Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Η εξέγερση των μεταλλωρύχων της Σερίφου



 

Αντώνης Αντωνίου
Νατάσα Κεφαλληνού
Κώστας Παλούκης
ανακοίνωση της ομάδας Ιστορίας του ΝΑΡ
στο camping της νΚΑ,
Σέριφος Ιούλιος 2008

Για το εργατικό κίνημα (γενικά)




Ο εργατικός πληθυσμός στα τέλη του 19ου αιώνα αποτελείται από εργάτες τεχνίτες και εργάτες υπαλλήλους (κουρείς, βυρσοδέρψες, τυπογράφους, οικοδόμους, καπνεργάτες κλπ). Τα επαγγέλματα αυτά είναι κυρίως αντρικά, εκτός από την καπνεργασία. Εμπεριέχουν το στοιχείο της τέχνης. Δομούνται πάνω σε παραδοσιακές ιεραρχίες οι οποίες βασίζονται στη γνώση της ειδικότητας, τα χρόνια στην εργασία, την ηλικία. Σε αυτά τα επαγγέλματα εργάζονται και παιδιά σε πολύ μικρή ηλικία, συνήθως αμισθί για να μάθουν την τέχνη. Οι ηλικίες είναι κυρίως μικρές, ενώ τα επαγγέλματα διακρίνονται με βάση τους τόπους καταγωγής. Ο συνδικαλισμός είναι παραδοσιακός και δημιουργείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με το κίνημα των Συντεχνιών.
Οι εργασιακές συνθήκες ποικίλουν, ανάλογα με τη δύναμη του σωματείου. Η ίδρυση των σιδηροδρόμων, των τραμ και η εισαγωγή του ηλεκτρικού φωτός δημιουργούν, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου, μια νέα κατηγορία εργατών. Εργάτες σε τραίνα, τραμ, φωταεριεργάτες κλπ. Κυρίως άντρες. Πρόκειται για πιο μοντέρνες δομές εργασίας. Ειδικά οι εργάτες του τραίνου είναι οι καλύτερα αμειβόμενοι. Έχουν ισχυρό συνδικαλισμό, πλην όμως των σιδηροδρομικών εργατών οι υπόλοιπες κατηγορίες βρίσκονται σε πολύ δύσκολες εργασιακές συνθήκες.
Η ανάπτυξη της βιομηχανίας/βιοτεχνίας που υπερβαίνει τα παραδοσιακά συντεχνιακά μοντέλα παραγωγής, διαμορφώνει και το μοντέρνο προλεταριάτο. Πολλές όμως βιομηχανίες συνυπάρχουν με τις βιοτεχνίες (ταπητουργία, κλωστοϋφαντουργία, υφαντουργία, ποτοποιία, χαρτοποιία, χημική βιομηχανία, πυριτοποιίο, καπνεργοστάσιο, μηχανουργία κλπ). Σημαντικός κλάδος εργατών είναι οι μεταλλεργάτες, ένας κλάδος που βιώνει τις πιο δύσκολες και αντίξοες εργασιακές συνθήκες και ξεσπάει συχνά σε εξεγέρσεις. Στους κλάδους αυτούς εργάζονται άντρες, αλλά και γυναίκες σε διαφορετικού τύπου εργασίες. Γενικά η εργασία καταμερίζεται κατά φύλο. Οι συνθήκες εργασίας είναι πάρα πολύ ιεραρχημένες και τα εργοστάσια οργανώνονται πάνω σε σύγχρονες μεθόδους. Σε αυτούς τους κλάδους οργανωμένοι συνδικαλιστικά είναι μόνο οι παλιοί σε κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια. Το ζήτημα που τίθεται διαρκώς στην περίοδο του μεσοπολέμου είναι η συνδικαλιστική οργάνωση αυτών των νέων εργατικών κλάδων.     
Τέλος, υπάρχουν οι εργάτες γης, οι οποίοι ουσιαστικά είναι μικροϊδιοκτήτες και εργάζονται περιστασιακά σε κτήματα μεγαλεμπόρων και μεγαλοκτηματιών, τα οποία συνεχίζουν να υπάρχουν στην Πελοπόννησο. Το κομμάτι αυτό θα κινητοποιηθεί κυρίως την περίοδο της σταφιδικής κρίσης. Το πιο δυναμικό και πιο προλεταριακό κομμάτι όμως είναι οι εργάτες της Θεσσαλίας. Οι εργάτες αυτοί, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διατηρούσαν κάποια εθιμικά προνόμια πάνω στην παραγωγή και τη γη. Με την προσάρτηση όμως στην Ελλάδα χάνουν όλα τους τα προνόμια καθώς επικρατεί το αστικό δίκαιο.

Το συντεχνιακό- παρτεναλιστικό σύστημα


Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι αξίες, οι αρχές, τα πρότυπα και οι μορφές οργάνωσης των εργατών αντιστοιχούν στο συντεχνιακό μοντέλο, ακόμα και αν οι παραγωγικές δομές είναι περισσότερο βιομηχανικές. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Στο παραδοσιακό παραγωγικό μοντέλο που κυριαρχούσε στην ελληνική κοινωνία, οι όροι οργάνωσης της εργασίας δεν καθορίζονταν μόνο από εργοδότες. Οι επιδιώξεις των εργατών συνδιαμόρφωναν αυτούς τους όρους. Διότι, αν οι εργοδότες αντιμετώπιζαν την οργάνωση της παραγωγής από τη σκοπιά του χαμηλού κόστους παραγωγής, οι ειδικευμένοι εργάτες την αντιμετώπιζαν με μια ριζωμένη αντίληψη περί «ηθικής τάξεως» στην οικονομία. Η στάση τους χαρακτηριζόταν ηθική για δύο λόγους: Αφ' ενός ερχόταν σε αντίθεση με την επιχειρηματική νοοτροπία του κέρδους που επέβαλλαν οι κανόνες λειτουργίας της αγοράς στην οργάνωση των επιχειρήσεων και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Οι εργάτες αυτοί είχαν συνηθίσει να εργάζονται με τέτοιο τρόπο, που με τα σημερινά κριτήρια λειτουργίας των επιχειρήσεων θα θεωρούνταν εντελώς αντιπαραγωγικός. Αφ' ετέρου απηχούσε ένα σύνολο λαϊκών αντιλήψεων για το πώς πρέπει να είναι και να λειτουργούν οι κοινωνικές σχέσεις. Βασικά συστατικά στοιχεία των αντιλήψεων ήταν η ποιότητα της εργασίας και η εξασφάλιση της. Γενικά, η παραγωγική διαδικασία στο συντεχνιακό μοντέλο δεν διαχωρίζεται από τον ελεύθερο χρόνο, ούτε διακρίνεται από την οικογένεια, αφού και αυτή συμμετέχει ενεργά πολλές φορές. Δεν υπάρχει πίεση χρόνου και παραγωγικότητας, αλλά ποιότητα εργασίας και τελικά ο έλεγχος του εργάτη πάνω στο παραγόμενο προϊόν. Η εργασία είναι μια τέχνη ενσωματωμένη στην καθημερινότητα του εργάτη. Όμως ένας αυστηρός και προκαθορισμένος καταμερισμός εργασίας και αντίστοιχα μισθολογικός διαχωρισμός εφαρμοζόταν κατά φύλο, ηλικία και εμπειρία. Ο καταμερισμός αυτός αντανακλά την πατριαρχική και οικογενειακή βάση της ελληνικής κοινωνίας, όπως δομήθηκε αρχικά στην αγροτική μικροϊδιοκτησία και επεκτάθηκε σε όλα τα επαγγέλματα υιοθετώντας τις παραδόσεις των οθωμανικών συντεχνιών. Το συντεχνιακό αυτό μοντέλο αντανακλά το κοινοτιστικό περιβάλλον των μικρών πόλεων και κοινοτήτων και δεν θεωρούταν εχθρικό προς την κοινωνία, αλλά βασικό και θεμελιακό στοιχείο της προόδου της. Έτσι, η έννοια εργάτης είναι πολύ διαφορετική από τη σημερινή, σημαίνει ο παραγωγός, αυτός που προσφέρει στην οικογένεια και ευρύτερα στο κοινωνικό σύνολο. Οι ίδιες οι συντεχνίες καλλιεργούν έναν αντίστοιχο λόγο, ηθικής προσφοράς στο κοινό και δημιουργούν αντίστοιχες δομές, όπως π.χ. τα αλληλοβοηθητικά σωματεία. Συμβάλλουν στην ίδρυση σχολείων, τη φροντίδα των αρρώστων, δημιουργώντας ένα εσωτερικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Οι λιγοστές βιομηχανίες που εμφανίζονται δεν ανατρέπουν σε αυτή τη φάση το γενικό αυτό μοντέλο. Οι γυναίκες που εργάζονται σε αυτές το κάνουν για συγκεντρώσουν προίκα μέχρι να παντρευτούν ή εργάζονται περιστασιακά ή και πιο μόνιμα για να ενισχύσουν το οικογενειακό εισόδημα.
Η εισαγωγή όμως των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και η ανάπτυξη του εταιρικού μοντέλου δε διαλύει αρχικά αυτές τις δομές, αλλά τις ενσωματώνει. Στα μεταλλεία γίνεται θα λέγαμε ακριβώς αυτό πράγμα: το συντεχνιακό μοντέλο εξελίσσεται σε πατερναλιστικό. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης συμμετέχει στο αξιακό σύστημα των εργατών και αναλαμβάνει να προστατεύει τους εργάτες. Καθώς όμως το βιομηχανικό μοντέλο απομακρύνεται από τον παρτεναλισμό, οι σχέσεις κεφαλαίου εργασίας οξύνονται, καθώς δημιουργείται ένα προλεταριάτο ολοένα και περισσότερο κοντά στη σύγχρονη έννοια. Με αυτόν τον τρόπο το συντεχνιακό σύστημα δοκιμάζεται καθώς φαίνεται ότι δεν ωφελεί πλέον τους εργάτες. Εμφανίζονται μια σειρά από νέα αιτήματα (όπως, δεκάωρο ή οχτάωρο, συμμετοχή του εργοδότη στην ασφάλιση, αποζημιώσεις, συντάξεις από τον εργοδότη) ή γενικότερα προβάλλεται το αίτημα της επιστροφής στο παλιότερο και πιο ηθικό μοντέλο οργάνωσης της εργασίας. Αυτά τα αιτήματα όμως δεν προκύπτουν απαραίτητα ως «μοντέρνα», αλλά από την παλιότερη αντίληψη για την υπεύθυνη και ηθική συμμετοχή και προσφορά του εργοδότη στην κοινότητα και στο γενικό καλό. Με κάποιο τρόπο δηλαδή η αντίδραση στην καταστροφή του «παλιού» κόσμου μεταδίδει και μεταφέρει αξίες που «εκμοντερνίζονται». Ο παλιός κοινοτίστικος κόσμος γίνεται ένα όραμα για μια νέα κοινωνία.

Μεταλλεία


Μερικές δεκαετίες μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους, στη δεκαετία του 1870 (συγκυρία ευνοϊκή για την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας), ιδιώτες παίρνουν
πρωτοβουλίες που αφορούν το μεταλλευτικό τομέα (εξερευνήσεις κοιτασμάτων, συγκρότηση αντίστοιχων εταιρειών, παραχωρήσεις κοιτασμάτων από το κράτος σε ιδιώτες). Ο «πυρετός» των μεταλλευτικών εταιρειών δεν έχει πάρα πολλά αποτελέσματα (από τις 29 εταιρείες που ιδρύθηκαν μόνο 4 ή 5 λειτούργησαν). Κατά κανόνα η δραστηριότητα αυτών των νέων και συχνά ευκαιριακών επιχειρήσεων δεν απέκτησε κάποια συστηματικότητα, παρά μόνο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1880 (οπότε ιδρύονται σημαντικές εταιρείες από ξένους επενδυτές) και κυρίως την επόμενη δεκαετία, όπου όλος ο τομέας άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. Σε όλο τον 19ο αιώνα ο μεταλλευτικός τομέας περιορίζεται στην εξόρυξη και εξαγωγή των μεταλλευμάτων, κυρίως σε ακατέργαστη μορφή. Ο προσανατολισμός στις εξαγωγές οφείλεται στην έλλειψη ζήτησης από την εσωτερική αγορά, ενώ η μη κατεργασία των μεταλλευμάτων είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας εκσυγχρονισμού/εκμηχάνισης του συγκεκριμένου τομέα (συνολικό φαινόμενο της ελληνικής βιομηχανίας). Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως στον κλάδο παρατηρείται έντονη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού, που απασχολείται με μόνιμες/σταθερές σχέσεις εργασίας. Με το γύρισμα του αιώνα, στις πρώτες δεκαετίες, πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά θα παραμείνουν, ενώ θα παρατηρηθούν και κάποιες διαφοροποιήσεις. Μία από αυτές είναι η αύξηση των μεταλλευτικών επιχειρήσεων: Στα 1909, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές του κράτους, λειτουργούσαν σε όλη την Ελλάδα 44 μεταλλεία, στα οποία απασχολούνται συνολικά 11.274 εργάτες.
Πως συγκροτούνταν μέσα στο χώρο και πως λειτουργούσε όμως ένα μεταλλείο στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα; Με τον όρο μεταλλείο εννοούμε το ορυχείο μετάλλων, καθώς και το σύνολο των σχετικών εγκαταστάσεων. Στόχος της παραγωγικής δραστηριότητας ήταν η εξόρυξη, δηλαδή η απόσπαση ορυκτών από το έδαφος. Οι εργασίες εκτελούνταν κυρίως υπόγεια: Με εκρηκτικές ύλες, στοιχειώδεις μηχανικά μέσα και κατά κύριο λόγο χειρωνακτική εργασία διανοίγονταν γαλαρίες (στοές) εντός του υπεδάφους, για την εύρεση και αφαίρεση των κοιτασμάτων. Οι στοές αυτές, που υποστηρίζονταν με σιδερένιους/ξύλινους δοκούς, ήταν οριζόντιες ή κεκλιμένες και συγκοινωνούσαν μεταξύ τους, ενώ οδηγούσαν απευθείας στην επιφάνεια μέσω φρεατίων. Η τεχνική που εφαρμοζόταν ήταν η εξής: Αρχικά οι εργάτες αφαιρούσαν το κοίτασμα και το μετέφεραν (με βαγονέτα ή με τα χέρια ή με πηγάδια) στην επιφάνεια της γης. Στη συνεχεία είτε «γέμιζαν» το κενό, που είχε δημιουργηθεί από την εξόρυξη, με άλλα υλικά ώστε να συγκρατηθεί το υπέδαφος ή άφηναν τη στοά να καταρρεύσει. Υπαίθρια εκτελούνταν και άλλες εργασίες, που πιθανόν είχαν να κάνουν με μια πρώτη επεξεργασία των μεταλλευμάτων (σπάσιμο ή η διαλογή). Παράλληλα στην επιφάνεια της γης υπήρχαν μια σειρά από άλλες εγκαταστάσεις: Υποτυπώδεις μέσα μεταφοράς των μεταλλευμάτων (πιθανόν να υπήρχαν ράγες για τα βαγονέτα), γραφεία της εταιρείας και πολλές φορές καταλύματα των εργατών. Σημαντική είναι και η ύπαρξη λιμενικών εγκαταστάσεων κοντά στα μεταλλεία για τη φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία. Άλλωστε το γεγονός αυτό διευκόλυνε τη μεταφορά/ εμπορεία του προϊόντος κυρίως στο εξωτερικό (ή και στα βιομηχανικά κέντρα της Ελλάδας) .
Η οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας ήταν οριζόντια και κάθετη: Εργάτες, που ονομάζονταν μιναδόροι, χωρισμένοι ανά ομάδες δραστηριοποιούνταν παράλληλα μέσα στις στοές. Αυτοί υποβοηθούνταν από ομάδες μεταφορέων, που μετακινούσαν τα μεταλλεύματα στον υπαίθριο χώρο, παραδίδοντας τα πιθανόν στις ομάδες που έκαναν την επεξεργασία. Από εκεί εργάτες αναλάμβαναν τη μεταφορά και φόρτωση του εμπορεύματος στα πλοία. Κάθε ομάδα είχε έναν επικεφαλής, που υπάγονταν στις εντολές του προϊσταμένου του. Οι προϊστάμενοι του εργοταξίου ελέγχονταν από τον επιστάτη. Στις υψηλότερες βαθμίδες της ιεραρχίας των εργαζομένων βρισκόταν ο αρχιεπιστάτης και ο μηχανικός εξορύξεως.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν εξαιρετικά δύσκολες για τους εργάτες: Μέσα σε υπόγειες στοές, σε βάθος μέχρι και 1000 μέτρα, με θερμοκρασίες που έφτανα τους 40 βαθμούς Κελσίου, με έντονη υγρασία, ελάχιστο αέρα που πολλές φορές ήταν μολυσμένος. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και την πολύωρη εργασία (10ωρο ημερησίως και πιθανότατα πολύ παραπάνω), οδηγούσαν συχνά σε εργατικά ατυχήματα που προκαλούνταν είτε από κατακρημνίσεις ή από ασφυξία, πλημμύρα, πυρκαγιά. Η εργοδοτική ασυδοσία όμως δεν σταματούσε εδώ: Οι εργαζόμενοι πληρώνονταν με ένα «ανεπαρκέστατον ημερομίσθιον», που καταβαλλόταν σε άτακτα χρονικά διαστήματα, ενώ συχνά τους παρακρατούνταν αυθαίρετα.
Συγκεκριμένα για τα μεταλλεία στη Σέριφο: Η εκμετάλλευση των ορυκτών του νησιού ξεκινά από την αρχαιότητα, γνωρίζοντας περιόδους άλλοτε διακοπής (κλασσικοί χρόνοι) και άλλοτε έντασης (ενετική κτήση). Στο νησί υπήρχαν φλέβες γρανίτη, μαρμάρου, τιτανίτη, μαγνίτη, σιδήρου και χαλκού κ.ά.. Με τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους υποβλήθηκαν πολλές αιτήσεις για την εξόρυξη διαφόρων ορυκτών. Η πρώτη δόθηκε στα 1869 στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία για την εξόρυξη και εκμετάλλευση μαγνητικού και ανθρακικού σιδήρου. Ανάμεσα στους όρους παραχώρησης προβλέπονται η υποχρέωση της εταιρείας να καταβάλει διάφορους φόρους στο κράτος, μέρισμα στους ιδιοκτήτες των κτημάτων και αποζημίωση σε αυτόν που ανακάλυψε το μεταλλείο. Μέχρι το 1885 εκδόθηκαν πέντε άδειες που περιλάμβαναν την παραχώρηση διαφόρων εκτάσεων και αφορούσαν στη εξόρυξη σιδήρου, χαλκού, μόλυβδου, ψευδάργυρου. Η εργασίες στα μεταλλεία διέπονταν από ασυνέχεια: Πολλές από τις εταιρείες ανάστελλαν τις εργασίες τους λόγω πτώχευσης. Συχνά γίνονταν αλλαγές ιδιοκτησιακού καθεστώτος ή εγκαταλείπονταν ορισμένα κοιτάσματα. Η τελευταία εταιρεία ήταν η «Σέριφος- Σπηλιαζέζα» που ανέλαβε στα 1880. Ήταν γαλλικών συμφερόντων, είχε την έδρα της στο Παρίσι και διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τη σημαντικότερη μεταλλευτική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, τη Γαλλική Εταιρεία Λαυρίου (του Ι. Σερπιερη). Η επιχείρηση αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα και διέκοψε αρκετές φορές την παραγωγική δραστηριότητα.
Από το 1887 παρατηρείται συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων της Σερίφου. Τότε ήταν που ο μεταλλειολόγος Αιμίλιος Γρώμμαν συμβλήθηκε με την εταιρεία και ανέλαβε εργολαβικά την εξόρυξη. Αρχικά οι ποσότητες μεταλλεύματος ήταν μηδαμινές αλλά σύντομα έφτασαν τους 18.000 τόνους. Στα 19 χρόνια που ήταν εργολάβος, η ποσότητα του μεταλλεύματος που εξορύχθηκε ήταν 2.800.000 τόνοι, όταν οι προηγούμενες εταιρείες δεν ξεπέρασαν τους 10.000 τόνους. Μετά το θάνατο του την επιχείρηση ανέλαβε ο γιος του και τη λειτούργησε ως την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οπότε και έπαυσαν οριστικά οι εργασίες στο μεταλλείο.
    Στις περιόδους έντονης παραγωγής απασχολούνταν στα μεταλλεία μέχρι και 1.000 εργάτες. Αρκετοί από αυτούς προέρχονταν και από άλλα νησιά εκτός από τη Σέριφο (Μύκονο, Πάρο, Μήλο Κάρπαθο, Εύβοια, Αμοργό). Ο Αιμ. Γρώμμαν ακολούθησε πιθανόν ένα πατερναλιστικό μοντέλο διαχείρισης του εργατικού δυναμικού. Οι εξιδανικευμένες αναμνήσεις των κατοίκων από αυτήν την περίοδο, η ίδρυση από τον ίδιο σχολείου για «τα παιδιά των εργατών» σύμφωνα με τις αφηγήσεις, η συγκρότηση ταμείου αλληλοβοήθειας για τη συντήρηση φαρμακείου και ιατρείου, ενισχύουν μια τέτοια υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση οι συνθήκες εργασίας την εποχή πατέρα Γρώμμαν δεν ήταν ιδανικές, αλλά εξιδανικεύονται ή συγκρίνονται ως καλύτερες σε σχέση με την εποχή γιου Γρώμμαν, ο οποίος λειτουργεί με περισσότερο κερδοσκοπικά κριτήρια. Και αυτό γίνεται εχθρικά αντιληπτό στους εργάτες κατοίκους τόσο υλικά στην καθημερινότητά τους, όσο και ιδεολογικά, καθώς παραβιάζει τις παραδοσιακές αξίες για την ηθική της εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο οι συνθήκες εργασίας στο μεταλλείο ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Η έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας και η πολύωρη εργασία σε ένα επάγγελμα με έντονη επικινδυνότητα αύξαναν τον αριθμό των ατυχημάτων (θανατηφόρων ή μη). Οι συνθήκες ζωής στα μεταλλεία της Σερίφου δεν ήταν απλά ανυπόφορες εργασιακά, με βάση την ένταση της εκμετάλλευσης, αλλά σε καθημερινή εκκρεμότητα βρισκόταν το ίδιο το ζήτημα της δυνατότητας επιβίωσης του εργάτη. Με τόσες ώρες εργασίας την ημέρα στο εξόχως ανθυγιεινό περιβάλλον του μεταλλείου και με υποτυπώδεις δυνατότητες ιατρικής περίθαλψης, οι μεταλλωρύχοι οδηγούνταν μέρα με τη μέρα και με μαθηματική ακρίβεια από τον εφιάλτη της καθημερινότητας στον εφιάλτη του θανάτου. Μάλιστα οι εργασίες στα πλούσια κοιτάσματα του «Αλμυρού» και στο «Μουντάκι» στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 60 εργάτες μεταξύ των ετών 1914-1916, ενώ από το 1920 έως το 1940 καταγράφηκαν 16 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα. Επιπλέον, όποιος τολμούσε να διαμαρτυρηθεί απέναντι σε αυτή την κατάσταση είτε βρισκόταν αντιμέτωπος με τους <<μαγγουροφόρους>> του Γ. Γρώμμαν είτε απολυόταν. Σε άλλες περιπτώσεις, σημειώθηκαν ακόμα και εκτοπίσεις εργατών από το νησί για λόγους <<δημοσίας ασφάλειας>>. Ο Γρώμμαν είχε, εξάλλου, στενούς δεσμούς με την τοπική πολιτική εξουσία και την προστασία ουσιαστικά του ελληνικού κράτους. Οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο έπαυε να ισχύει μπροστά στον ίδιο και τους μπράβους του.

Αναρχοσυνδικαλισμός – Σπέρας


Μέσα σε τέτοιες εργασιακές συνθήκες οι Σεριφιώτες καλούν τον πατριώτη τους Κώστα Σπέρα να σπεύσει σε βοήθεια. Ο Κ. Σπέρας γεννήθηκε το 1893 στη Δυτική Λόντζια της Σερίφου. Σε ηλικία 14 χρονών, βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στην Αίγυπτο εργάστηκε ως τσιγαράς. Εκεί ήρθε σε επαφή με αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές έλληνες και ιταλούς μετανάστες, οι οποίοι αναπτύσσουν έντονη δράση ανάμεσα στους καπνεργάτες της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου. Όταν επέστρεψε στη Σέριφο αναγκάστηκε να πουλήσει τα κτήματά του και να εργαστεί στη Αθήνα. Γρήγορα θα αναπτύξει συνδικαλιστική δράση. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΚΑ. Συμμετείχε στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών του Νικόλαου Γιαννιού. Εκεί έρχεται συνεχώς σε σύγκρουση με τους σοσιαλιστές. Το Μάρτιο του 1914 θα βρεθεί στην Καβάλα, όντας τσιγαράς και ο ίδιος, και θα συμμετάσχει στη μεγάλη καπνεργατική απεργία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα συλληφθεί και θα μεταφερθεί στις φυλακές Τρίπολης. Το 1916 συμμετέχει στην απεργία της Σερίφου. Το 1917 βρίσκεται φυλακισμένος στις φυλακές Φίρκα της Σερίφου, ενώ το 1918 στηρίζει την ίδρυση του Μορφωτικού Εργατικού Ομίλου στην Ερμούπολη και την έκδοση της εφημερίδα Εργάτης.
Ήδη από την εποχή της δράσης του στην Αθήνα συμμετέχει σε μια ιδιαίτερη αναρχοσυνδικαλιστική τάση, με αρχηγό το λόγιο και δημοσιογράφο Μήτσο Χατζόπουλο (Μποέμ). Οι αναρχοσυνδικαλιστές δεν θέλανε πολιτική δράση και προπαγάνδιζαν μόνο την επαγγελματική οργάνωση. Το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου στην Ισπανία, την Γαλλία, την Ιταλία και σε άλλα δυτικά κράτη. Στη Γαλλία συνυπήρχε μάλιστα μαζί με το ρεύμα του Σορέλ στην Γαλλική Γενική Συνομοσπονδία της Εργασίας (Confιdιration gιnιrale du Travail, CGT). Ο αναρχοσυνδικαλισμός συνδυάζει τη γιακωβίνικη παράδοση της άρνησης των κομμάτων που διαχωρίζουν τους πολίτες με την αμεσοδημοκρατία, την έννοια της γενικής βούλησης, των αυτό-μορφωτικών λεσχών, την επαναστατική δράση στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Ο κοινοβουλευτισμός και η αστική δημοκρατία θα κηρυχθούν ως ο μεγάλος εχθρός της εργατικής τάξης. Ο ίδιος ο Σορέλ θα διακηρύξει την ηθική του συντεχνιακού μοντέλου μπροστά στην ανηθικότητα του καπιταλισμού και την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός ηθικού ανθρώπου, που θα απαντά σε αυτήν την καταστροφή. Με τον ίδιο τρόπο οι έλληνες αναρχοσυνδικαλιστές εμφανίζονταν ως απλοί και τίμιοι εργάτες που ενδιαφέρονταν για το πραγματικό συμφέρον των εργαζομένων, σε αντίθεση με τους εργατοπατέρες του εργοδοτικού συνδικαλισμού και τους ανήθικους κεφαλαιοκράτες, το κράτος, τους προδότες και χαφιέδες της αστυνομίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ηθικός λόγος ταυτίζεται με τον ταξικό και διαμορφώνει μια ηθικοταξική εργατική συνείδηση που αναζητά την καταξίωση. Η ηθικολογική αυτή πρόσληψη και ερμηνεία της συνδικαλιστικής τάξης κατάγεται από τον παραδοσιακό τρόπο καθορισμού των συντεχνιακών εργασιακών σχέσεων. Ο καπιταλισμός και το αστικό νομοθετικό πλαίσιο παραβιάζουν και διαλύουν το παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής και οι αξίες του παλιού αυτού κόσμου μετασχηματίζονται μέσα στις νέες συνθήκες. Το νέο προλεταριάτο χάνοντας τον κοινωνικό ρόλο που είχε μέσα στις συντεχνίες αποζητά να τον επανακτήσει μέσα στην κοινωνία, να ξαναποκτήσει το ηθικό του κύρος. Αναζητώντας τον παλιό κόσμο που έχασε, διεκδικεί έναν νέο που να του αξίζει.
Το 1918, ο Σπέρας συμμετέχει στην ίδρυση της ΓΣΕΕ και εκφράζει μαζί με τους Φανουράκη και Κουχτσόγλου την αναρχοσυνδικαλιστική τάση. Σ' αυτό το συνέδριο ο Σπέρας θα υπεραμυνθεί της «πάλης των τάξεων», θα υποστηρίξει ότι η ΓΣΕΕ πρέπει να μείνει ανεξάρτητη από την επιρροή κάθε πολιτικού κόμματος και θα στηρίξει την αντικοινοβουλευτική δράση των μελών της. Αντίθετες απόψεις από τον Σπέρα θα διατυπώσουν οι σοσιαλιστές, υποστηρίζοντας τη σύνδεση της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ. Παρά το γεγονός ότι θα επικρατήσουν οι δεύτεροι, ο Σπέρας θα εκλεγεί μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής. Η εκλογή του αυτή θα επιβεβαιώσει τη δυναμική της τάσης των αναρχοσυνδικαλιστών εκείνη την εποχή.
Η αναρχοσυνδικαλιστική τάση συμμετέχει στο ΣΕΚΕ, χωρίς να αποδίδει όμως σε αυτό καθοδηγητικό ρόλο στο εργατικό κίνημα. Ακόμα ο Σπέρας συμμετέχει το 1920 ως ειδικός γραμματέας στη συνδιάσκεψη των μεταλλωρύχων και ανθρακωρύχων για την ίδρυση κοινής ομοσπονδίας. Στο Β΄ Συνέδριο του ΣΕΚΕ το 1920, η τάση του Σπέρα θα διαγραφεί. Στο Β' Συνέδριο της ΓΣΕΕ η τάση του όμως θα εμφανιστεί ισχυροποιημένη κατέχοντας το 1/3 των αντιπρόσωπων. Ο Σπέρας, σε μια εποχή που οι αναρχοσυνδικαλιστές συμμετέχουν διεθνώς στη Γ΄Διεθνή, προτείνει να ενταχθεί σε αυτή η ΓΣΕΕ, αλλά να αποδεσμευθεί από το ΣΕΚΕ. Στις ομιλίες του θα στηρίξει την αμεσοδημοκρατική λειτουργία των σωματείων, με κυρίαρχο σύνθημα την άμεση συμμετοχή των εργατών στη λήψη των αποφάσεων μέσα από τις συνελεύσεις βάσης των σωματείων ειδικευμένων τεχνιτών, σε αντίθεση με την ηγετική ομάδα του ΣΕΚΕ, η οποία θεωρούσε ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει μόνο στους βιομηχανικούς εργάτες. Το 1921 οι Σπέρας- Φανουράκης εκδίδουν τη δεκαπενθήμερη εφημερίδα Νέα Ζωή, ενώ θα βρεθούν για αρκετό διάστημα στη διοίκηση του ΕΚΑ. Το 1922 ιδρύουν το Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα. Ανάλογες κινήσεις θα γίνουν από αναρχοσυνδικαλιστές και στον ευρωπαϊκό χώρο. Το ΑΕΚ θα διαλυθεί το 1925 μέσα στη δικτατορία του Παγκάλου. Στο Γ΄ Συνέδριο της ΓΣΕΕ στις 28 Μαρτίου 1926 οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές θα επιτεθούν εναντίον του Σπέρα εξαπολύοντας κατηγορίες για συνεργασία με την αστυνομία. Τελικά, διαγράφεται. Ο Σπέρας συνεχίζει να συμμετέχει στο εργατικό κίνημα, κυρίως στους σιδηροδρομικούς. Θα φυλακιστεί πολλές φορές στη ζωή του, ιδιαίτερα από το μεταξικό καθεστώς. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, το ΚΚΕ και ο ΕΛΑΣ θα θυμηθούν τον Σπέρα και θα τον καλέσουν σε συνάντηση… Σε αυτή τη συνάντηση θα τον εκτελέσουν/

Τα γεγονότα της απεργίας


Η εργατική έκρηξη του 1916 έρχεται να κλονίσει το παγιωμένο σύστημα στα μεταλλεία και να φέρει στο προσκήνιο με ορμητικό και βίαιο τρόπο τις αγωνίες και τα αιτήματα των εργατών. Στις 24 Ιουλίου οι μεταλλωρύχοι πραγματοποιούν γενική συνέλευση και εγκρίνουν ομόφωνα την ίδρυση σωματείου μαζί με το κείμενο του καταστατικού. Ταυτόχρονα, εξουσιοδοτείται Προσωρινή Επιτροπή να μεταφέρει τα αιτήματα τους. Αιτήματα που συνδέονται με την προστασία της ζωής τους, τη διασφάλιση της απασχόλησης και τη μείωση των ωρών εργασίας. Για να συνειδητοποιήσει κανείς το δολοφονικό χαρακτήρα της εργασίας στα μεταλλεία, αρκεί να σκεφτεί την πολιτική γκρεμίσματος των στηριγμάτων των στοών, μέσα στις οποίες οι εργάτες δούλευαν, και τη μη αντικατάσταση τους λόγω κόστους. Άμεση συνέπεια ήταν βέβαια η μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων ατυχήματος. Οι εργάτες συγκροτούν τριμελή επιτροπή που μεταβαίνει στην Αθήνα, προκειμένου να παρουσιάσει τη μη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας στη Σέριφο και να τραβήξουν έτσι την προσοχή της κεντρικής εξουσίας. Αμέσως κυκλοφορούν συκοφαντίες για τις ενέργειες αυτές των εργατών. Διαδίδεται ότι, εάν δεν υποχωρήσουν, ο διευθυντής είναι αποφασισμένος να διακόψει τις εργασίες. Και πραγματικά, οι εργασίες διακόπτονται. Παράλληλα, επιχειρείται η διάσπαση του εργατικού κινήματος και η εξαγορά της παθητικής στάσης. Η Προσωρινή Επιτροπή, εν τω μεταξύ, με τη συμπαράσταση των εργατικών κέντρων Αθήνας-Πειραιά, επιδίδει το Υπόμνημα της στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Το Υπουργείο στέλνει στη Σέριφο τον μηχανικό Γεωργιάδη ως επιθεωρητή, ο οποίος όμως το μόνο που κάνει είναι να διαβεβαιώσει τους εργάτες ότι δε συντρέχουν λόγοι ανησυχίας και ότι η ζωή τους δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο. Καταπλέει τότε στο λιμάνι της Σερίφου το φορτηγό πλοίο <<Μαννούσι>> για να φορτώσει, πράγμα βέβαια αδύνατο. Οι εργάτες παραμένουν αμετάπειστοι και ανυποχώρητοι. Τα γεγονότα βρίσκονται πλέον σε οριακό σημείο και ο Ανθυπασπιστής της χωροφυλακής Λαγογιάννης στέλνει στο Υπουργείο Εσωτερικών τηλεγράφημα με το οποίο υποστηρίζει πως στη Σέριφο λαμβάνει χώρα όχι απλά μια απεργία, αλλά οργανωμένο στασιαστικό κίνημα, ζητώντας γι' αυτό το λόγο ενισχύσεις.
    Η όξυνση της κατάστασης οδηγεί και την εταιρεία των μεταλλείων στην απόφαση να ζητήσει τη συνδρομή της αστυνομίας. Με αυτό τον τρόπο φτάνει στο νησί δύναμη 30 χωροφυλάκων, υπό τις διαταγές του Υπομοίραρχου Χρύσανθου. Με σκοπό την τρομοκράτηση του ντόπιου πληθυσμού σημειώνονται πράξεις βίας των χωροφυλάκων απέναντι στους αμέτοχους χωρικούς. Τελικά, οι χωροφύλακες φτάνουν στο χώρο της απεργίας. Ο αριθμός των συγκεντρωμένων υπολογίζεται τη στιγμή εκείνη σε 1500-2000. Ο Υπομοίραρχος δίνει προθεσμία στους απεργούς για να διαλυθούν, εκείνοι όμως παραμένουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν την απεργία. Ο Υπομοίραρχος δολοφονεί πρώτος εκείνος έναν εργάτη με το περίστροφο του και δίνει εντολή στους χωροφύλακες να ανοίξουν πυρ. Από κει και πέρα τα πράγματα γίνονται ανεξέλεγκτα. Ξεκινάει πραγματική μάχη ανάμεσα στους χωροφύλακες και τους απεργούς, εκατοντάδες σιδηρόλιθοι ρίχνονται εναντίον των αστυνομικών, οι οποίοι με τη σειρά τους πυροβολούν με μανία κατά του εργατικού πλήθους. Ο Υπομοίραρχος θα βρει το θάνατο από μια τέτοια πέτρα, οι χωροφύλακες πετούν τα όπλα και τρέπονται σε φυγή καταδιωκόμενοι από τους εργάτες. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της εφημερίδας <<Φως>>, της εποχής εκείνης: << Οι εργάται προ του φρικιαστικού θεάματος των νεκρών και τραυματιών έγιναν άγρια θηρία τα δε γυναικόπαιδα ήρχισαν δαιμωνιώδη λιθοβολισμόν κατά των αστυνομικών. Ο Υπομοίραρχος βληθείς δια λίθου εις την κεφαλήν έπεσεν εις την θάλασσαν και έμεινεν άπνους ωσαύτως και ο αστυνομεύων ενωμοτάρχης εφονεύθη, ριφθείς εις την θάλασσαν, δια λίθου. Τι επηκολούθησεν έπειτα δεν περιγράφεται αι γυναίκες και τα παιδιά μετά των εργατών εμαίνοντο, οι δε χωροφύλακες ως μαινόμενοι λύκοι επυροβόλουν κατά πάσας τας διευθύνσεις>>. Οι απεργοί εξοπλίζονται με τα όπλα των χωροφυλάκων και επιτίθενται από τη μια στα γραφεία της εταιρείας, απ' όπου υπάλληλοι πυροβολούν προς το μέρος των εργατών, και από την άλλη στο αστυνομικό τμήμα για να απελευθερώσουν κρατούμενους συναδέλφους τους. Η συμπλοκή είχε ως αποτέλεσμα νεκρούς και σοβαρά τραυματίες και από τις 2 πλευρές. Η είδηση της δολοφονίας εργατών φτάνει στα χωριά και άλλοι χωρικοί φτάνουν οπλισμένοι για εκδίκηση. Ο πληθυσμός της Σερίφου προχωράει σε συλλαλητήριο, παντού ακούγονται κατηγορίες ενάντια στην Κυβέρνηση. Οι σύμβουλοι της κοινότητας και οι δημόσιοι υπάλληλοι κλείνονται στα σπίτια τους, εξαιτίας του φόβου της λαϊκής οργής. Οι οπλισμένοι απεργοί προχωρούν στην κατάληψη δημόσιων κτιρίων, όπως του τηλεγραφείου, της αστυνομίας και του ειρηνοδικείου. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως, μέσα στις συνθήκες της μάχης, οι απεργοί δε θα διστάσουν να υψώσουν τη γαλλική σημαία ώστε να μπορέσουν να προστατευτούν. Η πράξη αυτή, μέσα στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο, θα προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις και μερίδα του τύπου θα φτάσει στο σημείο να κατηγορήσει τους απεργούς ως πράκτορες της Αντάντ. Σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, οι εργάτες ακολουθώντας άνωθεν οδηγίες επιδίωξαν να καταλύσουν τη διοίκηση και τις αρχές, διευκολύνοντας έτσι τη γαλλική επέμβαση και την επιβολή της γαλλικής κυριαρχίας. Πράγματι, η ανάρτηση της γαλλικής σημαίας προκάλεσε την επέμβαση των γάλλων και γαλλικό άγημα αποβιβάστηκε στο νησί. Στην πραγματικότητα όμως, δεν επρόκειτο για καμία απόπειρα κατάλυσης της τάξης με γαλλική συνδρομή. Αντίθετα, οι Γάλλοι ειδοποίησαν τους απεργούς και τον πρόεδρο τους Σπέρα πως έπρεπε να υποστείλουν τη γαλλική σημαία και ότι το εθνικό τους σύμβολο δε μπορούσε σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιείται για την κάλυψη απεργιών. Χαρακτηριστικό ως προς το ρόλο της γαλλικής επέμβασης είναι το ότι μόλις οι Γάλλοι κατέφθασαν στο νησί, οι απεργοί επέστρεψαν τα όπλα που είχαν αποσπάσει και ανέλαβαν την υποχρέωση να επιστέψουν στη δουλειά. Επί της ουσίας, λοιπόν, η επέμβαση των γάλλων στόχο είχε την αποκατάσταση και όχι την ανατροπή της τάξης. Από την άλλη πλευρά, ο φίλα προσκείμενος προς την απεργία και την υπόθεση του εργατικού κινήματος τύπος, πρόβαλε τον υπερτονισμό αυτό σχετικά με την ανάρτηση της γαλλικής σημαίας ως προσπάθεια αποπροσανατολισμού.
Εκτός από τους Γάλλους, στη Σέριφο κατέπλευσε και το ελληνικό αντιτορπιλλικό <<Αυλίς>> με στρατιωτική δύναμη. Ήταν απαραίτητη η αποστολή του στρατού για την κατάπνιξη του πρώτου αυτού ελληνικού <<σοβιέτ>>. Το κράτος, υπερασπιζόμενο τα συμφέροντα των εργοδοτών, θα στείλει στο νησί στρατό και οι ηγέτες της απεργίας θα δικαστούν στη Σύρο και θα φυλακιστούν.
    Ωστόσο, ο αγώνας των απεργών δεν έμεινε χωρίς αντίκρισμα. Τον επόμενο χρόνο, το 1917, η εταιρεία θα δεχτεί την αύξηση κατά 10% των ημερομισθίων, όπως και άλλα πιο ειδικού χαρακτήρα αιτήματα των απεργών. Ταυτόχρονα όμως, σε μια <<πρωτόγονη>> εκδοχή εργασιακής ειρήνης, θα εξασφαλίσει την εγγύηση πως οι συμφωνίες δε θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν για διάστημα τουλάχιστον 2 ετών.
Για τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο βασικό χαρακτηριστικό της απεργίας αποτελεί το αυθόρμητο ξέσπασμα και η μη ταξική αντίληψη της. Πρόκειται για τις πρώτες αφυπνίσεις της εργατικής συνείδησης, για εμβρυακές μορφές ταξικότητας. Σύμφωνα με την αντίληψη του, κινητήρια δύναμη της απεργίας, όπως και άλλων απεργιών την εποχή αυτή, ήταν το ταξικό ένστικτό και όχι η επαναστατική πολιτική συνείδηση. Παρόλα αυτά, δε μπορεί κανείς να παραγνωρίσει τον πολιτικό χαρακτήρα του σημείου εκείνου που οι κοινές διαθέσεις των εργατών γίνονται κοινές αγωνιστικές συμπεριφορές. Η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και η εμπειρία της ταξικότητας οδηγούν, έστω και σε αυτό το πρώιμο στάδιο ανάπτυξης του ελληνικού εργατικού κινήματος και πρωτόλειας πολιτικής αντίληψης, σε μορφές αγωνιστικής έκφρασης. Η ωμή καταστολή από την πλευρά της εργοδοσίας, η διαπλοκή της με το κράτος και την πολιτική εξουσία, ο ταξικός διαχωρισμός και η συστράτευση των υπαλλήλων με την εργοδοσία και ενάντια στους εργάτες, η αντι-βια και η ένοπλη αντίδραση των εργατών, οι καταλήψεις δημοσίων κτιρίων και η συμπαράσταση του ντόπιου πληθυσμού, σίγουρα ενέχουν στοιχεία πολιτικά, εμπεριέχονται οι τάσεις μετάβασης, πολιτικής και θεωρητικής ωρίμανσης του εργατικού κινήματος. Με τα λόγια του Λένιν: <<Και τι άλλο είναι μια απεργία, αν όχι μια κρίση της καπιταλιστικής κοινωνίας; Σε κάθε απεργία κρύβεται η Λερναία Ύδρα της επανάστασης. Μήπως η κινητοποίηση στρατού σε όλες, ακόμα και τις πιο ΄΄δημοκρατικές΄΄ καπιταλιστικές χώρες, δε μας δείχνει τι θα συμβεί στην περίοδο των πραγματικά μεγάλων κρίσεων;>>

Μέρη που αξίζει να αναζητήσετε με αφετηρία τα γεγονότα της απεργίας


Τα ίχνη της μεταλλευτικής δραστηριότητας στο νησί δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν σήμερα, καθώς δεν έχουν διασωθεί κτήρια ή εγκαταστάσεις. Γνωρίζουμε ότι εξορύξεις γίνονταν στην περιοχή Βουνιά, στον Αβεσσαλό, στον όρμο Αλμυρού και αλλού. Περιοχές όπου υπήρχαν έργα για τις φορτο-εκφορτώσεις ήταν το Λιβάδι, Αβεσσαλός, κάβος Κούνδουρου και όρμος Κουντούρου, στο Μέγα Λιβάδι, στον Κουταλά. Σε αυτές τις περιοχές υπήρχαν επίσης τα γραφεία των εταιρειών, σπίτια του διοικητικού προσωπικού και των εργατών. Σήμερα μπορεί να δει κανείς το ωραιότερο από τα γραφεία της εταιρείας Σέριφος-Σπηλιαζέζα, ένα διώροφο κτήριο στον Κουταλά, που σώζεται το μισό και δύο γέφυρες φορτώσεως στην ίδια περιοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.