Mάρκος Δ. Φρέρης
B΄ MEPOΣ
Αντίθετα, η Σύρα, τόσο ως εσώτερο, εν πολλοίς υποσυνείδητο,
λογοτεχνικό κίνητρο όσο και ως εξωτερικό αφηγηματικό πλαίσιο της
βικελαίας πεζογραφίας, είναι διαλλακτικότερη στην αντιπαράθεση της προς
τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές νοθείες και στρεβλώσειςτου
ευρωκεντρικού ιδεώδους, που συντελούνται στην περιρρέουσα τη Σύρα
ελλαδική επικράτεια. Καταφύγιο απόλεμων εμπόρων, που υφίστανται παθητικά
τις οδυνηρές συνέπειες της επαναστατικής αναταραχής, αναδεικνύει
πεζογραφικούς ήρωες είτε ηθικώς ανεπίληπτου αστικού οικονομικού
δυναμισμού (Λουκής Λάρας) είτε μικροαστικής αξιακής σταθερότητας («Η
άσχημη αδελφή») είτε, τέλος, ρομαντικής αλλ' ελεγχόμενης ακρότητας
(«Φίλιππος Μάρθας»). Συνειδητοποιεί την ταχύτητα και γνησιότητα του
εξευρωπαϊσμού της. Αλλά ταυτόχρονα έχει επίγνωση των αντιφάσεων και των
αδυναμιών που μεσοπρόθεσμα εξασθενίζουν την αντίσταση του ευπαθούς
αστισμού της στην τοξική ώσμωση με τον σκληροτράχηλο κι ανθεκτικό
κοινωνικο πολιτικό φεουδαρχισμό του νεοσύστατου βαλκανικού βασιλείου.
Oι σημερινοί νέοι δυσκόλως φαντάζονται οποίαι ήσαν, προτού αυτοί
γεννηθούν, αι ήδη ακμάζουσαι πόλεις της Ελλάδος. Oύτως η Σύρα έχει
σήμερον αμαξιτούς οδούς, εις δε την πλατείαν Λεωτσάκου, την κοινώς
Πλαταίαν, ευρίσκει τις σταθμενούσας αμάξας με δύο ίππους, και μάλιστα (ω
τον θαύματος,) γίνεται λόγος περί κατασκευές σιδηροδρόμου μεταξύ της
πόλεως και των εξοχών της νήσου! Και όμως δύο αδελφοί γνωστοί μον,
πρεσβύται την σήμερον και οι δυο, ενθυμούνται τον θαυμασμόν των ότε,
κατά την παιδικήν των ηλικίαν, μεταβάντες εξ Ερμουπόλεως εις Αθήνας,
συνήντησαν εις τον πρώτον εκεί περίπατόν των την βασίλισσαν Αμαλίαν
έφιππον.
― Μητέρα, ανεφώνησεν ο νεώτερος, ότε επέστρεφαν εις την οικίαν, μητέρα,
είδα την βασίλισσαν επάνω εις ένα ωραίον γάιδαρον!
―Δεν ήτο γάιδαρος, υπέλαβε περιφρονητικώς ο μεγαλείτερος, ήτο μουλάρι.
Δεν ήσαν όλως αξιόμεμπτοι και οι δύο δια την ατέλειαν των γνώσεων των
περί την ζωολογίαν. Ίππος δεν νπήρχε τότε ειςΣύραν, δεν είχον δε ιδεί
ούτε ζωγραφιστό τοιούτον, καθόσον οι παίδες τότε δεν ελάμβαναν ως δώρα
ούτε βιβλια με εικονογραφίας ούτε παίγνια καλλιτεχνικά, καθώς σήμερον.
Αλλ' εάν υπελείπετο της πρωτευούσης ως προς ίππους και αμαξάς, νομίζω
όμως ότι ουδεμίαν της Ελλάδος πόλιν αδικώ λέγων ότι η Ερμούπολις
προηγήθη των λοιπών εις τον εξευρωπαϊσμόν. Αι Αθήναι ήσαν πλήρεις έτι
φουστανελλοφόρων, ότε πάντες σχεδόν οι Ερμουπολίται, οι οπωσδήποτε
διασκελίσαντες τας πρωτας βαθμίδαςτης κοινωνικής κλίμακας, εφόρουν
φραγκικά. Το ιστορικόν καφενείον της Ωραίας Ελλάδος ήτο το μόνον
συνεντευκτήριον των κατοίκων της πρωτευούσης (εκτός των λογίων, οίτινες
κατά προτίμησιν αντήλλασσον τας ιδέας των εντός προνομιούχων τινών
φαρμακείων), ενώ οι έμποροι της Ερμουπόλεως είχον όχι μίαν μόνην, αλλά
δύο λέσχας αξιολόγους, εις τας οποίας μάλιστα έδιδαν και χορούς
πολυκρότους κατά τας αποκρεω. Ώστε ο ερχόμενος εκ των άλλων μερών τη ς
Ελλάδος εις Σύραν, έβλεπεν εκεί εξωτερικά σημεία φραγκισμού, τα οποία
εις μάτην ήθελε τότε αναζητήσει αλλαχου. Τούτο εξηγείται ευκόλως. Oι
συνοικισταί της Ερμουπόλεως, εκριζωθέντες των εστιώντων από τον
ανεμοστρόβιλον της Επαναστάσεως και μεταφερθέντες επί νέον εδάφους,
ηδύνατο δι' αυτό τούτο να μεταβάλωσιν, ευκολώτερον των άλλων Ελλήνων, τα
προγονικά ήθη και έθιμα. Άλλως δε οι πλείστοι ανήκον εις τας εμπορικάς
τάξεις, πολλοί εξ αυτών ή επεσκέφθησαν οι ίδιοι τα ξένα ή είχον
συγγενείς εκεί αποκατασιαθέντας, ώστε δεν ήργησαν να συγκεντρώσουν εις
την νήσον εκείνην το εμπόριον της Ελλάδος, και ν' αποκαταστήσουν την
Ερμούπολιν το πρώτον σημείον ενώσεως μεταξύ τον αρτισυστάτου κράτους και
της λοιπής Ευρώπης. Αληθώς ο αποκτηθείς ούτως εξευρωπαϊσμός έφερε το
διπλούν τύπον και της βίας με την οποίαν μετηνέχθη έξωθεν, και της
ανεπαρκείας των μέσων δια των οποίων επραγματοποιείτο η εφαρμογή του. Oι
νέοι εκείνοι Ευρωπαίοι εφαίνοντο μη λαβόντες εισέτι τον καιρόν να
συνηθίσουν εις τα ξένα ήθη και εις τα νέα φορέματα των. Η φραγκική των
ενδυμασία δεν ήτο πάντοτε ούτε τον νεωτέρου, αλλ' ούτε καν ομοιορρύθμου
συρμού αποτέλεσμα τούτο είτε της ποικίλλης έξωθεν προελεύσεως των
ενδυμάτων, είτε της καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας των εγχωρίων ραπτών, είτε
επί τέλους της μη εντελούς εισέτι λήθης των αρχαίων έξεων. Oύτω και εις
τας λέσχας επικρατεί, έστω και κάτα τους χορούς, δόσις απλοϊκότητας
μεγαλειτέρας οπωσδήποτε της συμβιβαζομένης με την εθιμοτυπίαν τον
παρείσακτου πολιτισμού. Ευσυνόλω εις την κοινωνίαν εκείνην, της οποίας
τα συστατικά ήσαν ετερογενή και ποικίλα, αι δε περιστάσεις ανώμαλοι και
εισέτι δυσχερείς, υπήρχε τι το ασυνάρτητον, το ιδιόρυθμον, δος δ' ειπείν
και το αλλόκοτον.
Όπως έγραψα παλιότερα («Τα συριανά διηγήματα του Βικέλα», Συριανά
γράμματα, τ. 34, Απρ. 1996):
«Από την αυτοβιογραφία τον Βικέλα (Η ζωή μου) ξέρουμε (και δεν πρέπει να
το κρύβουμε) πως δεν κατάφερε ν' αναπτύξει με την Ερμούπολη στενό
προσωπικό δεσμό. Άλλως όμως δεν με είλκυεν η ξηρά και άδενδρος νήσος.
Την απεχαιρέτησα χωρίς την επιθυμίαν να στήσω εκεί πότε την σκηνήν μου.
Και η μεταγενέστερη διεθνής πνευματική και κοινωνική δράση τον ασφαλώς
δεν ενθάρρυνε, έστω και λανθανόντως, πλην σαφώς, νοσταλγικές αναδρομές
στη γενέτειρα και αναμφισβήτητο πνευματικό του λίκνο. Αναδρομές σαν κι
αυτές που προσέδωσαν ανθρωπιά, συγκίνηση και αμεσότητα στο ύστερο
πεζογραφικό έργο τον συμμαθητή του Ροΐδη.
»O Βικέλας παρέμεινε εσαεί ένας διεισδυτικός κι οξυδερκής αλλά πάντα
"εξ αποστάσεως" παρατηρητής της Σύρας και της κοινωνίας της. Δεν τις
έκανε ποτέ προσωπική του υπόθεση, έστω και μόνο για να τις ειρωνευτεί,
όπως το έπραξε ο μέγιστος ομήλικός του Ροΐδης, που στα Συριανά Διηγήματα
της ωριμότητας του, και ιδιαίτερα στην αριστουργηματική «Ψυχολογία
συριανού συζύγου», αναπτύσσει, 40 τόσα χρόνια μετά την ιστορική
απομάκρυνση του από τη Σύρα, σ' ένα ευρύτατο συναισθηματικό φάσμα, από
το σαρκασμό μέχρι τη συμπόνια, τη σφραγίδα που τον έθεσε ανεξίτηλα το
πρωτόφαντο για την Ελλάδα τον 19ον αιώνα κοινωνικό μόρφωμα της ξηράς και
άδενδρου νήσου.
»Η Σύρα των διηγημάτων τον Βικέλα είναι ασφαλώς η προσωπική του Σύρα.
Εντούτοις, ακριβώς επειδή την προσεγγίζει ψνχρά, διανοητικά, χωρίς
αναδρομικές μεθέξεις, είναι πολύ πιο πραγματική από τη Σύρα τον Ροΐδη.
»Η συριανή κοινωνία του 19ου αιώνα, πρωτοποριακή για την εποχή της,
μπορούσε βέβαια να εκτρέφει αμφισβητίες των αξιών της, αλλά δεν είχε την
αντοχή να τους ενσωματώσει. Ενώ άνετα εφοδίαζε με ανανεωμένο αλλά
στατικό αξιολογικό φόντο τους προσηλωμένους στις αρχές της και στα ήθη
της συγγραφείς και τα ποτισμένα από τις αρχές αυτές και τα ήθη αυτά έργα
τους. O Ροΐδης ήταν το πνευματικό τέκνο της κατεξοχήν δυναμικής πλευράς
της. Ένας πλούσιος καρπός μιας τρελής απόκοτης ερωτικής της ώρας (όπως
μας τον εκθείασε ο Σέξπιρ στο Βασιλιά Ληρ). O Βικέλας όμως ήταν ο
νόμιμος γόνος της στατικής, νοικοκυρεμένης, "καθώς πρέπει" όψης της. Γι'
αυτό, αν και πήρε νωρίς, μεταφορικά και κυριολεκτικά, "των ομματιών του"
(που ο αιρετικός και άσωτος Ροΐδης ποτέ δεν απέστρεψε, όπως αποδείχτηκε,
από το νησί του), την εξέφρασε, μέσα στο συντηρητισμό του, περισσότερο
αυθεντικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.