Του ΛAMΠPOY ΛIABA
Eκατό χρόνια συμπληρώθηκαν στις 10 Mαΐου από τη γέννηση του Mάρκου Bαμβακάρη (1905) κι ο μεγάλος του ρεμπέτικου παραμένει διάσημος και... αγνοημένος! Ο Μάρκος εξακολουθεί να βρίσκεται στο περιθώριο - όπως κι όταν ζούσε. Ελάχιστα είναι τα τραγούδια του (από τα 500 που έγραψε) που μεταδίδουν τα ραδιόφωνα κι όμως αποτελεί πλέον σύμβολο, μύθο ακόμη και γι' αυτούς που δεν γνωρίζουν πάρα τη Φραγκοσυριανή» ή τα «Ματόκλαδα»...
Γιατί λοιπόν ο Μάρκος είναι πράγματι «μεγάλος»; Γιατί θεωρείται «κλασικός»; Ποια η σχέση μας με το έργο του, σήμερα που έχουμε πλέον μιαν απόσταση από την εποχή του και τις συνθήκες που το δημιούργησαν;
Πρώτ' απ' όλα, ο Βαμβακάρης με την προσωπικότητα και το έργο του έρχεται να επιβεβαιώσει ότι το ρεμπέτικο, με τη λειτουργία και τη δομή του, αποτελεί οργανική και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής μουσικής
παράδοσης. Ο Μάρκος μπορεί να θεωρηθεί σαν γέφυρα ανάμεσα στο δημοτικό τραγούδι και στο ρεμπέτικο.
Από την παιδική του ηλικία στην Άνω Σύρα, όπως αφηγείται στην «Αυτοβιογραφία» του (σε καταγραφή της ελληνοαμερικανίδας ανθρωπολόγου Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ, εκδόσεις Παπαζήση, 1978), βίωσε τη νησιώτικη και τη μικρασιατική μουσική. Συνόδευε με το τουμπάκι τον πατέρα του, που
έπαιζε τσαμπούνα, κολλούσε το αυτί του στις λατέρνες και χόρευε με τα
«ζεϊμπέκια» τις Απόκριες:
«Από τα έξι μου χρόνια ακολουθούσα τον πατέρα μου. Έπαιζα τούμπανο,
ρυθμούς του συρτού, μπαλούς, κρητικά, θυμάμαι τους σκοπούς... Εγώ στους
χορούς αν ήτανε να μ' έβλεπες θα 'κανες το σταυρό σου. Μα τι, πώς
μπόραγε ένας άνθρωπος κι έκανε αυτά τα πράγματα! Σβούρα και διάνα, ε!...
όχι να τα χάσω, όχι να πέσω έξω. Ζεϊμπέκικο, χασάπικο, σέρβικο, αυτά τα
τρία χόρευα εγώ... Και λέγαν του καημένου του πατέρα μου, Θεός σχωρέστον,
ότι ο γιος σου είναι έτσι χορευτής εξαίσιος.»
Όλα αυτά τα ακούσματα και οι ρυθμοί πέρασαν στα τραγούδια του, στη
μουσική και στους στίχους που συχνά έχουν τη δομή μαντινάδας
(αυτοσχέδιου δεκαπεντασύλλαβου δίστιχου) ή παραπέμπουν κατ' ευθείαν σε
δημοτικά ποιητικά μοτίβα και μελωδικές μνήμες.
Σύμβολο ταυτότητας
Με τον Μάρκο το ρεμπέτικο διατηρεί ακόμη τη λειτουργία και τα
χαρακτηριστικά μιας γνήσιας παραδοσιακής μουσικής. Αποτελεί το κύριο
σύμβολο ταυτότητας, μέσο έκφρασης και κώδικα επικοινωνίας για τον
περιθωριακό κοινωνικό χώρο που το γέννησε και το έθρεψε. Δεν προσχωρεί
στην αστική ιδεολογία, κρατάει αποστάσεις από το συναισθηματικό
περιεχόμενο όπου το παρέσυρε μετά τον Πόλεμο ο Τσιτσάνης, ο οποίος και
άλλαξε ριζικά τα εκφραστικά του μέσα ώστε «να ενώσει λαό και... Κολωνάκι,
κάνοντας να τον τραγουδάει όλη η Ελλάδα».
Για τον Μάρκο επίκεντρο παραμένει το καφενείο της γειτονιάς, η
ταβέρνα και το κουτούκι, χωρίς τα στεγανά και την τυποποίηση που θα
υποστεί αργότερα το λαϊκό τραγούδι στα «κέντρα διασκέδασης», με το
συγκεκριμένο «πρόγραμμα» και τη μετάλλαξή του από σύμβολο ταυτότητας σε
καταναλωτικό προϊόν. Στα τραγούδια του η σχέση στίχου - μουσικής - χορού
παραμένει άρρηκτη. Ο Μάρκος, πριν «χτυπήσει τα τραγούδια του σε δίσκο,
για να τα βγάλει στην πιάτσα» τα δοκίμαζε στα πόδια ενός φίλου του καλού
χορευτή:
«Σήκω, ρε Σπύρο, να χορέψεις ένα καινούργιο μου. Θέλω να δω πως πάει
στα πόδια σου...», έλεγε.
[Αυτό προς γνώσιν και συμμόρφωσιν πολλών νεοτέρων συνθετών που
στρώνουν συχνά τα 9/4 του ζεϊμπέκικου -ιδίως του απτάλικου- στις
προκρούστειες κλίνες του στιχουργού και της έμπνευσής τους!...]
Εξάλλου, στα χρόνια του και η διάδοση του ρεμπέτικου δεν ξέφευγε πολύ
από τη διαδικασία της προφορικής παράδοσης, σ' ένα αστικό κέντρο όπου η
«πιάτσα με τους μάγκες» κι η γειτονιά διατηρούσαν ακόμη τα γνωρίσματα
μιας παραδοσιακής κοινότητας, του «μαχαλά» σ' ένα χωριό, έστω κι αν η
εμφάνιση της δισκογραφίας, μετά το 1930, άρχισε να φέρνει την πλατύτερη
διάδοση κι εμπορική εκμετάλλευση του είδους.
Ο Μάρκος υπήρξε από τους πρώτους που ηχογράφησαν με μπουζούκι (1933
στην Columbia και 1934 στην Odeon), σπάζοντας το φράγμα της απομόνωσης
ενός οργάνου συκοφαντημένου, παρόλη τη μακραίωνη παρουσία του στον
ελλαδικό χώρο από την αρχαιότητα: «τρίχορδο ή πανδούρα» στην αρχαία
Ελλάδα, «θαμπούρα» στο Βυζάντιο, «ταμπουράς» στη νεότερη Ελλάδα.
«To 1925», έλεγε «ήμουνα εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά. Τότε ήρθε
στο σπίτι μας ο Νίκος Αϊβαλιώτης, φίλος του πατέρα μου, που πρωτόφερε το
μπουζούκι στον Πειραιά. Τρελάθηκα. Μου άρεσε τόσο πολύ ώστε ορκίστηκα να
κόψω το χέρι μου αν δεν το μάθαινα!»
Το έμαθε, λοιπόν, και καθιέρωσε την κομπανία με τους
«μπουζουκο-μπαγλαμάδες», όταν το 1934, μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον
Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή αποτέλεσαν την «ξακουστή τετράδα
του Πειραιώς», το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια στο κέντρο του
Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά.
Από τότε, τα «σαντουρόβιολα» και η μικρασιάτικη σχολή του ρεμπέτικου
(Τούντας, Παπάζογλου κ.ά.) αρχίζουν να υποχωρούν, καθώς επικρατεί πλέον
το «πειραιώτικο» ρεμπέτικο, μέσα από μια νέα επεξεργασία με βάση το
μπουζούκι, που με πρωτεργάτη τον Μάρκο έδωσε τα σημαντικότερα δείγματα
αυτής της παράδοσης, «κλασικά» στη μορφή, στο περιεχόμενο και στη
λειτουργία τους. Να γιατί ο Μάρκος θεωρήθηκε, δικαίως, «Πατριάρχης του
Ρεμπέτικου». Αλλά όχι μόνο γι' αυτά...
Ο Βαμβακάρης ήξερε όσο κανείς άλλος τους «δρόμους» -δηλαδή τις
παραδοσιακές κλίμακες και τα κουρδίσματα- του τρίχορδου μπουζουκιού (τα
βυζαντινά και της φυλακής... ντουζενάτα, όχι ευρωπαϊκά... καραντουζένι,
συριανό, αραμπιέν, ανοιχτά από σολ...), πριν επιβληθούν από τον Τσιτσάνη
οι ματζόρε και μινόρε κλίμακες της Δύσης με τις «αρμονίες» και πριν
εισαχθεί από τον Μανώλη Χιώτη το τετράχορδο μπουζούκι, κάτι που
θεωρείται -όχι αστήρικτα- ταφόπετρα του κλασικού ρεμπέτικου. Δεν είναι
τυχαίο άλλωστε ότι ο Μάρκος έμεινε στη συνείδηση του κόσμου -ακόμη έως
σήμερα- με το μικρό του όνομα σαν λαϊκός βάρδος και φίλος της διπλανής
πόρτας, ενώ οι άλλοι δύο είναι γνωστοί με το επώνυμο τους ως συνθέτες -
καλλιτέχνες.
Συνείδηση συνέχειας
Επιπλέον, ο Βαμβακάρης από ένστικτο είχε συνείδηση της συνέχειας του
Ελληνισμού, τραγουδώντας για τους αρχαίους σαν να ήταν σύγχρονοί του:
Τώρα θα γίνω δάσκαλος σαν το σοφό Σωκράτη...
Ήθελα να 'μουν Ηρακλής όταν σε πρωτοείδα/ να σου 'κοβα την κεφαλή σαν
τη Λερναία Ύδρα...
Είχε χιούμορ! Ηταν «μάγκας κι αλανιάρης», συμμετέχοντας συνειδητά
στις τελετουργίες και στα σύμβολα του περιθωρίου όπου τον έταξε η μοίρα
του, αλλά συνάμα υπήρξε κι οικογενειάρχης σωστός κι άνθρωπος ευαίσθητος
που φρόντιζε για τη γυναίκα, τα παιδιά, τις γαριφαλιές και τα δεκάδες...
καναρίνια που είχε στην αυλή του!
Αν και με τη «δεύτερη καριέρα» του, στη δεκαετία του '60, βρέθηκε στη
δίνη της εμπορικότητας και τράβηξε την προσοχή των αστών διανοουμένων,
δεν προσχώρησε στο παιχνίδι αλλά κρατήθηκε «εντός, εκτός κι επί τα
αυτά». Γι' αυτό και πλήρωσε με αίμα το περιθώριο που τάχτηκε να
διακονήσει και πέθανε πάμπτωχος και παραπονεμένος:
«Εγώ φτωχός γεννήθηκα, τον κόσμο έχω γυρίσει, / μεσ' aπ' τα φύλλα της
καρδιάς εγώ 'χω μαρτυρήσει.»
Ο γιος του ο Στέλιος, κληρονόμος της τέχνης του κι ακόλουθος πιστός
στις περιπλανήσεις, έγραψε: Ο πατέρας μου πέθανε απ' το μαράζι. Ηταν
άνθρωπος ειλικρινής. Εγραψε την εποχή του αληθινά. Κι έγραφε μέχρι να
πεθάνει. Το μυαλό του ήταν ματσακόνι, κι ας ήταν άρρωστος! Έπαιζε κι
έγραφε. Απ' τις εταιρείες ήταν ριγμένος. Τον πολεμήσανε ακόμα κι οι
φίλοι του. Κι ας είχαν περάσει όλοι απ' τα χέρια του... [...]. Στα μέσα της
δεκαετίας του '50 η παραμορφωτική αρθρίτιδα στα χέρια του δεν τον άφηνε
να δουλέψει... Το 1957 αναγκάστηκε να βγει στη γύρα. Εγώ ήμουν 8-9 χρόνων
και μ' έπαιρνε μαζί του στα διάφορα ταβερνάκια που είχαν βάλει τζουκ
μποξ κι ο κόσμος διασκέδαζε τότε μ' αυτά. Πηγαίναμε και κάναμε
«σφουγγάρα», δηλαδή έπαιζε ο πατέρας μου κι εγώ έβγαζα πιατάκι. Οι
καταστηματάρχες τον λυπούνταν, επειδή είχε παιδιά, σταματάγανε το τζουκ
μποξ και μας αφήνανε. Κάθε πρωί που φεύγαμε για το σπίτι έκλαιγε. Σου
λέει, εγώ ο Μάρκος, πώς έγινα έτσι! ...]. Κι όταν πέθανε πήγαμε και πήραμε
χρήματα απ' την ΑΕΠΙ για να τον κηδέψουμε! Για μια αξιοπρεπή κηδεία!
Ήταν 8 Φεβρουαρίου 1972 και, όπως έγραψε ο Άκης Πάνου, προκειμένου να
πεθάνει σαν άνθρωπος ο Μάρκος προτίμησε ν' αποσυρθεί, να διαλέξει τη
δική του ζωή, τον δικό του θάνατο: Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό
μου / όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
Ο Στέλιος Βαμβακάρης, συνοψίζοντας τη ζωή του πατέρα του στο βιβλίο
«Ο Άγιος Μάγκας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε επιμέλεια του Μάνου
Τσιλιμίδη (εκδ. Κάκτος), προειδοποιεί ότι αν θελήσεις να ψάξεις το
ρεπερτόριο του Μάρκου είναι σαν να μπαίνεις σ' ένα μακρύ λαβύρινθο όπου
τα τραγούδια του είναι «φωτοβολίδες»! Έχουν αιτία, σφραγίδα, χάρισμα,
φυσιογνωμία, τιμιότητα, υπόσταση, καρδιά και αγάπη για τους ανθρώπους.
Ο Μάρκος ήταν ένας χρονικογράφος που τραγούδησε την εποχή του στο
ακέραιο και υπήρξε «Ποιητής, Μπουζουξής, Τραγουδιστής, Χορευτής,
Αριστοκράτης, Χαμάλης»!...
Tο παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περ. «K» (8/5/05).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.