Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Για το μάθημα των θρησκευτικών


 Του ΣΠΥΡOΥ ΓΕΩΡΓΙOΥ

  Τα θρησκευτικά στο Δημοτικό είναι μάθημα που το χαίρονται τα παιδιά.
Oι απλές ιστορίες, η εύκολη γλώσσα που διευκολύνει την απομνημόνευση, τα
ερεθίσματα που διεγείρει η συζήτηση γύρω από θέματα αγαπητά σε όλους, τα
κάνουν ιδιαιτέρως γόνιμα κατά τη διδασκαλία. Τόοο που θα ήταν κρίμα αν
αυτό χαλούσε από την εμμονή μας να αποδίδουμε με ψυχρή βαθμολογία την
συμμετοχή των μαθητών σ' αυτό. Η υπαγωγή τους στην κατηγορία των
υπολοίπων μαθημάτων, όπου απαιτείται η αναγκαστική εξέταση και
αξιολόγηση ώστε να προχωρήσει χωρίς κενά η διδακτέα ύλη, μου φαίνεται
γι' αυτά μια μέθοδος που ακυρώνει όχι μόνο το περιεχόμενο τους, αλλά και
το ρόλο του δασκάλου όπως τον φανταζόμαστε σήμερα (το ίδιο ισχύει βέβαια
και για την προσέγγιση όσων μαθημάτων έχουν σχέση με την Τέχνη).
  Στην ώρα των θρησκευτικών μπορούν να τεθούν με τρόπο ζωντανό όλα
εκείνα τα θέματα που ο κοινωνικός περίγυρος σπρώχνει ως την πόρτα της
σχολικής αίθουσας. Όμως η διαπραγμάτευση τους είναι δυνατό να λάβει εδώ,
σε σχέση με τις κοινές κουβέντες, μορφή παρηγορητική. Τα θρησκευτικά
είναι ή πρέπει να είναι η ώρα όπου το ομολογημένο συναίσθημα δεν
εκπίπτει στη ρηχή συναισθηματολογία, αλλά κορυφώνεται με την πνευματική
μεταστροφή του. Κι ας μη θεωρήσουμε εύκολο να γίνει κάτι παρόμοιο και σε
άλλα μαθήματα. Εκείνο που ουσιαστικά διαφοροποιεί τα θρησκευτικά από τη
γλώσσα π.χ. μέσα στην τάξη (ένα μάθημα συγκρίσιμο ως προς το εύρος των
αποριών που θίγονται κατά την επεξεργασία των λογοτεχνικών κειμένων)
είναι κυρίως η υποδοχή που επιφυλάσσουν οι μαθητές οτα θέματα που θα
τους προτείνουμε. Αλλιώς προϋπαντούν το ιλαρό φως του ψαλμού κι αλλιώς
το φως ενός ποιήματος. Δεν επηρεάζει εδώ η ποιότητα απλώς, το μέτρο που
έχει συμφωνηθεί ότι θα γίνει η επεξεργασία είναι που δίνει το απρόσμενο
μέγεθος της ανταπόκρισης. Η διαφορά έγκειται, αν η ώρα των θρησκευτικών
αποδεικνύεται κάποτε αποδοτικότερη του μαθήματος της γλώσσας, κυρίως
στην επιθυμία των μαθητών να γεύονται συχνότερα και το ελλείπον ρίγος
κάποιου είδους μεταφυσικής ανησυχίας στη σχολική και ιδιωτική τους ζωή.
Εκεί δηλαδή όπου αφόρητα, στις μέρες μας, η φυσική υπερισχύει κατά
κράτος. Και νομίζω ότι είναι αποδεκτό τα παιδιά να χαίρουν καμιάς
τέτοιας εμπειρίας, έξω από το κυρίως σώμα των μαθημάτων που στηρίζονται
στις επιστήμες, τουλάχιστο στο όνομα της προσωπικής τους ανάγκης για
έρευνα.

Φωνές διαμαρτυρίας
  Είπα αποδεκτό και ήδη ακούω στ' αυτιά μου φωνές διαμαρτυρίας,
οπωσδήποτε καθ' όλα κατανοητές. Όσα λίγα έθιξα παραπάνω, το καταλαβαίνω,
δεν είναι τίποτα περισσότερο από προσωπικά συμπεράσματα που καταλήγουν
να θεωρούν απαραίτητο το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία, ώστε αυτά
να μην εξελιχθούν σε χώρους αποκλειστικά καλλιέργειας λογικών
δεξιοτήτων. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει απ' όλους αποδεκτό όταν
το διδάσκουμε με τη σημερινή μορφή του. Η σοβαρή αλλαγή διάθεσης με την
οποία κοιτάμε τα προβλήματα που η διδασκαλία του (συνέχεια της
εκκλησιαστικής κατήχησης) πάντα δημιουργούσε, (και που τώρα η ίδια η
πραγματικότητα τα κάνει φανερά ακόμα και στους πιο ανεκτικούς των
παρενεργειών της), μας εμποδίζει να επιμείνουμε.
  Η αλλαγή γνώμης στη χώρα μας μιας σημαντικής μερίδας ανθρώπων
απέναντι στην υποχρεωτική διδασκαλία των θρησκευτικών συνέβη κυρίως την
τελευταία δεκαετία και είχε ίσως ως σημαντικότερη αιτία την αλλοίωση της
σύνθεσης του μαθητικού πληθυσμού. O μεγάλος αριθμός των αλλοδαπών
παιδιών που φοιτούν πλέον στα σχολεία μας έθεσε επιτακτικά το πρόβλημα
που από πολύ παλιά είχε τεθεί στην Ευρώπη. Αν είναι δηλαδή ανεκτή στη
σύγχρονη ελληνική συνείδηση, η οποία την τελευταία εικοσαετία με βήματα
γοργά αποδέχτηκε στην εκπαίδευση ένα μοντέλο εκκοσμίκευσης της γνώσης, η
ομολογιακού χαρακτήρα διδασκαλία μιας πίστης σύμφωνα με το αναλυτικό
πρόγραμμα (που αποτυπώνει την άποψη του κράτους γι' αυτή) σε παιδιά με
διαφορετικό θρήσκευμα ή σε παιδιά των οποίων οι γονείς δεν επιθυμούν
καμία θρησκευτική κατήχηση. Το ερώτημα αυτό απαντιέται φυσικά από τη
μεριά της εκκλησίας (που έχει λόγους να ανησυχεί, αφού η αμφισβήτηση του
μαθήματος των θρησκευτικών παραπέμπει και σ' εκείνη την ουσιαστικότερη
που αφορά το ρόλο της στην ελληνική κοινωνία) καταφατικά με το
επιχείρημα της θρησκευτικής ομοιογένειας των Ελλήνων ή μ' εκείνο που
θεωρεί την Oρθοδοξία θεμελιακό παράγοντα του νεοελληνικού πολιτισμού.
Αλλά ομοιογένεια δεν σημαίνει και εξ' ολοκλήρου παραχώρηση στην εκκλησία
του δικαιώματος να προσηλυτίζει και παιδιά από οικογένειες που
αδιαφορούν ή είναι αντίθετες σε οποιαδήποτε θρησκευτικού τύπου πίστη.
Oύτε, όπως ξέρουμε, η διδασκαλία των θρησκευτικών έχει ποτέ ως τώρα
περιοριστεί στο να αναδείξει απλώς τη σημασία της συμμετοχής της
Oρθοδοξίας στη συγκρότηση του έθνους μας. Το μάθημα τουναντίον κυρίως
κηρύσσει με όλους τους τρόπους ότι τη μια και μοναδική αλήθεια μόνο η
Oρθοδοξία εκφράζει, ευελπιστώντας βέβαια στην αθρόα προσχώρηση σʼ αυτή
των μαθητών.

Oυδετερόθρησκο σχολείο
  Το πρόβλημα, όσοι το ζούμε από κοντά, καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορεί
πια παρά να απαιτήσει τη λύση του σύντομα. Αργά ή γρήγορα (κι εδώ ας
είμαστε κάπως προφητικοί) είναι μοιραίο, μέσα στο γενικό κλίμα της
ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας που επικρατεί, να εφαρμοστεί στη χώρα
μας η ίδια αρχή με αυτή που ισχύει και στις ευρωπαϊκές χώρες: η αρχή του
κοσμικού κράτους και του ουδετερόθρησκου σχολείου. Το μόνο που ίσως
απομένει να βρούμε έγκαιρα είναι τον δικό μας τρόπο με τον οποίο θα
υλοποιήσουμε αυτή την αρχή.
  Προσπάθησα πιο πριν να κάνω μια νύξη για μια μορφή διδασκαλίας του
μαθήματος η οποία να μη συγχέεται με την εκκλησιαστική κατήχηση, αλλά να
χτίζεται πάνω στην αντικειμενική υπόδειξη κι ενός άλλου κόσμου που κρατά
ανοιχτό το διάλογο με τη μεταφυσική ανησυχία*. Σύμφωνα μ' αυτή, η
διδασκαλία των επιλεγμένων κειμένων θα πρέπει να εντάσσεται σε μια
οπτική τελείως διαφορετική από αυτή που έχουμε συνηθίσει ως τώρα. Θα
πρέπει να ξεφύγουμε από την απολυτοποίηση της εκ των προτέρων αλήθειας
τους και να πάμε σ' αυτά, δάσκαλοι και παιδιά, με μόνο κίνητρο την
ερευνητική διάθεση, η θέρμη της οποίας θα εξαρτάται από τους δρόμους που
θα διανοίγει η δυναμική της. Η διαπραγμάτευση θα πρέπει να γίνεται μέσα
σ' ένα κλίμα ουδέτερο, το οποίο δεν θα πνίγει τα σύγχρονα ερωτήματα που
θέτει η επιστήμη. Για να αντέχει τους κραδασμούς και της τυφλής
αμφισβήτησης και της ανομολόγητης καλλιέργειας ενός συγκεκριμένου
φρονήματος, η ραχοκοκαλιά του μαθήματος θα πρέπει να χτιστεί
αποκλειστικά με βάση τον σπουδαστικό χαρακτήρα του. Η παρουσία του στο
αναλυτικό πρόγραμμα είναι απαραίτητο να εδράζεται δηλαδή στην πολύπλευρη
εξέταση των κειμένων κι όχι στην κατήχηση και στο κήρυγμα των
(θρησκευτικών ή ιδεολογικών) αληθειών αυτών των κειμένων. Oι απόψεις,
κατά την διάρκεια της συζήτησης στην τάξη, με τις οποίες θα δοκιμάζεται
η αντοχή τους στις σύγχρονες πνευματικές απαιτήσεις, θα είναι όλες
ευπρόσδεκτες, όπως θα κάναμε και στην ανάλυση όποιου λογοτεχνικού
αποσπάσματος. Τα διδασκόμενα κείμενα (όπως προτείνει ο Σταύρος
Ζουμπουλάκης στο βιβλίο του «O θεός στην Πόλη», εκδ. Εστίας, από το
οποίο και άντλησα στοιχεία που με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο) θα
εκτείνονται από τη μελέτη της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης ως την ιστορία
συνολικά του Χριστιανισμού, καθώς και τον πολιτισμό και την τέχνη, σε
ανατολή και δύση, που η αφομοίωση του ενέπνευσε. Η ενασχόληση με την
ορθόδοξη παράδοση θα αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της όλης μελέτης,
όχι βέβαια λόγω τηςανωτερότητας της απέναντι στις άλλες χριστιανικές
παραδόσεις, κάτι το οποίο θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι δεν
μπορεί να ισχύει με τη νέα μορφή διδασκαλίας του μαθήματος, αλλά
απλούστατα γιατί επιβάλλεται να γνωρίζουν τα παιδιά την ιδιαίτερη
σημασία που έχει για την ιστορική και πολιτιστική αυτοσυνειδησία τους. Η
επικέντρωσή μας αυτή στην ιδιαιτερότητα των ιστορικών και πολιτιστικών
λόγων θα εξασφαλίσει σε περιοχές με ποικιλία θρησκευτικού φρονήματος και
την ανάλογη αντιμετώπιση. Έτσι στη Σύρο και σ' άλλα κυκλαδονήσια με
έντονη καθολική παράδοση το μάθημα δεν μπορεί παρά να περιέχει ένα
μεγάλο μέρος αφιερωμένο σ' αυτή την βασική για την ιστορία τους
παράμετρο. Εδώ ας σκεφτούμε μόνο πόσοι από τους δασκάλους που διδάσκουμε
σ' αυτά τα νησιά δεν έχουμε έρθει πράγματι συχνά σε δύσκολη θέση
προσπαθώντας να μη μεταφέρουμε στους καθολικούς μαθητές μας την επίσημη
θέση των βιβλίων ότι η Oρθοδοξία είναι η μόνη προνομιούχος ομολογία ως
προς τη σχέση της με την αλήθεια.
  Ακριβώς αυτή η ευθύνη μας απέναντι στους μαθητές επιβάλλει να
μεταχειριζόμαστε το «υλικό» του μαθήματος μακριά από ασφυκτικούς
εναγκαλισμούς. Η σπουδή, ανεξάρτητη από την πίστη, εξασφαλίζεται με την
ελεύθερη έρευνα. Από εκείνο το σημείο όπου κυριαρχεί η λογική έκφραση
των πεποιθήσεων ως εκεί που προεξάρχει ο Λόγος.

* Ένα μάθημα θρησκειολογίας (αντί για τα σημερινά θρησκευτικά) όπως
προτείνουν πολλοί, αν το προορίζαμε για ένα τέτοιο  ρόλο, θα αποτύγχανε.
Κυρίως γιατί θα ηταν πολύ δύσκολο να κρατηθεί σε υψηλό επίπεδο
εγρήγορσης η διαχείριση του μεταφυσικού ενδιαφέροντος από ξένες και
ακατανόητες προς την καθημερινότητά μας πνευματικές φόρμες. Επί πλέον,
χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι κι αυτό το μάθημα έχει θέση στο αναλυτικό
πρόγραμμα, ο Χριστιανισμός, αναμφισβήτητο θεμέλιο της ευρωπαϊκής
πνευματικής παράδοσης, έστω και υπό το καθεστώς του σύγχρονου
δημοκρατικού καθωσπρεπισμού, είναι θεμιτό να προσεγγίζεται ξεχωριστά.

Σημείωση «A»: Tο παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφ. ΠETPIEΣ (έκδοση
5ου Δ.Σ. Eρμούπολης, τ.2)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.