Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Μάρκος Βαμβακάρης :Απόσπασμα αυτοβιογραφίας

Μια φορά έτρεξα στη σπηλιά του Κουλού που ήταν μια ακτή εδώ της Δραπετσώνας, η οποία ονομάζεται Απαγορεύεται. Από τότες το λέγανε Απαγορεύεται διότι εκεί πέρα εφάγανε τα σκυλόψαρα δυο τρεις ανθρώπους.  Λοιπόν, εκεί στο Απαγορεύεται υπήρχε ένα απόκρημνο μέρος, το οποίο κατεβαίναμε κάτω και πηγαίναμε και φουμέρναμε, διάφοροι, πολύς κόσμος. Πολύ πηγαίναν οι χασικλήδες εκεί, για πιο ησυχία, για να μη μας κυνηγάει η αστυνομία. Εκεί υπήρχε ένα νερό, το οποίο το πηγαδάκι αυτό ήτανε λιγάκι γλυφό. Λιγάκι νερό, ήτανε μέτζο να πούμε, μισό μισό, και γλυκό και γλυφό. Και πλέναμε και τα τουμπεκιά και τις τζούρες που παίρναμε απ’ τα καφενεία, βάζαμε νερό στον αργιλέ. Όταν κατεβαίναμε στη σπηλιά για να φουμάρουμε, ήτανε πολύ απόκρημνο το κατέβασμα. Όποιος κι όποιος δεν μπορούσε να κατέβει, ειμή μόνον όσοι πηγαίναμε εκεί και αράζαμε.
Λοιπόν, εκεί μια μέρα, ήτανε στην αρχή που είχανε έρθει οι πρόσφυγες, κουρασμένος από τη δουλειά, επήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο απ’ την Προύσα. Μόλις λοιπόν πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά απ’ το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και εσυλλογιζόμουνα. Πώς να ανέβω τώρα τον γκρεμό να φύγω; Πρέπει πάση θυσία να φύγω. Ο αργιλές με τσίμπησε. Και τσίμπημα θα πει ότι ο αργιλές  σε μαστούριασε πολύ βαριά. Δεν μπόραγα να σηκωθώ. Έπρεπε να είμαι χάμω. Δεν στεκόμουν. Δεν μπόραγα. Δεν είχα δυνάμεις. Και όμως, δε θα το πιστέψει κανείς αυτό που θα σας πω. Αδύνατο εστάθηκε να ορθώσω το σώμα μου, ένιωθα σαν παράλυτος. Κι έκανα το σταυρό μου και αρχίνησαα με τα τέσσερα μπουσουλώντας, και ανέβηκα όλον εκείνον τον απότομο γκρεμό. Αφού από κάτω οι άλλοι μου φωνάζανε θα σκοτωθείς βρε Μάρκο, κάτσε πρώτα να σου περάσει.
Ήταν περίπου οχτώμισι εννιά η ώρα νύχτα. Κι όταν ανέβηκα τον γκρεμό κι έφθασα απάνω, πάλι δεν μπορούσα όρθιος να σταθώ. Αρχίνησα πάλι με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφθασα ως πίσω απ’ το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Φορούσα ένα καινούργιο κοστούμι μπλέ. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα, στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών, και δεν ερχόντουσαν μαζί μας στην σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχανε δικό τους νταραβέρι. Ζύγωσα κοντά τους περπατώντας με τα τέσσερα ακόμη. Τους ζύγωσα για μια παρηγοριά. Μόλις με είδανε φοβηθήκανε μήπως ήμουνα αστυνομικός ή τι άλλο παράξενο ήμουν. Μετά με γνωρίσανε ότι είμαι μαστούρης και την έχω ψωνίσει, γιατί όταν επάθαινες κανένα τέτοιο πράμα, λέγανε οι μάγκες την ψώνισε. Και πραγματικώς δηλαδή σαν τρελλός. Τώρα λογάριασε να σέρνομαι από κει και να φτύνω και να βγάζω σάλια, και πού να σηκώσω το κεφάλι. Όχι. Εκεί, κάτω. Να μη σηκώσω το κεφάλι και κάνω εμμετό δηλαδή. Σε ελεεινή κατάσταση.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε και κλέφτες ήτανε και πορτοφολάδες. Διάφοροι. Σμυρνιοί να πούμε. Ήτανε όμως και μέσα ένας Μπουντρούμης ονομαζόμενος, ο οποίος ήτανε ο πιο νταής απ’ όλους τους πρόσφυγες αυτός. Ήτανε πολύ κουτσαβάκης και πολύ παλικάρι και φίνος μάγκας αυτός. Τον εσκότωσε η ασφάλεια του Πειραιώς στα Χιώτικα. Εσκότωσε, τραυμάτισε κι ύστερα έπεσε. Αυτό έγινε προπολεμικά. Τότε τον εσκότωσε. Δηλαδή αυτός ήτανε μάγκας με όλη τη σημασία της λέξεως. Δεν επείραζε άνθρωπο. Και είχε δε και γκόμενα αυτήνα την Πακουή την Αρμένισσα που εχόρευε. Την είχε αυτός, είχε κάνει και παιδί μαζί της.
Εγώ μόλις τους ζύγωσα, ξαπλώθηκα εκεί κοντά τους και έκανα εμμετό. Εκεί νύσταξα. Όμως φοβόμουν να κοιμηθώ γιατί δεν ήξερα τι μπορούσε να γίνει. Εν τω μεταξύ, ακούω έναν απ’ αυτούς, και λέει στους άλλους. Δεν τον γδύνουμε, τα ρούχα και τα παπούτσια του είναι καινούργια. Φορούσα ρολόι και δακτυλίδι. Και να με γδύνανε δεν είχα δύναμη ν’ αντισταθώ. Τα ’κουγα όμως ότι λέγανε. Αυτός που είπε αυτή την κουβέντα ήταν ένας ελεεινός τύπος. Τον γνώρισα ύστερα. Εκείνη την ώρα, σηκώνεται ο Μπουντρούμης, και του λέει επί λέξει. Βρε πούστη, παλιοκαργιόλη, ήθελες να ήσουνα στη θέση αυτουνού εσύ και να σου ξηγιόντουσαν έτσι; Όποιος το κάνει θα του βγάλω το μάτι. Φαίνεται ότι ο τύπος αυτός εισακουγότανε σε όλους και του λένε Νικολάκη εν τάξει. Κι έπαψε κάθε συζήτηση.
Τότες λοιπόν σ’ εκείνη τη γούβα εκείνη τη βραδιά, αφού φουμάρανε αυτοί και φύγανε, έμεινα μόνος. Εκοιμήθηκα στο χώμα και κατά τις δωδεκάμισι μία συνήλθα και τράβηξα για το σπίτι μου σε κακά χάλια. Η μάνα έκλαιγε. Η γυναίκα γκρίνιαζε. Δεν μου ’δινε την εντύπωση ότι με λυπάται στ’ αλήθεια.

Βάσανα πίκρες φαρμάκια καραβοτσακίσματα
σαν το βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα.

Τι φταίω και με παιδεύεις αχ τι γυρεύεις κι άλλον λατρεύεις
δε μ’ αγαπάς αχ πες μου το γιατ’ είμαι μόρτης φουκαράς
θα σβήσω πια δε θα ζήσω δε θ’ αγαπήσω θα λησμονήσω
τα καραβοτσακίσματά μου μη γελάς.

Μες το σπίτι μου για σένα όλοι με μαλώνουνε
λένε ζόρικες κουβέντες που με φαρμακώνουνε.

Τότες ήταν η πρώτη φορά που έπαθα τέτοιο κακό απ’ τον αργιλέ.
(σελ. 101-103)
………………………………………………………………
Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.