διαχείριση των χερσαίων και
θαλάσσιων περιοχών της Μάλτας και ως υπόδειγμα για τις δραστηριότητες
της Μεσογειακής Επιτροπής για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Bell and Morse,
2004).
Η Συστημική Ανάλυση Βιωσιμότητας αναπτύχθηκε από τους Bell και Morse
ως μία κυκλική διαδικασία, η οποία διαμορφώνει τα στάδια κατανόησης της
βιωσιμότητας σε τοπικό επίπεδο, μέσα από τη διαμόρφωση δεικτών με
συμμετοχικές διαδικασίες και τη δημιουργία οπτικών εργαλείων για την
παρουσίαση των δεικτών. Στο τελευταίο της στάδιο η μέθοδος
επικεντρώνεται στη χρήση δεικτών για την ανάλυση των διαχρονικών τάσεων,
προκειμένου να διερευνηθούν διάφορα σενάρια (UNEP, 1996). Η Συστημική
Ανάλυση και Ανάλυση Προοπτικών Βιωσιμότητας (Systemic and Prospective
Sustainability Analysis-SPSA) αποτελεί μία παραλλαγή της SSA. Η μέθοδος
αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την πρώτη, απλά την ολοκληρώνει καθώς
διαμορφώνει μία μέθοδο για το τελευταίο στάδιο της SSA που δεν ήταν
καθορισμένο αρχικά. Επειδή για την ανάπτυξη αυτής της μεθόδου
χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση προοπτικών (prospective analysis), η μέθοδος
μετονομάστηκε σε Συστημική και Ανάλυση Προοπτικών Βιωσιμότητας (Blue
Plan, 2005, ETNA, 2005, 56).
Η Συστημική Ανάλυση και Ανάλυση Προοπτικών Βιωσιμότητας έδωσε νέα
διάσταση στο Σχέδιο «Μάλτα», το συντονισμό και την ευθύνη του οποίου
είχε το Βlue Plan, βασισμένο στην ως τότε εργασία του στο πεδίο των
δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης και στη μέθοδο που ανέπτυξαν οι Bell και
Morse. Tοπικά κυβερνητικά στελέχη βοήθησαν στο συντονισμό και την πρόοδο
των εργασιών του Σχεδίου, το οποίο είχε ως στόχο να συμβάλλει στην
πορεία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη του νησιού και ειδικότερα της
βορειοδυτικής περιοχής, προετοιμάζοντας μια ομάδα δεικτών βιώσιμης
ανάπτυξης, βασισμένων στην ολιστική προσέγγιση και στη συμμετοχική
διαδικασία.
Το πρόγραμμα συμμετοχής της τοπικής κοινότητας είχε θέσει ως στόχους:

· τη συμβολή στην εφαρμογή της συμμετοχικής αρχής, μέσω της διασφάλισης
της συμμετοχής του κοινού, μη κυβερνητικών οργανώσεων, της επιστημονικής
κοινότητας και ιδιωτικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο της ισχύουσας
νομοθεσίας
· την αναβάθμιση της δυνατότητας εφαρμογής εργαλείων και τεχνικών,
ειδικότερα όσον αφορά σε σχεδιασμένες δραστηριότητες με εκπαιδευτικό
προσανατολισμό
Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην ενημέρωση-ευαισθητοποίηση του τοπικού
πληθυσμού μέσα από μια σειρά ενεργειών όπως: η προβολή τηλεοπτικών
εκπομπών με αναφορά στην ανάγκη προστασίας των βορειοδυτικών περιοχών
του νησιού, η ενημέρωση ειδικών κατηγοριών του πληθυσμού και ειδικότερα
των αγροτών και ξενοδόχων, αναφορικά με την αναγκαιότητα
φιλοπεριβαλλοντικής δράσης, η διανομή ενημερωτικών φυλλαδίων σε
τουρίστες και ιδιοκτήτες σκαφών, η διοργάνωση περιπάτων και επισκέψεων
σε προστατευόμενες περιοχές, η ανάρτηση ενημερωτικών πινακίδων, η
αρθρογραφία στον τοπικό τύπο σχετικά με την σκοπιμότητα χρήσης δεικτών
βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και η διοργάνωση ανοικτών ενημερωτικών
συναντήσεων σε συνεργασία με τα τοπικά δημοτικά συμβούλια (UNEP, 2002,
58).

5. Η εφαρμογή του προγράμματος ISTOS στην Πάρο
Το νησί της Πάρου ανήκει στο νομό Κυκλάδων και βρίσκεται σε απόσταση
95 ναυτικών μιλίων από το λιμάνι του Πειραιά. Η έκταση του νησιού φτάνει
τα 194,46 τ.χλμ., έχει μήκος ακτών 118,5 χλμ. και πληθυσμό 12.853
κατοίκους (απογραφή 2001). Η Πάρος παράγει κρασί, λάδι, δημητριακά και
φρούτα, ενώ η αμπελουργία γνωρίζει νέα άνθηση τα τελευταία χρόνια. Oι
Παριανοί, εκτός από την γεωργία, την αλιεία και την κτηνοτροφία
ασχολούνται τις τελευταίες δεκαετίες με τον τουρισμό, ο οποίος αποτελεί
την κύρια πηγή εισοδήματος για το νησί. Η Πάρος γνωρίζει αξιόλογη
τουριστική ανάπτυξη, ωστόσο η έλλειψη σχεδιασμού αλλά και οι
διαπιστωμένες πιέσεις στο περιβάλλον του νησιού καθιστούν αναγκαία τόσο
την ενδελεχή αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης όσο και τον
επαναπροσανατολισμό της ανάπτυξης αυτής.
Η Πάρος επελέγη στη βάση εκπλήρωσης συγκεκριμένων κριτηρίων, ως
περιοχή εφαρμογής της Δράσης «Καινοτομία, αειφορία και τοπική ατζέντα»
του Περιφερειακού Προγράμματος Καινοτόμων Δράσεων Νοτίου Αιγαίου ISTOS.
Το αρτικόλεκτο ISTOS προέρχεται από τον πλήρη τίτλο του προγράμματος στα
αγγλικά ο οποίος είναι Innovation for Sustainable Tourism and Services
(Καινοτομία για τον αειφορικό τουρισμό και τις υπηρεσίες).
Χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα «Innovative ActionsΣ της Ε.Ε., επιδίωξη
του οποίου είναι η εισαγωγή καινοτόμων πρακτικών στην οικονομική και
κοινωνική ανάπτυξη με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων στις περιφέρειες
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την παροχή της δυνατότητας προς όλες, για
ανάπτυξη δραστηριοτήτων που βασίζονται στη γνώση και στις νέες
τεχνολογίες και για χρήση των ευκαιριών της νέας οικονομίας. Φιλοσοφία
του προγράμματος αποτελεί η δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος για
την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης μέσω της καινοτομίας στην Περιφέρεια
Νοτίου Αιγαίου. Η δημιουργία του περιβάλλοντος αυτού βασίζεται σε τρεις
βασικούς παράγοντες:
· Στην τοπική συμμετοχή και σύμπραξη όλων των φορέων της Περιφέρειας,
δημόσιων και ιδιωτικών
· Στην εισαγωγή της καινοτομίας
· Στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών
Επίκεντρο του προγράμματος αποτελεί ο τομέας των υπηρεσιών και κυρίως
του τουρισμού, ο οποίος κυριαρχεί στην κοινωνικοοικονομική ζωή της
Περιφέρειας, με όλες τις θετικές και αρνητικές συνέπειες που μπορεί αυτό
να έχει για την ανάπτυξη της περιοχής και την ποιότητα ζωής των κατοίκων
της. Το «ISTOSΣ αποτέλεσε το αποτέλεσμα μιας συμμετοχικής διαδικασίας
στην οποία συμμετείχαν οι κύριοι διοικητικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί
και ακαδημαϊκοί φορείς της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου. Κοινό όραμα των
εμπλεκόμενων φορέων αποτελεί ο σχεδιασμός του αειφορικού μέλλοντος της
Περιφέρειας μέσω της εισαγωγής καινοτόμων στοιχείων και διαδικασιών
στους τομείς της περιφερειακής οικονομίας, ξεκινώντας από τις υπηρεσίες
και τον τουρισμό, που αποτελούν τους κυρίαρχους τομείς της (ISTOS,
2006).
Η Φάση 1 της Δράσης «Καινοτομία, αειφορία και τοπική ατζέντα» του
προγράμματος ISTOS περιλαμβάνει την αειφόρο κατανάλωση, την ροή υλικών
και το οικολογικό αποτύπωμα της περιοχής, η Φάση 2 αφορά στην καινοτόμο
διακυβέρνηση σε περιφερειακό επίπεδο, τις πολιτικές εφαρμογής της και
την Τοπική Ατζέντα 21, η Φάση 3 σχετίζεται με την παρακολούθηση της
αειφορίας σε περιφερειακό επίπεδο την κατασκευή ομάδας δεικτών και
μεθοδολογικού μοντέλου για την παρακολούθηση της αειφορίας καθώς και την
πιλοτική εφαρμογή και αξιολόγηση αυτών των δεικτών και τέλος η Φάση 4
αφορά στην ανάπτυξη δύο Τοπικών Ατζέντα 21 σε δύο νησιά του Νοτίου
Αιγαίου (ΕΤΕΜ, 2005 Γ, 4-5).
Το πρόγραμμα ISTOS υλοποιείται πιλοτικά σε δύο νησιά του Νοτίου
Αιγαίου: την Πάρο και την Κω. Η Πάρος επελέγη ως νησί μεσαίου μεγέθους,
με σημαντική παρουσία του τουρισμού και διαπιστωμένη θετική διάθεση εκ
μέρους των τοπικών φορέων (δημοτική αρχή, επαγγελματικοί φορείς, ΜΚO) να
εμπλακούν σε δραστηριότητες που συμβάλλουν στην προώθηση της αειφορίας
και στην υλοποίηση της Τοπικής Ατζέντα 21 (ΕΤΝΑ, 2005, 124, ΕΤΕΜ, 2004,
32).
Στο πλαίσιο της ενέργειας «Τοπική Ατζέντα 21 στα νησιά», η οποία
υλοποιείται από το Εργαστήριο Τουριστικών Ερευνών και Μελετών (ΕΤΕΜ) του
Πανεπιστημίου Αιγαίου, εφαρμόζεται πιλοτικά η Τοπική Ατζέντα 21 στην
Πάρο, δεδομένου ότι η τοπική συμμετοχή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση
για την επιτυχή εφαρμογή της. Στόχοι της ενέργειας είναι η ενδυνάμωση
των συμμετοχικών διαδικασιών, ως απαραίτητου εργαλείου ανάπτυξης και
εφαρμογής της Τοπικής Ατζέντα, η παρουσίαση αντιπροσωπευτικών Τοπικών
Ατζέντα στους τοπικούς επαγγελματικούς φορείς του νησιού, στους ντόπιους
κατοίκους και σε εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, η εφαρμογή των
αρχών της αειφορίας με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των φυσικών
πόρων, καθώς και η αδιάλειπτη ενημέρωση πολιτών και επιχειρηματιών του
τουρισμού αναφορικά με ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης. Στο πλαίσιο της
ενέργειας θα εκδοθεί μεθοδολογικός οδηγός, ο οποίος θα αποτελέσει
εργαλείο διάχυσης των αποτελεσμάτων και εφαρμογής της Τοπικής Ατζέντα 21
και σε άλλα νησιά της Περιφέρειας (ΙSTOS, 2006).
Της σύνταξης προσχεδίου Τοπικής Ατζέντα 21 προηγήθηκε έρευνα, που
διεξήχθη στην Πάρο τον Φεβρουάριο του 2005, η οποία βασίστηκε σε
προσωπικές συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν με την χρήση
ερωτηματολογίων. Η επικοινωνία μελών της ερευνητικής ομάδας με τους
κύριους τοπικούς φορείς διαμόρφωσης πολιτικής προηγήθηκε της συγκρότησης
του ερωτηματολογίου και της επιλογής του δείγματος (ΕΤΕΜ, 2004, 31), ενώ
οι 53 πληροφορητές, που συμμετείχαν στην έρευνα, προέρχονταν από τους
επαγγελματικούς φορείς και την τοπική αυτοδιοίκηση του νησιού (ΕΤΕΜ,
2005 Α, 3). Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε 13 ερωτήσεις που συντάχθηκαν
με δομημένο και ημι-δομημένο τρόπο. Ένα επιπρόσθετο μέρος της έρευνας
περιελάμβανε την συμπλήρωση ερωτηματολογίων στο διαδίκτυο, από
οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο. Στόχος της έρευνας ήταν η καταγραφή της
υφιστάμενης κατάστασης στο νησί σε σχέση με την οικονομία, την κοινωνία,
το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής, καθώς και η αποτύπωση των προθέσεων
για την εφαρμογή συμμετοχικών διαδικασιών στη λήψη αποφάσεων (ΕΤΕΜ, 2005
Γ, 7).
Η έρευνα ανέδειξε τις απόψεις των κατοίκων σε ζητήματα όπως τα
κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της περιοχής, τα χαρακτηριστικά και
την πορεία της τοπικής ανάπτυξης, τον ιδιαίτερο ρόλο και τα προβλήματα
της τουριστικής ανάπτυξης, τον βαθμό συμμετοχής των κατοίκων στις
διαδικασίες τοπικής ανάπτυξης, τον αναπτυξιακό ρόλο των OΤΑ, τις πιθανές
δράσεις και πολιτικές σχετικές με την Ατζέντα 21 και τη συμβολή τοπικών
φορέων, οργανώσεων και κατοίκων στην ανάληψη δράσεων αναφορικά με τη
δρομολόγηση αλλαγών στην τοπική ανάπτυξη. Μετά την ολοκλήρωση της
έρευνας στην Πάρο ακολούθησε αναλυτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της
έρευνας, τα οποία σε συνδυασμό αφενός με την παρουσίαση των βασικών
σημείων της Ατζέντα 21 και αφετέρου με την διερεύνηση των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών ανάπτυξης στο νησί αποτέλεσαν τη βάση για τις προτάσεις
εφαρμογής της Ατζέντα 21 (ΕΤΕΜ, 2005 Α, 30-32).
Το προσχέδιο της Τοπικής Ατζέντα 21 παρουσιάστηκε στην Πάρο το Μάιο
του 2005, προκειμένου να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Στις εκδηλώσεις
των παρουσιάσεων παραβρέθηκαν εκπρόσωποι των τοπικών επαγγελματικών
φορέων, οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδιοκτήτες τουριστικών
επιχειρήσεων και ντόπιοι κάτοικοι. Την παρουσίαση επιμελήθηκε και
ολοκλήρωσε ομάδα επιστημόνων και ερευνητών του ΕΤΕΜ, ενώ ακολούθησαν
ανοικτές συζητήσεις και καταγράφηκαν απόψεις, προτάσεις και σχόλια.
Στόχος του προσχεδίου ήταν να παρουσιάσει στους τοπικούς φορείς, στους
επαγγελματίες και στους κατοίκους το πρόγραμμα ΙSΤOS, να εξηγήσει την
έννοια της αειφορίας, την συμβολή της Τοπικής Ατζέντα 21 στην τουριστική
ανάπτυξη, τον ρόλο των συμμετοχικών διαδικασιών στην προσπάθεια
εφαρμογής της και τέλος να αναλύσει μερικά επιτυχημένα παραδείγματα
εφαρμογής Τοπικής Ατζέντα 21 (ΕΤΕΜ, 2005 Β, 3-4). Το προσχέδιο της
Ατζέντα 21 αναπτύχθηκε στη βάση μιας συμμετοχικής διαδικασίας στην οποία
συνέβαλαν τοπικοί πολιτικοί, διοικητικοί, επιχειρηματικοί και κοινωνικοί
εταίροι και ήταν διαθέσιμο προς ανοιχτή συζήτηση-διαβούλευση, ενώ
εναπόκειται πλέον στην τοπική κοινότητα η εφαρμογή του στην πράξη.

6. Συμπεράσματα
Η βιβλιογραφία, που αναφέρεται στην περιβαλλοντική διαχείριση,
υπογραμμίζει την ανάγκη αλλά και τα πλεονεκτήματα της εμπλοκής της
τοπικής κοινότητας στη διαδικασία επιλογής δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης
(Bell, 1999) στο πλαίσιο Τοπικών Ατζέντα 21, οι οποίες συνδέουν οργανικά
την πορεία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη με την «καλή» διακυβέρνηση (Allen et
al, 2002, 1). Μέσω αυτής της εμπλοκής, οι καθημερινοί άνθρωποι, οι
οποίοι αποκλείονταν παραδοσιακά από τη λήψη αποφάσεων, συμμετέχουν σε
αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητά τους, ενώ παράλληλα
παρέχεται η δυνατότητα ενδυνάμωσης και εκπαίδευσης της τοπικής
κοινότητας.
Oι Fraser et al (2005) κάνουν διάκριση μεταξύ δύο μοντέλων
συμμετοχικών διαδικασιών: της «από τα πάνω» (top - down) και της «από τα
κάτω» (bottom - up) προσέγγισης. Η πρώτη, η οποία θεωρείται
μοντερνιστική, υλοποιείται από κυβερνήσεις και οργανισμούς μέσω της
συμμετοχής εμπειρογνωμόνων και ειδικευμένων τεχνικών, οι οποίοι
καλούνται να εφαρμόσουν προγράμματα τοπικής εμβέλειας, αγνοώντας συχνά
τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων και αποτυγχάνοντας να προσελκύσουν το
ενδιαφέρον του κοινού. Η δεύτερη, μεταμοντέρνα, εκδοχή βασίζεται στην
όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων, που
έχουν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινή του ζωή και στην αντιμετώπιση
μελλοντικών προβλημάτων της κοινότητας.
Η διαδικασία ανάπτυξης δεικτών στο Guernsey έδειξε ως τώρα ότι η
εμπλοκή της τοπικής κοινότητας μπορεί να συμβάλλει σημαντικά τόσο στην
περαιτέρω ανάπτυξη των δεικτών όσο και στην αξιολόγηση της
ακολουθούμενης από την τοπική κυβέρνηση πολιτικής. Αποδείχτηκε ότι οι
συμμετοχικές διαδικασίες μπορούν να λειτουργήσουν ως ανάδραση σε
σχεδιασμούς «από τα πάνω», στο πλαίσιο ενός δίχως προαπαιτούμενα
κοινωνικού διαλόγου, όπου πολιτικοί, τεχνοκράτες, εκπρόσωποι φορέων και
το ευρύ κοινό διαβουλεύονται επί ίσοις όροις, αναφορικά με τον σχεδιασμό
της βιώσιμης ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, φάνηκε
ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, η οποία βρίσκεται σε
εξέλιξη, ενδυναμώθηκαν οι ίδιες οι οργανώσεις του νησιού, καθώς
συνδιαμορφώνουν το πλαίσιο της βιωσιμότητας «από τα κάτω» (Fraser et al,
2005, 2).
Στην περίπτωση του Γκότλαντ ο στόχος της αειφορικής διαχείρισης, τον
οποίο έθεσε η δημοτική αρχή, έγινε κοινός στόχος κάθε οργάνωσης,
επιχείρησης και κατοίκου του νησιού. Παρόλο που τον επιτελικό ρόλο
κατέχει το οικολογικό τμήμα της δημοτικής αρχής, η κοινωνία των πολιτών
διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων που έχουν
τεθεί. Η έμφαση που δίνεται στην περιβαλλοντική εκπαίδευση ήδη από την
προσχολική ηλικία, σε συνδυασμό με την ενδελεχή πληροφόρηση που
παρέχεται, συμβάλλει αποφασιστικά στην ευαισθητοποίηση και στην
καθημερινή εμπλοκή του συνόλου σχεδόν των κατοίκων στην επίτευξη της
βιωσιμότητας του νησιού, με εντυπωσιακά αποτελέσματα σε τομείς όπως η
εκπαίδευση, η διαχείριση υδάτινου δυναμικού, η ανακύκλωση, οι μεταφορές,
η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κ.ά., ενώ ιδιαίτερα ευοίωνες είναι
οι προοπτικές που διαγράφονται για το μέλλον (Gotlands Kommun, 1998,1).
Η εφαρμογή της συστημικής ανάλυσης και ανάλυσης προοπτικών
βιωσιμότητας στη Μάλτα κρίνεται επιτυχής και εκτιμάται ότι μπορεί να
εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές του νησιού με τις ανάλογες προσαρμογές,
ειδικότερα σε ότι αφορά τον αριθμό και το είδος των δεικτών βιώσιμης
ανάπτυξης. Καθοριστική για την επιτυχία της υπήρξε η εμπλοκή της τοπικής
κοινότητας, η οποία κρίνεται αναγκαία και μετά το πέρας της εφαρμογής
του Σχεδίου «Μάλτα». Αποδείχτηκε στην πράξη ότι οι ενδιαφερόμενοι φορείς
μπορούν να θέσουν ζητήματα, τα οποία τους αφορούν άμεσα, με έναν
συστημικό τρόπο και να επιτύχουν τη μείωση των εντάσεων και τη συναίνεση
όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων βασισμένων στην αξιόπιστη πληροφόρηση
(UNEP, 2002, 61-62). Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέθοδος της συστημικής
ανάλυσης δεν εφαρμόστηκε ως ένα διαφορετικό πρόγραμμα, αλλά υπεισήλθε σε
όλα τα θεματικά πεδία του Σχεδίου «Μάλτα» και συνέβαλε σημαντικά στη
διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη (ΝCSD, 2004).
Συμπερασματικά θεωρείται ως ένα επιτυχημένο «πείραμα», το οποίο
αποτέλεσε παράδειγμα προς εφαρμογή και σε άλλες χώρες, όπως ο Λίβανος, η
Αλγερία και η Σλοβενία (UNEP, 2002, 65).
Η εφαρμογή του προγράμματος ΙSΤOS στην Πάρο βασίστηκε στην εμπειρία
και τεχνογνωσία του ΕΤΕΜ, το οποίο είχε την ευθύνη της επιλογής
μεθοδολογίας και της επιμέλειας της παρουσίασης των προσχεδίων της
Τοπικής Ατζέντα 21. Oι εμπειρογνώμονες του ΕΤΕΜ συνέβαλαν στην επιτυχή
υλοποίηση των προβλεπόμενων δράσεων του προγράμματος και συνεισέφεραν
στην σύνταξη της Τοπικής Ατζέντα για την Πάρο (ΕΤΕΜ, 2005 Β, 4), ενώ
παράλληλα η ήδη διαπιστωμένη θετική διάθεση εκ μέρους των τοπικών φορέων
να εμπλακούν σε δραστηριότητες που συμβάλλουν στην προώθηση της
αειφορίας αξιοποιήθηκε προκειμένου να διαμορφωθεί η Τοπική Ατζέντα 21.
Oι τοπικοί φορείς και οι κάτοικοι του νησιού φαίνεται να έχουν εντοπίσει
τα προβλήματα που προκύπτουν από την τουριστική ανάπτυξη, καθώς και την
αναγκαιότητα ανάληψης συντονισμένης δράσης για τον επαναπροσανατολισμό
της ανάπτυξης αυτής μέσω και της δικής τους ενεργού συμμετοχής (ΕΤΕΜ,
2005 Α, 15-16). Η θετική ανταπόκριση των κατοίκων στις διαδικασίες
ανοιχτής διαβούλευσης για τη σύνταξη της Τοπικής Ατζέντα 21, παρά τις
αναμενόμενες επιφυλάξεις και δισταγμούς που καταγράφηκαν (ΕΤΕΜ, 2005 Γ,
9), προδιαθέτει για την επιτυχή ολοκλήρωση των διαδικασιών, ενώ
εκτιμάται ότι η αποκτηθείσα πείρα εφαρμογής του προγράμματος ΙSΤOS στην
Πάρο (και στην Κω) θα αξιοποιηθεί και σε άλλα νησιά της Περιφέρειας.
Σε ό,τι αφορά στις περιπτώσεις μελέτης αυτής της εργασίας,
παρατηρούμε ότι στις περιπτώσεις της Μάλτας, της Πάρου και του Guernsey
η διαδικασία επιλογής δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης υλοποιήθηκε εξωγενώς
είτε από διεθνείς οργανισμούς εγνωσμένου κύρους (UNEP-Μάλτα) είτε από
ακαδημαϊκά ιδρύματα (πανεπιστήμιο Αιγαίου-Πάρος) είτε από την τοπική
κυβέρνηση (Guernsey), ενώ αντίθετα στην περίπτωση του Γκότλαντ η υπόθεση
της βιώσιμης ανάπτυξης έγινε μέλημα του συνόλου σχεδόν των κατοίκων του
νησιού με πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αξίζει, ωστόσο, να
σημειωθεί ότι στην περίπτωση του Guernsey η επιλογή δεικτών βιώσιμης
ανάπτυξης πέρασε σταδιακά από την τοπική κυβέρνηση στην τοπική κοινότητα
και η όλη διαδικασία από εξωγενής κατέστη ενδογενής.
Είναι προφανές ότι η εξωγενής υλοποίηση προγραμμάτων, που αφορούν στη
βιώσιμη ανάπτυξη, δεν επιφέρει τα ίδια αποτελέσματα συγκρινόμενα με αυτά
της ενδογενούς υλοποίησης. Στην πρώτη περίπτωση, ανεξάρτητα από το βαθμό
συμμετοχής του τοπικού πληθυσμού, τα αποτελέσματα όσον αφορά στη βιώσιμη
ανάπτυξη στην πράξη περιορίζονται, μιας και συνήθως η περάτωση του
προγράμματος συνοδεύεται και από την απόσυρση του ενδιαφέροντος της
τοπικής κοινότητας. Αντίθετα, στις περιπτώσεις όπου η υλοποίηση
προγραμμάτων βιώσιμης διαχείρισης γίνεται υπόθεση που αφορά κατά κύριο
λόγο την τοπική αυτοδιοίκηση, μη κυβερνητικές οργανώσεις και γενικότερα
την κοινωνία των πολιτών, τα αποτελέσματα είναι περισσότερο ορατά και
διαρκέστερα σε βάθος χρόνου, ενώ, παράλληλα, ανατροφοδοτούν την
συλλογική προσπάθεια της τοπικής κοινότητας στην επίτευξη της
βιωσιμότητας (περιπτώσεις Γκότλαντ, Guernsey).
Η αναφορά μας στις παραπάνω περιπτώσεις μελέτης καθιστά σαφές ότι
υφίστανται διαφορετικές προσεγγίσεις για την αειφορική διαχείριση του
νησιωτικού χώρου και των παράκτιων περιοχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται
ως παραδείγματα «καλών πρακτικών». Η εμπειρία που έχει ήδη αποκτηθεί στα
παραπάνω νησιά είναι πολύτιμη και μπορεί να αξιοποιηθεί και σε άλλες
περιοχές. Συμπερασματικά, θεωρούμε ότι κανένα μοντέλο διαχείρισης δεν
μπορεί να επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα αν σχεδιάζεται,
αποφασίζεται και υλοποιείται από ένα στενό κύκλο ληπτών αποφάσεων, στους
οποίους περιλαμβάνονται μόνο οι κυβερνητικοί φορείς, οι εκπρόσωποι της
τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικοί εμπειρογνώμονες (OʼRiordan, 1998). Η
αειφορική διαχείριση των παράκτιων και νησιωτικών περιοχών προϋποθέτει
το σχεδιασμό και την υιοθέτηση σχεδίων ολοκληρωμένης διαχείρισης και
ανάπτυξης, βασισμένων στις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, και η
επιτυχία της εξαρτάται από την συντονισμένη δράση σε τοπικό και
περιφερειακό επίπεδο, κυρίως μέσω της πληροφόρησης, της
ευαισθητοποίησης, της εκπαίδευσης και της ενεργού συμμετοχής του κοινού.

ΒΙΒΛΙOΓΡΑΦΙΑ
Allen A. (2002) Sustainable urbanisation. Development Planning Unit,
London
Barrett J. (1998) Sustainability indicators and ecological footprints:
the case of Guernsey. John Moores University, Liverpool.
Bell S., Morse S. (1999) Sustainability Indicators: Measuring the
immeasurable. Earthscan, London.
Bell S. & Morse S. (2004) Experiences with sustainability indicators and
stakeholder participation: a case study relating to a «Blue Plan»
project in Malta. Sustainable Development, 12 (1), 1-14.
Blue Plan (2005) A practicionerʼs guide to «imagine» the systemic and
prospective sustainability analysis
Chambers N., Simmons C., Wackernagel M. (2004) Sharing natures interest.
Ecological footprints as an indicator of sustainability.
Earthscan. London.
Γρηγορίου Π.Γ., Σαμιώτης Γ.Δ.,Τσάλτας Γ. (1993), Η Συνδιάσκεψη των
Ηνωμένων Εθνών (Rio de Janeiro) για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη,
Παπαζήσης
Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ) (2003),
Περιβαλλοντικά σήματα. Σχέδιο έκθεσης δεικτών αειφορίας. Διαθέσιμο
ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.ekpaa.gr
Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης (ΕΤΝΑ) Πανεπιστημίου Αιγαίου
(2005) Επιστημονική μελέτη και μεθοδολογία με
θέμα «Oικονομικό, Κοινωνικό και Περιβαλλοντικό Αποτύπωμα», ΕΤΝΑ,
Μυτιλήνη. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση http://www.istosweb.org/gr

Εργαστήριο Τουριστικών Ερευνών και Μελετών (ΕΤΕΜ) Πανεπιστημίου Αιγαίου
(2004) Μεθοδολογία για τη σύνταξη των τοπικών ατζέντα 21
Εργαστήριο Τουριστικών Ερευνών και Μελετών (ΕΤΕΜ) Πανεπιστημίου Αιγαίου
(2005 Α) Πρωτογενές υλικό για τη σύνταξη των
τοπικών ατζέντα 21
Εργαστήριο Τουριστικών Ερευνών και Μελετών (ΕΤΕΜ) Πανεπιστημίου Αιγαίου
(2005 Β) Κείμενο διαβούλευσης του προσχεδίου των τοπικών ατζέντα 21
Εργαστήριο Τουριστικών Ερευνών και Μελετών (ΕΤΕΜ) Πανεπιστημίου Αιγαίου
(2005 Γ) Προσχέδιο των τοπικών ατζέντα 21
Eurisles (2002) Off the coast of Europe. European construction and the
problem of the islands. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση
http://www.eurisles.org
Fraser E., Dougill A., Mabee W., Reed M. & McAlpine P. (2005) Bottom-up
or top-down: analysis of participatory processes for sustainable
indicator identification as a pathway to community empowerment and
sustainable environmental management,
Journal of Environmental Management, vol. 78, 2, 114-127
Gotlands Kommun (x.x.) Gotland-A renewable energy island in the Baltic
Sea. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.gotland.se/imcms/2669
Gotlands Kommun (x.x.) Gotland-Our island is our environment. Διαθέσιμο
ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.gotland.se/imcms/3273
Gotlands Kommun (x.x.) The sustainable society. Energy and environment
projects on Gotland. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση
www.gotland.se/imcms/2672
Gotlands Kommun (1996) Eco-program for Gotland. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά
στη διεύθυνση www.gotland.se/imcms/2054
Gotlands Kommun (1998) Environment report of the municipality of
Gotland. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.gotland.se/imcms/3272
Gotlands Kommun (2005) Gotland in figures. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη
διεύθυνση www.gotland.se/imcms/1354
ISTOS (2005) Παρακολούθηση της αειφορίας σε περιφερειακό επίπεδο.
Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: http://www.istosweb.org/gr
ΙSTOS (2006) Επίσημη ιστοσελίδα του προγράμματος. Διαθέσιμη ηλεκτρονικά
στη διεύθυνση: http://www.istosweb.org/gr
McAlpine, P. & Birnie A. ( 2003) Guernsey: sustainability indicators,
corporate working and the future challenges. Paper presented at the
International Conference on Sustainability Indicators, University of
Malta, Valletta, Malta.
McAlpine P. & Birnie A. (2005 A) Establishing sustainability indicators
as an evolving process: experience from the island of Guernsey,
Sustainable Development, 13
McAlpine P. & Birnie A. (2005 B) Is There a Correct Way of Establishing
Sustainability Indicators? The Case of Sustainability Indicator
Development on the Island of Guernsey, Local Environment, vol. 10, 3,
243·257
National Association of Swedish eco-municipalities (SEKom) (2002)
Environmental indicators. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση
www.sekom.nu/GetFile.asp?id=81
National Commission for Sustainable Development (NCSD) (2004) A draft
sustainable development for Malta. Malta
OʼRiordan T. & Voisey H. (1998) The Transition to Sustainability½the
politics of Agenda 21 in Europe, Earthscan, London
Policy Council, States of Guernsey (2004) Guernsey Facts and Figures.
Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.gov.gg/esu
Policy Council, States of Guernsey (2005 Α) Sustainable
Guernsey½monitoring social, economic and environmental trends. Διαθέσιμο
ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.gov.gg/esu
Policy Council, States of Guernsey (2005 Β) Policy and Resource Plan.
Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.gov.gg/esu
Scoullos M.J. (2002) The mediterranean experience on environmental
awareness and public participation. Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο
συνέδριο «Good practices on public participation for sustainable
development in ASEM and greater Mekong region». Ηanoi. Vietnam
Simmons C., Lewis K., Barrett J. (2000) Two feet-two approaches : a
component-based model of ecological footprinting Ecological Economics,
32, 375-380
Stockholm Environment Institute-U.N. Devision for Sustainable
Development (1999) The role and contribution of major groups to
promoting sustainable consuption and production patterns. Διαθέσιμο
ηλεκτρονικά στη διεύθυνση www.un.org/esa/sustdev/mgroups/ccpp.pdf
Τσάλτας Γ. (Επιμ.) Αειφορία και περιβάλλον. O νησιωτικός χώρος στον 21ο
αιώνα (2005). Σιδέρης
United Nations Division for Sustainable Development (1992) Agenda 21.
Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διεύθυνση
www.un.org/esa/sustdev/documents/agenda21/english/agenda21toc.htm
UNEP (1996) Μέθοδοι και εργαλεία για τις μελέτες συστημικής ανάλυσης και
ανάλυσης προοπτικών στη Μεσόγειο. Sophia Antipolis
UNEP (2000) MAP CAMP «Malta» project: inception report. Split, Malta.
UNEP (2002) Final report on the systemic and prospective sustainability
analysis project within camp «Malta». Sophia Antipolis.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.